Το καταφύγιο στο κέντρο του Βόλου
Του Γεώργιου Ι. Γιώτη*
Τα αστικά κέντρα στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου -ως ο κατεξοχήν χώρος παραγωγής πολεμικού υλικού- επλήγησαν με ιδιαίτερη σφοδρότητα από το αεροπλάνο, καθώς ο ολοκληρωτικός χαρακτήρας της βιομηχανοποιημένης αναμέτρησης αναβάθμισε σε στρατιωτικό στόχο οτιδήποτε συνέβαλλε στην ένοπλη εθνική προσπάθεια. Στο πλαίσιο αυτό, η πρώτη γραμμή ουσιαστικά επεκτάθηκε στο εσωτερικό των εμπόλεμων κρατών, καθιστώντας την παθητική αεράμυνα (καταφύγια, συναγερμός, συσκότιση, αστική εκκένωση) μέγιστη προτεραιότητα για την κεντρική εξουσία. Η προστασία της ανθρώπινης ζωής, αλλά και η στήριξη-ενδυνάμωση του ηθικού των κατοίκων στις πόλεις αποτέλεσαν τους δύο βασικούς στόχους, ώστε να αποφευχθεί η επικράτηση πανικού, ο οποίος ήταν ικανός να οδηγήσει σε αποσταθεροποίηση των μετόπισθεν, συμπαρασύροντας και τον ένοπλο αγώνα στη ζώνη μάχης.
Οι αυτοδιοικητικές αρχές-από κοινού με τις κυβερνήσεις- ανέλαβαν το δύσκολο και οικονομικά επίπονο έργο να προστατέψουν τις αστικές κοινωνίες. Τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη, ήδη από την προπολεμική περίοδο προχώρησαν στην εγκατάσταση αξιόπιστου συστήματος συναγερμού, διαρρύθμισαν τον δημοτικό φωτισμό, ώστε να καταστεί εφικτή η στιγμιαία συσκότιση, ενημέρωσαν τους κατοίκους των πόλεων για την εναέρια απειλή, μεταθέτοντας για την έναρξη των στρατιωτικών επιχειρήσεων την ανόρυξη ορυγμάτων και την κατασκευή κλειστών χώρων προστασίας. Η συγκεκριμένη επιλογή υιοθετήθηκε, καθώς δεν έπρεπε με κανένα τρόπο να καλλιεργηθεί ανησυχία και φόβος στους κόλπους των αστικών κοινωνιών, τηστιγμήπουη ενδόμυχη επιθυμία για αποφυγή του επερχόμενου πολέμου θα απάλλασσε τα κράτη και την αυτοδιοίκηση από την επώδυνη οικονομική δαπάνη. Στην εμπόλεμη περίοδο τα καταφύγια μετατράπηκαν έτσι στη μεγαλύτερη πρόκληση, αφού τα περιορισμένα χρονικά περιθώρια, αλλά και το κόστος -η κρατική χρηματοδότηση διοχετεύτηκε αναγκαστικά στην πρώτη γραμμή- περιόρισε τη δυνατότητα, αλλά και την ποιότητα κατασκευής τους.
Ο Βόλος αμέσως μετά την 28η Οκτωβρίου βρέθηκε στο επίκεντρο της ιταλικής αεροπορίας, επιβεβαιώνοντας με τον τρόπο αυτό τις προπολεμικές επιτελικές εκτιμήσεις. Οι τελευταίες τον είχαν προσδιορίσει ως έναν από τους ύψιστους εναέριους στόχους -λόγω της γεωγραφικής θέσης, του πληθυσμιακού μεγέθους και της ύπαρξης λιμενικών εγκαταστάσεων- μαζί με τη Θεσσαλονίκη, την Καβάλα, τα Ιωάννινα, την Πάτρα, τον Πειραιά και τη Λάρισα, αναδεικνύοντας την αδήριτη ανάγκη για άμεση κατασκευή κλειστών καταφυγίων, ικανών να προστατεύσουν τους κατοίκους της πόλης, αλλά και να στηρίξουν το εύθραυστο ηθικό τους. Ταυτόχρονα, θα λειτουργούσαν επικουρικά στην όποια προστασία παρείχαν ως τότε το καταφύγιο του σιδηροδρομικού σταθμού, οι ανοιχτές τάφροι, αλλά και όσοι υπόγειοι χώροι δημόσιων και ιδιωτικών κτηρίων, εργοστασίων, καπναποθηκών, ιερών ναών ή στοές ξενοδοχείων-μετά τις απαραίτητες εργασίες ενίσχυσής τους- χαρακτηρίστηκαν ως «καταφύγια» και επιστρατεύτηκαν για την αστική προστασία.
Ένα τέτοιο κλειστό «συστηματικό» καταφύγιο με την ιδιαίτερη κωνική οροφή βρίσκεται στη διασταύρωση των οδών Ιωάννη Κονταράτου με Γαμβέτα σε ένα από τα πιο πολυσύχναστα σημεία στο κέντρο του Βόλου. Στην περιβάλλουσα έκταση μέχρι την οδό Ερμού υπήρχε το κτήριο του Γ. Λιβανού, όπου μέχρι την 28η Οκτωβρίου στεγαζόταν και λειτουργούσε η χειρουργική κλινική του Γεωργίου Πιτσιώρη, ενώ σήμερα το σημείο συνιστά υπαίθριο, δημοτικό χώρο στάθμευσης. Το υπουργείο Πολιτισμού ήδη από τον Απρίλιο του 2008 έχει χαρακτηρίσει το καταφύγιο ως «μνημείο»: «…διότι είναι συνδεδεμένο με ιδιαίτερες δραματικές και ιστορικές συνθήκες της πολεμικής περιόδου και με την ιστορία των αρχείων του Δήμου Βόλου».
Οι πρώτες σκέψεις για την κατασκευή του χρονολογούνται λίγο μετά την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, όταν ο Σπύρος Μέξας, έπαρχος Βόλου-Αλμυρού, με έγγραφό του στις 19 Νοεμβρίου προς τον δήμο Παγασών ζήτησε τη δημιουργία χώρου προστασίας για τους δημοτικούς υπαλλήλους. Μέχρι τις αρχές Νοεμβρίου το δημαρχείο στεγαζόταν στο μέγαρο Σκενδεράνη, στη διασταύρωση των οδών Βασιλέως Κωνσταντίνου (σημερινή Δημητριάδος) με Τοπάλη. Όμως, το υψηλό και μεγάλο σε μέγεθος κτήριο αποτελούσε εύκολο στόχο για την ιταλική αεροπορία και για τον λόγο αυτό θεωρήθηκε επιβεβλημένη η μεταφορά των υπηρεσιών του σε άλλο σημείο του αστικού ιστού έναντι μηνιαίου μισθώματος 3.500 δρχ. Ωστόσο, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι η κατασκευή καταφυγίου για το προσωπικό του δήμου σε καμία περίπτωση δε συνεπάγεται «προνομιακή μεταχείριση» σε βάρος των άλλων πολιτών. Ένας από τους κύριους στόχους του εναέριου πολέμου ήταν η παράλυση του κρατικού μηχανισμού και των διοικητικών υπηρεσιών, η οποία θα επιτάχυνε την κατάρρευση της αστικής ψυχολογίας, υπονομεύοντας την ένοπλη προσπάθεια από τα μετόπισθεν. Κρινόταν επιτακτική ανάγκη οι κεντρικές υπηρεσίες να εξακολουθήσουν απρόσκοπτα-στο μέτρο του δυνατού- τη λειτουργία τους, σηματοδοτώντας την «κρατική συνέχεια» και την αμέριστη συνδρομή της πολιτείας στους δοκιμαζόμενους και κλονισμένους από την εναέρια βία κατοίκους των πόλεων. Άλλωστε, τα καταφύγια για το προσωπικό των δήμων μαζί με εκείνα για τα δημοτικά αγαθοεργά ιδρύματα εντάσσονταν στην οικονομική αρμοδιότητα των αυτοδιοικητικών αρχών, καθώς για τις υπόλοιπες περιπτώσεις κατασκευής-διασκευής τους αρμόδια ήταν τα υπουργεία Εσωτερικών και Συγκοινωνίας.
Τα ασφυκτικά χρονικά περιθώρια είχαν ως συνέπεια η κατασκευή του να προχωρήσει μέσω πρόχειρου μειοδοτικού διαγωνισμού με ενσφράγιστες προσφορές ενώπιον της δημαρχιακής επιτροπής. Ανάδοχος του έργου ορίστηκε το τεχνικό γραφείο του Σταύρου Α. Νάκου, το οποίο επιλέχθηκε μεταξύ πέντε συνολικά προτάσεων. Η εγκατάσταση του ανάδοχου εργολάβου έλαβε χώρα στις 19 Φεβρουαρίου του 1941, τηστιγμή που η αποπεράτωσή του- σύμφωνα με την υπάρχουσα κατάσταση των καταβαλλόμενων ημερομισθίων- προσδιορίζεται στα τέλη Μαρτίου του ίδιου έτους. Η χωρητικότητά του υπολογίζεται στα 150-200 άτομα, παρέχοντας επιπλέον προστασία στους υπαλλήλους του παρακείμενου Ταχυδρομείου, αλλά και σε όσους πολίτες ήταν αριθμητικά εφικτό. Για την κατασκευή του εργάστηκαν επτά άτομα (τέσσερις εργάτες, ένας κτίστης, ένας τεχνίτης και ένας ελαιοχρωματιστής). Η σιδηρά θύρα εισόδου είχε βάρος 252 οκάδες (320 κιλά), εκείνη της εξόδου κινδύνου 115 (147 κιλά), ενώστην καθεμία υπήρχαν δύο λάμπες φωτισμού. Η κύρια είσοδος έφερε δώδεκα βαθμίδες κλίμακας, με τους τέσσερις σωλήνες αεραγωγών να διασφαλίζουν την επάρκεια οξυγόνου στο εσωτερικό του. Η συνολική δαπάνη ανήλθε στις 231.000 δρχ., με την οροφή να υιοθετεί το κωνικό σχήμα για να διευκολύνεται ο εξοστρακισμός των βομβών. Μάλιστα ήταν κατασκευασμένη από σκυρόδεμα και σιδηρές ράβδους, παράμετρος που την καθιστούσε ανθεκτική ακόμα και σε κρούση βόμβας μεγάλου διαμετρήματος. Στο συγκεκριμένο χρονικό σημείο η χρήση του σιδήρου κρινόταν εξαιρετικά σημαντική λόγω των δεσμεύσεων και των αυστηρών περιορισμών που είχαν τεθεί στη διάθεσή του ήδη από την προπολεμική περίοδο, μία πρακτική η οποία συνεχίστηκε και στο εμπόλεμο διάστημα. Με βάση τον εκτιμώμενο χρόνο αποπεράτωσής του «αξιοποιήθηκε» από τους κατοίκους του αστικού κέντρου στον ιταλικό βομβαρδισμό της 2ας Απριλίου 1941, στις γερμανικές εναέριες επιδρομές για το διάστημα από τις 13 ως τις 20 του ίδιου μήνα, όπως και στους συμμαχικούς βομβαρδισμούς τον Οκτώβριο του 1944.
Έχουν μεσολαβήσει αρκετές δεκαετίες από τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Χρέος όλων μας είναι να αποκηρύξουμε τη λήθη και την εγκατάλειψη, διασώζοντας τους συνδετικούς κρίκους με εκείνη την εποχή. Χωρίς αμφιβολία, η διάσωση του καταφυγίου συνιστά ένα βήμα προς την κατεύθυνση αυτή, όμως δεν είναι αρκετό. Η «εκκωφαντική σιωπή» του το καθιστά «βουβό» και «αδρανή μάρτυρα» μιας κρίσιμης περιόδου για την ιστορία του Βόλου. Η αποκατάσταση στο εσωτερικό του, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα επίσκεψης ή έστω η ανάρτηση πλαισίου με όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για την ενημέρωση των κατοίκων, αλλά και των πολλών επισκεπτών της πόλης θα συνέβαλλε στη σύνδεση με το παρελθόν, τη στιγμή που θα μπορούσε να αποτελέσει σημείο διδακτικών επισκέψεων από τις σχολικές μονάδες ή μέρος των ιστορικών ξεναγήσεων στο κέντρο της πόλης.
………………………..
Το παρόν συνιστά μέρος-διασκευή ευρύτερου άρθρου με τίτλο “Αεροπορικός πόλεμος και χώροι προστασίας. Το κεντρικό καταφύγιο του Βόλου”, δημοσιευμένο στο περιοδικό “Αρχείο Θεσσαλικών Μελετών”, τόμ. 24ος, Βόλος 2023.
*Ο Γεώργιος Ι. Γιώτης, Δρ Νεότερης Ιστορίας, είναι συγγραφέας του βιβλίου “Πόλεις και εναέρια βία. Η Ελλάδα σε πολεμικό κλοιό (1939-1941)” και υπηρετεί ως φιλόλογος στο 2ο Πρότυπο Γενικό Λύκειο Βόλου
https://www.taxydromos.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου