Μάρτα Οριόλς (Marta Orriols): Πριγκίπισσα
Μάρτα Ὀριόλς (Marta Orriols)
Πριγκίπισσα
(Princesa)
«ΣΙΓΟΥΡΑ ΔΕΝ ΘΕΛΕΙΣ νὰ σὲ πάω, Πάουλα;»
«Θὰ μοῦ κάνει καλὸ λίγος καθαρὸς ἀέρας.»
Μὲ μιὰ ἄκεφη κίνηση τοῦ χεριοῦ, ἀπορρίπτει γιὰ πολλοστὴ φορὰ τὴν πρόταση, ἐνόσω βαδίζει παραπατώντας προσποιούμενη μιὰ ἀνέφικτη γαλήνη. Καὶ τὰ τακούνια δὲν βοηθᾶνε. Εἶναι σχεδὸν ἕξι τὸ πρωὶ καὶ ὁ οὐρανὸς τοῦ Ἰουνίου ἔχει ἀρχίσει νὰ ροζίζει· θέλει νὰ τρέξει, ἀλλὰ τὰ ποτὰ ποὺ ἔπινε ὅλη νύχτα ἔχουν ἀνακατευτεῖ καὶ τῆς προκαλοῦν μιὰ ἐλαφριὰ ζάλη.
«Πολὺ καλά, ὅ,τι πεῖς. Θὰ σοῦ τηλεφωνήσω γιὰ τὴν Τέταρτη. Ἂν ἀλλάξεις γνώμη, μὲ εἰδοποιεῖς. Ξεκουράσου, πριγκίπισσα!», τῆς φωνάζει ἐνῶ βάζει μπρός. Ἡ φωνὴ τῆς φίλης της ἠχεῖ ἀδιάφορη καθὼς περνάει μὲ τὸ αὐτοκίνητο ἀπὸ δίπλα καὶ κορνάρει τρεῖς συνεχόμενες φορές. Ἡ ἠχὼ τῆς φωνῆς χάνεται ἀμέσως μέσα στὸ θόρυβο τῶν ὑπόλοιπων ὀχημάτων ποὺ ἐπίσης τελειώνουν τὴ νύχτα, ἢ ἀκριβῶς τώρα ἀρχίζουν τὴ μέρα. Μιὰ ξινὴ νότα ἔχει μείνει στὸν ἀέρα σὰν πρελούδιο τῆς μελωδίας ποὺ τὴ συνοδεύει κάθε φορὰ ποὺ κατεβαίνει στὴν κόλαση: Πριγκίπισσα. Πριγκίπισσα. Πριγκίπισσα.
Κάνει στὴν ἄκρη τὰ σπαστὰ μαλλιὰ ἀπὸ τὸ πρόσωπό της, παραμερίζοντάς τα βίαια, μέχρις ὅτου καταφέρει νὰ μὴν τῆς καλύπτει τὰ μάτια καμία μπούκλα. Χώνεται στὴν εἴσοδο τοῦ μετρὸ καί, ξαφνικά, οἱ σκάλες διαδέχονται ἡ μία τὴν ἄλλη χωρὶς σταματημό. Ἡ κατηφόρα τὴν καλεῖ στὸ σκοτάδι, τραχύ, ὅπως κάθε φορὰ ποὺ μπαίνει μέσα του ἀπὸ τότε ποὺ ἔχασε ἕνα κομμάτι ἀπὸ τὸν ἑαυτό της.
Παίρνει ἀνάσα καὶ γνέφει ἀρνητικὰ μὲ τὸ κεφάλι. Προσπαθεῖ νὰ κρατήσει τὴν ἰσορροπία καὶ τὴν εὐπρέπειά της, ἀλλὰ τὰ δαιμόνια τῆς ψιθυρίζουν στὸ ἀφτί, μὲ μιὰ ἀνάσα καυτὴ καὶ σάπια, ὅτι φοράει ἕνα ὑπερβολικὰ κοντὸ φόρεμα καὶ ὅτι ἡ νύχτα τὸ ἔχει πασπατέψει μέχρι ποὺ τὸ μετέτρεψε σὲ προσβολή, ὁπότε σπεύδει νὰ τὸ τραβήξει πρὸς τὰ κάτω γιὰ νὰ καλυφθεῖ κάπως, χωρὶς νὰ μπορέσει νὰ ἀποφύγει νὰ νιώσει βρόμικη καὶ γυμνή. Εἶσαι μεγάλη πιά, Πάουλα. Ποιόν θὲς νὰ κοροϊδέψεις τώρα; Καὶ ἡ τιάρα ἀπὸ μπριγιάν; Στέκα, εἶπες; Εἶσαι γελοία. Εἶναι μοχθηρά, ὀμιχλώδη, καὶ δὲν τὴν ἀφήνουν ποτὲ μόνη.
Δύο λεπτὰ γιὰ τὸ ἑπόμενο τρένο. Κανὰ δυὸ χαμένες ψυχὲς περιμένουν ὅπως κι ἐκείνη κάτω ἀπὸ τὴ γῆ. Ἡ ζέστη καὶ τὸ ἀλκοὸλ τὴν κάνουν νὰ κλείσει μιὰ στιγμὴ τὰ μάτια καὶ νὰ καταπιεῖ τὸ σάλιο της. Τὰ ἀφτιὰ της βουλώνουν ἀπὸ ἕνα μπερδεμένο βουητό. Κουράγιο, Πάουλα. Καὶ κάπως ἔτσι, πασχίζοντας νὰ μὴν κάνεις ἐμετὸ ἢ νὰ μὴν σωριαστεὶς στὸ πάτωμα, δὲν τὴ σκέφτεσαι, τὸ πῶς θὰ ἦταν ὅταν θὰ τὴν τύλιγες σὲ μιὰ χνουδωτὴ πετσέτα κάθως θὰ τὴν ἔβγαζες ἀπὸ τὴ μικρὴ μπανιέρα, ὁπότε δὲν φαντάζεσαι τὴν τρυφερὴ μυρωδιὰ τοῦ ἄσπιλου δέρματός της τὴν ὥρα ποὺ θὰ τὴ νανούριζες, καὶ καταπνίγεις τὴν ἐπιθυμία νὰ τῆς χαϊδέψεις τὴ μυτούλα, ποὺ ἀναμφίβολα θὰ ἔμοιαζε στὴ δική σου. Χλομιάζει. Κάθισε, Πάουλα. Οἱ γιατροὶ δὲν κοιτοῦν στὰ μάτια ὅταν πρέπει νὰ ποῦν ἄσχημα νέα. Μιὰ δυσπλασία. Οἱ ἐλπίδες μηδαμινές. Ναί, θέλω νὰ ξέρω. Ἦταν κορίτσι. Πριγκίπισσα. Πριγκίπισσα. Πριγκίπισσα.
Ὁ θόρυβος τοῦ μετρὸ ποὺ πλησιάζει τὴν ἐπαναφέρει στὴν πραγματικότητα. Ἀνοίγει τὰ μάτια τὴ στιγμὴ ποὺ ἀνοίγουν οἱ πόρτες, μπαίνει ἐξουθενωμένη κι ἀφήνεται νὰ πέσει σ’ ἕνα ἀπὸ τὰ καθίσματα σὰν ἀποκαμωμένη μαριονέτα ὅταν τὴν ἀφήνουν στὸ κουτί.
Στηρίζει τοὺς ἀγκῶνες πάνω στοὺς μηροὺς γιὰ νὰ ἀντέξει τὸ βάρος τοῦ κεφαλιοῦ. Τρεῖς θέσεις πιὸ πέρα ὑπάρχει ἕνα πολὺ νεαρὸ ζευγάρι. Ἐκείνη κάθεται πάνω του. Ἔχουν γίνει ἕνα, κολλημένοι σ’ ἕνα φιλὶ χωρὶς τελειωμό, μεταλλικό, σαλιάρικο, σὰν τατουάζ. Κουνᾶνε τὰ κεφάλια τους τόσο γρήγορα γιὰ νὰ μπλέξουν τὶς γλῶσσες τους, ποὺ ἡ Πάουλα πρέπει νὰ παλέψει γιὰ νὰ συγκρατήσει τὴν ἀναγούλα ποὺ νιώθει στὸ λαιμό της, καὶ παρ’ ὅλα αὐτὰ δὲν μπορεῖ νὰ σταματήσει νὰ τοὺς κοιτάζει. Πεισματάρα καὶ ἀγχωμένη ἐξίσου, καρφώνει τὸ βλέμμα της στὸ ρόζ τῶν δύο μαλακῶν γλωσσῶν καὶ διακρίνει μιὰ τσίχλα φράουλα νὰ περνάει ἀπὸ τὸ ἕνα στόμα στὸ ἄλλο. Τὴν εἶδε μόλις λίγα δευτερόλεπτα μέσα σ’ ἕνα μεταλλικὸ δοχεῖο. Μιὰ ρὸζ μάζα, σὰν νεογέννητο ποντίκι, ἀλλὰ ἤδη μὲ δύο χέρια καὶ δέκα μικροσκοπικὰ δάχτυλα. Περιεργάζεται τὸ ζευγάρι μέχρι ποὺ ἀκούει νὰ ἀνακοινώνεται ἡ στάση της, μέσα στὰ ἀτσαλένια σφυρίγματα ποὺ γρατζουνᾶνε τὶς ράγες. Τὸ σκάει ἀπὸ τὸ βαγόνι κι ἀνεβαίνει τὰ σκαλοπάτια δυὸ δυό. Μόλις βγαίνει ἔξω, παίρνει μιὰ βαθιὰ ἀνάσα, πρὶν τὴν ὑποδεχτοῦν οἱ κραυγὲς ἀπὸ τὶς πρωινὲς σταχτάρες, εἰδοποιώντας την πὼς ναί, ὁ οὐρανὸς ξημέρωσε σήμερα πάλι ρόζ, ἕνα ρὸζ σάρκας, ἕνα ρὸζ μωροῦ.
Πηγή: Marta Orriols, Anatomia de les distancies curtes, (Edicions del Periscopi, 2016).
Μάρτα Ὀριὸλς (Marta Orriols) γεννήθηκε καὶ ζεῖ στὴ Βαρκελώνη. Στὰ ἑλληνικὰ κυκλοφορεῖ τὸ μυθιστόρημά της Νὰ μάθω νὰ μιλῶ μὲ τὰ φυτὰ (Καστανιώτης, 2021) σὲ μετάφραση Κωνσταντίνου Παλαιολόγου.
Μετάφραση ἀπὸ τὰ καταλανικά:
Ἡ παροῦσα ὁμαδικὴ μετάφραση εἶναι προϊόν τοῦ μαθήματος «Μεταφρασεολογία καὶ μετάφραση κειμένων ἱσπανόφωνης λογοτεχνίας στὴν ἑλληνικὴ» ποὺ δίδαξε, κατὰ τὸ ἀκαδημαϊκὸ ἔτος 2021/22, ὁ Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος στὸ Τμῆμα Ἰταλικῆς Φιλολογίας τοῦ ΑΠΘ. Συμμετεῖχαν οἱ φοιτήτριες καὶ οἱ φοιτητές: Ἀντωνία Ἀδαμίδου, Γιῶργος Βήκας, Κωνσταντῖνος-Σωτήριος Ζέρβας, Νίκος Κοκάλας, Παντελὴς Κουτσιανᾶς, Ὄλγα Μελά, Μπάμπης Παπαγούρας, Irene Antich Fernández, Pablo Baeza Casero, Marta Valerón Miramón.
https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου