Ντάνιελ Σμὶθ (Daniel Smith): Θάρρος
Ντάνιελ Σμὶθ (Daniel Smith)
Θάρρος
(Courage)
Ι ΑΝΘΡΩΠΟΙ ἦταν πιὸ γενναῖοι ἀπ’ ὅσο ὁ ἴδιος. Ἐκεῖνος ἦταν συμπαθητικὸς καὶ ἔξυπνος μὲ τὸν τρόπο του, γενναῖος ὅμως δὲν ἦταν κι οὔτε εἶχε ὑπάρξει ποτέ.
Αὐτὸς καὶ ἡ γυναίκα του εἶχαν βγεῖ γιὰ φαγητὸ μὲ τὴν ἀδερφή της καὶ τὸν νέο της ἄντρα. Ἡ κόρη τοῦ ἄντρα εἶχε ἔρθει κι αὐτὴ γιὰ φαγητό. Ἦταν ἡ μικρότερη ἀπὸ τὰ τρία του παιδιὰ καὶ εἶχε διασχίσει πρόσφατα μὲ τὰ πόδια τὰ Ἁπαλάχια Ὅρη, ὅλο τὸ μῆκος τους, ἀπὸ τὸ Μέιν μέχρι τὴν Τζόρτζια. Τώρα ἑτοιμαζόταν νὰ μετακομίσει στὸ Γουαϊόμινγκ γιὰ νὰ δουλέψει σ’ ἕνα ράντσο μὲ ἀγελάδες. Ὁ πατέρας της δὲν εἶχε ἀντίρρηση, ἀλλὰ ἡ μητέρα της, οἱ παπποῦδες της, ἀκόμη καὶ μερικοὶ φίλοι της, ἦταν τελείως ἀντίθετοι. Τὸ κορίτσι δὲν ἔμοιαζε νὰ νοιάζεται. Εἶπε πὼς στὴν ἀρχὴ τὴν εἶχε νοιάξει, ἀλλὰ μετὰ κατάλαβε ὅτι ἁπλῶς ζήλευαν τὴν ἱκανότητά της νὰ κάνει αὐτὸ ποὺ ἤθελε, δίχως προσδοκίες, κι ἔτσι δὲν ἔδωσε ἄλλο σημασία. Ἦταν εἰκοσιενός.
Σκέφτηκε τὸν ἑαυτό του στὰ εἰκοσιένα του. Ποῦ εἶχε πάει τότε; Εἶχε πάει στὸ πανεπιστήμιο. Ὕστερα, εἶχε ἀποφοιτήσει καὶ εἶχε ἀρχίσει νὰ ἐργάζεται σὲ μιὰ ἰατρικὴ κλινική. Τὸ καλοκαίρι ἀνάμεσα στὶς σπουδὲς καὶ τὴ δουλειὰ εἶχε παρακολουθήσει ἕνα πρόγραμμα γλωσσικῆς κατάρτισης γιὰ ἰταλικὰ στὸ Βερμόντ, ἀλλὰ εἶχε νιώσει μόνος καὶ ἀποθαρρημένος κι ἔφυγε μετὰ ἀπὸ τρεῖς μέρες. Σκέφτηκε τὴν ἀπόφαση τῆς κόρης τοῦ ἄντρα τῆς ἀδερφῆς τῆς γυναίκας του νὰ μὴν τὴ νοιάζει ἡ γνώμη τῶν ἀνθρώπων γιὰ κείνη. Τὸ εἶχε περιγράψει σὰν ἕνα εἶδος διακόπτη: πρῶτα τὴν εἶχε νοιάξει, μετὰ δὲν τὴν εἶχε νοιάξει. Ὁ διακόπτης ἦταν ἡ θέλησή της. Δὲν μποροῦσε νὰ θυμηθεῖ νὰ ἔχει ποτὲ ὑποβάλλει τὴ θέλησή του σὲ μιὰ τόσο δραστικὴ ἀλλαγή, εἰδικὰ σ’ ὅτι ἀφοροῦσε τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους καὶ τὰ αἰσθήματά τους γιὰ κεῖνον. Αὐτό, ἔβγαλε τὸ συμπέρασμα, ἀποτελοῦσε στὴν οὐσία τὴ διαφορὰ ἀνάμεσα στὸ δικό της θάρρος καὶ τὴ δειλία του.
Ἐκείνη τὴ νύχτα καθὼς ξεντύνονταν εἶχε προσπαθήσει νὰ τὰ ἐξηγήσει ὅλα αὐτὰ στὴ γυναίκα του. Τὸν κατάλαβε ἀμέσως, ἐπιστράτευσε ὅμως ἕναν ἀριθμὸ ἀντιρρήσεων καὶ κατευναστικῶν δυνάμεων.
(1) Τὸ κορίτσι ὑπερέβαλε ἢ διαστρέβλωνε τὴν ἐμπειρία του. Τὸ πιὸ πιθανὸ ἦταν πὼς ὄντως νοιάζονταν γιὰ τὸ τί σκέφονταν οἱ ἄλλοι γιὰ κείνη —εἰδικὰ ἡ μητέρα της— καὶ περιέγραφε τὴν μετατροπὴ της τόσο ἀπόλυτα μόνο καὶ μόνο γιατί (α) ἔδινε ἔτσι περισσότερη δραματικότητα σ’ αὐτὰ ποὺ ἔλεγε, (β) ἀνύψωνε τὸν ἑαυτό της στὰ μάτια τῶν ἄλλων καὶ (γ) ἦταν ἕνα μέσο προκειμένου νὰ πείσει τὸν ἑαυτό της γιὰ τὸ ἴδιο της τὸ θάρρος, χωρὶς τὸ ὁποῖο δὲν θὰ ἦταν σὲ θέση νὰ κάνει αὐτὸ ποὺ ἔκανε.
(2) Τὸ κορίτσι δὲν φημίζονταν ἰδιαίτερα, μὲ βάση αὐτὰ ποὺ τῆς εἶχε πεῖ ἡ ἀδερφή της γιὰ κείνη, γιὰ τὴ γενναιοδωρία ἢ τὴν ἐνσυναίσθησή της, κάτι ποὺ χαρακτήριζε, ἀντίθετα τὸν ἴδιο, καὶ αὐτὲς ἀκριβῶς οἱ ἰδιότητες —ἡ γενναιοδωρία καὶ ἡ ἐνσυναίσθηση— συνεπάγονταν μ’ ἕνα ἄλλο εἶδος θάρρους: Τὸ θάρρος νὰ προστρέχεις τοὺς ἄλλους. (Σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο ἐκεῖνος ἔκανε ἕνα μορφασμό.)
(3) Τότε ποὺ εἶχε παρατήσει τὸ γλωσσικὸ πρόγραμμα γιατί ἦταν ἀγχωμένος καὶ τοῦ ἔλειπε τὸ σπίτι του, ἡ μητέρα του ἦταν σοβαρὰ ἄρρωστη, μιὰ λεπτομέρεια ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ τὸν κάνει νὰ μαλακώσει τὴν αὐτοκριτική του. Τὸ εὐρύτερο πλαίσιο ἦταν σημαντικό.
Τὴν εὐχαρίστησε, αὐτὴ τὴ γυναίκα ποὺ τὸν ἀγαποῦσε καὶ ποὺ δὲν τὸν ἔκρινε γι’ αὐτὰ τὰ κομμάτια τοῦ ἐαυτοῦ του ποὺ τὸν δυσαρεστοῦσαν περισσότερο καὶ τὸν ἔκαναν νὰ ντρέπεται, πρόβαλε ὅμως ἀντεπιχειρήματα, γιὰ τὰ ὁποῖα πίστευε πὼς δὲν θὰ εἶχε ἀπάντηση.
(1) Ἀκόμα κι ἂν τὸ κορίτσι φούσκωνε ὅσα ἔλεγε, αὐτὸ ἦταν, σύμφωνα μὲ τὴ γνώμη του, ἄλλη μιὰ ἀπόδειξη τοῦ θάρρους της – θάρρους ὅπως ὅλοι ξέρουν σημαίνει, ὄχι τὴ δράση ἐν ἀπουσία ἐμποδιῶν, ἀλλὰ τὴ δράση κόντρα σ’ αὐτά.
(2) Τὸ δικό του εἶδος θάρρους λεγόταν ἰδιοτέλεια καὶ στὴν πραγματικότητα ἦταν ἀκριβῶς τὸ εἶδος τοῦ θάρρους ποὺ εἶχε κατὰ νοῦ.
(3) Πολὺς κόσμος εἶχε μητέρες σοβαρὰ ἄρρωστες ποὺ πέθαναν. Μιὰ μητέρα ποὺ πεθαίνει δὲν ἀποκλείει τὴ μάθηση Ἰταλικῶν. Δικαιολογίες ὑπάρχουν πάντα.
Εἶναι ξαπλωμένοι στὸ κρεβάτι. Μποροῦν ν’ ἀκούσουν τὴν κουβέντα καὶ τὰ γέλια δυὸ ἄντρων ποὺ ἔρχονται ἀπ’ τὸ πεζοδρόμιο. Φιλήθηκαν γιὰ λίγη ὥρα. Ἔμοιαζε σὰ νὰ ἦταν ἕτοιμοι νὰ κάνουν ἔρωτα ἀλλὰ δὲν ἔκαναν καὶ ὅταν ἡ γυναίκα του ἀποκοιμήθηκε σκέφτηκε πάλι τὸ κορίτσι. Τί θὰ πήγαινε νὰ κάνει σ’ ἕνα ράντσο στὸ Γουαϊόμινγκ; Θὰ ὁδηγοῦσε τὰ βόδια; Θὰ μαγείρευε καὶ θὰ καθάριζε; Ἦταν ἕτοιμος νὰ τὴ ρωτήσει, ἀλλὰ ἡ συζήτηση εἶχε πάει ἀλλοῦ. Φοβόταν καθόλου; Εἶχε ἐπιφυλάξεις; Τί ἀποθέματα ψυχῆς καὶ πνεύματος πίστευε πὼς εἶχε ὥστε νὰ μετακομίσει δύο χιλιάδες χιλιόμετρα μακριὰ ἀπὸ τὴν οἰκογένειά της, σ’ ἕνα μέρος ποὺ δὲν γνώριζε κανέναν καὶ τὸ ἔδαφος καὶ τὸ κλίμα ἦταν ἐντελῶς ἀντίθετα ἀπ’ αὐτὰ ποὺ ἤξερε; Ἂν ἄρχιζε νὰ νιώθει μόνη, ποῦ θὰ ἔψαχνε παρηγοριά; Ἀγαποῦσε ὄντως τὸν ἑαυτό της; Κάτω ἀπὸ τὸν ἀχανῆ ἐπιβλητικὸ δυτικὸ οὐρανό, ἀνάμεσα στὰ κοπάδια καὶ τὰ βουνὰ λουσμένα μὲ κόκκινο φῶς, ἦταν πραγματικὰ ὁ ἐαυτὸς της αὐτὸ ποὺ ἀγαποῦσε πάνω ἀπ’ ὅλα;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου