ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ
Αναπολούσα συχνά τα καλοκαίρια που περνούσα στο χωριό με τη γιαγιά μου. Κάθε χειμώνα, μετρούσα τις μέρες πάνω στο θρανίο μου με γραμμές, μέχρι να τελειώσει ο μήνας. Από το φθινόπωρο στο βαρύ χειμώνα και από την άνοιξη, επιτέλους στο πολυπόθητο καλοκαίρι. Εκείνο που θα γέμιζε την καρδιά μου για ακόμα μία φορά με γνώριμες αναμνήσεις. Μέσα σε αυτές, πρωταγωνιστούσε πάντα η γιαγιά μου, που γυρόφερνα όλο χάρη – από παιδί – γύρω από το μακρύ φουστάνι της, αποτραβώντας το για να ακούσω από το στόμα της το δικό μας παραμύθι.
Είχε τον τρόπο της πάντα να με κάνει να το νοσταλγώ. Γιατί στο δικό μας παραμύθι, η πριγκίπισσα δεν έμοιαζε με τις άλλες. Ήταν μοναχική και παρά το γεγονός ότι πρόσμενε τον πρίγκιπα της καιρό, εκείνος όταν ήρθε να την πάρει, της είπε τα πιο όμορφα λόγια του κόσμου, την έπιασε από το χέρι τρυφερά και την έκλεισε μέσα σε έναν τεράστιο πύργο. Όταν διπλοσφράγισε όμως την είσοδο του πύργου, ήταν πολύ αργά…
Οι μέρες περνούσαν και τα όμορφα λόγια έμοιαζαν με το σκοτεινό καμβά που μουτζούρωναν τα συναισθήματα της πάνω στην ψυχή της. Ένιωθε ακόμα πιο μόνη και τα βράδια, αναζητούσε μέσα στο σκοτάδι πάνω στα χέρια της με τα ακροδάχτυλα της, τα μελανά σημεία στο δέρμα της, που της ρουφούσαν κάθε ίχνος ομορφιάς. Κάθε τι καλό που υπήρχε μέσα της, μέρα με τη μέρα ξεθώριαζε. Ατένιζε προς το πουθενά, από το καγκελωτό παράθυρο του υπνοδωματίου της και συλλογιζόταν τις μέρες που ήταν πραγματικά ευτυχισμένη. Τότε που ήταν ελεύθερη, μακριά από μία λάθος επιλογή. Κάθε φορά όμως που έλεγε να ξεφύγει, κάτι την τραβούσε πίσω. Δεν έπαιρνε ποτέ την απόφαση να αποδεσμευτεί από τη μοίρα της.
Η δύστυχη πριγκίπισσα, αρρώσταινε όλο και περισσότερο. Λύγιζε τα γόνατα της και οι πόνοι στο σώμα της όσο περνούσε ο καιρός, γίνονταν όλο και πιο ανυπόφοροι. Σηκωνόταν πάντα όμως και βημάτιζε αργά μέχρι το παράθυρο της. Εστίαζε όλο θλίψη προς το απέραντο γαλάζιο του ουρανού, αλλά μέσα της τίποτα δεν μπορούσε να της χαρίσει φως. Διατηρούσε πάντα στην άκρη του μυαλού της, το πώς θα ήταν αν έβρισκε μέσα της τη δύναμη να δραπετεύσει. Ανήμπορη περιφερόταν, σαν σκιά του εαυτού της. Στον πύργο φαινομενικά τα είχε όλα, μα έλειπε το πιο σημαντικό. Αυτό που οι άνθρωποι ψάχνουν πάντα και ποτέ δεν τους είναι αρκετό. Αγάπη…
Η γιαγιά μου πλέον με συντρόφευε μόνο μέσα από τις αναμνήσεις μου, μα το παραμύθι μας, ήταν ότι πιο αληθινό κουβαλούσα από εκείνη. Δε νοστάλγησα ποτέ ξανά εκείνα τα καλοκαίρια, γιατί για εμένα δεν είχαν κανένα νόημα πλέον.
Πέρασαν χρόνια μέχρι να καταλάβω ότι ο κάθε άνθρωπος μεταφράζει τη λέξη «αγάπη» διαφορετικά. Υπάρχουν πρίγκιπες που ανοίγουν τα χέρια τους, προσφέροντας την αγκαλιά τους και πρίγκιπες που τα χρησιμοποιούν για να σκοτώσουν κοριτσίστικα όνειρα. Και αυτοί οι πριγκιπικοί δολοφόνοι είναι αμέτρητοι. Μέσα από όμορφα λόγια, είναι πάντα έτοιμοι να χτίσουν πύργους σε ανυποψίαστες πριγκίπισσες. Αυτό που δεν γνώριζα μέχρι τότε, ήταν ότι μία από αυτές ήταν και η γιαγιά μου…
Της Βούλας Γκεμίση
https://gynaikaeimai.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου