Δευτέρα 31 Μαΐου 2021

Ο ΓΛΕΖΟΣ ΚΑΙ Ο ΣΑΝΤΑΣ ΠΡΙΝ ΑΠΟ 80 ΧΡΟΝΙΑ

Ο ΓΛΕΖΟΣ ΚΑΙ Ο ΣΑΝΤΑΣ ΠΡΙΝ ΑΠΟ 80  ΧΡΟΝΙΑ



( Από το ιστολόγιο του Ν. Σαραντάκου "Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία")

Πριν από 80 χρόνια, τη νύχτα της 30ής προς 31η Μαΐου 1941, ενώ οι Γερμανοί ολοκλήρωναν την κατάληψη της Κρήτης, ο Μανώλης Γλέζος και ο Απόστολος Σάντας κατέβασαν τη ναζιστική σημαία από την Ακρόπολη. Δεν ήταν η πρώτη αντιστασιακή ενέργεια στην Ευρώπη, όπως έχει γραφτεί, αλλά ήταν ένα σημαντικότατο συμβάν, με διεθνή εμβέλεια και με ισχυρό συμβολισμό, που έδωσε θάρρος στον υπόδουλο λαό της Αθήνας.

Η ταυτότητα των δυο ηρώων αποκαλύφθηκε μετά την απελευθέρωση. Ο ένας από τους δύο ήρωες, ο Μανώλης Γλέζος, αναδείχθηκε σε κορυφαίο στέλεχος του ΚΚΕ και της νόμιμης ΕΔΑ, φυλακίστηκε επανειλημμένα και καταδικάστηκε σε θάνατο, ενώ μετά τη μεταπολίτευση διατέλεσε βουλευτής και ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ. Ο Απόστολος Σάντας επίσης εξορίστηκε τα πρώτα χρόνια μετά την απελευθέρωση, αλλά απέδρασε και διέφυγε στην Ιταλία και στη συνέχεια στον Καναδά όπου έζησε αρκετά χρόνια και μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα δεν αναμίχθηκε στην ενεργό πολιτική.

Στο Διαδίκτυο τα τελευταία χρόνια, και ιδίως κατά την περίοδο που η Χρυσή Αυγή είχε κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, ακούγονται φωνές, από το άκρο δεξιό του φάσματος, που θεωρούν «μύθο» το κατέβασμα της σημαίας από τους Γλέζο και Σάντα.

Ένα πολυακουσμένο επιχείρημα είναι ότι η σημαία δεν μπορεί να κατέβηκε από τον ιστό της τη νύχτα, διότι με το ηλιοβασίλεμα γίνεται υποστολή της σημαίας.

Το επιχείρημα αυτό, παρόλο που ακούγεται πολύ, δεν αντέχει σε κριτική.

Μια πρώτη απάντηση είναι ότι η υποστολή της σημαίας το βράδυ γίνεται σε καιρό ειρήνης, όχι σε πόλεμο και όχι σε κατακτημένα εδάφη.

Αλλά πέρα από αυτή τη θεωρητική ανασκευή υπάρχει και μια ατράνταχτη πρακτική αντίκρουση. Η ανακοίνωση του Γερμανού φρουράρχου, που δημοσιεύτηκε σε όλες τις αθηναϊκές εφημερίδες την 1η Ιουνίου 1941, στην οποια γίνεται ξεκάθαρα αναφορά σε «υπεξαίρεση» της σημαίας.

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΙΣ

Βάσει των κάτωθι γεγονότων και εξακριβώσεων προσδιορίζεται η αστυνομική ώρα εν Αθήναις μετ’ αμέσου ισχύος η 22α:

1) Κατά την νύκτα της 30ής προς 31ην Μαΐου υπεξηρέθη η επί της Ακροπόλεως κυματίζουσα γερμανική πολεμική σημαία παρ’ αγνώστων δραστών. Διενεργούνται αυστηραί ανακρίσεις. Οι ένοχοι και συνεργοί αυτών θα τιμωρηθούν διά της ποινής του θανάτου.

2) Ο τύπος και η δημοσία γνώμη πάντων των στρωμάτων του λαού εκφράζονται ακόμη πάντοτε μετ’ εκδήλου συμπαθείας υπέρ των εκ της ηπειρωτικής Ευρώπης εκδιωχθέντων Άγγλων.

3) Τα γεγονότα εν Κρήτη, αι παρά το διεθνές δίκαιον διαπραχθείσαι κακοποιήσεις εναντίον Γερμανών αιχμαλώτων όχι μόνο δεν συζητούνται μετ’ αποστροφής, αλλ’ εις ευρείς κύκλους και μάλιστα μετ’ ευαρεσκείας.

4) Υπέρ Άγγλων αιχμαλώτων παρετηρήθησαν, παρά την σχετικήν απαγόρευσιν, επανειλημμένως εκδηλώσεις συμπαθείας (προσφορά δώρων, ανθέων, καρπών, σιγαρέττων κλπ.) Αι τοιαύται εκδηλώσεις γίνονται ανεκταί εκ μέρους της ελληνικής αστυνομίας, εναντίον των οποίων δεν αντέδρασεν μεθ’ όλων των εις διάθεσιν αυτής ευρισκομένων μέσων.

5) Η συμπεριφορά των ευρυτέρων κύκλων της πόλεως των Αθηνών έναντι των γερμανικών ενόπλων Δυνάμεων, εγένετο και πάλιν ολιγώτερον φιλική.

6) Η αισχροκέρδεια εν Αθήναις υπερέβη παν μέτρον χωρίς αι αρμόδιαι αρχαί να προβαίνουν εις τα ενδεικνυόμενα μέτρα καταστολής.

7) Σχεδόν άπαντα τα εμπορεύματα πωλούνται εν Αθήναις προς τους Γερμανούς στρατιωτικούς εις σημαντικώς ανωτέρας τιμάς παρά εις τους Έλληνας.

Αι γερμανικαί στρατιωτικαί αρχαί προσεπάθησαν μέχρι σήμερον να συμπεριφερθώσι προς τον ελληνικόν λαόν από πάσης απόψεως ευμενώς, εν περιπτώσει καθ’ ην αι διαταγαί των ενόπλων γερμανικών Δυνάμεων δεν θέλουσιν εισακουσθή, αύται θα επιβάλωσι μετά λύπης των αυστηροτάτας κυρώσεις.

Εν Αθήναις τη 31η Μαΐου 1941.

Ο ΦΡΟΥΡΑΡΧΟΣ

Επειδή δύσκολα μπορούμε να πιστέψουμε ότι ο Φρούραρχος Αθηνών είπε… ψέματα θέλοντας να αναδείξει σε ήρωες δυο δεκαεννιάχρονους φοιτητές, νομίζω ότι η ανακοίνωση αποτελεί ατράνταχτη απόδειξη πως σημαία υπήρχε.

Μάλιστα, η γερμανική ανακοίνωση απαντά και σε κάποιους που προβάλλουν την άποψη ότι οι Γλέζος και Σάντας τάχα δεν κατέβασαν τη σημαία από τον ιστό της, αλλά την πήραν από το κιβώτιο όπου φυλασσόταν: «κυματίζουσα», λέει η ανακοίνωση.

Δεν ήταν όμως μόνο η ανακοίνωση. Οι γερμανικές αρχές ζήτησαν από Έλληνες δικαστικούς να βρουν τους δράστες του «ανοσιουργήματος». Τρεις πρωτοδίκες κατάφεραν, με συνδυασμό κωλυσιεργίας και παραπλάνησης, να μην ξεσπάσει η οργή των Γερμανών σε τυφλά αντίποινα.

Άλλοι αμφισβητίες πάλι, πιο λογικά, δέχονται μεν ότι η σημαία κατέβηκε από τον ιστό της -αλλά, λένε, δεν την κατέβασαν ο Γλέζος και ο Σάντας.

Και τότε ποιοι; Η αποκάλυψη της ταυτότητας των δυο ηρώων έγινε στις 25 Μαρτίου του 1945. Προφανώς, θα ήταν γνωστή σε πολλούς από πιο νωρίς, αλλά επίτηδες επιλέχτηκε η εθνική εορτή για να γίνει πανηγυρικά η αποκάλυψη. Έγινε ταυτόχρονα σε δύο εφημερίδες: στον κομμουνιστικό Ριζοσπάστη και στην κεντρώα (αλλά αντικομμουνιστική) Ελευθερία. Και την επόμενη μέρα, αναγνωρίστηκε από το σύνολο του τύπου.

Αριστερά, το άρθρο που δημοσιεύτηκε, πρωτοσέλιδο, στον Ριζοσπάστη της 25.3.1945.

Αν προσέξετε, το επώνυμο του Γλέζου δίνεται λαθεμένο, όπως άλλωστε και η ηλικία του, η δική του και του Σάντα:

Είναι οι Έλληνες: Γλέντζος Μανώλης, φοιτητής της Ανωτάτης Σχολής Εμπορικών Επιστημών, 25 χρονώ, κι ο Σάντας Απόστολος, φοιτητής της Νομικής, 25 χρονώ. Κι οι δυο τους μέλη και στελέχη του ΚΚΕ. Φίλοι και σύντροφοι.

Αφηγείται στον Ριζοσπάστη «ο σ. Γλέντζος» [εκσυγχρονίζω ορθογραφία και βάζω παραγράφους για να είναι ευανάγνωστο]:

«…οι δυό μας τότε, Ελληνόπουλα πραγματικά, γυρίζαμε στους δρόμους ζαλισμένοι απ’ τη μαύρη συμφορά. Χίλιες ιδέες περνούσαν απ’ τα κεφάλια μας. Να ‘χαμε πιστόλια! Να κρυβόμασταν σε καμιά γωνιά, να πυροβολούσαμε Γερμανούς!… Γύρω μας οι σακάτηδες της Αλβανίας έσερναν τα καροτσάκια τους. Χαμένα λοιπόν όλα; Η «ηγεσία» πρόδωσε κι’ έφυγε. Τα ραδιόφωνα ούρλιαζαν. Οι εφημερίδες λιβάνιζαν, οι μανάδες έκλαιγαν και καρτερούσαν τους «αγύριστους». 30 του Μάη 1941. Γυρίζουμε άσκοπα στους στυγνούς δρόμους:

– Λάκη, το βλέπεις κείνο εκεί;

Το φασιστικό σύμβολο, πελώριος, συμπυκνωμένος βραχνάς, πλάκωνε τον ουρανό της Αθήνας. Δε χρειαζόταν περισσότερα λόγια. Ο ένας κατάλαβε τον άλλον. Σε μας έλαχε ο κλήρος… απλοί, ανώνυμοι ερμηνευτές της φλόγας ενός ολόκληρου λαού, της θέλησής του, θα προβαίναμε στην υποστολή της Γερμανικής σημαίας! Δώσαμε τα χέρια και χωρίσαμε.

Το βράδυ ραντεβού στις 8 στην πλατεία Κουμουνδούρου. Όταν ανταμώσαμε, τα χέρια μας σφίχτηκαν νευριασμένα. Δεν ήταν από φόβο. Ήταν συγκίνηση για το μεγάλο σκοπό, για την επιτυχία. Είχε σκοτεινιάσει. Το φεγγάρι είχε βγει. Ήταν μια όμορφη Αττική βραδιά.

Αμίλητοι προχωρήσαμε μέσα απ’ την Πλάκα. Απ’ το πρωί είχαμε κανονίσει τις τεχνικές λεπτομέρειες κι’ είχαμε μαζί μας ένα κλεφτοφάναρο. Κάναμε μια βόλτα γύρω απ’ την Ακρόπολη. Η γερμανική φρουρά φαινότανε. Τάχα στον κοντό να υπήρχε σκοπός; Ήταν, δεν ήταν, εμείς θ’ ανεβαίναμε. Σε μια στιγμή που δεν φαινόταν κανένας γύρω, πηδήξαμε το συρματόπλεγμα πούναι γύρω στο δασάκι των πεύκων της βόρειας πλευράς και σιγά σιγά, ο ένας πίσω απ’ τον άλλον προχωρούσαμε σκαρφαλώνοντας στ’ απόκρημνα βράχια.

Φτάσαμε σε μια πορτίτσα ξύλινη, που ‘φραζε το άνοιγμα που υπάρχει εκεί που αρχίζουν τα τείχη. Στην είσοδο, που κατά τους αρχαίους Αθηναίους μπαινόβγαινε το ιερό φίδι του Παρθενώνα. Ευτυχώς το λουκέτο δεν ήταν κλειστό. Σμπρώξαμε και μπήκαμε. Είχαμε φτάσει…

Με κομμένες τις αναπνοές ρίξαμε ένα βλέμμα γύρω μας: Δεξιά τα Προπύλαια, απέναντι ο Παρθενώνας, αριστερά το Ερεχθείο, ψηλά, μεγαλόπρεπα, φωτίζονταν υποβλητικά από το φεγγάρι. Τα σπασμένα μάρμαρα σκόρπια παντού, κάτω από το ιδιόχρωμο εκείνο φως, παρουσίαζαν περίεργα σχήματα. Προς το παρόν κανένας Γερμανός δε φαινότανε. Σκυφτοί, κρυβόμενοι πίσω απ’ τα μάρμαρα, προχωρούσαμε. Κάπου – κάπου πετούσαμε μακριά κανένα πετραδάκι, ώστε να δημιουργείται θόρυβος έξω από κει που βρισκόμασταν εμείς, ώστε αν υπήρχε κανένας σκοπός να προσέξει προς τα εκεί και ν’ αποφύγουμε μεις τον κίνδυνο.

Ως την ώρα δεν είδαμε ούτε ίχνος σκοπού. Εδώ όμως ήταν τα σκούρα: Μήπως σε κείνο το κυκλικό τειχάκι να υπάρχει κανένας; Για πολλή ώρα πίσω απ’ τη σκιά του βορείου τείχους αφουγκραζόμασταν. Έπειτα όμως θαρραλέα προχωρήσαμε προς τη βάση του κοντού. Δεν υπήρχε κανένας. Από πάνω μας κυμάτιζε το φασιστικό σύμβολο. Λύσαμε το συρματόσχοινο κι αρχίσαμε να τραβάμε για να την κατεβάσουμε. Μα τα σύρματα δεν άκουγαν. Είχαν μπλεχτεί. Η σημαία δεν κατέβαινε. Τι έπρεπε να γίνει; Να κατέβει η σημαία! απαντούσε η φωνή της συνειδήσεως, η φωνή του λαού. Το μυαλό δούλευε γρήγορα. Άρπαξα το σιδερένιο κοντό κι’ άρχισα να ανεβαίνω. Έπιασα τη σημαία κι’ άρχισα να την τραβάω. Τίποτα όμως. Δεν έπεφτε. Κουράστηκα και κατέβηκα. Δεύτερη απόπειρα έφερε τα ίδια αποτελέσματα.

– Λάκη η σειρά σου. Ούτε κείνος όμως μπόρεσε. Για τρίτη φορά αναρριχούμαι λυσσιασμένα – με δόντια και με χέρια κρεμάστηκα απ’ τη σημαία. Ούτε τώρα όμως τίποτα. Η σημαία όμως έπρεπε να κατεβεί. Και κατέβηκε. Και να πώς. Το σιδερένιο κοντάρι υποβασταζότανε από τρία συρματόσχοινα. Τα λύσαμε από κει που ήταν δεμένα και δίνοντας παλμικές κινήσεις στο κοντάρι τα ξεμπλέξαμε και η σημαία έπεσε απάνω μας και μας κουκούλωσε. Ξεκουκουλωθήκαμε και βάζοντάς την κάτω αγκαλιαστήκαμε και χορεύαμε πατώντας τα φασιστικά σύμβολα.

Κείνη την ώρα το φεγγάρι χανότανε πίσω απ’ τον Αιγάλεω. Κόψαμε από ένα κομμάτι ο καθένας εκεί κοντά στον αγκυλωτό σταυρό. Τα κομμάτια αυτά τα πήραμε μαζί μας, αλλά στις περίοδες της τρομοκρατίας οι μαννάδες μας τα ‘καψαν. Την υπόλοιπη τη μαζέψαμε γρήγορα γρήγορα και τη ρίξαμε στο ξεροπήγαδο που βρίσκεται ανάμεσα στα τείχη και το βράχο. Ίσως τώρα, ύστερα από 4 χρόνια νάχει πια λιώσει.

Γυρίζοντας αργά για τα σπίτια μας μάς έπιασε ο σκοπός χωροφύλακας έξω από το Κρατικό Ταμείο (Ερμού). Η ώρα ήταν 12.10′, η κυκλοφορία είχε σταματήσει. Του δικαιολογηθήκαμε ότι είμαστε σε γλέντι και μας άφησε. Και πραγματικά σε γλέντι είμαστε. Κείνο που ποθούσαμε είχε γίνει. Η απαρχή του αγώνα έγινε. Το μάθημα στους Γερμανούς είχε δοθεί…»

Κατά σύμπτωση, την ίδια μέρα που αποκαλύφθηκε η ταυτότητα των ηρώων, δηλαδή στις 25 Μαρτίου 1945, σε συγκέντρωση στο Σύνταγμα για την εθνική επέτειο, έγιναν επεισόδια και ο Μανώλης Γλέζος συνελήφθη από την αστυνομία. Ο Ριζοσπάστης δημοσιεύει την είδηση σε πρωτοσέλιδο πλαίσιο στις 27 Μαρτίου, και τώρα γράφει σωστά το επώνυμο του Γλέζου.

Με βάση τα παραπάνω γίνεται νομίζω φανερό πως αν οι Γλέζος και Σάντας είχαν οικειοποιηθεί τη δόξα άλλου, θα ήταν πολύ εύκολο να ξεσκεπαστούν εκείνα τα πρώτα χρόνια, πολύ περισσότερο που η κυβερνώσα παράταξη αμέσως θα πρόβαλλε την παραμικρή αμφισβητηση της πράξης των δυο κομμουνιστών  -όμως κανείς δεν αμφισβήτησε την πράξη τους τότε, ούτε παρουσιάστηκε άλλος διεκδικητής της.

Μια και παρέθεσα την αφήγηση του Γλέζου, μια άλλη αμφισβήτηση, γενικής φύσεως ας πούμε, είναι εκείνη που εντοπίζει αντιφάσεις ανάμεσα στις αφηγήσεις Γλέζου και Σάντα. Αλλά αυτό μάλλον δείχνει ότι δεν είχαν συνεννοηθεί και προβάρει ένα ψέμα, αλλά ο καθένας λέει ειλικρινά ό,τι θυμάται.

Τέλος, και η κατασκευή του «ήρωα Κωνσταντίνου Κουκίδη», του ανύπαρκτου εύζωνου που δήθεν τυλίχτηκε την ελληνική σημαία στις 27 Απριλίου 1941, τη μέρα της εισόδου των Γερμανών στην Αθηνα, και έπεσε από την Ακρόπολη, αποτελεί μεταξύ άλλων μια προσπάθεια να υπάρξει ένα «εθνικόφρον αντίβαρο» στην ηρωική πράξη των Γλέζου και Σάντα. Για τον Κουκίδη έχουμε αναφερθεί αναλυτικά σε ειδικό άρθρο. Να σημειώσουμε εδώ τη γενναιοδωρία του Μανώλη Γλέζου, που πήρε μέρος στις τελετές για τον Κουκίδη, πιστεύοντας ότι είναι θετικό να προβάλλονται ήρωες έστω και ανύπαρκτοι.

Να κλείσουμε με ένα πολύ χαρακτηριστικό άρθρο από τις μέρες εκείνες του 1941. Όλες οι εφημερίδες, όπως είπαμε, δημοσίεψαν την ανακοίνωση του Γερμανού φρουράρχου. Όλες επίσης στο κύριο άρθρο τους της μέρας εκείνης στηλίτευσαν τους «άφρονες» που προκάλεσαν την οργή των Γερμανών. Ας έκαναν κι αλλιώς.

Μερικές όμως πλειοδότησαν. Από τον Πρωινό Τύπο, εφημερίδα που εξέδιδε ο αντιβενιζελικός τ. βουλευτής και υπουργός Νικ. Κρανιωτάκης, παραθέτω το κύριο άρθρο, γραμμένο πιθανώς από τον ίδιο τον Κρανιωτάκη:

ΟΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΑΙ

Χθες το βράδυ λοιπόν οι Αθηναίοι και οι Πειραιείς εκλείσθησαν εις τα σπίτια των από τας 10. Και θα κλεισθούν και απόψε, και αυριον, και μεθαύριον -και ίσως καθ’ όλον το θέρος.

Προ ολίγων ακόμη ημερών ανεκοινώθη ότι επετράπη η λειτουργία των θερινών κινηματογράφων. Θα ελειτούργουν έως τας 11 1/2. Συντόμως μάλιστα -ελέχθη- αι νυκτεριναί παραστάσεις θα παρετείνοντο έτι πλέον, διότι και η κυκλοφορία του κοινού θα επετρέπετο πέραν του μεσονυκτίου.

Δεν είνε ανάγκη βέβαια να τονισθή με πόσην χαράν ήκουσε τα αγγέλματα αυτά όλος ο κόσμος. Μετά τα βάσανα της ημέρας οι ξεροψηνόμενοι Αθηναίοι, ξαναγεννώνται, αναπνέοντες το βράδυ εις το ύπαιθρον ολίγον καθαρόν αέρα.

Αλλά από χθες εκλειδώθησαν μέσα εις τας 10, θεοσκότεινα, με κατάκλειστα παράθυρα. Με τέτοιαν ζέστην! Και μαζί με τας οικογενείας τών Αθηναίων έκλεισαν ενωρίς και έχασαν την δουλειάν των τόσοι και τόσοι άνθρωποι αποζώντες από την νυκτερινήν κίνησιν: Ο επιχειρηματίας του κινηματογράφου, ο μηχανικός, η ταξιθέτρια, ο προϊστάμενος και η υπαλληλία των καφενείων του τέρματος, ακόμη και ο μικρός, ο οποίος επώλει στραγάλια εις τα λαϊκά κέντρα.

Διατί όλα αυτά;

Διότι -διαβάσετε την ανακοίνωσιν του γερμανικού φρουραρχείου, και θα το ιδήτε. Δι’ ένα, δύο, τρεις… δι’ επτά λόγους.

Αι, λοιπόν, κύριοι, εδώ, εις αυτόν τον τόπον, υπάρχουν προδόται. Υπάρχουν εχθροί του λαού. Υπάρχουν άνθρωποι μωροί μέχρι κτηνωδίας, ή υπάρχουν άνθρωποι κακόβουλοι. Άνθρωποι δηλαδή, υπηρετούντες τίς οίδε ποίους ξένους, συμφέρον έχοντας να προκαλέσουν προστριβάς και εχθρότητα μεταξύ της εν Ελλάδι κατοχής και του ελληνικού λαού.

Αυτοί οι άνθρωποι, οι μωροί μέχρι κτηνωδίας, ή οι υπηρέται αλλοτρίων συμφερόντων, δυσμενών προς την Ελλάδα, αυτοί, προβαίνουν εις τας γελοίας εκδηλώσεις ή διαπράττουν τας αχαρακτηρίστους πράξεις -όπως η υπεξαίρεσις της γερμανικής σημαίας από την Ακρόπολιν.

Διότι, αν δεν είνε κτηνωδώς μωροί, ή αν δεν είνε όργανα ξένων, τι άνθρωποι είνε και τι είδους Έλληνες είνε, οι αυτουργοί των αξιοθρηνήτων προκλήσεων;

Δεν τους είδαμεν βεβαίως. Ατυχώς δεν τους είδαμεν. Προκειμένου όμως ειδικώς περί των προχθεσινών υστερικών εκδηλώσεων υπέρ των Άγγλων τραυματιών, λέγεται ότι οι εκδηλωσίαι ήσαν γύναια του πεζοδρομίου και πρόσωπα άγνωστα.

Όλοι αυτοί, και όλοι οι άλλοι, όσοι προκαλούν τας θλιβεράς προστριβάς, δεν εκπροσωπούν κατά κανένα τρόπον τον ελληνικόν λαόν. Δεν το λέγομεν αυτό διά να αποτρέψωμεν την οργήν των νικητών από τον λαόν. Όχι. Αλλά το λέγομεν, διότι είνε η πραγματικότης.

Ο ελληνικός λαός δεν σκέπτεται έτσι. Ο δε ελληνικός λαός, εκείνος ο οποίος υπέστη την συμφοράν, ο οποίος μοχθεί, ο οποίος πληρώνει τα σπασμένα της πολιτικής τών κ.κ. Μέχρις Εσχάτων, δεν είνε εκείνος που κυκλοφορεί εμπρός από την αθηναϊκήν λέσχην και τριγυρίζει εις τα γνωστά κοσμικά πεζοδρόμια της οδού Πανεπιστημίου.

Ο ελληνικός λαός δεν είνε μωρός· έχει νουν. Αντιλαμβάνεται ότι είνε βλακεία θανάσιμος να κτυπά κανείς την γροθιάν εις το μαχαίρι! Το μαχαίρι δεν παθαίνει τίποτε. Το χέρι παθαίνει.

Ο ελληνικός λαός δεν είνε αχάριστος. Δεν είνε δυνατόν να παρίδη την μεγάλην χειρονομίαν του Χίτλερ, ο οποίος όλως εξαιρετικώς διά την Ελλάδα, αφήκε τα παιδιά μας ελεύθερα, ενώ συμφώνως προς τους νόμους του πολέμου, θα ευρίσκοντο σήμερον εις στρατόπεδα αιχμαλώτων και θα έσπαζαν πέτρες.

Ο ελληνικός λαός δεν είνε τυφλός. Βλέπει. Βλέπει ότι, αν τρώγη σήμερον και δεν απέθανε της πείνας, τρώγει διότι τον βοηθούν οι Γερμανοί. Βλέπει ότι, τουναντίον, οι Άγγλοι, οι οποίοι τον επήραν εις τον λαιμόν των, του έχουν κηρύξει τώρα αποκλεισμόν διά να τον πεθάνουν, όπως κηρύσσουν ήδη αποκλεισμόν και κατά της Κρήτης -της δυστυχισμένης Κρήτης, την οποίαν παρέσυραν εις τον όλεθρον και εις τας ακρότητας.

Ο ελληνικός λαός έχει μνήμην. Ενθυμείται ότι και εις το παρελθόν οι Άγγλοι, κάθε τρις και τόσον, εκήρυσσαν αποκλεισμόν κατά της Ελλάδος, εκμεταλλευόμενοι την ναυτικήν των δύναμιν. Πότε εκήρυσσαν αποκλεισμόν διά να ικανοποιήσουν ένα τυχοδιώκτην, όπως ο διαβόητος Πατσίφικος, πότε διά να εμποδίσουν την Ελλάδα να πολεμήση κατά της σουλτανικής Τουρκίας, πότε διά να μας αναγκάσουν να πολεμήσωμεν παρά το πλευρόν των, μαζί με τους Σενεγαλέζους. Έχει μνήμην ο λαός· ενθυμείται ότι, όταν έγινεν η καταστροφή της Μικράς Ασίας, όπου επολεμήσαμεν κατ’ εντολήν των Άγγλων, και όταν εκαίετο η Σμύρνη, και εκολύμβων τα γυναικόπαιδα μέχρι των αγγλικών πολεμικών, ζητούντα σωτηρίαν, οι Άγγλοι ναύται τούς έκοβαν τα χέρια διά να μη ανέβουν επάνω και σωθούν.

Όχι. Δεν είνε Έλληνες, ή τουλάχιστον δεν είνε πατριώται, αλλά είνε προδόται και εχθροί του λαού, εκείνοι που προκαλούν βλακωδώς τα δυσμενή μέτρα εναντίον του ελληνικού λαού.

Τι είνε τάχα αυτά τα απρόσωπα όντα; Είνε άτομα με εθνικήν υπερφιλοτιμίαν;

Άνθρωποι με εθνικήν υπερφιλοτιμίαν ήσαν εκείνοι, οι οποίοι έχυσαν το αίμα των εκεί επάνω. Ειπέτε: Μεταξύ εκείνων, οι οποίοι απετόλμησαν τας προκλήσεις, μήπως είδατε κανένα με στρατιωτικόν αμπέχωνον και ξηλωμένα κουμπιά; Μήπως είδατε κανένα που είχε πολεμήσει; Και, ειπέτε επίσης: επάνω εις την Ακρόπολιν, οπόθεν υπεξηρέθη η σημαία, μήπως ανερριχήθη τάχα κανείς ανάπηρος με κομμένο πόδι;

Είνε άραγε άτομα με εθνικήν υπερφιλοτιμίαν τα πάσης προελεύσεως θηλυκά, και οι αστράτευτοι συνεργάται των, οι οποίοι διαπράττουν τας προκλήσεις; Τι θέλουν να δείξουν; Ότι δεν ανέχονται τον νικητήν; Αν δεν τον ανείχοντο, διατί δεν του έφραξαν με τα κορμιά των τον δρόμον, παρά τον άφησαν να έλθη; Και αν έχουν υπερφιλοτιμίαν, πού΄ήτο η υπερφιλοτιμία των, όταν ο Μανιαδάκης τούς έδερνε με τον βούρδουλαν, και τους επότιζε ρετσινόλαδον; Ή μήπως είνε από τους ανήκοντας εις τον ίδιον εκείνον κόσμον;

Υπερφιλότιμοι… Τι είπε το φιλότιμόν των χθες το βράδυ, όταν η στρατιωτική κατοχή μάς έπιασεν από το αυτί ως αν αδιόρθωτα παιδιά, και μας έκλεισε μέσα εις τας δέκα; Αυτό το πάθημα, διατί να το προκαλέσουν, εις βάρος της φιλοτιμίας και της ανέσεως όλων μας, οι αχαρακτήριστοι εγκληματίαι;

Διότι είνε εγκληματίαι.

Αλλά, αυτό το μάθημα, να είνε άραγε το μόνον, ή να είνε απλώς το πρώτον;

Έλληνες, κινδυνεύομεν! Τα παιδιά μας, αι οικογένειαί μας, ημείς όλοι, αλλά ίσως και ο τόπος, θα πληρώσωμεν ακριβά τας εγκληματικάς αυτάς μωρίας.

Τι να κάμωμεν όμως; Απλούστατα: Να κάμωμεν πολιτοφυλακήν, και να προστατεύσωμεν τον εαυτόν μας. Πολιτοφυλακή δε είμεθα όλοι μας: Από σήμερον έχετε το σύνθημα: Όπου αντιλαμβάνεσθε κανένα τέτοιον προδότη του ψωμιού των τέκνων μας, κανένα εχθρόν της υπάρξεως των οικογενειών μας, μη τον αφήνετε. Θέλουν να μας βάλουν φωτιάν, οι ηλίθιοι κακοποιοί. Εμποδίσετέ τους. Κόψετέ τους τα χέρια. Πατάξετέ τους. Διαφορετικά -εννοήσατέ το: Τα παιδιά μας, τα σπίτια μας, κινδυνεύουν.

Παρέθεσα ολόκληρο το μακρόσυρτο άρθρο για να φανεί η επιχειρηματολογία του ανώνυμου αρθρογράφου, που ξεκινάει παραπονούμενος ότι εξαιτίας των αφρόνων που κατέβασαν τη σημαία απαγορεύτηκε η κυκλοφορία κι έτσι έχασαν το μεροκάματο οι θερινοί κινηματογράφοι (και τον Νοέμβριο του 1973 μερικοί παραπονιούνταν ότι εξαιτίας των φοιτητών του Πολυτεχνείου αναβλήθηκαν τα ματς ποδοσφαίρου την Κυριακή), και καταλήγει σε μια έκκληση να συγκροτηθεί πολιτοφυλακή που να καταδίδει τους «προδότες», δηλαδή όσους εκδήλωναν τα αντιγερμανικά τους συναισθήματα.

Ο αρθρογράφος του Πρωινού Τύπου αποκαλούσε εγκληματίες τους πατριώτες που κατέβασαν τη γερμανική σημαία, χωρίς να γνωρίζει την ταυτότητά τους. Το 2012, τα εγγονάκια του, οι χρυσαβγίτες, αποκάλεσαν εγκληματία τον (βουλευτή τότε) Μανώλη Γλέζο. Όπως έχω ξαναγράψει, υπάρχει ένα νήμα που συνδέει τους χρυσαβγίτες με τους χαφιέδες και τους βασανιστές της χούντας, τους παρακρατικούς του πενήντα και του εξήντα, τους βασανιστές της Μακρονήσου, τους ταγματασφαλίτες και τους κουκουλοφόρους καταδότες των Γερμανών, τους τριεψιλίτες που έκαιγαν εβρέικα σπίτια στη Θεσσαλονίκη στα 1930, τους μαγκουροφόρους δολοφόνους του Καβαφάκη και του Φατσέα, τους επίστρατους που σκότωναν πρόσφυγες στα Νοεμβριανά του 1916.

Αλλά υπάρχουν και οι άλλοι. Τιμή και δόξα λοιπόν στον Μανώλη Γλέζο και τον Λάκη Σάντα!

Από το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου "Οι λέξεις έχουν τη δικήτους ιστορία"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

    Η παραλία της Μαγνησίας που σε απορροφά η ηρεμία που εκπέμπει alogoporos.gr Δημοσιεύθηκε  10/05/2024 23:01 Τροποποιήθηκε  23:03 Σε απόστ...