ΤΟ ΠΙΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ 2019
Συγγραφέας: Βασίλης Παλαιοκώστας
Τίτλος: Μια φυσιολογική ζωή, Δράσεις και αποδράσεις ενός επικηρυγμένου
Αριθμός σελίδων: 608
Εκδόσεις των Συναδέλφων
Πρώτη έκδοση: Αθήνα, Ιούνιος 2019
Το βιβλίο του διάσημου δραπέτη Βασίλη Παλαιοκώστα πρέπει να είναι (παρά την αποσιώπησή του από τους καταλόγους αριθμών πωλήσεων, τις ραδιοτηλεοπτικές «εκπομπές βιβλίου», τις παντοειδείς καθωσπρεπίστικες δημοσιογραφικές στήλες βιβλιοκριτικής κλπ.) το best seller του 2019 για την Ελλάδα: μέσα σε ελάχιστους μόλις μήνες από την πρώτη έκδοσή του γνώρισε άλλες τρεις επανεκδόσεις και έχει μέχρι στιγμής πουλήσει πάνω από έντεκα χιλιάδες αντίτυπα. Γεγονός οπωσδήποτε ελπιδοφόρο, αν και δεν δίνει κάποιου είδους απάντηση στο εύλογο ερώτημα «μα πού είναι τέλος πάντων όλοι αυτοί οι άνθρωποι οι οποίοι το αγόρασαν, πώς εκδηλώνουν την παρουσία τους, γιατί δεν φαίνονται;» …
Από τον τίτλο κιόλας του βιβλίου δίνονται οι υπαρξιακές / φιλοσοφικές ορίζουσες του συγγράψαντος: τι σημαίνει τελικά η, ξεχειλωμένη απ’ την καθημερινή χρήση, έκφραση «φυσιολογική ζωή»; Η απάντηση που κραυγάζεται σε κάθε σελίδα (για να μην πω σε κάθε παράγραφο ή ακόμα και πρόταση) δεν θα μπορούσε παρά να είναι η εξής: φυσιολογική ζωή σημαίνει πάνω απ’ όλα αξιοπρεπής ζωή. Που με τη σειρά του δεν σημαίνει επ’ ουδενί τρόπω τη λεγόμενη «κανονική ζωή» των λεγομένων «κανονικών ανθρώπων». Γιατί η κανονικότητα είναι κάτι σχετικό που εξάγεται από (εμπειρικά ή μαθηματικά) στατιστικοποιημένες ποσότητες ενώ η αξιοπρέπεια είναι ποιότητα που κερδίζεται (όπως όλες οι ποιότητες) μόνο με προσπάθεια και ίσως σκληρό αγώνα. Και σ’ αυτή την αυτοπαρουσίασή του ο Παλαιοκώστας δίνει μια –ευτυχώς καθόλου απολογητική- εξιστόρηση του δικού του αυτού αγώνα, και την προσωπική του εκδοχή για το τι σημαίνει αξιοπρέπεια. Και το κάνει σωστά, δηλαδή χωρίς γενικεύσεις, καπελώματα, υποδείξεις και διδακτικισμούς (και επίσης – κάτι που ίσως αιφνιδιάσει- με λογοτεχνικές αρετές). Ο Παλαιοκώστας αναφέρεται μόνο στον εαυτό του και στον προσωπικό του δρόμο, και δεν πουλάει συνταγές ή άλλες εξυπνάδες. Η «παιδαγωγική» επιτυχία του βιβλίου του είναι ακριβώς ότι αναγκάζει τον αναγνώστη να σκεφτεί επάνω στη δική του ζωή και να κάνει τις αναθεωρήσεις του.
Διαβάζοντάς το δεν μπόρεσε να μην πάει ο νους μου σε κάποια παρόμοια συγγραφικά εγχειρήματα που έχουν γίνει στην Ελλάδα. Το πρώτο τέτοιο που σκέφτηκα ήταν φυσικά το γνωστό «Μακρύ Ζεϊμπέκικο» του Νίκου Κοεμτζή (Εξάντας 1996). Αλλά υπάρχει και το πολύ παλιό (πρώτη έκδοση 1861) «Σκέψεις ενός ληστού ή Η καταδίκη της Κοινωνίας» του αναρχικού Δημήτριου Παπαρρηγόπουλου, γιού του «εθνικού μας» ιστορικού Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, το οποίο επανεκδόθηκε από τον Ελεύθερο Τύπο το 1996 (αν και δεν πρόκειται για αυτοβιογραφική προσπάθεια, ένιωσα υποχρεωμένος να το αναφέρω λόγω της καταφανούς –μη διανοουμενίστικης- εξοικείωσης του Δ. Παπαρρηγόπουλου με το ζήτημα). Γίνεται, νομίζω, εμφανές ότι ο συγγραφέας Παλαιοκώστας (που υποθέτω βάσιμα ότι θα γελούσε με τον χαρακτηρισμό) δεν έπεσε από τον ουρανό, αλλά αποτελεί εξελικτικό κρίκο μιας (σχεδόν) παράδοσης ελληνόφωνης «λογοτεχνίας της παρανομίας» ή «λογοτεχνίας από παρανόμους». Μιας παράδοσης που δεν βασίζεται όμως σε κάποιου είδους συλλογική μνήμη (αν και ο Παλαιοκώστας δεν φαίνεται να μην διαθέτει και κάτι τέτοιο) αλλά στη διαρκώς επανερχόμενη ανάγκη κάποιων ανθρώπων να ζήσουν με αξιοπρέπεια, επιλέγοντας την παρανομία (και τα κόστη της) ως έναν από τους (πιο πρόσφορους σ’ αυτούς) τρόπους που οδηγούν στην περιφρούρησή της.
Για τον Παλαιοκώστα (έναν άνθρωπο που έχει κλέψει μόνο τράπεζες, που δεν έχει ποτέ σκοτώσει, και που έχει βοηθήσει και πολύ κόσμο) η παρανομία δεν αποτελεί ούτε βιοπορισμό ούτε lifestyle (όπως συμβαίνει με τους περισσότερους εγκληματίες σήμερα). Στον Παλαιοκώστα η «εγκληματικότητα» βρίσκει ξανά το, προ πολλού χαμένο, κλασικό της (βλ. «ρομαντικό») νόημα.
Η ικανότητά του να λέει μια ιστορία, η γλαφυρότητά του, οι κοινωνικές και πολιτικές του (ναι, διατυπώνει και τέτοιες και μάλιστα απολύτως εύστοχες) αιτιάσεις (βλ. «χωσίματα»), το χιούμορ του, η -περιέργως καθόλου ενοχλητική- κομπορρημοσύνη του αλλά και ο συχνότατος αυτοσαρκασμός του, τον (αυτο)προστατεύουν τόσο απ’ το να καταντήσει «σύμβολο» κάποιων που το έχουν εθισμό να ψάχνουν για τέτοια, όσο και από όσους θα ήθελαν διακαώς να τον συκοφαντήσουν και να τον διαστρεβλώσουν (βλ. τη σχετική χαρακτηριστική αμήχανη σιωπή σύμπαντος του χαμερπέστατου μηντιακού κατιναριού, του οποίου η σούφρα έχει κυριολεκτικά έχει καταπιεί τη γλώσσα του). Ειδικά η τελευταία σελίδα του βιβλίου είναι ένας απολύτως ξεκάθαρος χαιρετισμός σε κάθε «συνταξιδιώτη» προς την αξιοπρέπεια όποιον άλλον δρόμο κι αν έχει επιλέξει, μια ευχή που μπορεί να κάνει ακόμα και τις πέτρες να ραγίσουν, ένα κείμενο της υψηλότερης λογοτεχνικής κλάσης, στου οποίου τη μελέτη κάθε γονέας ή δάσκαλος θα έπρεπε να παροτρύνει.
Ένα βιβλίο, την κεντρική ιδέα του οποίου αν υποχρεωθεί κάποιος να συνοψίσει σε μια μόνο λέξη, αυτή δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από την Αξιοπρέπεια. Και μια από τις ελάχιστες φορές όπου η έννοια αυτή αναπτύσσεται έως τις πρακτικές εσχατιές της.
Θ. Λ.
http://hypnovatis.blogspot.com/2020/01/2019.html#more
Δημοσιεύτηκε από τον χρήστη selana
https://anhsyxia.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου