Καποέιρα
Η καποέιρα (IPA: /ka.puˈej.ɾɐ/) είναι βραζιλιάνικη
πολεμική τέχνη. Αναπτύχθηκε αρχικά από Αφρικανούς σκλάβους στη Βραζιλία, ξεκινώντας από την αποικιοκρατική περίοδο. Συμμετέχοντες από ένα roda (κύκλο) εναλλάσσονται παίζοντας όργανα, τραγουδώντας και χωρίζονται σε ζευγάρια στο κέντρο του κύκλου. Το παιχνίδι χαρακτηρίζεται από συνεχή ακροβατικά, προσποιήσεις, προφάσεις και εκτεταμένη χρήση του εδάφους, καθώς και σαρωτικών κινήσεων, κλωτσιών και κεφαλιών. Η τεχνική και η στρατηγική είναι τα στοιχεία-κλειδιά για ένα καλό παιχνίδι. Η καποέιρα έχει δύο κύρια είδη, γνωστά ως «τοπικό» και «Ανγκόλα».
Η ιστορία της καποέιρα
Η καποέιρα είναι μια βραζιλιάνικη πολιτιστική έκφραση που εμπεριέχει χορό, πολεμική τέχνη, φιλοσοφία, άθληση και εκπαίδευση. Εξελίχθηκε στη Βραζιλία από μαύρους σκλάβους, κυρίως από την περιοχή της Angola, οι οποίοι αρχικά μεταφέρθηκαν από την Αφρική για να χρησιμεύσουν ως εργατικά χέρια στην παραγωγή ζαχαροκάλαμου.
Οι σκλάβοι έφεραν ζωντανή την κουλτούρα τους και οι διάφορες εκφράσεις της αποτέλεσαν βασικά στοιχεία κατα τη δημιουργία και την εξέλιξη της καποέιρα.
Το 1500 μ.Χ. ο Πέδρο Άλβαρες Καμπράλ (Pedro Álvares Cabral), φτάνει στη Βραζιλία. Το 1530 μ.Χ. το πορτογαλικό βασίλειο ξεκινά την αποικιοκρατία της καινούργια κατακτημένης γης.
Όπως συνηθιζόταν, μια από της πρώτες κινήσεις ήταν η αιχμαλωσία του τοπικού πληθυσμού, των βραζιλιάνων ιθαγενών, για την εξασφάλιση εργατικών χεριών. Όμως η προσπάθεια με τους ντόπιους απέτυχε. Οι ιθαγενείς πέθαιναν εύκολα στην αιχμαλωσία από τις ασθένειες που τους μετέδιδαν οι πορτογάλοι, από την κακομεταχείριση ή ακόμα και από το γεγονός ότι δεν ήταν συνηθισμένοι στη σκληρή δουλειά.
Τότε οι πορτογάλοι άρχισαν να εισάγουν σκλάβους εργάτες από την Αφρική. Από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, ελεύθεροι άντρες αιχμαλωτίζονταν και επιβιβάζονταν στα φρικιαστικά και μολυσμένα αμπάρια των νέγρικων πλοίων, σε ένα εφιαλτικό ταξίδι με πορεία τη σκλαβιά.
Έτσι άρχισαν να φτάνουν οι μαύροι αφρικανοί, αρχικά σε εκατοντάδες και μετά σε χιλιάδες.
Κατά τη μεταφορά τους στη Βραζιλία λοιπόν, οι σκλάβοι έφεραν μαζί τους τα ήθη, τα έθιμα, τη θρησκεία, τους χορούς, την κουζίνα και την κουλτούρα τους. Μια ζωντανή κουλτούρα, πολύ διαφορετική από την ευρωπαϊκή. Μια κουλτούρα που δεν ήταν φυλαγμένη σε βιβλία ή σε μουσεία. Γεννιόταν στο σώμα, στο πνεύμα και στην καρδιά του κάθε άντρα, μεταβιβαζόταν από πατέρα σε γιο, από μυημένο σε αρχάριο, από γενιά σε γενιά.
Φτάνοντας στην καινούργια γη αντιμετώπισαν μια δύσκολη πραγματικότητα, ζώντας στα «Senzalas» (χώροι που έμεναν οι σκλάβοι που δούλευαν στις καλλιέργειες), και υποφέροντας μεγάλες βαρβαρότητες που τους οδηγούσαν να επαναστατήσουν πολλές φορές ακόμα και με τη φυγή ή την αυτοκτονία.
Ενστικτωδώς οι σκλάβοι αντιλήφθηκαν ότι μπορούσαν να εξελίξουν μέσω του σώματoς, ένα είδος αυτοάμυνας και πάλης, την οποία θα χρησιμοποιούσαν ως όργανο για την απελευθέρωσή τους.
Με τις ολλανδικές εισβολές (1600) η καταπίεση και η αυστηρή παρακολούθηση των σκλάβων χαλάρωσε. Συνεπώς, με την αμέλεια των αρχών, οι σκλάβοι βρήκαν ευνοϊκές τις συνθήκες για να αυξήσουν τις φυγές τους, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν οι κιλόμπο (quilombos).
Οι κιλόμπο ήταν οργανωμένες κοινότητες σκλάβων φυγάδων που βρίσκονταν σε στρατηγικά σημεία, κρυμμένα στα τροπικά βραζιλιάνικα δάση. Σε αυτό το νέο σπίτι οι μαύροι μπορούσαν να έχουν μια αξιοπρεπή ζωή, ζώντας ελεύθεροι και μπορώντας να εκφράσουν την πλούσια κουλτούρα των προγόνων τους. Το πιο σημαντικό από τις κιλόμπο ήταν αυτό του «Palmares» (1604–1695). Δεν έχει εξακριβωθεί ακόμα αν η καποέιρα άρχισε να εξελίσσεται στις κιλόμπο ή στα Senzalas.
Με την αύξηση του αριθμού των φυγών και των επαναστάσεων των μαύρων, οι Senhores (αφέντες) υποπτεύθηκαν ότι οι σκλάβοι εξέλισσαν ένα αποτελεσματικό όπλο. Από εκείνη τη στιγμή άρχισαν να παρακολουθούν τις δραστηριότητες τους. Οι σκλάβοι, σε αντίθεση, περιέλαβαν τη μουσική και αλληγορικές κινήσεις για να μεταμφιέσουν την εξάσκηση της καποέιρα. Με αυτό τον τρόπο ο μαύρος εξασφάλισε την επιβίωση και την εξέλιξη αυτής της τέχνης.
Μετά την απελευθέρωση των σκλάβων (1889), οι μαύροι κατευθύνθηκαν στις πόλεις, όπου λόγω έλλειψης δουλειάς λόγω της διάκρισης και του ανταγωνισμού άλλων φυλών, αναγκάστηκαν να μείνουν άνεργοι, ζώντας στο περιθώριο.
Σ» αυτή τη φάση, πολλοί μαύροι άρχισαν να χρησιμοποιούν την καποέιρα ως επικίνδυνο όπλο, διαπράττοντας εγκλήματα, δημιουργώντας αταξίες και επαναστάσεις, που σε πολλές περιπτώσεις ήταν συμβάντα υποκινημένα από πολιτικούς.
Αυτή η κατάσταση ανάγκασε τις αρχές των πόλεων Rio de Janeiro, Salvador και Recife, να δημιουργήσουν μια νομοθεσία που καταδίκαζε οποιονδήποτε εξασκούσε καποέιρα (1900).
Παρά την έντονη καταπίεση που υπέφερε, η καποέιρα εξελίχθηκε από πολλούς Μαέστρους (Mestres) που την αγαπούσαν και έδιναν μια συνέχεια με γενναιόψυχο τρόπο. Το Salvador ( η πρωτεύουσα της πολιτείας της Bahia) υπήρξε η μητέρα-γη όπου εξελίχθηκε η καποέιρα και από τους σημαντικότερους στην εξέλιξή της Mestres, ξεχωρίζουν ο Mestre Pastinha και ο Mestre Bimba.
Ο Mestre Pastinha (Vincente Ferreira Pastinha / 1889–1981), υπήρξε ο μεγάλος Mestre της καποέιρα Angola, τελειοποιώντας την τέχνη των σκλάβων. Οργάνωσε μια σχολή και καθιέρωσε μια μέθοδο διδασκαλίας βασισμένη στις παλιές παραδόσεις, κάτοχος μιας μοναδικής φιλοσοφίας, συνήθιζε να λέει ότι «η καποέιρα είναι ό,τι μπορεί να φάει το στόμα».
Ο Mestre Bimba (Manuel dos Reis Machado / 1900–1974), υπήρξε ένας ολοκληρωμένος capoerista, που θαυμάστηκε από τους ίδιους του τους αντιπάλους. Εξασκούσε την καποέιρα Angola, την οποία στη συνέχεια ανάμειξε/ συγχώνευσε με κινήσεις από άλλες πολεμικές τέχνες, δημιουργώντας τη «Luta Regional Bahiana» (τοπική πάλη της Bahia) ή κοινώς γνωστή ως καποέιρα Regional, κάτοχο μιας ιδιαίτερης και επαναστατικής μεθόδου που βίραρε την πορεία της εξάσκησης αυτής της πάλης. Ο Bimba υπήρξε ο υπεύθυνος για την ακύρωση των νόμων που απαγόρευαν την εξάσκηση της καποέιρα στη Βραζιλία, όπως και για την εισαγωγή αυτής της τέχνης στις υψηλές κοινωνικές τάξεις (1937).
Από τη δημιουργία της καποέιρα Regional, αυτό το στυλ προώθησε την καποέιρα λόγω της μεγάλης κοινωνικής της προβολής. Στη δεκαετία του '50 συνέβη μια εξάπλωση της καποέιρα Regional από την Bahia μέχρι την υπόλοιπη Βραζιλία, κυρίως λόγω της μετανάστευσης από τις βόρειες επαρχίες όπως η Bahia, το Pernambuco, το Maranhao, η Alagoas και η Ceara. Η καποέιρα Angola διατηρήθηκε αφανής στην επαρχία της Bahia, όπου την πρόσεχαν και τη συνέχιζαν οι Mestres της Angola (angoleiros).
Μέσα στη δεκαετία του '70 με '80, μεγάλοι Mestres δημιούργησαν ομάδες (grupos) της καποέιρα σε όλη τη Βραζιλία με μεγάλη επιρροή, φέρνοντας κυρίως τις τάσεις της καποέιρα Regional. Μέσα σ» αυτά έχουμε τα γκρουπ «Cordao de Ouro» του Mestre Suassuna, «Senzala» του Mestre Itamar, «Abada» του Mestre Camisa και το γκρουπ «Senzala de Santos» του Mestre Sombra.
Στα μέσα της δεκαετίας του '80 συνέβη μια αναγέννηση της καποέιρα Angola, λόγω της κοινωνικής δουλειάς του Mestre Moraes, ιδρυτή της ομάδας GCAP (Grupo de Capoeira Angola Pelourinho), από τη Μπαΐα και μαθητή του Mestre Joao Grande. Από εκείνη τη στιγμή, η Βραζιλία γνώρισε πολλούς μεγάλους Mestres της Angola, όπως ο Joao Pequeno, ο Curio και ο Bobo μεταξύ άλλων.
Στα τέλη της δεκαετίας του '80, κάποιοι Mestres αποφάσισαν να φέρουν την καποέιρα σε άλλες χώρες, προκαλώντας εκεί μεγάλες προσδοκίες. Αυτές οι πρώτες εμπειρίες κινητοποίησαν τα βραζιλιάνικα γκρουπ για τη διεθνοποίηση της καποέιρα, μεταφέροντάς την στην υπόλοιπη Νότιο Αμερική, τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη.
Σήμερα, η καποέιρα στη Βραζιλία έχει εξαπλωθεί πάρα πολύ, κατά μήκος όλης της έκτασης, με αποτέλεσμα να υπάρχουν χιλιάδες ακαδημίες που ετησίως ετοιμάζουν αναρίθμητες εκδηλώσεις σε εθνικό επίπεδο. Σε διεθνές επίπεδο, η καποέιρα είναι πλέον παρούσα σε 65 χώρες του κόσμου και επιβεβαιώνει την επιτυχία της ως εργαλείο δουλειάς στην επίλυση προβλημάτων σε διάφορα ανθρώπινα επίπεδα.
Το παιχνίδι της καποέιρα
Η καποέιρα «παίζεται» μέσα σε έναν ανθρώπινο κύκλο, τη Roda. Οι κινήσεις που γίνονται μέσα στη Roda είναι ένας μικρόκοσμος και συμβολίζουν τις μάχες για ελευθερία, αξιοπρέπεια και ειρήνη που δίνονται στον μεγάλο κύκλο της ζωής.
Το παιχνίδι παίζεται από δύο άτομα που ξεκινούν γονατίζοντας στο έδαφος μπροστά από τα «Berimbaus». Το σημείο αυτό ονομάζεται «Pé da Cruz» ή «Pé do Berimbau» που σημαίνει το πόδι του σταυρού ή το πόδι του Berimbau αντίστοιχα.
Το πρώτο τραγούδι λέγεται «Ladainha» που σημαίνει λιτανεία. Μετά τη Ladainha,ακολουθεί ένα Corrido ή ένα quadra που είναι ένας τύπος τραγουδιού και ξεκινάει το παιχνίδι (jogo). Οι δύο παίκτες δίνουν τα χέρια σε ένδειξη φιλίας και σεβασμού και μπαίνουν στη Roda χρησιμοποιώντας διάφορες ακροβατικές και μη κινήσεις.
Διάφορες κινήσεις αποφυγής και επίθεσης, κλωτσιές, περάσματα και ακροβατικά εκτελούνται στον ρυθμό που δίνει το Berimbau. Οι δύο παίκτες προσπαθούν εκτός απ»το να επιτύχουν ένα αρμονικό παιχνίδι με όμορφες ανταλλαγές κινήσεων, έξυπνα μαρκαρίσματα και κυρίως επικοινωνία μεταξύ τους οι κινήσεις τους να μην οδηγήσουν σε κάποιον τραυματισμό. Σε ένα πρόσφατο σεμινάριο ο Mestre João Cascau της ακαδημίας Senzala de Santos, επισήμανε ότι:
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
https://el.wikipedia.org/wiki/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου