Κωστής Μοσκώφ: [Σε ποιαν Άβυσσο…]
[Ενότητα 2 Πυρπολούμαι]
Σε ποιαν Άβυσσο, σε ποια χοάνη μυστική να ψάξουμε να βρούμε τον Έρωτα που τον οδηγήσαμε στον θάνατο, για να μη μας πυρπολήσει;
Και γιατί τελικά να μη μας πυρπολήσει; Στην Πράξη του λαού μας μες στον Καιρό, στη ζωντανή διαχρονική μας παράδοση, η «θεότητα», με τη θεολογική συμβολική αυτής της παράδοσης, είναι η πυρπολούσα το Εγώ μας αγάπη, η «καύση καρδίας», ο «μανικός Έρωτας». Ευσεβιστές ωστόσο, ολοένα μέσα στη μεταπρατική, εξαρτημένη κοινωνία μας πιο δυτικότροποι, επιζητούμε στη ζωή τη μερικότητα, τα επιμέρους προϊόντα της, όχι την ίδια την ουσία της, την πιο βαθιά της υπόσταση: ζητάμε τον πλούτο ή την επιτυχία, απολησμονώντας πως ο βασικός πλούτος είναι ο μανικός Έρωτας, η πυρπόλησή μας για τον Άλλο, ενσαρκωμένο στο κάθε Εσύ που αγαπάμε, προοίμιο αναγκαίο για την πυρπόλησή μας για την ανθρωπότητα ολόκληρη — το Όλο Σώμα μας…
Όπως λέει ο σύγχρονός μας Περουβιανός Αγιορείτης, ο Συμεών Γρηγοριάτης — τα νυν Σταυρονικητιανός: «… Να μη χρησιμοποιείς την Πράξη ως λίπασμα για να καρπίσει ένας κόσμος αλλοτριωμένος, αλλά να τη χρησιμοποιούμε για να ανατινάξει αυτό τον αλλοτριωμένο κόσμο».
Μετουσιώνοντας τον κόσμο από ύλη διασκορπισμένη, ύλη απρόσωπη, ύλη διάχυτη, σε ενσαρκωμένο Εσύ, απτό πρόσωπο του Καθόλου, ενσαρκωμένο πρόσωπο, μέσα στο Όλο Σώμα μας, του Έρωτα, ενσαρκωμένο πρόσωπο της Αγάπης, μόνου καταφατικού ορισμού στην Ορθόδοξη παράδοση, για το επίκεντρο της ζωής, τον «Θεό»…
Ο Έρωτας, καύση καρδίας, πυρπολεί, διαρρηγνύει τον δερμάτινο χιτώνα του Εγώ μας, καταλύει τη μοναξιά μας, τη βίωσή μας ως μοναχικά εμπορεύματα. Ο Έρωτας διανοίγει τον δρόμο στο Εγώ μας να καταλύσει αυτή τη μοναξιά του, να βρει την ολοκλήρωσή του, την πληρότητά του στο Όλο Σώμα μας, το «Εμείς»…
Ανοίγει τον δρόμο, μέσα από την ενσάρκωση, τη συγκεκριμενοποίηση του Έρωτα στο πρόσωπο που αγαπάμε, στο «Εσύ», να διατρήσουμε τον δερμάτινο χιτώνα του Εγώ μας και να συναντήσουμε τον συλλογικό εαυτό μας.
Ωστόσο, μήπως αυτό το «Εσύ» κινδυνεύει να γίνει αυτοσκοπός, κινδυνεύει να γίνει «είδωλο», μήπως ο Έρωτας από ενοποιός του Εγώ μας με την ολότητα, το συλλογικό σώμα μας, το Εμείς, κινδυνεύει, αντίθετα, να γίνει το πάθος που μας χωρίζει, που δια-βάλλει από τον Όλο Άλλο; Μήπως αυτή η συγκεκριμενοποίηση του Έρωτα, αναγκαίο στάδιο για να διατρήσουμε τον δερμάτινο χιτώνα μας και να βρούμε την ολότητα του σώματός μας, μπορεί ωστόσο αντί θεϊκό, ενοποιό, να τον αλλοτριώσει σε δια-βολικό, «δαίμονα πορνείας», όπως λέει η ασκητική εκφορά της παράδοσής μας, Έρωτα που δε σε ενώνει αλλά σε χωρίζει —για μια προνομιακή διασύνδεση με κάποιο επιμέρους Εσύ— από τον Όλο Άλλο;
Ίσως. Είναι και αυτή η αλλοτρίωση μέσα στον δύσκολο αγώνα της Παρουσίας και της Απουσίας, της επιτυχίας μας να γίνουμε ισόθεοι. Όμως, όπως και να είναι, η «καύση της καρδιάς», η πυρπόλησή μας για το συγκεκριμένο Εσύ, είναι η οδός που αξίζει να διακινδυνέψουμε: είναι ο μόνος δρόμος για να καρπίσει η ζωής, μέσα από την ολοκλήρωσή μας, την ενοποίησή μας —με διάμεσο το Εσύ— προς τον Όλο Άλλο. Είναι ο μόνος δρόμος που αξίζει να διακινδυνέψουμε, με κίνδυνο έστω να συναντήσουμε τον θάνατό μας, για να ενοποιήσουμε γύρω από το Εγώ μας τη διασκορπισμένη ύλη του κόσμου, την απρόσωπη ύλη του κόσμου. Είναι ο μόνος δρόμος για να ενοποιήσουμε γύρω από τον άνθρωπο την ύλη, για να μετουσιωθεί ο δίχως πρόσωπο κόσμος σε κόσμο σαρκωμένο μέσα από τον έρωτά μας, κόσμο σαρκωμένο στο ενιαίο σώμα του ανθρώπου — το Εμείς. Μόνο μέσα από τη μανική μας Αγάπη με τον συγκεκριμένο άνθρωπο, η έξοδος από το Εγώ μας είναι δυνατή. Μόνο μέσα από την ενσάρκωση του έρωτά μας στο συγκεκριμένο πρόσωπο του ανθρώπου, το ταξίδι προς το Καθόλου, προς το ενιαίο σώμα του Ανθρώπου, τον Όλο Άλλο, είναι πραγματοποιήσιμο. Μόνο μέσα από την έξοδο αυτή μπορεί να καταλύσουμε με την Πράξη του έρωτα —και αυτό το άλλο πρόσωπο της Πράξης του έρωτα που είναι η Πράξη της ιστορίας— τον διχασμό του Όλου Σώματός μας σε έθνη, σε τάξεις, σε άτομα.
Η έσχατη αλλοτρίωση, η έσχατη «Πτώση» —για να θυμηθούμε πάλι τη συμβολική της διαχρονικής μας θεολογικής παράδοσης— είναι άλλωστε, το «χλιαρός εί», η «ακηδία», το βόλεμα του σώματος, το βόλεμα αυτής της συμπύκνωσης της ύλης του σώματός μας που είναι η «ψυχή», η επαναπαυμένη στη γαλήνη του μηδενός ύπαρξη, η επιλογή του «αντί καπετάνιος του έρωτα, τελώνης να γεράσεις», όπως λέει και η παροιμία.
Η επιλογή του να μην πυρπολείσαι από τον Έρωτα, να μη μανικά αγαπήσεις, αλλά να μείνεις σκλάβος των ακίνητων δομών, έκφραση ενός παλαιοχριστιανικού κόσμου, σκλάβος ενός Θεού της Παλαιάς Διαθήκης, όπου το επίκεντρο δεν είναι ένας Θεός τριαδικός με κέντρο την Αγάπη, ο Όλος Άνθρωπος ενσαρκωμένος στο κάθε Εσύ, αλλά ο Πατέρας Αφέντης.
Η έσχατη αλλοτρίωση είναι να μην πυρπολείσαι από τον Έρωτα για τον Άλλο και τον Όλο Άλλο, το συλλογικό σώμα μας να μη μανικά αγαπήσεις, αλλά να διασώσεις την ελευθερία και την αυτονομία της μοναξιάς σου μέσα σε μια νηφάλια, κατασιγασμένη, δίχως εντάσεις, ζωή…
Και γιατί τελικά να μη μας πυρπολήσει; Στην Πράξη του λαού μας μες στον Καιρό, στη ζωντανή διαχρονική μας παράδοση, η «θεότητα», με τη θεολογική συμβολική αυτής της παράδοσης, είναι η πυρπολούσα το Εγώ μας αγάπη, η «καύση καρδίας», ο «μανικός Έρωτας». Ευσεβιστές ωστόσο, ολοένα μέσα στη μεταπρατική, εξαρτημένη κοινωνία μας πιο δυτικότροποι, επιζητούμε στη ζωή τη μερικότητα, τα επιμέρους προϊόντα της, όχι την ίδια την ουσία της, την πιο βαθιά της υπόσταση: ζητάμε τον πλούτο ή την επιτυχία, απολησμονώντας πως ο βασικός πλούτος είναι ο μανικός Έρωτας, η πυρπόλησή μας για τον Άλλο, ενσαρκωμένο στο κάθε Εσύ που αγαπάμε, προοίμιο αναγκαίο για την πυρπόλησή μας για την ανθρωπότητα ολόκληρη — το Όλο Σώμα μας…
Όπως λέει ο σύγχρονός μας Περουβιανός Αγιορείτης, ο Συμεών Γρηγοριάτης — τα νυν Σταυρονικητιανός: «… Να μη χρησιμοποιείς την Πράξη ως λίπασμα για να καρπίσει ένας κόσμος αλλοτριωμένος, αλλά να τη χρησιμοποιούμε για να ανατινάξει αυτό τον αλλοτριωμένο κόσμο».
Μετουσιώνοντας τον κόσμο από ύλη διασκορπισμένη, ύλη απρόσωπη, ύλη διάχυτη, σε ενσαρκωμένο Εσύ, απτό πρόσωπο του Καθόλου, ενσαρκωμένο πρόσωπο, μέσα στο Όλο Σώμα μας, του Έρωτα, ενσαρκωμένο πρόσωπο της Αγάπης, μόνου καταφατικού ορισμού στην Ορθόδοξη παράδοση, για το επίκεντρο της ζωής, τον «Θεό»…
Ο Έρωτας, καύση καρδίας, πυρπολεί, διαρρηγνύει τον δερμάτινο χιτώνα του Εγώ μας, καταλύει τη μοναξιά μας, τη βίωσή μας ως μοναχικά εμπορεύματα. Ο Έρωτας διανοίγει τον δρόμο στο Εγώ μας να καταλύσει αυτή τη μοναξιά του, να βρει την ολοκλήρωσή του, την πληρότητά του στο Όλο Σώμα μας, το «Εμείς»…
Ανοίγει τον δρόμο, μέσα από την ενσάρκωση, τη συγκεκριμενοποίηση του Έρωτα στο πρόσωπο που αγαπάμε, στο «Εσύ», να διατρήσουμε τον δερμάτινο χιτώνα του Εγώ μας και να συναντήσουμε τον συλλογικό εαυτό μας.
Ωστόσο, μήπως αυτό το «Εσύ» κινδυνεύει να γίνει αυτοσκοπός, κινδυνεύει να γίνει «είδωλο», μήπως ο Έρωτας από ενοποιός του Εγώ μας με την ολότητα, το συλλογικό σώμα μας, το Εμείς, κινδυνεύει, αντίθετα, να γίνει το πάθος που μας χωρίζει, που δια-βάλλει από τον Όλο Άλλο; Μήπως αυτή η συγκεκριμενοποίηση του Έρωτα, αναγκαίο στάδιο για να διατρήσουμε τον δερμάτινο χιτώνα μας και να βρούμε την ολότητα του σώματός μας, μπορεί ωστόσο αντί θεϊκό, ενοποιό, να τον αλλοτριώσει σε δια-βολικό, «δαίμονα πορνείας», όπως λέει η ασκητική εκφορά της παράδοσής μας, Έρωτα που δε σε ενώνει αλλά σε χωρίζει —για μια προνομιακή διασύνδεση με κάποιο επιμέρους Εσύ— από τον Όλο Άλλο;
Ίσως. Είναι και αυτή η αλλοτρίωση μέσα στον δύσκολο αγώνα της Παρουσίας και της Απουσίας, της επιτυχίας μας να γίνουμε ισόθεοι. Όμως, όπως και να είναι, η «καύση της καρδιάς», η πυρπόλησή μας για το συγκεκριμένο Εσύ, είναι η οδός που αξίζει να διακινδυνέψουμε: είναι ο μόνος δρόμος για να καρπίσει η ζωής, μέσα από την ολοκλήρωσή μας, την ενοποίησή μας —με διάμεσο το Εσύ— προς τον Όλο Άλλο. Είναι ο μόνος δρόμος που αξίζει να διακινδυνέψουμε, με κίνδυνο έστω να συναντήσουμε τον θάνατό μας, για να ενοποιήσουμε γύρω από το Εγώ μας τη διασκορπισμένη ύλη του κόσμου, την απρόσωπη ύλη του κόσμου. Είναι ο μόνος δρόμος για να ενοποιήσουμε γύρω από τον άνθρωπο την ύλη, για να μετουσιωθεί ο δίχως πρόσωπο κόσμος σε κόσμο σαρκωμένο μέσα από τον έρωτά μας, κόσμο σαρκωμένο στο ενιαίο σώμα του ανθρώπου — το Εμείς. Μόνο μέσα από τη μανική μας Αγάπη με τον συγκεκριμένο άνθρωπο, η έξοδος από το Εγώ μας είναι δυνατή. Μόνο μέσα από την ενσάρκωση του έρωτά μας στο συγκεκριμένο πρόσωπο του ανθρώπου, το ταξίδι προς το Καθόλου, προς το ενιαίο σώμα του Ανθρώπου, τον Όλο Άλλο, είναι πραγματοποιήσιμο. Μόνο μέσα από την έξοδο αυτή μπορεί να καταλύσουμε με την Πράξη του έρωτα —και αυτό το άλλο πρόσωπο της Πράξης του έρωτα που είναι η Πράξη της ιστορίας— τον διχασμό του Όλου Σώματός μας σε έθνη, σε τάξεις, σε άτομα.
Η έσχατη αλλοτρίωση, η έσχατη «Πτώση» —για να θυμηθούμε πάλι τη συμβολική της διαχρονικής μας θεολογικής παράδοσης— είναι άλλωστε, το «χλιαρός εί», η «ακηδία», το βόλεμα του σώματος, το βόλεμα αυτής της συμπύκνωσης της ύλης του σώματός μας που είναι η «ψυχή», η επαναπαυμένη στη γαλήνη του μηδενός ύπαρξη, η επιλογή του «αντί καπετάνιος του έρωτα, τελώνης να γεράσεις», όπως λέει και η παροιμία.
Η επιλογή του να μην πυρπολείσαι από τον Έρωτα, να μη μανικά αγαπήσεις, αλλά να μείνεις σκλάβος των ακίνητων δομών, έκφραση ενός παλαιοχριστιανικού κόσμου, σκλάβος ενός Θεού της Παλαιάς Διαθήκης, όπου το επίκεντρο δεν είναι ένας Θεός τριαδικός με κέντρο την Αγάπη, ο Όλος Άνθρωπος ενσαρκωμένος στο κάθε Εσύ, αλλά ο Πατέρας Αφέντης.
Η έσχατη αλλοτρίωση είναι να μην πυρπολείσαι από τον Έρωτα για τον Άλλο και τον Όλο Άλλο, το συλλογικό σώμα μας να μη μανικά αγαπήσεις, αλλά να διασώσεις την ελευθερία και την αυτονομία της μοναξιάς σου μέσα σε μια νηφάλια, κατασιγασμένη, δίχως εντάσεις, ζωή…
Από τη συλλογή Για τον Έρωτα και την Επανάσταση (1989) του Κωστή Μοσκώφ
https://thepoetsiloved.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου