ART - ΝΕΑ
«Παυσίπονη σταγόνα η ποίηση, σε έναν ωκεανό λύπης»
Μέχρι που η καρδιά της σταμάτησε να χτυπά, η κορυφαία Ελληνίδα ποιήτρια δεν έπαψε να αγωνιά και να ελπίζει, να παλεύει με τις λέξεις, δίνοντας νόημα στα ασήμαντα της καθημερινής ζωής, εμβαθύνοντας στη φθορά, τη λήθη, την απώλεια, τον έρωτα. Διαβάστηκε, αναγνωρίστηκε, αγαπήθηκε ακόμα και από τη γενιά του ίντερνετ. O θάνατος της Δημουλά έγινε είδηση και στα γαλλικά ΜΜΕ («Le Monde», «Le Figaro», franceinfo κ.ά.)
Ευγενική, διακριτική στην προσωπική της ζωή, μα με μια μοναδική γλωσσική τόλμη κι αμεσότητα που συμπαρασύρουν και όσους δεν είναι εξοικειωμένοι με την ποίηση. Με το σθένος της ψυχής και τη δύναμη των λέξεων έπλασε καινούργιους κόσμους, αγγίζοντας τις πιο ευαίσθητες χορδές. «Ο λόγος που δείχνω τόσο σεβασμό στις λέξεις είναι γιατί κάθε ποίημα, ακόμα και κάθε στίχος, ένα σύμπαν είναι. Το σύμπαν της δημιουργού στιγμής», είχε πει η Κική Δημουλά.
«Ο,τι είμαστε κι ό,τι αισθανθήκαμε το αισθάνθηκαν πρώτα οι λέξεις». «Χρονικογράφος του εφήμερου», όπως τη χαρακτήρισε εύστοχα ο Κ.Γ. Παπαγεωργίου, έδωσε νόημα στα μικρά και ασήμαντα της καθημερινής ζωής, στα άψυχα και αμελητέα που μας περιτριγυρίζουν, στις φευγαλέες στιγμές, εμβάθυνε με τους στίχους της στη φθορά και τη λήθη, την εγκατάλειψη, την απώλεια, αλλά και στον έρωτα και στην έμπνευση.
Η ανυπέρβλητη Κική Δημουλά, η κορυφαία σύγχρονη Ελληνίδα ποιήτρια, έφυγε από τη ζωή το απόγευμα του Σαββάτου, έπειτα από σύντομη νοσηλεία στο θεραπευτήριο «Υγεία». Η καρδιά της σταμάτησε να χτυπά σε ηλικία 89 ετών. Η αθανασία όμως της ανήκει, με τα ποιήματά της να αναγνωρίζονται από το ιδιαίτερο ύφος, να διαβάζονται, να συναρπάζουν και να συγκινούν όλες τις γενιές. Ακόμα κι αυτήν του ίντερνετ, που τώρα γράφει στα social media πόσο αδικήθηκε η Δημουλά που δεν βραβεύτηκε με Νόμπελ Λογοτεχνίας...
Η ίδια πιθανότατα θα ευχόταν τα ποιήματά της πάντα να στηρίζουν, με τον τρόπο τους: «Πιστεύω ότι η ποίηση βοηθάει όσο το κερί που ανάβουμε μπαίνοντας σε ένα έρημο, καταργημένο ξωκκλήσι, με φευγάτους όλους τους αγίους», είχε πει κατά την υποδοχή της στην Ακαδημία Αθηνών, τον Νοέμβριος του 2003 (ήταν μόλις η τρίτη γυναίκα ακαδημαϊκός). «Ωφελεί όσους την αγαπούν, επειδή βρίσκουν εντός της μικρά κομματάκια από σκισμένες φωτογραφίες του ψυχισμού τους. Περισσότερο και πιο σωστά ωφελεί εκείνους που πιστεύουν στη μαγεία της.
Που δεν θέλουν να θέσουν τον δάκτυλό τους επί τον τύπον της κατανόησής της. Ωφελεί τη γλώσσα. Την περισυλλέγει από τους μεγάλους κάδους της βιασύνης και τη μεταγγίζει με σέβας στο τόσο δα μπουκαλάκι του αγιασμού, μια γουλιά, όσο ακριβώς χρειάζεται να πιει η ουσία. Τέλος ωφελεί όσο μια παυσίπονη σταγόνα η ποίηση, σε έναν ωκεανό λύπης. Δεν είναι λίγο».
Η Κική Δημουλά γεννήθηκε στις 6 Ιουνίου του 1931 στην Αθήνα και ήταν μόνιμη κάτοικος της πολυαγαπημένης της Κυψέλης. Το πατρικό της όνομα ήταν Βασιλική Ράδου. Μοιράστηκε τη ζωή της από το 1952 με τον ποιητή και πολιτικό μηχανικό Αθω Δημουλά με τον οποίο απέκτησε δυο παιδιά, τον Δημήτρη (1956) και την Ελση (1957). Για πολλά χρόνια εργάστηκε ως υπάλληλος στην Τράπεζα της Ελλάδος, από το 1949 έως και το 1973. Οπως έχει πει η ίδια, επέλεξε να αφοσιωθεί στην οικογένειά της –αν και δεν έλειψαν οι πρώτες ποιητικές συλλογές «Ερεβος» το 1956, «Ερήμην» το 1958.
«Το λίγο του κόσμου», το 1971, κ.ά.–, ωστόσο το «μεγάλο μπουμ» έγινε μετά τον θάνατο του συζύγου της, το 1985, οπότε άρχισε να ανοίγεται στη δημοσιότητα. Η ίδια διέψευδε τον μύθο της βαριάς σκιάς του Δημουλά επάνω της. Οπως είχε πει στην Ολγα Μπακομάρου, στην «Ελευθεροτυπία» (Μάρτιος 2002): «Αυτό είναι ένα μεγάλο λάθος. Αντιθέτως, μου έδωσε την πολύ δύσκολη έγκρισή του στα πράγματα που με βοήθησαν να ζήσω και μετά τον θάνατό του. Εκείνος ήταν ο ελέγχων τις ποιότητές μου, πάνω στο θέμα της ποιήσεως τουλάχιστον. Φεύγοντας, μου άφησε τις τελειότητές του. Οι ατέλειες ξεχάστηκαν. Και την ποίηση, βεβαίως, όπου είχα πλέον μπει σαν σε καταφύγιο. Εκείνος με ωθούσε συνεχώς προς τα εκεί, διότι εγώ ήμουν ένας άνθρωπος τεμπέλης από τη φύση μου».
Στην ίδια συνέντευξη είχε εξομολογηθεί πως είχε υποστεί «μια δίωξη τρομακτική επί δικτατορίας. Πραγματικά χωρίς λόγο. Επειδή ήμουν στο περιοδικό της τράπεζας “Κύκλος”, το οποίο θεωρήθηκε ως αναρχοκομμουνιστικό. Ούτε κομμουνίστρια ήμουν όμως, ούτε μη κομμουνίστρια. Ημουν απλά ένας άνθρωπος που αγαπάει πάρα πολύ την ελευθερία και τη δημοκρατία. Δεν έκανα όμως τίποτα εναντίον της χούντας, γιατί είχα οικογένεια, παιδιά, όλα αυτά τα κακομοίρικα, αν θέλετε. Αλλά και δεν πούλησα ποτέ ηρωισμό, όπως έκαναν άλλοι».
Πολυμεταφρασμένη (αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, ιταλικά, πολωνικά, βουλγαρικά, γερμανικά, σουηδικά), αλλά και πολυβραβευμένη: τιμήθηκε το 1972 με το Β’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή «Το λίγο του κόσμου», το 1989 με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή «Χαίρε ποτέ» και το 1995 με το Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για την «Εφηβεία της λήθης». Το 2001 βραβεύτηκε με το Αριστείο των Γραμμάτων της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του έργου της και το 2010 με το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας. Παρ’ όλες, όμως τις διακρίσεις, διαρκώς αμφέβαλλε.
Οπως έγραψε αυτοβιογραφούμενη όταν της δόθηκε το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας (2009): «Δεν νιώθω δημιουργός. Πιστεύω ότι είμαι ένας έμπιστος στενογράφος μιας πολύ βιαστικής πάντα ανησυχίας, που κατά καιρούς με καλεί και μου υπαγορεύει κρυμμένη στο ημίφως ενός παραληρήματος, ψιθυριστά, ασύντακτα και συγκεκομμένα, τις ακολασίες της με έναν άγνωστο τρόπο ζωής. Οταν μετά αρχίζω να καθαρογράφω, τότε μόνον, παρεμβαίνω κατ’ ανάγκην: όπου λείπουν λέξεις, φράσεις ολόκληρες συχνά και το νόημα του οργίου, προσθέτω εκεί δικές μου λέξεις, δικές μου φράσεις, το δικό μου όργιο στο νόημα, ό,τι τέλος πάντων έχει περισσέψει από δικές μου ακολασίες με έναν άλλον, άγνωστο τρόπο ζωής».
Με αβεβαιότητα στεκόταν απέναντι στην ποίηση και είχε εξομολογηθεί στον Γιώργο Αρχιμανδρίτη («Κ» Καθημερινής, Νοέμβριος 2016): «Εγώ δεν αισθάνθηκα ποτέ βέβαιη για τίποτα. Ποτέ. Μόνο για το ότι θα πεθάνω. Και την ποίηση τη θεωρώ εξαιρετικά ύπουλη κατάσταση και θανατηφόρα. Δεν σου λέει ότι την πάτησες. Δεν σου λέει ότι αυτό το έχεις ξαναπεί. Δεν σου λέει ότι επαναλαμβάνεσαι. Τίποτα. Σε παρασύρει, σε βάζει σε μια παγίδα και εσύ νομίζεις ότι αυτή τη φορά το είπες κάπως αλλιώς απ’ την προηγούμενη, ενώ το έχεις πει έτσι».
Εξίσου αμήχανα αισθανόταν όταν την αποκαλούσαν «ποιήτρια». Οπως είχε πει σε συνέντευξή της στον Γιάννη Χατζηγεωργίου (Lifo, Ιανουάριος 2018): «...εκείνο που με ενοχλεί είναι η ανακρίβεια, η υπερβολή αυτού του χαρακτηρισμού, διότι δεν υπάρχει κανείς που να είναι μόνο και συνεχώς ποιητής. Είναι ένας επίμονα κοινός άνθρωπος, στον οποίο απλώς δόθηκε, χωρίς συμβόλαιο μονιμότητας, η δυνατότητα να επιχειρεί να αποτινάξει τη φθαρτότητά του».
Εκφραζόταν με ευθύτητα και ειλικρίνεια η Κική Δημουλά, με διάθεση αυτοκριτικής, ενώ συχνά γινόταν σκληρή με τον εαυτό της. Και δεν έκρυβε πως διάλεξε έναν μοναχικό δρόμο, χωρίς πολλές κοινωνικές συναναστροφές, χωρίς να πάει κόντρα στις συμβάσεις. «Η σταθερά στη ζωή μου ήταν δειλία», έλεγε στην ίδια συνέντευξη. «Απέναντι στο να φτιάξω δικό μου πράγμα, στο να το κάνω καλύτερο. Απέναντι στο να δημιουργήσω στον άλλον την εντύπωση ότι μπορεί να είμαι επιθετική και επιβλαβής. Εχω ερμηνεύσει τελικά την ευγένειά μου ως μια δειλία με προσωπείο.
Οι αρετές δεν έχουνε μία πλευρά, έχουν και ένα κρυφό πρόσωπο. Μπορεί να είναι ατέλειες. Εκτιμώ πάρα πολύ την ευγένεια, αλλά υποπτεύομαι ότι δεν είναι αμιγής αρετή – έχει πίσω της και μια έλλειψη επιθετικότητας. Φοβάμαι πάρα πολύ να δυσαρεστήσω ανθρώπους, φοβάμαι πάρα πολύ να πω “όχι”. Εκεί το επιχείρημά μου είναι “θα τον προσβάλω αν πω όχι”, “θα κάνω διάκριση αν στον άλλον έχω πει ναι”. Θέλω να είμαι ευγενής, θέλω να είμαι δίκαιη ή δεν θέλω τους πολέμους; Διότι μία διάκριση σημαίνει κήρυξη πολέμου από τον αδικημένο... Η δειλία πάντως καθόρισε τη ζωή μου. Η οποία θα μπορούσε να είναι πολύ ωραιότερη, αν ήμουνα λίγο πιο τολμηρή».
Ως την τελευταία στιγμή η Κική Δημουλά δεν έπαψε να υποκύπτει στη βάσανο των λέξεων, να ζει με την αγωνία της γραφής. Επιδιώκοντας μέσω της δημιουργίας την ευτυχία, μάλλον τη χαρά της στιγμής, καθώς πίστευε πως «ευτυχής και ποιητής» δεν υπάρχει.
«Μια Βαβέλ είναι και η ποίηση διαφορετικών οραμάτων και διαλέκτων, η μια λέξη παρανοεί την άλλη, οι ξένοιαστες λέξεις δεν θέλουν να ζήσουν τον κίνδυνο της εμβάθυνσης· τελικά, δύσκολο να επιβάλεις την αγιότητα της αλληλεγγύης. Αλλωστε τα μεγάλα βάσανα του ανθρώπου ξένες γλώσσες δεν γνωρίζουν, μια δυο λέξεις όλες κι όλες μιλούν: την ιώβεια υπομονή», είχε πει κατά την αναγόρευσή της σε επίτιμη διδάκτορα της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ, το 2015.
«Εχει άραγε τη δύναμη η ποίηση να διακρίνει ποιες από τις προσφερόμενες να την υπηρετήσουν λέξεις πάσχουν από μια θνητή επιφανειακότητα και ποιες είναι προικισμένες με αλλεπάλληλες στρώσεις λανθάνοντος νοήματος; Οι λέξεις είναι αυτές που γράφουν ή δεν γράφουν το ποίημα. Κι αυτή η δικτάτορας έμπνευση, την ευρηματικότητα των λέξεων οικειοποιείται. Στην παντοδύναμη σκέψη η εξουσία που της απομένει είναι να ονειρεύεται το ποίημα αυθημερόν... και να προσεύχεται στο Αγιο τυχαίο. Αυτό που πέφτει ως μάννα εξ ουρανού και τρέφει τα πεινασμένα αδιέξοδα του ποιήματος».
Κάπως αργά, στις 16 Ιανουαρίου 2020, η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη απέστειλε επιστολή προς την Επιτροπή Νόμπελ της Σουηδικής Ακαδημίας, με την οποία πρότεινε την υποψηφιότητα της Κικής Δημουλά για το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Πάντως, ως ελάχιστος φόρος τιμής, η κηδεία της κορυφαίας ποιήτριας θα γίνει δημοσία δαπάνη, όπως ανακοίνωσε η υπουργός, ενώ θα ακολουθήσει σειρά εκδηλώσεων για να τιμηθεί η μνήμη της και το έργο της.
H εξόδιος ακολουθία θα τελεστεί αύριο Τρίτη στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών στις 16.00. Παράκληση της οικογένειας, αντί στεφάνων, όσοι επιθυμούν, να ενισχύσουν:
Στέγη Γερόντων, Αγιος Νεκτάριος, Αγία Παρασκευή / Εθνική Τράπεζα: GR 6801 10 18 000000 180 5580 2856 και την ΕΛΠΙΔΑ-Σύλλογος φίλων Παιδιών με Καρκίνο / Alpha Bank: GR26 0140 1520 1520 0200 2000 515
ΟΙ ΟΜΟΤΕΧΝΟΙ ΤΗΝ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΟΥΝ
«Η τελευταία λαϊκή της νεωτερικής μας ποίησης»
Δημοφιλής όσο σπάνια γίνεται ένας ποιητής, αλλά και συχνά αμφισβητούμενη, ακόμα και σκληρά λοιδορούμενη για παρεξηγημένες δηλώσεις της, όπως τότε με την ομιλία της για την Κυψέλη και τους μετανάστες της, που θεωρήθηκε «ρατσιστική», η Κική Δημουλά αποχαιρέτησε τον κόσμο μέσα στην πιο πλατιά και ειλικρινή συγκίνηση και αγάπη.
Η εμβέλειά της, για μια φορά τουλάχιστον, δεν κρίθηκε αρνητικά, αλλά αναγνωρίστηκε γι’ αυτό που ήταν. Εγραψε χαρακτηριστικά ο Νικόλας Σεβαστάκης στο facebook: «Η τελευταία λαϊκότητα της νεωτερικής μας ποίησης. Κατόρθωμα σημαντικό της Κικής Δημουλά, που έφερε σε επαφή το υψηλό με τη σφαίρα της ανάγκης και της τριβής. Κάποτε, πρέπει να αναγνωριστεί και η συμβολή της ποίησης στη δημοκρατία ή αλλιώς στα κοινά πράγματα του βίου μας».
Από κοντά και ο ποιητής Χάρης Βλαβιανός, που τη χαρακτήρισε «κορυφαία ποιήτρια». «Αφήνει πίσω της μερικά από τα σημαντικότερα ποιήματα που γράφτηκαν τα τελευταία πενήντα χρόνια», έγραψε. «Ο ποιητής είναι το ύφος του, η γλώσσα του, ο περίτεχνος τρόπος που μεταμορφώνει απλές, καθημερινές λέξεις σε τέχνη. Και η Δημουλά έφτιαξε μια δική της, αναγνωρίσιμη γλώσσα, κατάφερε να “εκδημοκρατικοποιήσει” την ποίηση, κατάφερε να τη διαβάζουν, να την απολαμβάνουν και όσοι δεν έχουν μια στενή, θερμή σχέση με τη λογοτεχνία. Τώρα που έφυγε θα τη συναντά ο καθένας μας στα ποιήματά της, θα συνεχίσει να συνομιλεί μαζί της και να αναγνωρίζει τον εαυτό του μέσα στις λέξεις της. Λέω “έφυγε”, όμως η Δημουλά θα είναι αιωνίως παρούσα – όπως άλλωστε κάθε μεγάλη ποιήτρια. Σήμερα μπορεί να πενθούν όσοι την αγάπησαν και συνδέθηκαν μαζί της, αλλά η Ποίηση χαμογελάει με ικανοποίηση, αφού η Δημουλά την τίμησε με το παραπάνω. Και εμείς, όπως κι αυτή, την ευγνωμονούμε».
Ο Γιάννης Δούκας, της νεότερης γενιάς της ελληνικής ποίησης, την αποχαιρέτησε τρυφερά και προσωπικά. «Η Κική Δημουλά υπήρξε η γιαγιά όλων, ακόμη κι εκείνων που δυσκολεύονταν να της συγχωρήσουν την εμβέλεια της φωνής της και την παραπλανητική, δραστική της απλότητα. Θα τη μνημονεύουμε, θα τη θυμόμαστε, θα τη διαβάζουμε».
Και η Ρέα Γαλανάκη θυμήθηκε την Κική Δημουλά των πρώτων δημοσιεύσεών της, στις εκδόσεις «Στιγμή». «Σε είχα γνωρίσει, κι είχαμε πιει τα ούζα μας καπνίζοντας αρχαία τσιγάρα στις εκδόσεις “Στιγμή”, κάτι Σάββατα, παρέα εγκάρδια με τον Μαρωνίτη, τον Αναγνωστάκη, τον Παυλόπουλο, τον Βαγενά – αυτοί ανεβαίνουν τώρα παρακάμπτοντας το σκαλωμένο δάκρυ. Εκεί, πριν από τον φίλτατο “Ικαρο”, αγαπηθήκαμε. Ακατάλυτα, κι ας λύει ο θάνατος το σώμα».
https://www.efsyn.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου