Η ΡΕΒΑΝΣ (ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΣΚΑΡΙΜΠΑ)
Από το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου "οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία"
Διήγημα του Σκαριμπα δεν έχουμε βάλει ποτέ στο ιστολόγιο. Την παράλειψη αυτή τη θεραπεύουμε σήμερα χάρη στην πρωτοβουλία του φίλου μας του Κόρτο, που μας δίνει μάλιστα ένα διήγημα δυσεύρετο, τουλάχιστο σε αυτή τη μορφή που το δημοσιεύουμε. Αφορμή ήταν η αναφορά, στο ιστολόγιο, στο ρεμπέτικο τραγούδι «Γίνομαι άντρας» του Παναγιώτη Τούντα.
Ο Κόρτο έδωσε ολοκληρωμένη δουλειά, με πρόλογο δικό του, οπότε του δίνω αμέσως τον λόγο.
Το ακόλουθο διήγημα του Γιάννη Σκαρίμπα με τίτλο «η Ρεβάνς» εντοπίστηκε στον τόμο «Φιλολογική Πρωτοχρονιά 1955», ο οποίος ανήκε σε μία σειρά ετησίων λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών εκδόσεων υπό την διεύθυνση του Αρ. Ν. Μαυρίδη με έδρα την Αθήνα (Θεμιστοκλέους 11). Ο εν λόγω τόμος είναι ο 12ος της σειράς.
Κατόπιν διερευνήσεως διαπιστώθηκε ότι το εκεί δημοσιευμένο διήγημα του Σκαρίμπα αποτελεί την πρωταρχική μορφή μίας μεταγενέστερης εκδοχής του, με τίτλο «Πατς και Απαγάι», η οποία περιλαμβάνεται σήμερα στην έκδοση «Ο κύριος του Τζακ/ Πατς κι απαγάι», από τις εκδόσεις Νεφέλη (1996, Αθήνα) με σκίτσα του ίδιου του συγγραφέα και σε επιμέλεια της κ. Κατερίνας Κωστίου.
Από το πλούσιο και κατατοπιστικό σημείωμα της επιμελήτριας στην έκδοση της Νεφέλης μαθαίνουμε ότι η τελική μορφή του διηγήματος (ως «Πατς και απαγάι») δημοσιεύθηκε το 1957. Πρόκειται για μία εκδοχή πιο κατεργασμένη, με πιο συνεκτική δομή, χωρίς περιττές παρεκβάσεις και χωρίς λεπτομέρειες οι οποίες στην αρχική μορφή του διηγήματος ενδεχομένως προκαλούν απορίες. Από την κα Κωστίου μαθαίνουμε επίσης ότι ο ίδιος ο Σκαρίμπας είχε αντιρρήσεις σε σχέση με την επανέκδοση αρχικών μορφών των έργων του, όταν είχε ήδη προβεί σε δημοσίευση μίας τελικής, πιο κατασταλαγμένης εκδοχής. Μάλιστα όταν το 1976 οι εκδόσεις «Κάκτος» εξέδωσαν το διήγημα «ο κύριος του Τζακ» σε μία ξεπερασμένη κατά τον συγγραφέα εκδοχή του 1960 (και εφόσον είχαν μεσολαβήσει στο μεταξύ δύο νέες επεξεργασμένες εκδόσεις, το 1961 και το 1973), ο συγγραφέας οργίστηκε με τον εκδότη και απαίτησε επανόρθωση του λάθους. Ας σημειωθεί ότι το διήγημα «ο κύριος του Τζακ» αποτελεί κατά κάποιον τρόπο το πρώτο μέρος του «Πατς και Απαγάι» (ή τέλος πάντων της «Ρεβάνς»). Τα δύο κείμενα γίνονται πιο κατανοητά, τόσο ως προς την πλοκή, όσο και ως προς την λογοτεχνική τους συνάφεια, όταν διαβαστούν με την σειρά –ωστόσο η εδώ παρουσιαζόμενη εκδοχή της «Ρεβάνς» μπορεί να θεωρηθεί αυτόνομο ανάγνωσμα.
Ωστόσο χωρίς να παραβλεφθούν τα παραπάνω, με επιφύλαξη έστω, θεωρήθηκε σκόπιμο να δημοσιοποιηθεί η αρχική μορφή του διηγήματος, («η Ρεβάνς») παρά τις πιθανές ατέλειές του σε σχέση με την μεταγενέστερη εκδοχή («Πατς και Απαγάι»), διότι αποτελεί ένα σπουδαίο φιλολογικό τεκμήριο: Η εδώ παρουσιαζόμενη εκδοχή είναι πολύ εκτενέστερη από την μεταγενέστερη και συνεπώς το διήγημα, έστω και ακατέργαστο, πέραν της λογοτεχνικής του αξίας, μάς παραδίδει έναν σημαντικό πλούτο λαογραφικών και γλωσσικών στοιχείων, κυρίως όσον αφορά την μάγκικη αργκό και τις εικόνες ενός Πειραιά, στα τελειώματα μιας εποχής κατά την οποία επιζούσαν ακόμη τα στερεότυπα μοτίβα του μεσοπολεμικού υποκόσμου. Αποτελεί δηλαδή ένα αξιοσημείωτο παράδειγμα επιδράσεως της λαϊκής ή λαϊκότροπης καλλιτεχνικής παραγωγής (ρεμπέτικο τραγούδι, επιθεώρηση, μάγκικα χρονογραφήματα κλπ) στην λόγια μεταπολεμική λογοτεχνία. Χαρακτηριστικό προς αυτήν την κατεύθυνση είναι και το γεγονός ότι στο διήγημα αναφέρονται δύο γνωστά λαϊκά/ ρεμπέτικα τραγούδια της επώνυμης δημιουργίας.
Οι υποσημειώσεις με αστερίσκο ανήκουν στον ίδιον τον Σκαρίμπα. Οι υποσημειώσεις με αριθμούς είναι δικές μου. Διατηρώ την ορθογραφία του πρωτοτύπου.
Το σκίτσο που συνοδεύει το κείμενο είναι έργο του Μιχάλη Νικολινάκου και απεικονίζει τον Σκαρίμπα. Ο Μιχάλης Νικολινάκος (1923-1994) υπήρξε διάσημος ηθοποιός του θεάτρου αλλά και του κινηματογράφου, μαθητής του Δημήτρη Ροντήρη. Συγχρόνως υπήρξε ικανότατος ζωγράφος και σκιτσογράφος, συνεργάτης διαφόρων εντύπων. Ξεχωρίζουν οι καρικατούρες του και τα πορτραίτα του, ιδίως προσώπων του καλλιτεχνικού χώρου και της πολιτικής.
Η ΡΕΒΑΝΣ
Εκείνο τ’ απόγιεμα ήσαν όλα γλυκά κι’ όλ’ ανάκατα. Πού ήταν – τούτη- κρυμμένη η χαρά; Μα ήταν μια τρέλλα να της ξαναπαρουσιαστώ πάλι έτσ’ όμορφος –έτσι καγκελοφρύδης, σπαθάτος –σα νάχα κρυφά ξεκαρφιτσωθεί (και δραπέτεψα) από κάνα κουτί ζαχαράτων. Η μέση μου –δαχτυλένια- με χώριζε σαν καμμιά σφήκα στα δύο μου, και τα μαλλιά μου (τσουλούφι –φλου- με αφέλειες) μ’ έδειχναν σαν κοριτσίστικο αγόρι… Αμάν, αδερφάκι· το πρόσωπό μου είχε το σχήμα καρδιάς.
Ξεμπαρκάροντας, άναψα κι’ ένα –μεγκλάν- τσιγαράκι.
Στη στροφή του δρόμου –εκεί- κοντοστάθηκα, κι’ έρριξα τη ματιά μου του μάκρου. Η θάλασσα εβόα. Οι γλάροι πάνωθε βούταγαν κάθετα, ίδιες βολίδες, στα κύματα, και στο Νοτιά τα πρώτα σύννεφα ανέβαιναν πάνω απ’ τα όρη σαν χνώτα. Σκέφτηκα τον καπτα-Γκίκα, στο κόττερο: «Νοτιοανατολικά, χαμηλόν φράγμα νεφών. (Θα κατέγραφε στο «Ημερολόγιό» του σκυμμένος). Δύσις, απειλητική…»
Και ξανάειδα, το καράβι μου -αρόδο. Γύρωθέ του, ο Σαρωνικός αφρολόγαε, στις χλαλοές του λεβάντε, ενώ αυτό –φουνταριστό- σκαμπανεύενε τραβερσομένο σταβέντο.
Τράβηξα μια βαθειά ρουφηξιά και τόξεψα τον καπνό –όξω- ίσια. Απέξαπόστειλα σφυριχτό –μπρος- το σάλιο μου. Σύγχρονα και τα βιολιά του φτινοπώρου, άρχισαν το σιγανό κούρντισμά τους. Το όλον μου, εμίλειε…
Ωστόσο, δεν παραστεκόμαν καλά. Είχ’ από ψες που σαν νάχα –λες- «τσιμπηθεί» που –Θέ μου και σχώρνα με- ένοιωθα κάποια λαχτάρα έσωθέ μου. Νάταν λες μόνο η ιδέα μου; Ή μην το «ύφον» μου έμπαινε ως είδος μόλυνση εντός μου; Θού Κύριε φυλακήν και λοιπά… Το φαΐ που με τάισε, ανάδινε μια ταγκίλα απ΄ το λάδι της, και τα ρούχα της «σπίρτιζαν» γιαχνισμένο κρεμμύδι.
Κι’ εγώ –τι οίστρος!- την τύλωσα εκειχάμω, σελέμης!…Κεφτεδάκια και πατσαδάκι γιαχνί: «Βρε Σταυρούλα, βρε κύλα μου κι’ άλλο κατοσταράκι ρετσίνα»…
Ώωω… σιγαλοπαπαδιά μου! Μουρμούρισα και μου ξανάρθε στο πνέμα. Χαμομιλούσα, μες στα χθεσινοβραδυνά της καμώματα, και με τα (σαν δειγματολόγιο μπογιών} δύο της μάτια, τη γροίκαγα ως νάταν μπρος μου –τσιγγάνικη- να μου τη «σκάει»… παπαδίσια:
«Αν σ’ αγαπώ; Αχ τι λες; Ποθνήσκω γω για-τα σένα!…» Και ξαναπιάσαμε την «τας –κε-μπαμ» μας παρλάτα. Εγώ, με ανασηκωτό το πηλίκι μου, κι αυτή με τις γροθιές της στα μούτρα, βυθιστήκαμε -μυτ’ με μύτ’- στο τραπέζι μου, σε ψιλή-ψιλή κουβεντίτσα. Του κάκου ο μαυροκάπελας γκάριξε πως «περιμένει τα τζέρια». Του κάκου ότι: «Σταυρούλα –θα σου καούν οι λολοί». Εμείς εδώ, το βιολί μας. Παρδαλομάτα, με το μαλλί αλά-γκαρσόν, βάλθηκε να μου διηγηθεί «τη ζωή της»… Κόλπο «μηχανικιάς» και πολύξερης, ξεσκολισμένης στα τέτια. Μιαν εποχή –κι ας μη σκάμπαζε γρυ Γαλλικά- είχε λέει κάμει υπερέτρια σε μια γεροντοκόρη Φραντζέζα. (Βου-ζαβέ ντε πού;* Που και που!…)
-Αυτή τα Ελληνικά, τα εμίλειε; Αρωτάω.
-Κατά έναν τρόπο πολύ κωμικό. Λόγου χάρη όταν ήθελε να πει «έτσι κι’ έτσι» κούναε ανοιχτή την παλάμη της κι’ έλεγε παρδαλά: «έξη κι’ έξη»!
Ήταν και περί αγαπητιλίκια θεόστραβη –σωστή ουσία παρθένα. «Καλέ πατώνεις;»1 -που λέει κι’ ο αντίλογος- τον πρώτο πούχεν ερωτευτεί, ήμουν γω!… Εγώ -κι’ ας της είχαν, εκεί, στημένο δυο κούτσοβοι ένα τρελλό «μπανιστήρι»… Εγώ –κι΄ ας της έστειλε το περετάκι του ο κάπελας πως «τρίζει δόντια ο Τζιτζής!»2… Ιβ-αλά-τσοκ…
Μα στις πλάτες μου, «τόφερνε» ένα παραθυράκι του δρόμου. Έγειρα να το σφαλίσω κειδά. «Αργότερα…(ακώ –στο σοκάκι όξω πούλεγε, μια σκιά σε μιαν άλλη): Στις εννιά. Ξέρεις πού; Στου Κυρ-Μαντζότου το κάτω. Θα μπεις απ’ το πορτί του γκαράζ –προς το στενάκι του κήπου. Θα τόχω μια ρίγα ανοιχτό. Εγώ, θάμαι μέσα»…
-«Άλλο, λέω, όξω εδώ, λαθρεμπόριο. Φωτιά στη φωτιά!…»
Και ξανάσκυψα –μούτρα με μούτρα- σε τούτη: «Ναι… κάνει και η Σταυρούλα γελόντας μου… Γραμμή τα φανάρια!…»
-«Η πελατεία μου…-έλεγε σ’ έναν χωροφύλακα ο κάπελας, είν’ όλοι κύριοι· τέτοιοι άνθρωποι δεν μου ζυγώνουν εδώ.»
-Ξέρεις, τούπεσε το πορτοφόλι του ανθρώπου, με την ταυτότητά του και χρήματα. Είναι κάποιος επαρχιώτης γιατρός.
–Πορτοφόοολι!… Ταυτόοοτητα!…κάνει έκπληκτα ο κάπελας: Πάπαπα!…Αλλού-αλλού να κυτάχτε…
-Πάντως έχετε…(λέει ο άλλος) το νου σας. Το πορτοφόλι του βρίσκεται στο τμήμα –αν φανεί.
Κι’ έφυγε. Χρήηηματα!… ξαναξώρκισε πίσω του ο κάπελας.
Συνέχισα –δώθες εγώ- την κουβέντα.
-Μα καλά, πού βρέθηκες στην Φρεατύδα μαγέρισσα;
-Είχα έναν αδερφό, μα μου μίσεψε· τράβηξε στην Ισλαντία για τόνους.
(Γιου σπίτ-ίγγλις; Τρικ μάι φόρτ!…)
-Κι’ ο χαλκάς στόνα αφτί σου; Γιατί στόνα μόνο;
-Το έθιμο, γλέπεις του τόπου. Οι ιθαγενήδες εκεί, έτσι -στο ζερβί- τον φοράν. Άλλες τον φοράνε στη μύτη!
Και απόειπε τα ρέστα: Η Αυτού Υπερτάτη Υψηλότης, ο Αζάφ Χαν Μουζαφάρ, Ουλ Μουλκ Μουμελάκ, Νιζάμ Ουν Νταουλά, Αλή Γιαχ Μουχαντούρ…
-Όλο αυτό το όνομα;
-Έχει ακόμα! Και δεν τρώει παρά μόνο καρύδες.
…………………………………………………………………………
Τώρα αναθυμιέμαι και σκέβουμαι το «πατσουλί» άρωμά της. Αμάν –«πατσουλί» και πατσί!… Σμιχτοφρυδού, χαμοκυταξού, λευκοστράγαλη, είχε κι΄ ένα τσαλίμι στο μάτι. Παγαινοέρχονταν στο τραπέζι μου κάνοντας το βάδισμά της, ειδύλλιο. Πιτσούνια πως αλληλοκυνηγιόντουσαν –έλεγες- στην εναλλαγή των ποδιών της.
Θού Κύριε φυλακήν τη καρδία μου. Τον πονηρόν –με- εκ του πονηρού ρύσαι.
Και πήρα, γιαλό-γιαλό το λιμάνι. Βαθειά εκεί –στα πόρτα- το κόττερο, ύψωνε έως τον ουρανό τους ιστούς του. Άστραφταν τα πόμολά του στο λιόγερμα, σαν δυο –μένα στα μούτρα μου- μούντζες! Εκεί, μες στα καρέ του ανήσυχη θα πηγαινοερχόταν η Τζούλια: Η γρηά-Κόντισσα αυτή –η και ιδιοκτήτρια του κόττερου- θα βρόνταε την αρμαθειά των κλειδιών της…
…………………………………………………
-Με το μπαρδόν! (μου κάνει ένας μάγκας, κειδά –φερμάροντας με ως αστρίτης): Μου δίνεις περικαλώ τη φωτιά σου;
Αντίς απάντησης τράβηξα απ’ το γιλέκι τα σπίρτα μου. Στο φιλντισένιο κουτί (που τα σώκλεινε) ιστορίζονταν –ζουγραφιστή- μια γοργόνα. Στην απίστομη, μια καρδιά σε σπαθί.3
Άναψε κι’ έφυγε. Με το τζογιέ παντελόνι του και το τρεις πόντους τακούνι, τράβηξε λες πατόντας στα νύχια του, ως για να μη σπάσει τις κούπες.
Γέλασα με την καρδιά μου κειδά. «Πορτοφόλι!… λέω Χρήηηματα!…»
Και δεν πίστευα –ντιπ- να τάχε χάσει ο… Τζιντζής!
Μα ιδόντας με μια μοσκο-Κερά –που προσπέρναε- με «λορνιάρισε» με τα χρυσά φασαμέν της. Σε απάντηση εγώ της «πάτησα» με σημασία το μάτι: «Vous avez de pous?»
–Να χαθείς!…
Ώ, ήταν ένα ραβαΐσι θεότρελλο το σημερινό λυσσακό μου. Οι αγαπητουλούδες θα καίγονταν. Εκείνη μου τη σιγαλοπαπαδιά, που όλη ευώδαε (για το πατσί) σκορδοστούμπι, θα την «έψαχνα» απόψε. Μωρέ θα της έβανα χέρι ως που –η ερίφισσα- να φωνάξει στα όπλα.
Και δάγκωσα άλλο –μεγκλάν- τσιγαράκι. Ανήσυχη, σουσουράδα η ψυχούλα μου, ριπίδιζε –χτένια χρυσά- τα φτερά της. Σταυρούλα! Κάνω και χτυπάω τόνα πόδι μου… Σταυρούλα! Λέω, το λιλί!… και φρενιάζω. Ώ!… ήμουν πολύ «διεφθαρμένος» να γέλαγα. Ώ!… ήμουν πολύ (για να ξεκαρδιστώ) «σκληρός άντρας»!…
Μια παραμάνα με το καρότσι –κειδά- μ’ είδε μ’ «εύγλωτο» μάτι, περνόντας. Άααα… θα «της τάριχνα»!…Και την πλευρίζω σοφράνο: «Μια γυναίκα, δύο άντρες – κομπολόι δίχως χάντρες!…»4
-Άχαχά… Άχαχά… κάνει ανοίξαντας, ένα –ίδιου πάνθηρα- στόμα.
–Ξηγιέσαι;… της ξανακάνω, ως της πέρασα ά-μπρατσέ το δεξί μου.
Με τήραξε φουσκομαγουλάτη μ΄ανάστατο το προβατίσσο της βλέμμα: «Αργότερα –μου λέει- στις εννιά… Ξέρεις –πού; Στου Κυρ-Ματζότου το κάτω. Θα μπεις απ΄το πορτί του γκαράζ –προς το στενάκι του κήπου. Θα τόχω μια ρίγα ανοιχτό. Εγώ, θάμαι μέσα».
(Τάπε αυτά, ως νάλεγε μάθημα, μ’ όλην τους –των χειλιών- τη φαφούτικη και πλαδαρή σβελτοσύνη).
-Είσαι, της κάνω, Θεός!…και της κολλάω μια τσιμπιάρα. Συνάμα κι’ ένα φιλί δαγκωτό πά στον βοϊδίσιο της σβέρκο.
–Βιαστικέ!… μου κάνει ως να νόγαε, πως νάχω υπεμονή κι’ ό,τι θέλω…
Ξεκόλλησα τότε ένα βήμα για νάκοβα τα μυρωμένα μου ρόδα.
-Κι’ άκω δω… μου ξαναλέει σφυριχτά: Μόνο το τσιγαρλίκι** συ νάχεις. Για φαγοπότι, θα κάνω κουμάντο εγώ, απ΄ τη κουμπάνια της Λίνας. Τα κλειδιά τάχω εδώ. Μα κι’ αν δεν τάχα…
-Λίνα… Λίνα…
-Η Κερά. (Εμένα, με λένε Αννετζούλα). Έχουν ξεκουμπιστεί στη Γλυφάδα και θάρθουν καλά ξημερώματα: Νάααα! και τους «τηλεγραφάει» με τα δέκα. Σταλτά τους στον αέρα τα φάσκελα, έμοιαζαν σαν δυο που λες εκράγηκαν –μπόμπες…
-Χα!…
-Και χαρτζηλίκι θα πέφτει;
-?…
-Την κορόιδα, λέει, κάνεις; Θα σε χαρτζηλικώνω γερά… Εσύ, θα μου τα τρως μπρε κορίτσι μου…(παραληράει): νταβατζού μου!… Και φρικαλέα –μες στη φιλαρέσκειά της- μπατάλικη, ώθησε το καροτσάκι στα μπρος. Ώστε –κι’ εδώ- θα σελέμιζα;
Απόμεινα σκανταλισμένος κειχάμω. Νταβατζούουου της!…Κορίτσι!… Βρε πού έπεσα; -αμάν! Κι΄ έφτυσα κατ’ απ’ το γελέκο μου –αράδα. «Φτου –σκουληκομερμυγκότρυπα»! τσίρισα, έχοντας κατά του εαυτού μου να κάνω. Η περιπέτεια, δε μ’ άρεσε· άρχισε να κιοτεύει η συνέχεια.
Κι’ έκαμα ένα βήμα, να φύγω. Ένας μουστακαλής –στ’ αντιπέρασμα- μούρριξε μια ματιά φρίξον ήλιε… Λουκούμια, ήσαν τα μάτια γιομάτα του… Μπρέ!… λέω, τοξέψαντας –σαΐτα- όξω ένα σάλιο: Δε θες –κι’ αυτός- νάχει ψείρες; Και –ώστε – να μη σκαμπάζει γρυ Γαλλικά;
Συνέχισα συλλοϊσμένος το δρόμο. Τόσο λοιπόν ήμουν στο ντιγκιντάν «στυλιζέ»; Σε τέτοιο ήμουν κουρντισμένος ντουζένι; Το «μπάνισμα» του μουστακαλή μούρθε απάντεχα, σαν μια «τοι-ού-τικη» φάπα!
Περνόντας μπρος από μια βιτρίνα, κοντόμεινα, κι΄έρριξα γοργή ματιά στη φχιαξιά μου: Ναι μεν, μου πάαινε για λοστρόμος του κόττερου, μα παραήμουνα «μπουκιά και σχώριο» για μόρτης. Γυμνό, το στόμα μ’ άνθος, μ’ ανάλαφρη μιαν αναστροφή των χειλιών του, έμοιαζε –μες στο σπασμό του- σαν άξαφνη καμμιά σπαθιά που μούχ’ έρθει. Και πάνω του, στο φωτεινό κείνο μέτωπο (με μια λοϊδιού μου φυγόκεντρη ρόδα) ήταν κάτι που ζάλιζε και το –στραβό μου- πηλίκι. Το μπόϊ μου το Αρχαγγελικό λες και τόστησε, σ’ ερωτευμένα μέτρα ο Ικτίνος… Ω διάολε! μουρμούρισα, βάλαντας κάτι «θυμηδικό» στο μυαλό μου: Ώρες –λέω- είναι να μου ριχτούν σερνικοί!….
Τότ’ έντρομο πουλί ένα φιλάκι μου, φτερούγισε προς το νυχτομένο μου «Τζούλια»: Νάααααα! έμοιασε πως θάπεμπε φωτεινό –κείνο- σήμα. (Σε μένα; Ή στ’ αφεντικά τ’ς Αννετζούλας;) Οι σμαράγδινες εκείνες στράψες των πόμολων, με ξανάφτασαν «συστημένες» και δίδυμες, ως δυο –πάλι στα μούτρα μου- μούντζες! Ως φαίνεται μάλλον εκειός ο Αζάφ Χαν Μουζαφάρ, μούστελνε την (του ονόματός του) συνέχεια: Ναμπάμπ Μιρ Νταούτ μάϊρε… Φατέχ Γιουγκ Χαϊραμόε…
Τάχυνα, προς το ραντεβού μου τα βήματα. Η Σταυρούλα (μπρος στου Πορφύρα την προτομή) θα χολόσκανε, προσμένοντάς με να φτάσω, «Ορκίσου μου…(μούχε χθες πάλι πει): ότι θα μου είσαι πιστός!
-Να, λέω: Να την βάλω στο στόμα!
Και τραβάω την κουμπούρα μου!…Μουχτερή –μες στο σοκολατί της χρώμα- η διμούτσουνη, με διπλοκαβαλληκεμένους τους λύκους, έμοιαζε ως να διψούσε… για γάλα. (Ο Τζακ… και λοιπά).
–Τόσο μόνο;… μου κάνει. Άλλον – άλλον –λέει- όρκο…
-Να, ξαναλέω: Στην αγάπη τ’ Αντώνη.
-Τ’ Αντώνη!…Ποιος είν’ αυτός; αποράει;
-Ένας βλάμης!…της λέω. Τζεμάλικο έν’ αδέρφι της μπέσσας! Και κολοτούμπισα –μια- στον αέρα το όπλο… Δεν κατάλαβα –έστριψε καταπίσω τα μούτρα της. Τάχα σκιάχτηκε; Ή για να μη σκάσει τα γέλια;
……………………………………………………………………
«Κράτησα» μια στιγμούλα το βήμα μου, για να πάρω μι’ ανάσα. Κύταξα και κατ’ το γιαλό μια ματιά. Δεξά μου εκεί, η Ψυτάλεια, περίστρεφε τον –σαν μέγα μάτι- φανό της. Και μπρος, βαθειά στην απόσταση, νάτο και το «Τζούλια Δεπάνου». Το κόττερο –μες στην κομψή σιλουέττα του –μούφεγγε και τα ζυγά του σινιάλα. (Άκουσα και του Τζακ τα γαβ!γαβ!) Εκεί –μες στα καρρέ του- ανήσυχη, θα με σκεφτόνταν μου, η μάνα. Η «κλειδοκρατόρισσα» αυτή –μπλάβη- θάπαιζε με την αρμαθιά των κλειδιών της. «Μα τι κάνεις εκεί;» μούχε πει, πάλι ιδόντας με, μεταμφιεσμένη σε ναύτη.
-Μαμά σώπα!
-Μην και ζουρλάθηκες κόρη μου;
-Όχι!
……………………………………………………………..
Ταύτα διαλογιέμαι ως βιάζομαι κι’ αιστάνομαι να χοροπηδάει ο Δαίμονάς μου. Στα ψεβραδυνά ψι-ψι-ψι μας- χρυσά, τάχαμε οι δυο κανονίσει: Η Σταυρούλα, καμαριέρα της Κόντισσας! Τόμπολα! «Ζούλα και στη σακούλα» -απ’ το κόττερο- μπίσκουϊτς και σαμπάνιες… Τι διάτανο, πιο «οικονομισσού» τάχα θάτανε η Αννετζούλα, στις μάσσες; (Αυτή δε μούχε πει πως κουμάντο μας θάκανε απ’ την κουμπάνια της Λίνας!) Κι’ εδώ να ιδείς κουμπάνια –στης Κόντισσας: Λικέρια και ζαμπόνια Ολλανδέζικα· χουρμάδες και μπανάνες Αιγύπτου. Σπαράγγια, μπρικ, αυγοτάραχα!
Και δόστου ο ένας στ’ άλλου τ’ αφτί, και κάνα –μες στα ψι-ψι- μας- φιλάκι! Ψι-ψι-ψι-και φιλί! Δεν πάει και να γκάριζε για κείνα τα «τζέρια» του ο κάπελας. Δεν πάει κι’ όσον ήθελε «νάτριζε τα δόντια» ο Τζιντζής. Στο μυτ’ με μυτ’ μας αυτό –και τούτο ήταν βέβαιο: πως θα της ήμουν πιστός. Και ως έχω ξαναπεί κολοτούμπισσα –μια- στο δεξί, τη διμούτσουνη. Στη θέα της, οι «μπανιστηρτζήδες» αιστάνθηκαν να τους σπάει η χολίτσα. Τακ!…έκαμε κι’ η καρδούλα τ’ απέναντι, του «τριζοδόντη» εκεινού. Ευθύς κι’ ο κάπελας μώρωσε. Κάντιο έσταζε τώρα η γλώσσα του –μέλι! Ας κουρεύονταν τώρα τα «τζέρια» κι’ ας γίνονταν -στη σκάρα- στάχτη οι λολοί. Μωρέ «την δεσποινίς» -του- μαγέρισσα την είχε αυτός σε μεράκι… Ώστε διόλου ας μη βιάζονταν… Και μόνο η Σταυρούλα –δώθ’ έστριψε κατ’ τα πίσω τα μούτρα. Γιατί τάχα; Να σκιάχτηκε, ή για να μη σκάσει τα γέλια;
Στο μεταξύ ένας «Κύριος» είχεν έμπει φουριόζος. Κράταε ένα καρνέ και στυλό.
-Να, κάνω, ο γιατρός. Πες του για την ταυτότητά του, Σταυρούλα.
-Είναι δημοσιογράφος… μου λέει. Είχεν έρθει και χτες. Ο άλλος, είναι 110 χρονών!
Έστησα αφτί –γω- ν’ ακούσω. Ο δημοσιογράφος αρώταε και ο «110ετής» του απαντούσε.
-Και πού οφείλετε την μακροβιότητά σας κυρ-Μάνθο;
-Πού;… Μα, στο Βασιλιά! Κάνει ο γέρος.
-Τι λέτε! Ώστε σας επιχορηγούσε λοιπόν;
-Σιγά και μην, στο στόμα, με τάιζε!
-Μα τότε;
-Να, δώσε βάση: Όταν πριν εξήντα χρόνια είχα σκοτώσει δυο – τρεις, καταδικάστηκα σε θάνατο.
-Και λοιπόν;
-Την παραμονή, μούρθε χάρη. Ο Βασιλιάς, το «εις θάνατον» μου το μετέτρεψε «ισόβια»!
Σύγχρονα κι’ ο χωροφύλακας, πρόβαλε την κεφαλή του απ’ την πόρτα: «Μην εφάνη κανείς;»
-Μα σας είπα… (σπεύδει και τον ξαναδιαβεβαιώνει ο κάπελας): Οι πελάτες μου είν’ όλοι κύριοι. Τέτοιοι άνθρωποι….
Ασφαλώς…. Τέτοιοι άνθρωποι! Αλλού – αλλού ας ρωτούσε.
………………………………………………………
Αυτά διαλογιέμαι ως απλώνεται –παρκέ- η στράτα μαρίνα έμπροσθέ μου. Και πλάι μου, ο Σαρωνικός κλουμπακίζει.
-Με το μπαρδόν!… μου κάνει ένας γεροναυτικός με τη βράκα του κι’ αψηλές έως τα γόνατα μπότες: «Δεν είσαι ελόγου σου ο Μάριος; Ο λοστρόμος του «Τζούλια»; Κι’ έδειξε κατ’ το γιαλό με το χέρι.
-Ναι, λέω, γιατί;
-Φτου σου μη βασκαθείς! λέει –λεβέντη μου. Σ’ είχα «αντέσει» πέρσ’ στη Χαλκίδα.
-Α ναι! Στην ταβέρνα…
-Γεια σου…λέει. Μας θυμάσαι;
-Τον Πάτα!5…λέω γω με χάχανο.
Τον Νταβά!…ξεφωνίζει με γέλιο.
-Το Σπάρο!…βάνω μια φωνή γω γαλιάντρικη.
-Το Σουρούπη!… μπήχνει αυτός μια φωνάκλα: Και ξέρεις; Μου φάνηκε πως τον πήρε το μάτι μου τις προάλλες δωχάμου. Για μια μόνο στιγμή, και τον έχασα.
-Ο «Μαντράχαλος6»; λέω, αυτός τι να κάνει!
-Μα δεν τον ξανάδα. Περαστικός κι΄ εγώ σαν ελόγου σας, σαλπάρισα τις αυγές για το Βόλο. Μα δε μου λες, έτσι να χαρείς και τα νειάτα σου, γιατί τούσπασες τη χολή κειό το βράδυ; Στα σωστά θα τον σκότωνες;
-Μπα! του κάνω. Αστιεύεσαι;
-Μα συ τούβαλες την κουμπούρα στ’ αφτί!
Αντίς απάντησης, τούγνεψα γω –λιγάκι- να σκύψει. Απεσφίξαντάς τον στην αγκαλιά μου, τον γιόμισα χίλιες χαρές και φιλιά: «Όσο για τον Μαντράχαλο –του κάνω- να, ξέρετο» Και τούπα κάτι στ’ αφτάκι: «Το κόλπο, τόμαθε ο Σουρούπης!» του απόειπα.
Ο γεροναυτικός έμεινε άναυδος… «Σοκολάαατα!»
-Έχω κι’ από κουβερτούρα στο κόττερο. Στο μπουφέ μου έχω τρεις!
Και πήδησα προς το σκοπό μου τραβόντας. Η Σταυρούλα θα με περίμενε, βάζοντας χίλια κακά με το νου της. Κι’ όλας, ποιος ξέρει αν δεν έκλαιγε.
Μα –ναι, θα … την έκλεβα! Στην τρίχα –«τρικ μάι φορτ»- τάχαμε κανονίσει από ψες: Θα τη «ρόγιαζα» καμαριέρα της Κόντισσας για το λουφέ και την μάσα… Καμαριέρα; Μα -ναι! Μόνον όμως μπρος στα μάτια των άλλωνα. Στο πράγμα θάταν –αυτή- άλλο πράγμα: Αγαπητουλού τους, κρυφοκυταξού κι’ αφιγκράστρα τους, θάταν κι’ εμένα η κρυφή χαρά της καρδιάς μου! Κι’ εγώ… νταβατζής της: Κοτόπουλο και μπιφτεκάκια από τη «ζούλα» της, λιχουδιές και σαμπάνια. Ζούλα στη ζούλα και ζήτω η ζωή! Πού θάξερε η μουρλοκοντέσσα τι γίνεται μες στο κοττεριανός τ’ς άρτζι-μπούρτζι; (Κι’ η Μαίρη –η κόρη της; Ώ άλλη αυτή «βίδα»! Έχει –λέω– το νου της στον έρωτα!) Χα! Οίστρος ρεζίλικος μ’ έμπνεε. Οι χαμοθεοί –μου- ευφημούσαν…
Ώ τι μ’ έγνοιαζε; -άξιζε αυτόν τον κόπο το γλέντι. Τα γέλια που θάκανα… Τη φαντάζομαι, όταν θα της παρουσιαζόμουν άξαφνα ως η Μαίρη Δεπάνου… Ο «νταβατζής της» -Κυρά της! Και τι Κυρά –Κοντεσσίνα! Κι’ αυτή –καμαριέρα μου… Άχαχά! Άχαχά!… Αντίο νταβατζηλίκια μας, κι’ έρωτες… Αντίο τους οι λιχουδιές και οι σαμπάνιες… Και ίσα-ίσα που ολότελα δεν ήταν Λίνα η μαμά μου. Υπηρεσία και πλύσιμο των παρκέ με σφουγγόπανο… Κάθε μέρα λουστράρισμα των κονσόλ και του πιάνου… Καμπίνες, φιλιστρίνια να λάμπουνε… Τάξις –κλειδιά- και ασφάλεια! Ώ my mather πώς έκανα χρυσό ένα κέφι και πήδαγα! Ω κλειδοκρατόρισσά μου πώς έκρουα –αναγαλιάρα- τα χέρια!
-Κι’ άκω δω… (της είχα –ψες- πει με τη χοντρή μου φωνή): το λιλί στην παλάμη.
-Αυτό ν’ ακούγεται… (κάνει αυτή, με ψιλή γυναικεία).
-Ζωή χαρισάμενη! (λέω με όσο πάει πιο χοντρή).
-Ζωή και κόττα! (με όσο πάει –κι’ αυτή πιο ψιλούλια).
Ώ διάολε!… Όσο πάει και χωρίζαμε στης μουσικής σκάλες τ’ς άκρες. Κατέβαινα γω τις μπάσες νότες: φα–μι–ρε–ντο; Ανέβαινε αυτή στις ψιλές: σολ-λα-σι-ντο!
-Γκα-λε-νέχτα!…της είπα τέλος –ως λύκος κουμπάρος της.
Κι-λι-νίχτισις!…κι’ αυτή –ως κουμπάρα αλεπούδα.
Άααα!… είχα φωνή άντρακλα γω, κι’ όχι –ως αυτής- σαν αϊΒασιλιάτικης φούσκας.
…………………………………………………………….
Και τράβηξα, ίσια τώρα μπρος –για το στέκι. Σπεύδοντας, τήραγα και το φεγγάρι, βαθειά… Με μια –ως περισπωμένη- γλυφή στο μηνίσκο του, έμοιαζε προφίλ κεφαλής, σε ροπή να φιλήσει.
Φτάσαντας, δεν την είδα κειδά. Ένας πιτσιρίκος μ’ αγνάντευε, κρατόντας κάτι άσπρο στο χέρι: «Ψιτ… Κύριος!» μου κάνει όπως ζύγωνα: «Αυτό ’ναι της Σταυρούλας, για σένα».
-Για μένα! Κάνω γω σαν χαζός. Κι’ αυτή;
-Ώ, δε μούπε. Μου τόδοσε να στο δόσω στα χέρια σου, κι’ ύστερα γω νάμαι τσίφτης…
Κι’ έφυγε τραλαλόντας σα-πέρα. «Απόψε κάνεις μπάμ!…»7 ξανακούστηκε κάπου από κείθες –πηδόντας.
Αποσφράγισα γω το γράμμα ενώ ένοιωθα, βαθειά να τρέμει η ψυχή μου. Ύστερα ανάψαντας το ηλεκτρικό φαναράκι μου, τούριξα μια φωτερή στήλη άνωθέ του. Τότε, μες στο λαμπρό κείνο φόντο του, διάβασα:
«Κορίτσι μου Μαίρη
Όταν θα διαβάζεις το γράμμα μου, εγώ θα τρέχω μακρυά σου. Έφυγα με των 7 για Χαλκίδα. Η «Σταυρούλα» σου, θα είναι κει –ο Αντώνης! Τον θυμάσαι; Τότε μου την είχες «σκάσει» καμώμοντας –επίσης- το λοστρόμο *** του «Τζούλια». Και χώρια η κουμπούρα σου! Σου ανταπόδωσα κι’ εγώ –τώρα- τ’ όμοιο. Η ρεβάνς, ή αν θες πατς κι’ απαγάι! Αυτό είναι όλο. Ωστόσο, δεν είναι όλο αυτό. Κάποιο, ανάμιχτο μέσα στα γέλια μας, δάκρυο, μας έχει –με μια κλωστίτσα- δεμένους. Δε θα κοπεί πριν, μια μέρα, αλληλοαναζητηθούμε οι δυο… Παιδιά, ή γέροι –αδιάφορο- θα κάμουμε τότε μαζί και μια τσάρκα: Έναν περίπατο κλαίοντας!
ο αφοσιωμένος σου
Αντώνης Σουρούπης
Και κάτω –σε υστερόγραφο εκεί;
«Για χάρη σου έμαθα –ως βλέπεις- και γράμματα»…
Τάχασα… «Βρε –τι λέει;» λέω χαζά, θωρόντας και την προτομή του Πορφύρα. Σμήνος του περσυνού μου «φιάσκου» οι αναμνήσεις, μ’ έφτασαν σαν ’να συλλαλητήριο πουλιών. Κι’ εκείνη η γεροντοκόρη μου εγέλα. Με τα καρυδοτσακίσματα, μούστελνε χαιρετίσματα ο άλλος, ο Αζάφ Μουζαφάρ…
Βρε –τι λέει;
Έσφιξα την επιστολή μες τη φούχτα μου, κι΄ ήταν σαν νάχα κλείσει εκεί μια καρδιά. Ο φίλος μου που –εμπαιγμένος- υπόστηκε την τρικλοποδιά μου ως ημίθεος… Τ’ αδέρφι που γω –μαεστρικά- τόπαιξα στα αριστοκρατικά δάχτυλά μου… Αυτά όμως, πέρυσι…
Μα –Θέ μου!- πού τώρα είχε βρει το μαργιόλικο τσαλίμι –αυτό- μιας Σταυρούλας; Εκείνη του της φωνής του η σαρμόνικα, που έπαιζε –χρυσά κρυμμένη- έσωθέ του;… Το «πατσουλί» του; Ο χαλκάς;…
–Απόψε κάνεις μπαμ! Ξανακούστηκε κι’ ο «τσίφτης» μου εκείνος μακρυάθε. Αχ τι νάκανα; Πάνω μου, στον ουρανό, τ’ άστρα έσφυζαν, σα να κολυμπούσαν στο χάος. Αγάλι κι’ ο λεβάντες καλμάρισε.
Λοιπόν –αχ τι νάκανα;
Τράβηξα για το βενζινάκι μου, αχνή. Ακύμαντος ο Σαρωνικός –μπρος- λαμπίριζε, τις κολοφωτιές των λαμπτήρων. Καθώς και μια ριπή ανέμου τον έτρεχε, έμοιαζε σάμπως νάτρεχε ο ίδιος. Ο καιρός είχε πέσει.
Σαλτάρισα στο ατμακάκι μου ανάστατη κι’ έδραξα στο δεξί το διάκι: «Γρήγορα –κάνω του ναύτη μου- εμπρός!»
Το μικρό πλοίο ετινάχτη. Ύστερα, με μια παλλόμενη –αφρών- βεντάλια στην πρώρη του, χύμηξε προς στ’ ανοιχτά, μένα κάνοντας να χοροπηδάει μου ο κόρφος. Τρελλή, του μετώπου μου η ρόδα –εκείνη η φυγόκεντρη- χαιρέταε μπρος στον ενάντιο αέρα. Και να –στοιχειό μπρος- το «Τζούλια».
Καθώς ολόχρυσα το κατάφταναν τα ίσια βέλη των άστρων, μου έφεγγε αυτό και –της πρύμης του- τη μια σειρά φιλιστρίνια. Πίσω του, κείνο το βαθύ μισοφέγγαρο, κατέβαινε –μισή φωτιά- προς τη δύση.
Το καβαντζάρισα από σταβέντο του κι΄έρριξα, μια ματιά μου του ύψου. Χαύνη, η ολόρθη κούκλα της πλώρης του, μ’ έβλεπε με το ξυλένιο της όμμα. Περδικοστήθα, αγοροκόρη, αστρομέτωπη, με ολόμπρατσα, ψηλά τα χέρια, ως αγγέλου, πώς έμοιαζε, μες στην ορθόβυζη κάμψη της (και σιγαλοπαπαδιά) της «Σταυρούλας»!…
-Πώς τα πέρασες; μ’ αρωτάει κείθε ο ναύτης μου.
-Έξη κι’ έξη!… του κάνω. Και κούνησα ανοιχτή την παλάμη μου. Πλευρίσαντας στη σκάλα ψηλάθε ο Τζακ μου μας γαύγιζε μες σε χαρές και σε πήδους: Βιαστικέ! του φωνάζω γω –κει- πασσάροντας και την «κουμπούρα» στο νάυτη: «Δόσε την –λέω- στην καμαριέρα και γρήγορα να του τη λυώσει στο γάλα. Το σκυλί έχει πεινάσει». Και δράχτηκα από τον κάλο της σκάλας. Απέ σαλτάρησα –στα σβέλτα μια- στο πλατύσκαλο.
–Να τη βάλω στο στόμα; Μου κάνει πίσωθε, ο ναύτης μου.
–Τόσο μόνο; … Άλλον – άλλον, λέω, όρκο!
Και καθώς αυτός δεν ενόησε, τον είδα χαμογελαστά μια στιγμή: «Αυτή, είναι από σοκολάτα… του λέω. Άλλωστε, θάχει κι’ όλας λερώσει. Ανεβαίνοντας, πάρε να φας εσύ, κουβερτούρινη. Στο μπουφέ, έχω τρεις!»
-Δεν τάχει, λέει, αυτά κλειδώσει η μαμά σου;
-Όχι.
Πάνω στάσαντας, κάλεσα τον καπετάνιο στη σάλα:
«Ανάβασε –του λέω- τον ατμό και βάλε ρότα γραμμή Χαλκίδα. Αντιρρήσεις δε δέχομαι!…»
Ο καπτά-Γκίκας με κύταξε.
Τον έπιασα απ’ το λωβό –γω- τ’ αφτιού, κρεμάσαντάς του εκεί –ως χαλκά- δυο φωτεινά δάχτυλά μου. (Αναγκασμένος έτσι –έσκυψε): «Το έθιμο βλέπεις του τόπου… του λέω: Άλλες, σας τον φοράνε στη μύτη!»
-Μα τι θα πάμε πάλι να κάμετ’ εκεί;
Τότε, κολλήσαντας –χρυσό χωνάκι- το στόμα μου στο «τσακομένο» του αφτάκι του σφυράω μέσαθέ του:
«Τι; … Έναν περίπατο κλαίοντας!…»
………………………………………………
*Έχετε ψείρες;
** Τσιγάρο με μέσα χασίς
*** Ο επιθυμών, μπορεί να ιδεί το διήγημά μου «ο Κύριος του Τζακ» στον τόμο: «το Διήγημα Ανθολογημένο» Ηρ. Αποστολίδη
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
- Η έκφραση «καλέ πατώνεις;» πιθανότατα αποτελούσε ερωτικό πείραγμα του Μεσοπολέμου, αρχικώς προς τις λουόμενες στα μπαιν μιξτ, αν κρίνουμε από το ομώνυμο επιθεωρησιακό άσμα του 1929 (με μουσική του Γρηγόρη Κωνσταντινίδη και στίχους του Αιμιλίου Δραγάτση). Ίσως να διατηρήθηκε και μεταπολεμικώς.
- Ο Τζιτζής ή Τζιντζής εμφανίζεται και στο διήγημα «ο κύριος του Τζακ», ως θαμώνας της ταβέρνας του Πάτα στην Χαλκίδα.
- Στην μεταγενέστερη εκδοχή του διηγήματος, η σκηνή συμπληρώνεται με τον εξής καταπληκτικό τρόπο:
-Με το μπαρδόν! …(μου σφυράει τότε): Υπάρχει;
-Τι πράμα;
-Δε «μπήκες», λέει, αδερφός; Να, ψίχα τσίκα!
-Ωχούουου!… του κάνω –Αμάν!…Είσαι και συ χαρμανάκι;
Ο «συνάδερφος» κάηκε!… Ύστερα έδειξε αλαφρά τσαγγισμένος: «Φτου! Σκουληκομερμηγκότρυπα!… λέει. Βρε πού έπεσα!»…
- Το ομώνυμο τραγούδι με μουσική και στίχους του Γιώργου Μητσάκη ηχογραφήθηκε το 1952, με ερμηνεία της Άννας Χρυσάφη, του Θανάση Γιαννόπουλου και του Σταύρου Πλέσσα. Την περίοδο 1952 – 1953 προβάλλεται η κωμωδία «Ο Πύργος των Ιπποτών» σε σενάριο και σκηνοθεσία των Νίκου Τσιφόρου και Γιώργου Ασημακόπουλου, ένα από τα λίγα κινηματογραφικά έργα όπου πρωταγωνιστεί ο Πέτρος Κυριακός. Στην ταινία ακούγεται το τραγούδι από το εμφανιζόμενο συγκρότημα του Μητσάκη (με την Άννα Χρυσάφη και τον Γιώργο Ζαμπέτα).
- Ο Πάτας είναι ο ιδιοκτήτης της ταβέρνας στην Χαλκίδα, όπου λαμβάνει μέρος το διήγημα «ο κύριος του Τζακ».
- Ο Σπάρος, ο Νταβάς, ο Σουρούπης και ο «Μαντράχαλος» είναι πρόσωπα του διηγήματος «ο κύριος του Τζακ». Οι τρεις τελευταίοι, όπως επίσης και ο Τζιτζής, είναι θαμώνες της ταβέρνας του Πάτα.
- Το ομώνυμο τραγούδι με μουσική του Βασίλη Τσιτσάνη και στίχους του Νίκου Ρούτσου πρωτοηχογραφήθηκε το 1953 (ερμηνεία Σωτηρίας Μπέλλου και Τάκη Μπίνη). Αξιοσημείωτο είναι ότι περιλαμβάνει τον στίχο «κουρδίστηκες κυρά μου στην πένα, στο καντίνι», ενώ στο διήγημα του Σκαρίμπα απαντάται η παρεμφερής φράση: «Σε τέτοιο ήμουν κουρντισμένος ντουζένι;»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου