Το κείμενο που ακολουθεί είναι ένα από τα εμβόλιμα-σχολιαστικά κείμενα που περιέχονται στο βιβλίο «Γεώργιος Κηπιώτης, ένας φίλος των παιδιών». Το βιβλίο στηρίχτηκε στα γραπτά κατάλοιπα -προσωπικές σημειώσεις, αλληλογραφία- ενός καθηγητή που έζησε εκατό χρόνια και συμμετείχε και κατέγραψε τα σημαντικότερα γεγονότα του 20ου αιώνα.  Δούλεψε σε σχολεία της Μακεδονίας, Θράκης και των νησιών του Αιγαίου, ασχολήθηκε με τον προσκοπισμό και αφιερώθηκε στους μαθητές και προσκόπους του.

Περί Θανάτου
Έχει φτάσει η στιγμή του στοχασμού. Παρακολουθώ το δέρμα μου να σκληραίνει, να τσακίζει, να γερνάει, να πεθαίνει. Τα μέλη μου άκαμπτα, οι κινήσεις μου γίνονται δύσκολες, αβέβαιες. Μόνο το μυαλό μου επικεντρώνεται στην εμπειρία και αγναντεύει καθάρια. Κάποια ζώα, οι ελέφαντες, οι αρουραίοι, κάποιοι άνθρωποι, όταν πλησιάζει ο θάνατος αποζητούν τη μόνωση. Κι εγώ τον περιμένω ήρεμος παρέα με τη σύντροφό μου. Ο θάνατος έρχεται αργά, πλησιάζει, ακούω τα αχνά βήματά του.
Την ώρα που χαράζω τούτες εδώ τις γραμμές, ταξιδεύω κάπου στο Αιγαίο. Ο αδελφός μου πέθανε σήμερα το πρωί στο Παρίσι, και το σώμα του κείτεται τώρα άψυχο σε κάποιο νεκροθάλαμο του Περ Λασαίζ, μέχρι την επικείμενη καύση. Μόλις προχθές βρισκόμασταν μαζί στην Τήνο και συνομιλούσαμε για τα περασμένα, ενώ κάναμε και σχέδια για τα μελλούμενα. Για μένα υπήρξε, περισσότερο  από κάθε άλλον, ο δάσκαλος στα τρυφερά χρόνια της παιδικότητάς μου.
Δουλειά μου είναι το γράψιμο. Πέρασα χρόνια πολλά με καθημερινό διάβασμα,  έρευνα και γράψιμο. Από την αρχή που ξεκίνησα είχα πλήρη επίγνωση ότι γράφω σε μια μικρή γλώσσα, με λίγους αναγνώστες, πληθώρα συγγραφέων αλλά και μικρόψυχους εκδότες και όλα αυτά δεν μου επέτρεπαν να τρέφω ψευδαισθήσεις. Το γράψιμο ήταν επιλογή ζωής και παρέμεινα όλα τα χρόνια αφιερωμένος σ’ αυτό.
Γράφοντας θέλησα να αφηγηθώ όλες τις ιστορίες του κόσμου κι ακόμη όσα σκεπτόμουν και  παρατηρούσα γύρω μου. Και το πάθος μου να αφουγκραστώ τη ζωή, τις ζωές των άλλων, τις σκέψεις τους τις ενδόμυχες ξεχείλιζε. Πρόθεσή μου ήταν και είναι να αφυπνίσω, να ενσπείρω την ανησυχία, να δημιουργήσω κάποια μικρά ρήγματα στις εφησυχασμένες συνειδήσεις, να κινητοποιήσω τα νεαρά μυαλά που θα με διαβάσουν και να κάνω μαζί τους κάποιες νοερές συζητήσεις. Και τούτο γιατί κατανόησα ότι οι περισσότεροι από εμάς ζούμε και βιώνουμε συνειδητά ένα μικρό μόνο κομμάτι της ζωής μας, ενώ από τις βαθύτερες επιθυμίες μας μόνο ένα ελάχιστο μέρος πραγματοποιείται, κι αυτό αποσπασματικά, κατακερματισμένα, μιας και ζούμε  χωρίς σκέψη, ακολουθώντας σαν υπνωτισμένοι μια πορεία που δεν τη χαράξαμε εμείς, και το πιο βασικό, μη διαθέτοντας τον απαραίτητο χρόνο για τον εαυτό μας.
Κάποιοι κοντινοί μου άνθρωποι, έλεγαν πως με τον τρόπο αυτό απέφευγα να ζήσω την πραγματική ζωή. Τη ζωή, ντε, που έχει πολλή πίκρα και απογοητεύσεις, καθημερινή εργασία, οικογενειακή απομόνωση με το μεγάλωμα παιδιών και όλα τα θλιβερά συναφή. Μπορεί να ‘ναι κι έτσι. Ναι, πράγματι, προτιμούσα να τα συλλογίζομαι όλα αυτά από κάποια απόσταση και να μην τα ζω προσωπικά. Να κάνω αυτή τη μοναχική δουλειά και να δίνω το πάθος μου όλο σε κάθε αράδα των κειμένων μου. Και όταν τελειώνω με το βιβλίο,  τότε μόνο να συναντιέμαι με τους άλλους.
Και μολονότι είμαι κοινωνικός άνθρωπος, έζησα τη μοναχική ζωή του συγγραφέα που ενδοσκοπεί και αυτοαναλύεται διαρκώς, στην προσπάθειά του να ερμηνεύσει το παρόν, το παρελθόν και να διακρίνει το μέλλον. Η ζωή μου όλη ένα διαρκές ταξίδι αυτογνωσίας.
Νέοι τόποι, καινούργιοι άνθρωποι και μαζί μου πάντα ένα σημειωματάριο.  Ήθελα να ταξιδεύω, να γνωρίζω χώρες, πόλεις, ανθρώπους. Αλλά και όλα τα άλλα έμβια που προσφέρονταν για παρατήρηση. Έκανα παρέα σε όλη μου τη ζωή με γάτες, συνομιλούσα με σκύλους, έκανα φίλους ακόμη και χήνους και γαϊδάρους.
Από τη συγγραφή βιβλίων κέρδισα ελάχιστα χρήματα. Δε μ’ ενδιέφεραν όμως τα χρήματα, ποτέ δε μ’ ενδιέφεραν. Ένας από τους ελάχιστους εκδότες που μου απέδωσε τα οφειλόμενα ποσοστά των συμβολαίων που είχαμε υπογράψει υπήρξε ο φίλος Μιχάλης Πρωτοψάλτης. Και τον αναφέρω γιατί είναι αξιομνημόνευτος. Κι αν δεν ήταν η σύντροφός μου, αμφιβάλλω αν θα μπορούσα να κάνω αυτή τη δουλειά όλα αυτά τα χρόνια. Ναι, η Μιντιλού ζέστανε την παγωμένη ψυχή μου, καταλάγιασε τις αυτοκαταστροφικές τάσεις μου, με πότισε με προοπτική και αισιοδοξία και ήταν πάντα δίπλα μου.
Και κάποια μέρα κατάφερα με τη βοήθειά της να ανεβάσω τα βιβλία μου στο διαδίκτυο απελευθερώνοντας τον κόπο της ζωής μου από τα τυπικά δικαιώματα, ακολουθώντας το παράδειγμα του φίλου συγγραφέα Θανάση Τριαρίδη που το είχε ήδη κάνει πρώτος εκείνος. Ακολούθησαν, χάρη στην ανιδιοτελή εργασία κάποιων, τα κείμενα πολλών σπουδαίων λογοτεχνών που με το θάνατό τους έδωσαν την άδεια της ελεύθερης ανάγνωσης των γραφτών τους στο ανώνυμο πλήθος και όχι σε κάποια συγγενικά τσιμπούρια. Θέλησα με την πράξη μου αυτή να δηλώσω και έμπρακτα την αδιαφορία μου για το θέμα των δικαιωμάτων και των οικονομικών απολαβών. Μια χειρονομία ενάντια στις λογικές του κέρδους και της εμπορευματοποίησης της δημιουργίας.
Τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασής μας στη Σύρο, αρχές της δεκαετίας του 90, ακούγαμε συχνά στις κουβέντες των καφενείων ιστορίες από την Κατοχή. Το κεντρικό θέμα ήταν συνήθως η εποχή του μεγάλου λιμού με τις εκατόμβες των νεκρών από ασιτία, ίσως γιατί στη Σύρα δεν είχε παρεμβληθεί η μετέπειτα εμφύλια σύρραξη με τα λουτρά  αίματος, τις προδοσίες και τα χρόνια της μεγάλης σιωπής που ακολούθησαν.
Η στρατιωτική κατοχή του νησιού από τους Ιταλούς και τους Γερμανούς, είχε μείνει βαθιά χαραγμένη μνήμη εξαιτίας των  πολλών θανάτων που επισυνέβησαν ιδίως κατά τον πρώτο χειμώνα της Κατοχής το 1941- 1942. Θυμάμαι, ο πρώτος που άκουσα να μιλάει για εκείνα τα χρόνια ήταν ένας μικροσκοπικός ανθρωπάκος, ο μπάρμπα Γιάννης. Ο γεροντάκος αυτός που ξεχείλιζε από τρυφερότητα, -μόνος αυτός σκεφτόταν να ταΐζει καθημερινά τα περιστέρια στην πλατεία της Ερμούπολης ενώ φρόντιζε να τους αλλάζει και το νερό που πίνανε- κυκλοφορούσε σπρώχνοντας ένα σιδερένιο καρότσι που είχε κατασκευάσει ο ίδιος και πάνω του είχε συγκολλήσει το καμπανάκι από την άμαξα της αυτοκράτειρας Σίσυ, όπως ο ίδιος περηφανευόταν να λέει. Όταν πήγαινε με το καρότσι του στο καράβι για να παραδώσει την ταινία του κινηματογράφου και να παραλάβει την καινούργια, φρόντιζε, περνώντας μέσα από το δρόμο της Αγοράς, να χτυπάει δυνατά το καμπανάκι για να θαυμάζει ο όχλος και να ανοίγει δρόμο.
Αυτός ήταν ο άνθρωπος που μου μίλησε για κείνη την ημέρα στα τέλη του Απρίλη του 1941 όταν τα πρώτα γερμανικά αεροπλάνα πέταξαν πάνω από το νησί εκτελώντας αναγνωριστικές πτήσεις. Και για το Διοικητή της ναυτικής δύναμης Κυκλάδων που έδωσε διαταγή στους λίγους άνδρες του και κάποιους Αυστραλούς και Νεοζηλανδούς στρατιώτες, που είχαν καταφύγει στο νησί μετά την κατάρρευση του μετώπου, να τα πολυβολούν με τα 2 αντιαεροπορικά πυροβόλα που υπήρχαν στο νησί,  χωρίς λόγο όμως και χωρίς αποτέλεσμα. Τα γερμανικά στούκας αντέδρασαν άμεσα και κάνοντας κάθετες βουτιές με τις σειρήνες ανοιχτές, πολυβολούσαν κατά των θέσεων που ήταν εγκατεστημένα τα αντιαεροπορικά και έριχναν τις βόμβες τους, ενώ οι Ερμουπολίτες πανικόβλητοι έτρεχαν να σωθούν μακριά από την πόλη.
Και λίγες μέρες αργότερα, νέος βομβαρδισμός της Ερμούπολης. Αυτή τη φορά ένα ολόκληρο σμήνος βομβαρδιστικών επισκέφθηκε το νησί. Βόμβες έπεσαν στο κέντρο της πόλης, δεκάδες οι νεκροί, μεγάλος ο αριθμός των σπιτιών που καταστράφηκαν. Το θέαμα του βομβαρδισμένου τοπίου αξιοθρήνητο. Οικήματα χωρίς πόρτες και παράθυρα, στέγες γκρεμισμένες, στο λιμάνι δεν είχε απομείνει τίποτε γερό, μήτε πλοίο, μήτε αποβάθρες, ο μόλος τελείως κατεστραμμένος, σχεδόν όλα τα μικρά ατμόπλοια και ιστιοφόρα τσακισμένα, καΐκια βυθισμένα και μόνο κάποιες  βάρκες που γλύτωσαν.
Την επόμενη μέρα έφτασαν στο νησί τρεις Αυστριακοί στρατιώτες με έναν αξιωματικό και ύψωσαν τη σημαία με τον αγκυλωτό σταυρό στην είσοδο του λιμανιού και σε μερικά δημόσια κτίρια.
Στις 5 Μαΐου του 1941 κατέφθασε ο ιταλικός στρατός κατοχής από τα ιταλοκρατούμενα Δωδεκάνησα με επικεφαλής τον Συνταγματάρχη Αμιλκάρε Φαρίνα και αντικατέστησε τους τέσσερις Αυστριακούς. Το σύνταγμα παρέλασε στην πλατεία Δημαρχίας τραγουδώντας «Θα πάρουμε το Αιγαίο κι ύστερα τον Πειραιά κι αν όλα πάνε κατ’ ευχήν θα πάρουμε και την Αθήνα» που ήταν το δημοφιλές τραγουδάκι του ιταλικού στρατού, και ύψωσαν την ιταλική σημαία δίπλα στον αγκυλωτό σταυρό.
Και τις ακόλουθες ημέρες άρχισαν τα πρώτα μεγάλα προβλήματα τροφοδοσίας. Ήδη όλες οι τιμές των ειδών του εμπορίου με τον ερχομό των Ιταλών είχαν τριπλασιαστεί και τετραπλασιαστεί. Οι έχοντες και κατέχοντες της νήσου είχαν φροντίσει να κάνουν τα αποθέματά τους και τώρα στην αγορά έβρισκε κανείς μόνον ελάχιστα βασικά τρόφιμα, δηλ. ψωμί, ελιές και σαρδέλες παστές. Στο πιο άγονο και πυκνοκατοικημένο νησί των Κυκλάδων, σχεδόν όλα τα είδη διατροφής, και βασικά το αλεύρι, εξαφανίζονται, ενώ οι ελληνικές αρχές είχαν παραλύσει και η θαλάσσια συγκοινωνία με τα νησιά και τον Πειραιά ήταν σχεδόν ανύπαρκτη λόγω του «θαλάσσιου αποκλεισμού» που είχαν επιβάλει οι σύμμαχοι στους κατακτητές βομβαρδίζοντας τα πλοία που κινούνταν στο Αιγαίο. Αλλά και οι Ιταλοί µε την παρουσία τους και τις διαρπαγές τους, µείωσαν ακόµη περισσότερο τα διαθέσιµα αγαθά του νησιού.
Τον Ιούνιο ο Φαρίνα επέστρεψε στη Ρόδο και στη θέση του Διοικητής Κυκλάδων ανέλαβε ο συνταγματάρχης Τζιοβάνι Ντούκα που ήρθε προς τούτο από την Αλβανία με τους άντρες του. Όλο τον Ιούλιο του 1941 η έλλειψη τροφίμων συνεχίζεται, ενώ τον Αύγουστο αρχίζει στην Ερμούπολη η πείνα. Στο νησί δεν υπάρχει πλέον αλεύρι και ψωμί και το μόνο που τρώνε οι κάτοικοι, δηλ. όσοι μπορούσαν να τα αγοράσουν, ήταν κρεμμύδια από την Άνδρο που τα έτρωγαν, ωμά ή  τηγανισμένα.
Αραιά και πού έφταναν από τη Ρόδο ή την Αθήνα κάποια τρόφιμα τα οποία όμως  δεν προλάβαιναν καλά καλά να διοχετευτούν στην αγορά εξαιτίας της παντελούς έλλειψης  οργάνωσης των ελληνικών αρχών αλλά και των τοπικών δημόσιων υπαλλήλων που φρόντιζαν να κατακρατούν για τους εαυτούς τους και τις οικογένειές τους  μεγάλο μέρος των τροφίμων. Η διαφθορά εμφώλευε παντού, στη νομαρχία, στην αγορανομία, στην αστυνομία.
Οι Ιταλοί έχοντας πλέον βιώσει την απάθεια και την ανικανότητα των ελληνικών αρχών έκαναν τώρα προσπάθειες  μέσα από την ιταλική Κοινωνική Βοήθεια (Assistenza Civile), να μοιράσουν τρόφιμα στους λιμοκτονούντες Ερμουπολίτες τα οποία όμως δεν επαρκούσαν.
Τα τρόφιμα, όταν φτάνουν, μοιράζονται σε μικρές ποσότητες,  ρύζι 90 γρ., λάδι 60 γρ.,  λίγες ελιές, λίγη ζάχαρη και γεωργικά προϊόντα όπως πατάτες, σταφύλια, σταφίδες, ελιές, κρεμμύδια, στους πεινασμένους  που κάνουν ουρά μπροστά στα παντοπωλεία. Διαπληκτισμοί και πονηριές για το ποιος θα μπει μπροστά, άγριοι τσακωμοί, ξύλο, ουρλιαχτά. Τις υπόλοιπες ημέρες δεν υπήρχε Αγορά στη Σύρο, τα μαγαζιά έμεναν υποχρεωτικά ανοιχτά αλλά άδεια από εμπορεύματα. Για μήνες δεν υπήρχαν καθόλου βούτυρο, κρέας, ακόμη και τσιγάρα. Κάτω από αυτές τις συνθήκες εμφανίστηκε και άνθισε η Μαύρη Αγορά. Δημιουργήθηκε από κάποιους επιτήδειους Ερμουπολίτες, αλλά και από τους αγρότες εκείνους που είδαν την ανώμαλη κατάσταση της Κατοχής και την παρεπόμενη έλλειψη γεωργικών προϊόντων ως ευκαιρία πλουτισμού. Επίσης κάποιοι προμηθευτές του ιταλικού στρατού παίρνοντας άδειες εισαγωγής από τις δυνάμεις κατοχής εισήγαν στη Σύρο από διάφορα νησιά των Κυκλάδων τρόφιμα, ζώα και εμπορεύματα, που τα αγόραζαν σε ευτελείς τιμές, και τα διέθεταν στην Αγορά της Ερμούπολης σε πολύ υψηλές. Γνωστά πρόσωπα που έμειναν ως ιστορικά σκιάχτρα στις αφηγήσεις της συριανής κοινωνίας υπήρξαν ο «Κρεμμυδέμπορος», ο «Σταφιδέμπορος» όπως και άλλοι μαυραγορίτες.
«Κι όσοι είχαν μερικές ελιές και κάμποσο λαδάκι
Μέσα στον πόλεμο αυτόν κάναν το κουτσαβάκι
Τη φτώχεια την παλιά τώρα τη λησμονήσαν
Ακόμη και στην Κατοχή παράδες εκερδίσαν».
Κι αν κάποιοι διέθεταν χρήματα περπατούσαν 20 και 30 χιλιόμετρα για να πάνε στα χωριά και να παζαρέψουν με τους χωρικούς κάποια γεωργικά προϊόντα. Τα πάντα πλέον, κότες, αυγά, γάλα, πατάτες και λαχανικά γίνονταν ανάρπαστα σε απίστευτες τιμές.
Φθινόπωρο και στο νησί συνεχίζεται η έλλειψη τροφίμων που δεν έρχονται πλέον ούτε από την Αθήνα ούτε από τα Δωδεκάνησα. Τέλος Νοεμβρίου του 1941 και αρχίζει ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός κάποιες διανομές τροφίμων στη Σύρο, προσπάθεια η οποία όμως σπάνια πραγματοποιείται ομαλά. Στην επίσκεψη μιας αντιπροσωπείας επιφανών πολιτών του νησιού στην Αθήνα για να ζητήσουν σιτοφορτία και τρόφιμα για τη συριανή κοινωνία που λιμοκτονούσε, η ελληνική Κυβέρνηση τους απάντησε ότι ως «μοναδική και τελική παραχώρηση» θα έστελνε στο νησί 130 σακιά αλεύρι και στο εξής θα έπρεπε η Σύρος να φροντίσει να εφοδιάζεται με τρόφιμα από τα ιταλικά Δωδεκάνησα.
Το φθινόπωρο αποτελεί το προμήνυμα του σκληρού χειμώνα και του μεγάλου λιμού που θα ακολουθήσουν. Οι πρώτοι θάνατοι από πείνα επήλθαν στο Άσυλο Φρενοβλαβών και στις γειτονικές φυλακές των Λαζαρέτων. Στον τοπικό τύπο διαβάζουμε ότι «καθημερινώς αποθνήσκουν εξ ασιτίας και οι τελευταίοι τρόφιμοι εν τω Ασύλω Φρενοβλαβών».
Κι όσο προχωράει ο χειμώνας τόσο πιο δυσβάσταχτη γίνεται η πείνα, όσο πιο κρύες γίνονται οι νύχτες, τόσο πιο σκοτεινά και παγωμένα τα σπίτια, στο τζάκι δεν βράζει πια τσουκάλι και στο σπίτι δεν ανάβει μαγκάλι. Αναθυμούνταν εκείνους που λέγανε παλιά ότι «αυτός που κοιμάται τρώει κιόλας» και παραμένανε στο κρεβάτι όλη την ημέρα. Περνούσαν μέρες ολόκληρες δίχως μια μπουκιά ψωμί και μήνες χωρίς να γευτούν μια σταγόνα λάδι. Η εργασία πλέον πληρωνόταν σε είδος, με λίγα τρόφιμα – πατάτες, σταφίδες, λάχανα- λίγα κάρβουνα ή πετρέλαιο.
Οι κλοπές και οι διαρρήξεις στα σπίτια ήταν καθημερινό φαινόμενο. Κάποιοι μπαίνανε στα κλειστά κι ακατοίκητα σπίτια και ξηλώνανε τα ξύλινα πατώματα και τα δοκάρια που στήριζαν την οροφή για να χρησιμοποιήσουν τα ξύλα για φωτιά. Κι αυτός ήταν και ο λόγος που τα επόμενα χρόνια μεγάλο μέρος των σπιτιών της Ερμούπολης κατέρρευσαν και έμοιαζε η πόλη, ακόμη και τη δεκαετία του 80, όταν πρωτοήρθαμε, με πόλη φαντασμάτων.
Νέες γυναίκες, με την έγκριση των συζύγων τους, κοιμούνταν με τους Ιταλούς με αντάλλαγμα λίγα τρόφιμα. Ανήλικα κορίτσια ηλικίας δώδεκα, δεκατριών ετών, εκδίδονταν σε όποιον τους έδινε κάτι να φάνε.
Κι όταν οι Ιταλοί στρατιωτικοί κυκλοφορούσαν στην πόλη, πλήθη παιδιών τους περικύκλωναν ζητιανεύοντας ψωμί. Παιδιά σκελετωμένα, με πρόσωπα παραμορφωμένα, πόδια γυμνά και πρησμένα, με ανοιγμένες πληγές από την ψώρα, τρέχανε ξοπίσω τους με μια μόνη λέξη στο στόμα: «Pane, pane».
Ο Μπάρμπα Γιάννης διέφυγε τελικά στην Αίγυπτο, κάποια νύχτα του 1942, από τη νησίδα Πλανήτης της Τήνου, εκεί από όπου τα εγγλέζικα υποβρύχια παραλάμβαναν κρυφά έλληνες πολιτικούς και στρατιωτικούς και τους φυγάδευαν στη Μέση Ανατολή.
Ο φιλόσοφος και λογοτέχνης Ευάγγελος Ρούσσος στην προσωπική μαρτυρία του για τις μέρες αυτές γράφει: «Κάποιοι, εκείνον τον καιρό, πήραν την πρωτοβουλία και ίδρυσαν τη «Στέγη του παιδιού». Το ίδρυμα στεγάστηκε στο 3ο Γυμνάσιο. Εκεί μάζεψαν από τους δρόμους καμιά πενηνταριά κουρελιασμένα και σκελετωμένα παιδιά. Τους πήραν από πάνω τους τα κουρέλια τα ψειριασμένα και τα έκαψαν. Διευθύντρια ήταν μια δεκαοχτάχρονη λυγερή κοπέλα, ονειρική. Πού βρέθηκε τέτοιος Αρχάγγελος μέσα στον καταποντισμό του σύμπαντος! Τα βράδια, πριν από τον ύπνο, εκείνη μας έλεγε ιστορίες ή και τα παιδιά έλεγαν σ’ εκείνην τις δικές μας ιστορίες, κι εκείνη μας άκουγε με αφοσίωση και τα μάτια της είχαν ένα φως τόσο γλυκό, που, αν κανείς δεν έχει ερωτευτεί στη ζωή του, δεν το ξέρει. Τα παιδιά της είχαν βγάλει και τραγουδάκι:
Κόκκινα τα γοβάκια της
και άσπρη η φορεσιά της,
απάνω τα μαλλάκια της
και Βίργω τ’ όνομά της».
Ένα άλλος θαμώνας του καφενείου, ο Μιχάλης ο Σαρακίνος, ήταν έφηβος στα χρόνια της κατοχής. Κατοικούσε στη Νεάπολη, πίσω από το αγγλικό νεκροταφείο, με τα τρία αδέλφια του, όλοι τους άνεργοι, και μια μάνα που ξενόπλενε για να τους θρέψει με σκέτο ψωμί. Μια μέρα ο νεαρός Μιχάλης σκαρφάλωσε σ’ ένα πεύκο γεμάτο κουκουνάρια, έπιασε ένα και από μέσα πέσανε ξεροί καρποί, έσπασε έναν, τον έφαγε και κατάλαβε ότι με αυτόν τον καρπό θα επιζούσε. Από την ημέρα εκείνη, δεν ήθελε να κατέβει από το δέντρο, κοιμότανε εκεί κι έτρωγε τα κουκουνάρια του χωρίς να λέει το μυστικό του σε κανέναν, παρά μόνο στα αδέλφια του που μ’ αυτό τον τρόπο κατάφεραν κι εκείνα να επιζήσουν. Σκαρφαλωμένος στην κουκουναριά του και παρακολουθώντας το δρόμο του Γρανίτη είδε κάποια μέρα να ανεβαίνει αγκομαχώντας ένα ιταλικό στρατιωτικό όχημα που κινούνταν με μεγάλο θόρυβο και πολύ καπνό. Μερικοί πιτσιρικάδες σαλταδόροι τρέχανε ξοπίσω, ένας μικρός κατάφερε να πηδήσει πάνω και χωρίς να αντιληφθεί τους στρατιώτες που κάθονταν στο μισοσκόταδο, έχωσε βιαστικά το κεφάλι του μέσα σ’ ένα βαρέλι με μπελτέ και άρχισε να τρώει. Οι στρατιώτες τον άρπαξαν, τον σήκωσαν ψηλά, τον χώσανε ολόκληρο μέσα στο βαρέλι με τον μπελτέ κι ύστερα τον πετάξανε έξω από το αργοκινούμενο όχημα. Τότε οι υπόλοιποι μικροί που τρέχανε ξοπίσω από το φορτηγό πέσαν απάνω του και άρχισαν να τον γλείφουν μέχρι που τον έκαναν λαμπίκο.
Το Φλεβάρη του 1942, οι νεκροί από πείνα είναι πλέον πάρα πολλοί, τους αποθέτουν απλώς στη σειρά και λόγω έλλειψης νεκροθαφτών παραμένουν άταφοι για μέρες. Οι Ιταλοί για να βρουν νεκροθάφτες αντί μισθού υπόσχονται τρόφιμα κι έτσι βρέθηκαν αρκετοί άνδρες για να κάνουν την άχαρη αυτή εργασία. Χρειάστηκε να σκάψουν ένα μεγάλο χαντάκι, δίπλα στο νεκροταφείο στην περιοχή «Χαρτουλάρη», όπου και έθαψαν τους νεκρούς σε ομαδικούς τάφους, κι αργότερα, το Μάρτιο, διαπλάτυναν κι άλλο την τάφρο για να χωρέσουν όλες εκείνες οι εκατοντάδες των πεθαμένων που ακολούθησαν.
Εντωμεταξύ, το νησί είχε γεμίσει από σπιούνους, ανθρώπους έτοιμους να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στους κατακτητές με αντάλλαγμα την επιβίωσή τους. Κατέδιδαν στις κατοχικές αρχές  καθετί που άκουγαν, κάθε Συριανό που θα τολμούσε να εκφραστεί δημόσια ενάντια στο στρατό κατοχής και κάθε κουβέντα που θα γινόταν στο καφενείο για την αντίσταση και τους συμμάχους.
Στη λέσχη κάθε βράδυ οι Ιταλοί αγκαλιά με τους Έλληνες συνεργάτες τους τραγουδούσαν περιπαικτικά το ελληνικό τραγουδάκι «με το χαμόγελο στα χείλη πάνε οι Ιταλοί μπροστά γενήκαν οι Εγγλέζοι ρεζίλι γιατί η καρδιά τους δε βαστά» και το «κορόιδο Μουσολίνι» έγινε «κορόιδο βασιλέα η ελληνική σημαία ακόμα και στην Κρήτη σας κόψαμε τη μύτη».
Τo 1943 η Ερμούπολη βομβαρδίστηκε κατ’ επανάληψη από τα αγγλικά αεροπλάνα, και οι Συριανοί φρόντισαν να αφιερώσουν ένα τραγουδάκι στον «Τζίμη» τον ανώνυμο Εγγλέζο πιλότο. Ανάμεσα στα χαρτιά του Κηπιώτη βρέθηκε σε μια κόλλα κακογραμμένη με μολύβι το τραγούδι του Τζίμη:
Πάει ο Τζίμης να γεμίσει,
Να’ ρθει για να βομβαρδίσει,
Κι αφού γέμισε και  ήρθε
Στο λιμάνι τριγυρνούσε
Και του ρίχνανε,
Μα δεν τον βρίσκανε…

Πρώτα θα φωτοβολίσει
Κι ύστερα θα βομβαρδίσει.
Ρίχνει την πρώτη στο λιμάνι
Κι αυτή πέφτει στ’ ακρογιάλι.
Ρίχνει δεύτερη στ’ αστεία
Πάει στη Λέσχη σαν κυρία.
Κει που τρώγαν οι Ντεντέσκοι
Πέφτει η βόμβα μες στη Λέσχη
Και σκοτώνει πέντε-έξι,
Τραυματίζει δεκαέξι.
Και του ρίχνουνε,
Μα δεν τον βρίσκουνε…

Μία Κυριακή πρωί
Μας εφέρθη ευγενής.
Εκειδά στις τρεις η ώρα
Κατεβαίνει από τη Χώρα
Με ταχύτητα και φόρα
Ρίχνει δώδεκα στ’ αστεία
Και βουλά την Εκκλησία.
Έρχεται απ’ το Κομμένο
Όλο μπόμπες φορτωμένο.
Να’ τος, να’ τος ο καημένος
Ήρθε σαν ξελιγωμένος.
Και του ρίχνουνε,
Μα δεν τον βρίσκουνε…

Κατεβαίνει στα δέκα μέτρα,
Που το βρίσκεις με μια πέτρα,
Του βαράει το κανόνι
Και ο Τζίμης καμαρώνει
Του βαράνε, του βαράνε,
Τα πυρά τους κατελάνε…
Πάει για τη Μπαταρία
Και οργώνει την πλατεία.
Πάει για τα βαποράκια
Και τη ρίχνει στα Πευκάκια.
Να’ τος, να’ τος,
Όμορφος και κοτσανάτος,
Και του ρίχνανε
Μα δεν τον βρίσκανε…
Το 1944 οι βομβαρδισμοί των συμμαχικών αεροπλάνων συνεχίστηκαν και πύκνωσαν, πολλά κτίρια καταστράφηκαν και το κέντρο ερήμωσε από ανθρώπους. Και τον Οκτώβρη του 1944, τη νύχτα που εγκατέλειπαν το νησί, οι Γερμανοί πυροδότησαν μια διαδοχική ανατίναξη των εγκαταστάσεων του λιμανιού, αλλά ο τοπικός ήρωας Petros Dambrosio, Ιταλός στρατιώτης που είχε λιποτακτήσει και κρυβόταν από καιρό, αποσύνδεσε τα εκρηκτικά των Γερμανών κι έσωσε το μεγαλύτερο μέρος του λιμανιού από την καταστροφή. Και την αμέσως επόμενη μέρα, όταν οι εξαθλιωμένοι κάτοικοι επέστρεψαν στην πόλη από τα ψηλώματα που κρύβονταν, ξεκίνησε το πλιάτσικο των γερμανικών αποθηκών, του Τελωνείου, του Θεάτρου και κάθε δημόσιου ή ιδιωτικού κτιρίου που είχαν επιτάξει οι δυνάμεις κατοχής.
Μετά το τέλος του πολέμου κι ενώ στην Αθήνα το Δεκέμβρη του 1944 μαίνεται η εμφύλια μάχη, στην Ερμούπολη ξεχειλίζει η οργή για την ατιμωρησία των συνεργατών που υπήρξαν βεβαίως, όπως παντού, πολλοί και πρόθυμοι. Οι αποφάσεις των δικαστηρίων που δικάζουν τους συνεργάτες των Ιταλών και των Γερμανών και, παρά τη γενική κατακραυγή, τους αθωώνουν λόγω αμφιβολιών ή  τους καταδικάζουν σε ελαφρές ποινές -όπως συμβαίνει άλλωστε και στην υπόλοιπη χώρα- εμπεδώνουν στους Συριανούς το αίσθημα της ατιμωρησίας.
Πολλά χρόνια αργότερα, την εποχή που κι εμείς γίναμε κάτοικοι Σύρου, ο Δήμος Ερμούπολης ανέθεσε σε μια φίλη μας ζωγράφο να φροντίσει για τη συντήρηση και αποκατάσταση των τοιχογραφιών και οροφογραφιών στο περίλαμπρο δημαρχιακό μέγαρο και στο παρακείμενο κτίριο του Πνευματικού Κέντρου. Οι εργασίες αποκατάστασης κράτησαν πάνω από δύο χρόνια. Στο τελείωμα των εργασιών παρουσιάστηκε στη φίλη μας ένα απρόβλεπτο πρόβλημα. Στον τοίχο της μεγάλης αίθουσας του Πνευματικού Κέντρου υπήρχε μια τοιχογραφία που απεικόνιζε δυο χαριτωμένες νύμφες να χορεύουν ημίγυμνες στην εξοχή∙ σε κάποια σημεία τα χρώματα είχαν ξεφλουδίσει και ο τοίχος φαινόταν φουσκωμένος και όταν η ζωγράφος χτύπησε πάνω στο φούσκωμα για να δει μήπως ήταν αποτέλεσμα υγρασίας, ο ήχος έδειξε πως υπήρχε κάτι μεταλλικό από κάτω. Έξυσε προσεκτικά με το κοπίδι και διαπίστωσε ότι ο τοίχος ήταν άτσαλα σπατουλαρισμένος με γύψο στο ύψος ακριβώς του εφηβαίου των δύο κοριτσιών. Συνέχισε το ξύσιμο και όταν ο γύψος απομακρύνθηκε βρήκε στον τοίχο σφηνωμένα βλήματα. Τελικά αποκάλυψε δεκάδες σφαίρες καρφωμένες στα αιδοία των κοριτσιών της τοιχογραφίας. Ρωτώντας έμαθε από το γέρο φύλακα του κτιρίου ότι στη διάρκεια της ιταλικής κατοχής στην αίθουσα στεγαζόταν η Λέσχη των Ιταλών αξιωματικών και, όπως είχε ακούσει, τα βράδια, όταν ο Διοικητής Κυκλάδων Ντούκα μεθούσε, έβγαζε το περίστροφό του και πυροβολούσε τις όμορφες νύμφες στα συγκεκριμένα σημεία.
Στη διάρκεια του Εμφύλιου που ακολούθησε, οι Συριανοί βλέπανε να καταπλέει τακτικά στο λιμάνι της Ερμούπολης ένα πολεμικό θωρηκτό που έσερνε πίσω του δεμένη με χοντρό κάβο μια μαούνα γεμάτη άντρες και κάποιες γυναίκες, ανθρώπους θαλασσοπνιγμένους από το ταξίδι, που οι χωροφύλακες τους αποβίβαζαν στη στεριά και τους οδηγούσαν για διανυκτέρευση στις κλούβες των ζώων που πήγαιναν στο σφαγείο. Ήταν οι πολιτικοί κρατούμενοι που διανυκτέρευαν στο λιμάνι της Ερμούπολης με προορισμό τα διάφορα νησιά της εξορίας. Αυτοί που θα κατέληγαν στα Γιούρα οδηγούνταν προσωρινά στις φυλακές των Λαζαρέτων.
Ο Ανδρέας Νενεδάκης που βρισκόταν ήδη από καιρό εξόριστος στα Γιούρα γράφει: «Γενάρης 1949. Γιούρα. Κοιμάμαι στην πάνω σειρά. Οι από κάτω είναι Ρουμελιώτες. Τα γράμματα της γυναίκας μου τα διαβάζω κάθε μέρα ώσπου νάρθει καινούριο. Έχω ένα πόνο στη σπονδυλική και δε μπορώ να σκύψω. Δουλεύω περισσότερο από όσο μπορώ. Ο γιατρός μου λέει πως μου κάνει καλό αυτό. Το νησί έχει γεμίσει από καινούριους. Χτες φέρανε και τους Λουλέδες. Με τον ανταρτοπόλεμο πλήθειαναν κι’ οι φύλακες. Οι παλιοί έγιναν όλοι βαθμοφόροι με γυαλιστερά άσπρα γαλόνια».
Ο Μάνος Ελευθερίου αφηγείται: «Ένα χειμωνιάτικο πρωινό Κυριακής, περπατάγαμε 3 φιλαράκια στο λιμάνι της Ερμούπολης ντυμένοι με παλτά, καπέλο με «κουκουβάγια», και με κοντά παντελονάκια. Πολύς κόσμος ολόγυρα ντυμένος κι αυτός χειμωνιάτικα. Από το ίδιο σημείο αυτό περνούσαν χιλιάδες άνθρωποι με προορισμό τα Γιούρα. Ξάφνου ακούσαμε την ωραία φωνή άντρα που τραγουδούσε και πήγαμε προς τα κει».
Και ο Μιχάλης Ράπτης (Πάμπλο) συνεχίζει την αφήγηση: «Ξεκινήσαμε για τη Σύρα μέσα σε θάλασσα και αέρα που όλο και δυνάμωναν. Πήγαμε να σκυλοπνιγούμε εμείς της μαούνας, πράγμα που προκάλεσε σχεδόν ανταρσία των γυναικών, που συμπαρέσυρε κι εμάς, με σκοπό να περάσουμε όλοι στο καταδιωκτικό. Ύστερα από ώρες πολλές κάποτε φτάσαμε στη Σύρα. Εκεί μας παρκάρισαν σε κάτι κλούβες στο λιμάνι όπου στοίβαζαν τα περαστικά πρόβατα για πούλημα. Αλλά είμασταν νέοι οι περισσότεροι, μαχητικοί και αισιόδοξοι. Στην ίδια κλούβα με μένα και πολλούς άλλους έβαλαν ένα κρεβάτι εκστρατείας και για την Έλλη. Ένας από τους αδερφούς Λουλέ τραγουδούσε περίφημα και μαζεύονταν τριγύρω μας χωροφύλακες και περιπατητές στην προκυμαία της πόλης».
 Το 1949, με το τέλος του Εμφύλιου,  100.000 περίπου Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες κατευθύνονταν στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Τον ίδιο καιρό, περίπου 2000 ομογενείς από τη Ρουμανία έρχονται στην Τήνο και στη Σύρο όπου και φιλοξενούνται στα Λαζαρέτα και στην Ποσειδωνία. Την οργάνωση είχε αναλάβει ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός και το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών. Ήδη πριν από την άφιξη των προσφύγων εκ Ρουμανίας εκατοντάδες παιδιά, θύματα του εμφύλιου πολέμου, είχαν επίσης βρει καταφυγή στις δύο παιδουπόλεις της νήσου.
Την επόμενη χρονιά, το 1950, η χώρα βαδίζει πλέον στην περίοδο της ηρεμίας και της σιωπής. Από κάποιες αχνές προσωπικές παιδικές μνήμες που τυλίγονται στην αχλή των χρόνων θυμάμαι τους αριστερούς γονείς μου να κουβεντιάζουν ψιθυριστά με τους φίλους τους σε κάποια σπίτια της Αθήνας με τις πόρτες και τα παράθυρα ερμητικά κλειστά μη φθάσει κάποιος ψίθυρος στα αυτιά των χαφιέδων. Και θυμάμαι επίσης που παίρναμε με δελτίο και κουπόνια αλεύρι, ζάχαρη και στερεό οινόπνευμα σε κονσέρβες. Κι εγώ μεγάλωνα στη σκιά ενός δέντρου. Στη σκιά του μεγάλου μου αδελφού, του Δημήτρη. Που σαν μεγαλύτερος είχε ήδη προλάβει να τα κάνει όλα πολύ πριν από μένα. Που τον θαύμαζα γιατί με ένα χέρι έκανε πράγματα που δεν μπορούσε να τα κάνει άλλος ακόμη και με τα δύο χέρια. Που σχεδίαζε με κάρβουνο και μολύβια, που δούλευε με λαδομπογιές και ζωγράφιζε θεϊκά. Που με προστάτευε όταν χρειαζόταν -και δεν ήταν λίγες οι φορές- και  που οι δάσκαλοι στο σχολείο που ακολουθούσα μετά από κείνον είχαν να λένε για τα ταλέντα του.
Αρχές της δεκαετίας του 1950 και η μαζική εγκατάλειψη της υπαίθρου ξεκινάει, όμως οι καινούργιες βιομηχανίες και βιοτεχνίες που δημιουργήθηκαν στα μεγάλα αστικά κέντρα δεν ήταν αρκετές, ώστε να απορροφήσουν το ανθρώπινο δυναμικό κι έτσι πολλοί οδηγούνται στην υπερπόντια μετανάστευση. Μισό εκατομμύριο Έλληνες συνολικά έφυγαν για την Αυστραλία, τις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Καναδά. Στην Αθήνα έχει ξεκινήσει η ανοικοδόμηση και αρκετοί βρίσκουν δουλειά στην οικοδομή.
Όμως η ανεργία παραμένει μεγάλη και η μιζέρια δεν έχει τέλος. Τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, η διαπλοκή, το πολιτικό μέσον, ο βουλευτής που χωρίς τη μεσολάβησή του δε γίνεται τίποτα κάνουν την καθημερινότητα αφόρητη, και όλο αυτό το γαϊτανάκι που τυλίγεται και ξετυλίγεται εξακολουθεί να διώχνει τους Έλληνες μακριά από τη χώρα. Έτσι πολλοί μπαρκάρουν στα εμπορικά καράβια, ενώ από το 1960 αρχίζει ένα μεταναστευτικό ρεύμα προς τη Δυτική Ευρώπη, κυρίως προς την Ομοσπονδιακή Γερμανία, η οποία μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’60 δέχθηκε πάνω από μισό εκατομμύριο Έλληνες.
Υπήρξα κι εγώ ένας από εκείνους τους πολλούς που στην πρώτη τους νιότη, στα μισά της δεκαετίας του 1960, βάδισαν σε πορείες αντιπολεμικές με τους Λαμπράκηδες κι αργότερα, σε κάποιες άλλες χώρες, συμμετείχα στο φοιτητικό κίνημα, τραγούδησα με τα παιδιά των λουλουδιών, πήρα μέρος σε διαδηλώσεις και καταλήψεις ενάντια στη χούντα των συνταγματαρχών, ενώ έψηνα διαρκώς τους νεώτερους να αποφεύγουν με οποιοδήποτε τρόπο τη στράτευση, που εγώ ο ίδιος είχα υποστεί.
Στη ζωή μου όλη ένιωθα πολίτης του μεγάλου κόσμου και για μόνη πατρίδα διατηρούσα στο μυαλό και στην καρδιά μου τις μνήμες εκείνες που ζουζουνίζουν κάποιες βραδιές ξαγρύπνιας, με εικόνες γεμάτες τρυφερότητα για πρόσωπα αγαπημένα που χάθηκαν, για φωνές που ακόμη αντηχούν, για μέρη κρυφά, για προσφιλείς συντρόφους και γι’ αγάπες ανεκπλήρωτες…
Από μαρτυρίες ανθρώπων που γνώριζαν τον Κηπιώτη και τη σύντροφό του Άννα, έμαθα ότι τα τελευταία χρόνια της ζωής τους τα πέρασαν ήσυχα. Σχέσεις καλές διατηρούσαν με τους λιγοστούς γείτονες, την οικογένεια Περσελή, την οικογένεια Δεσύπρη, την οικογένεια Αγγελοπούλου-Ζαρμπώνη και την οικογένεια Μέγα.  Τα χρόνια της κατοχής τα πέρασαν στη Σύρο, όπου βρίσκουμε την Άννα εγγεγραμμένη στο συσσίτιο της ιταλικής κοινωνικής βοήθειας, ενώ αργότερα, κάπου ανάμεσα στα 1948-49, πρέπει κι οι δυο τους να έζησαν στην Αθήνα, στους Αγίους Αναργύρους. Κάποιοι θυμούνταν πόσο αγαπημένοι ήταν οι δυο τους, ο Δάσκαλος με την ανιψιά και σύντροφό του.
Τα χρόνια του 1950, κάποια γειτόνισσα, η κ. Ελένη Μέγα, τους γράφει και τους διαβάζει την αλληλογραφία τους ενώ στα χρόνια 1956–1964 γραμματικός τους γίνεται  ο μανάβης Μιχάλης Ρουσσουνέλος. Το 1957, σε ηλικία 85 ετών, ο δάσκαλος παντρεύεται την κατά 35 χρόνια νεώτερή του Άννα Πανταζή.
Ο Βαγγέλης Καραμολέγκος, που, μικρούλης τότε, δούλευε σαν παραγιός σε μανάβικο και τους πήγαινε τα ψώνια στο σπίτι, θυμόταν με συγκίνηση τον ευγενικό  δάσκαλο και την πανύψηλη, τυφλή και κατά πολύ νεότερη γυναίκα του και το φιλοδώρημα που πάντα του έδιναν.
Τους φαντάζομαι τα βραδάκια του καλοκαιριού  να κάθονται στην αυλή μπροστά στο σπιτάκι τους παρέα με κάποιους γείτονες ή κάποιους επισκέπτες, η εκκλησία δίπλα τους φωταγωγημένη, στον αμαξωτό σκοτεινές φιγούρες ανθρώπων πηγαίνουν και έρχονται, ζευγαράκια αγκαλιασμένα φιλιούνταιαντίκρυ στο νησάκι ο φάρος στέλνει χαιρετισμό κάθε σαράντα δευτερόλεπτα, στο πέλαγος τα πυροφάνια και οι ψαρότρατες, τα βαπόρια περνούν φωταγωγημένα και ο Λέων τα γαυγίζει.
Ο Δάσκαλος σιγοτραγουδάει τραγούδια του μεσοπολέμου «Μπάρμπα Γιάννη κανατά» ή το «Ας ερχόσουν για λίγο…» ενώ το πλοίο της γραμμής σφυρίζει σε αποχαιρετισμό διατηρώντας έτσι την παράδοση που δημιούργησε κάποτε ο Σαμιώτης καπετάνιος, όταν έμαθε ότι εκεί μένει ο δάσκαλος Κηπιώτης.

Κι οι μαθητές του τι ν’ απόγιναν;
Ο Λεωνίδας Σταλλίδης από την Αδριανούπολη έγινε υποπρόξενος στις Βρυξέλλες και τυχαία γνωρίστηκε με τον Αντώνη Κουΐτη. Ο Αντωνάκης, ο πολυαγαπημένος μαθητής και φίλος του Κηπιώτη που όσο κι αν έψαξα δεν κατάφερα να εντοπίσω ίχνη του, όπως και όλης της οικογένειας Κουΐτη. Ένας άνθρωπος του κόσμου που έπειτα από χρόνια ζωής στην κεντρική Ευρώπη, στο Βέλγιο, Γαλλία, Ελβετία, Ολλανδία, Δανία,  Γερμανία, γίνεται φιλοναζιστής και θαυμαστής του Χίτλερ.
Ο γεννημένος στη Ρουμανία το 1905 Γιαννάκης Παπαζαχαρίου, αφού σπούδασε νομικά στην Αθήνα και έκανε μεταπτυχιακά στη Γερμανία, κατέθεσε, το 1932, τη διατριβή του με τίτλο «Οι ανήλικοι εγκληματίαι κατά τα παρ’ ημίν και αλλαχού κρατούντα» κι έγινε δρ εγκληματολόγος. Το 1940 γίνεται υφηγητής στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και το 1943 τακτικός καθηγητής στην Πάντειο Σχολή, της οποίας τέλος γίνεται πρύτανης κατά την περίοδο 1965-66.
Το Φεβρουάριο του 1973, στην κατάληψη της Νομικής κι ενώ οι φοιτητές φώναζαν συνθήματα από την ταράτσα του κτιρίου κατά της χούντας, ο Γιάννης Παπαζαχαρίου, γωνία Ακαδημίας και Ασκληπιού, μοίραζε με πάθος στους περαστικούς την εφημερίδα «Χριστιανική» που είχε κυκλοφορήσει με πρωτοσέλιδο τίτλο εναντίον της δικτατορίας. Και είναι γνωστό ότι ο Γιάννης Παπαζαχαρίου έδωσε μάχες στο πανεπιστήμιο για την κατάργηση του πιστοποιητικού των κοινωνικών φρονημάτων που δεν επέτρεπε σε πολλούς επιτυχόντες να φοιτήσουν, επειδή κάποιος κοντινός ή μακρινός συγγενής τους υπήρξε κομμουνιστής.
Ο Πλούταρχος Μώραλης από το Καρλόβασι έγινε γιατρός με σημαντικό ιατρικό και συγγραφικό έργο. Εξέδωσε δυο βιβλία για τη φυματίωση που θέριζε στο μεσοπόλεμο. Ο Θεόδωρος Ταλαμπέκος εκλέχτηκε Δήμαρχος Καρλοβάσου το 1960-65. Ο Ιωάννης Ρήγος από την Τήνο και ο ανδριώτης Δημήτριος Μωραΐτης απέκτησαν πλοία και έγιναν εφοπλιστές. Το Σταύρο Ταραντίνο τον ξετρύπωσα 90 χρόνια μετά να φτάνει ως μετανάστης στη Νέα Υόρκη και τέλος ο Ιωάννης (Γιάγκος) Καβρουδάκης  έχει αφήσει πίσω του πανέμορφα βοτσαλωτά που στολίζουν προαύλια εκκλησιών στην Ερμούπολη και στη Μήλο.
Κλείνοντας ένα χρόνο στρατιωτικής δικτατορίας στην Ελλάδα, τον Απρίλη του 1968, ο γνωστός συριανός βιβλιοπώλης Στάθης Σταθόπουλος, που υπήρξε μαθητής του Κηπιώτη, οργάνωσε μια τελετή για να τιμήσει το δάσκαλό του για όσα είχε προσφέρει στον προσκοπισμό της Σύρας.  Και τον επόμενο χρόνο, το 1969, πεθαίνει η Άννα ενώ δύο χρόνια αργότερα, το 1971, πεθαίνει και ο ίδιος ο Γεώργιος Εμμαν. Κηπιώτης.
Ένας «μετρημένος άνθρωπος», λοιπόν. Έζησε γενικώς μετρημένα κι όλα τα μέτραγε και τα υπολόγιζε. Τη ζωή του όλη την πέρασε μετρώντας, ακόμη και τα βήματά του, κι έμαθε και τους μαθητές του να κάνουν το ίδιο. Μέτραγε τα σκαλοπάτια, τα χρήματά του, τις αποστάσεις, τις διαδρομές, το χρόνο, μέτραγε ακόμη και τα σύννεφα που το ένα διαλύονταν μέσα στο άλλο και γίνονταν, δύο, τρία, τέσσερα, δεκάδες, εκατοντάδες. Στην ουσία, ένας ουτοπιστής που παρουσιαζόταν ως πραγματιστής.
Με τα χρόνια η στέγη του εγκαταλειμμένου σπιτιού άρχισε να μπάζει νερά της βροχής κι έτσι όταν βρήκαμε όλα αυτά τα ντοκουμέντα -χάρη στη φίλη μας Αριάννα που έψαχνε κάποιο σπιτάκι για να αγοράσει και είδε το πωλητήριο, μπήκε μέσα και ανακάλυψε το μικρό αυτό θησαυρό- μέρος του αρχειακού υλικού είχε πλέον τελειωτικά καταστραφεί.
Οι κληρονόμοι του Κηπιώτη -κάποιοι συγγενείς- όταν απέκτησαν την κυριότητα του ταπεινού σπιτιού, το επισκέφθηκαν και αφού προφανώς πήραν ό,τι θεώρησαν πως είχε κάποια αξία, τα υπόλοιπα, το μεγάλο κομμάτι της βιωμένης ζωής του, της ιστορίας του, δηλαδή τα προσωπικά ενθυμήματα, τις φωτογραφίες, ημερολόγια και αλληλογραφία, απλώς τα πέταξαν. Και όταν κάποια στιγμή διαπίστωσαν ότι στους τίτλους ιδιοκτησίας το αγρόκτημα έφτανε μέχρι τη θάλασσα, προσέλαβαν δικηγόρο για να διεκδικήσουν την κυριότητά του από το Δημόσιο μη γνωρίζοντας, ίσως, ότι ο Δάσκαλος είχε δωρίσει μέρος του κτήματος, ώστε να περάσει ο δρόμος και να φυτευτεί με πεύκα η πλαγιά μέχρι κάτω στη θάλασσα. Και ευτυχώς που η Δασική Υπηρεσία στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων και δεν τους έκανε το χατίρι. Όμως, το αγρόκτημα ακολουθώντας τη μόδα της εποχής μας πουλήθηκε σε μια οικοδομική εταιρεία που γκρέμισε το ταπεινό σπιτάκι και στη θέση του κατασκεύασε 4 διώροφες μεζονέτες, οι οποίες -λόγω της οικονομικής κρίσης και της κρίσης αξιών στις οποίες βολοδέρνει η χώρα μας- στέκουν ημιτελείς κι απούλητες, στοιχειωμένες από το φάντασμα του τελευταίου ενοίκου, του δάσκαλου Κηπιώτη, που συνεχίζει να κάθεται στην αυλή του μικρού σπιτιού του∙ μαζί του κάθονται όλοι εκείνοι που τον συντρόφεψαν στη ζωή, ο Αντωνάκης, η Αννίτσα, ο Γιώργος, ο Γιαννάκης, ο Τάκης, η σύντροφός του Άννα και μας κουνάνε τα χέρια σε αποχαιρετισμό, ενώ πίσω τους ο ανθισμένος καράβολας τους στεφανώνει.
Και εδώ τελειώνει η αφήγηση της ζωής του αφανούς Γεώργιου Εμμανουήλ Κηπιώτη μέσα από τις προσωπικές του μαρτυρίες και τις δικές μας παρεμβάσεις που θελήσαμε να δημιουργήσουμε ένα διάλογο μαζί του.
Λόγια πολλά λες, άνθρωπε, σε λίγο θα πεθάνεις.
Σώπα, κι ενόσω ακόμα ζείς, τον θάνατο μελέτα.
Παλλαδάς ο Αλεξανδρεύς,  4ος μ.Χ. αι.
https://romvos.wordpress.com/
https://anhsyxia.wordpress.com/