Η Νίτσα, η μανιόλια και τα χόρτα της (διήγημα του gpointofview)
Posted by sarant στο 23 Φεβρουαρίου, 2020
Κι άλλες φορές έχουμε φιλοξενήσει στο ιστολόγιο διηγήματα του φίλου μας του Τζι. Το τελευταίο ήταν πέρσι τον Νοέμβριο, και εκεί θα βρείτε λινκ προς τα προηγούμενα. Στο σημερινό διήγημα η δράση εκτυλίσσεται στη δεκαετία του 1970, οπότε έτσι εξηγείται που η ηρωίδα επιμένει να απαντά «Νίτσα με λένε» -σήμερα, όλα αυτά τα γυναικεία υποκοριστικά, τα θεωρούμενα λαϊκά, όπως Λίτσα, Νίτσα, Ρούλα και τα λοιπά έχουν υποχωρήσει αισθητά.
Επίσης, επειδή λεξιλογούμε, να πω ότι το λουλούδι εγώ το ξέρω μανόλια, έστω κι αν το διεθνές του όνομα είναι magnolia (από τον βοτανολόγο Pierre Magnol). Αλλά, a rose by any other name…
Το όνομά της ήταν Νίτσα χωρίς να διευκρινισθεί η προέλευσή του. Το Ελένη και Ουρανία ήταν τα πιο πιθανά αλλά σε κάθε ερώτηση των νεαρών αξιωματικών η απάντηση ήταν κοφτή «Νίτσα με λένε».
Ηταν κάθε μέρα καθισμένη μπροστά στη γραφομηχανή της, μέσα στο άσπρο κεντητό πουκάμισό της, με τον κλασσικό κότσο στα μαλλιά και τον χρυσό σταυρό να κρέμεται στο στήθος της, που φυσικά «νικούσε κι όλα τα κακά σκορπούσε». Φούστα φαρδειά και μακριά, τσάντα μεγάλη κι ούτε κραγιόν από καλλυντικά. Υφος ψυχρό κι ενοχλημένο, βλέμμα απόμακρο αλλά με κάποιες σπιθίτσες αμφιβολίας για τους προσεκτικούς παρατηρητές. Η μιλιά της, τυπική.
Μοιραζότανε με τους τρεις νεοφερμένους αξιωματικούς θητείας, την αίθουσα καθηγητών της σχολής που ήταν φανερά διακοσμημένη στο γούστο της, με εικόνες του Χριστού και αγίων και σεμνά αγριολούλουδα στα βάζα. Το κέντρο εκπαίδευσης μονίμων υπαξιωματικών ναυτικού χρησιμοποιούσε για τα μαθήματα κλασσικής παιδείας στρατεύσιμους πτυχιούχους, κατα προτίμηση βαθμοφόρους γιατί οι μαθητές, οι ναυτόπαιδες, ήταν ζόρικοι. Ενα μεγάλο ποσοστό από αυτούς ήταν ανεπιθύμητα παιδιά από διαλυμένες οικογένειες που τα «παρκάρανε» δωρεάν στις στρατιωτικές σχολές. Το καταλάβαινε κάποιος όταν είχαν εξόδου κι έβλεπε πολλά παιδιά να μην βγαίνουν γιατί δεν είχαν πού να πάνε. Τον καθηγητή δεν τον φοβότουσαν αλλά τους βαθμοφόρους τούς έτρεμαν μην τους ρίξουν φυλακή. Ενας φρέσκος στρατεύσιμος αξιωματικός κάποτε ρώτησε ένα από αυτά τα παιδιά:
– Εχεις μητέρα ;
– Οχι, απάντησε το παιδί, έχει πεθάνει.
– Κι ο πατέρας σου ; ξαναρώτησε.
– Είναι φυλακή.
– Γιατί ;
– Γιατί σκότωσε τη μάνα μου !
Οι τρεις διδάσκοντες στρατεύσιμοι αξιωματικοί είχαν τα γραφεία τους μαζί με την δακτυλογράφο, οι διδάσκοντες στρατεύσιμοι υπαξιωματικοί και ναύτες δεν είχαν τέτοιες πολυτέλειες, ανήκαν αλλού.
Η Νίτσα κοκκίνιζε μέχρι τ’ αυτιά της όταν οι νεαροί μιλώντες ελεύθερα χρησιμοποιούσαν τις καθημερινές «κακές» λέξεις όπως διάολε, μαλάκα, γαμώτο και σταματούσε το κτύπημα στη μηχανή της. Η Νίτσα δεν είχε συναντήσει ποτέ αυτές τις λέξεις στην Καινή Διαθήκη και διαμαρτυρήθηκε στον Διευθυντή Σπουδών (Δ.Σ.). Ο Δ.Σ. , πρώην δάσκαλος που προτίμησε την σιγουριά του στρατού από τις μεταθέσεις και το καθημερινό μάθημα στα δημοτικά, φώναξε τους νεαρούς στο γραφείο του :
– Ρε παιδιά, μην την τσιγκλάτε την αραχνιασμένη και μας κάνει καμιά κασκαρίκα. Υπάρχει καλύτερο βόλεμα από δω ; Δευτέρα στις 11 έρχεστε, Παρασκευή στις 11 φεύγετε, 12 διδακτικές ώρες όλες κι όλες, κάθε μέρα εξόδου κι ο μισθός να πέφτει, σε σχολείο διπλάσια θα δουλεύατε και δεν θάχατε το Σάββατο ελεύθερο ! Κάντε μια προσπάθεια να μην την ενοχλείτε, μη μας καρφώσει και χάσουμε την βολή μας.
Η στρατιωτική σχολή ήταν μέσα στην νησιώτικη πόλη. Εποχές προ έητζ, με τριακόσους ενεργούς άντρες και χίλιες πεντακόσιες τουρίστριες να αλλάζουν κάθε Πέμπτη στη σεζόν που άνοιγε τον Μάρτη κι έκλεινε τον Δεκέμβρη. Ολη η πόλη επαγγελματικά είχε προσαρμοσθεί σ’ αυτήν την κατάσταση, ο τουρισμός είχε χαλάσει τα πατροπαράδοτα αρβανίτικα ήθη. Οι έχοντες την οικονομική άνεση έστελναν τα κορίτσια σχολείο στην Αθήνα. Η θέση της ντόπιας γυναίκας ήταν εξαιρετικά δύσκολη γιατί γινότανε άμεση σύγκριση με τις ξένες που ερχότουσαν για την «εβδομάδα του σεξ». Επρεπε ή να λειτουργήσουν σαν τις ξένες ή να σηκώσουν απόρθητα τείχη σαν την Νίτσα, η εκκλησία ήταν απαραίτητο βοήθημα στην δεύτερη επιλογή.
Από τους τρεις νεαρούς μόνο ο ένας κατάφερνε να μην λέει τις λέξεις που ενοχλούσαν την Νίτσα κι έτσι σιγά-σιγά άρχισε να τον ξεχωρίζει. Αυτός προσπαθούσε να δικαιολογήσει τους συναδέλφους του λέγοντας πως ναι μεν είναι κακές λέξεις αλλά δεν τις εννοούν, όταν κάποιος λέει γαμώτο, δεν υπονοεί την σεξουαλική πράξη και τέτοια. Μετά προθυμοποιήθηκε να της υπαγορεύει τα κείμενα που αντέγραφε για να τελειώνει πιο γρήγορα την δουλειά της. Αρχισε έτσι να κερδίζει την εμπιστοσύνη της, στο λέγε-λέγε ο νεαρός την είδε να κρυφοχαμογελά μια φορά που του ξέφυγε ένα γαμώτο και την άλλη μέρα του πρόσφερε ένα λουλούδι μανιόλιας !!
Εντυπωσιάσθηκε ο νεαρός, δεν είχε ξαναδεί ούτε ξαναμυρίσει τόσο μεγάλο και τόσο ωραίο λουλούδι. Το δούλεμα από τους άλλους δυο νεαρούς πήγαινε σύννεφο αλλά τότε ήταν που είδαν το πρώτο σημάδι της μεταμόρφωσης της Νίτσας. Ηταν ένα πρωΐ που η Νίτσα έλειπε κι ένας νεαρός αξιωματικός είχε την φαεινή ιδέα να πάρει τηλέφωνο από το γραφείο του την Γενική Επιστασία και να ρωτήσει με άγριο ύφος :
– Ηρθαν οι ναυτοπρόσκοποι ;
Φυσικά το έκλεισε αμέσως σκασμένος στα γέλια που πάγωσαν όταν είδε την Νίτσα στην πόρτα μ’ ένα ερωτηματικό στο βλέμμα. Εν τω μεταξύ ένας χαμός επικρατούσε στο στρατόπεδο που έπρεπε να ευπρεπισθεί στα γρήγορα, να αγορασθούν αναψυκτικά για το κέρασμα και να βρεθούν στρατεύσιμοι ομιλούντες την γαλλικήν γιατί μέσα στο χαμό κάποιος είπε κάτι για γάλλους ναυτοπρόσκοπους και έγινε πιστευτός. Έκείνη την ώρα κανένας δεν έψαχνε ποιός έκανε το πρώτο τηλεφώνημα αλλά μετά από δυο ώρες που κατάλαβαν πως δεν θα ερχότουσαν οι ναυτοπρόσκοποι άρχισε το ψάξιμο. Οταν το τηλέφωνο κτύπησε στο γραφείο καθηγητών το σήκωσε η Νίτσα και κοιτάζοντας έντονα στα μάτια τον νεαρό σημαιοφόρο, διαβεβαίωσε τον διοικητή πως κανένας δεν τηλεφώνησε από εκεί. Μετά από αυτό, κι αφού ο δράστης ενημέρωσε τους άλλους δυο για την γενναία πράξη της Νίτσας, οι τέσσερις τους γίνανε μια παρέα στο γραφείο κι όταν ο Δ.Σ. άκουσε την Νίτσα να λέει «ασ’το διάλο» σταυροκοπήθηκε και ρώτησε με τρόπο αν την είχανε μεθύσει.
Η Νίτσα, σαν αγαθή και φιλεύσπλαχνη χριστιανή, προθυμοποίηθηκε να πλένει και να σιδερώνει την στολή του «δικού της» αξιωματικού, γιατί «στο στεγνοκαθαριστήριο δεν κάνουνε σωστή δουλειά» ενώ σε καθημερινή βάση στο διάλειμμα, κατά τις 10, έβγαζε ένα ταπεράκι με πίτες και μεζεδάκια για …μπρέκφαστ, κι από τότε που προσκλήθηκε κι ο Δ.Σ., φιλοτιμήθηκε να φέρνει αυτός το κρασί ή το τσίπουρο. Οι συζητήσεις είχαν ανοίξει αρκετά πλέον, σε θέματα αδιανόητα πριν λίγους μήνες, εκείνο που δεν άνοιξε ποτέ ήταν το πρώτο κουμπί του πουκαμίσου που της ζητούσε ο Δ.Σ. Το οχυρό του κότσου είχε πέσει όταν της το ζήτησε ο νεαρός που ξεκίνησε την μεταμόρφωσή της πάνω στο τσούγγρισμα των ποτηριών. Το όνομά της το ψιθύρισε στο αυτί του κι αυτός, τάφος σκέτος, δεν το μοιράστηκε ποτέ του με κανένα από τους συμπότες του.
Οταν τελείωσε την θητεία του η Νίτσα του είπε πως θα του κάνει ένα δώρο. Το δώρο ήταν μια τσάντα χόρτα που τα μάζεψε η ίδια ακολουθώντας μια παμπάλαια μυστική συνταγή. Δεν ήταν από ένα είδος, ήταν από πολλά είδη αλλά σε ορισμένη αναλογία το καθένα. Τα έβρασε η μάνα του που κι αυτή έμεινε έκπληκτη από το αποτέλεσμα, δεν είχε φάει ποτέ νοστιμότερα χόρτα. Το ίδιο κι ο κάποτε αξιωματικός που δεν θυμότανε πια ούτε το πρόσωπο ούτε το όνομα της δακτυλογράφου, αλλά τα χόρτα της δεν τα ξέχασε ποτέ. Αγόρασε όμως ένα δενδρύλιο μανιόλιας και τόβαλε στον κήπο του νάχει τα άνθη της στις αρχές του Ιούνη, να τα μυρίζει και να τα θαυμάζει.
https://sarantakos.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου