Κυριακή 30 Ιουνίου 2019

Τα παντούμ και η συλλογή του Θάνου Γιαννούδη

Τα παντούμ και η συλλογή του Θάνου Γιαννούδη


Posted by sarant στο 30 Ιουνίου, 2019

Την Κυριακή βάζουμε λογοτεχνικό θέμα συνήθως -και συνήθως πεζογραφία, διηγήματα ας πούμε. Σπάνια βάζουμε ποιήματα και ακόμα σπανιότερα ποιήματα σημερινών ποιητών (μια εξαίρεση ήταν η παρουσίαση της συλλογής του Δημήτρη Κοσμόπουλου πριν απο δυόμισι μήνες).
Εξαίρεση κάνω και σήμερα, αφού παρουσιάζω μιαν ακόμα ποιητική συλλογή και μάλιστα ενός νέου ποιητή, του Θάνου Γιαννούδη ο οποίος ακόμα δεν έχει κλείσει τα τριάντα του χρόνια. Ο Γιαννούδης είναι εκπρόσωπος της νεότατης γενιάς των ποιητών που αναβιώνουν τον παραδοσιακό στίχο. Παλιότερα δημοσίευε τα ποιήματά του στο ιστολόγιό του, και στη συνέχεια σε λογοτεχνικούς ιστοτόπους (παράδειγμα), τώρα όμως έβγαλε και την πρώτη του ποιητική συλλογή, Του ουρανού και της γης.
Με τον Θάνο γνωριζόμαστε εδώ και καιρό, ιντερνετικά αλλά και διά ζώσης όποτε περνάω από Θεσσαλονίκη. Μου είχε δώσει τη συλλογή πριν ακόμα βγει και μου ζήτησε να πάρω μέρος στην παρουσίασή της -επειδή όμως η ημερομηνία της εκδήλωσης άλλαξε και δεν βρισκόμουν στην Ελλάδα, τελικά η συμμετοχή μου στην παρουσίαση έγινε μέσω υπομνήματος, που το διάβασε ο μυστηριώδης ποιητής Ααρών Μνησιβιάδης.
Το κείμενο αυτό θα το παρουσιάσω πιο κάτω, αλλά πρώτα θα πω δυο λόγια για το παντούμ, ένα στιχουργικό είδος που μ’ αρέσει πολύ και που αρέσει και στον Γιαννούδη, αρκετά ώστε να ξεκινήσει τη συλλογή του με ένα παντούμ.
Πρόλογος – Παντούμ για το Νέο Κόσμο
 ”O brave new world,that has such people in ‘t!” –Shakespeare

Αν υπάρχω στη ζωή, είναι για σένα…
Μακριά σου ο κόσμος όνειρο κακό,
κιθαρίστας που τού έκλεψαν την πένα
και μαντεύει κάθε νότα το σκοπό.
Μακριά σου ο κόσμος όνειρο κακό
-Πόση αγάπη θα επιζήσει; Πες μου, πόση;-
και μαντεύει η κάθε νότα το σκοπό,
τη σειρά της μουσικής να περισώσει.
Πόση αγάπη θα επιζήσει; Πες μου, πόση;
Ποιο τραγούδι θα υμνήσει τον καιρό,
τη σειρά της μουσικής θα περισώσει;
Δεν στεριώνει ο ρυθμός που προχωρώ…
Ποιο τραγούδι θα υμνήσει τον καιρό:
νέε κόσμε, εσύ, λαμπρέ φωτοκυκλώνα!
Δεν στεριώνει ο ρυθμός που προχωρώ,
η καρδιά της πλάσης θάφτηκε στο χώμα.
Νέε κόσμε, εσύ, λαμπρέ φωτοκυκλώνα,
σε γεννήσαν ο καημός κι η συμφορά!
Η καρδιά της πλάσης θάφτηκε στο χώμα,
το χαμόγελό σου η άβυσσος φορά!
Σε γεννήσαν ο καημός κι η συμφορά
-Χαίρε, άμετρη ανθρώπινή μας φύση!-
Το χαμόγελό σου η άβυσσος φορά
κι έχει μέσα σου το χάος εμφυσήσει.
Χαίρε, άμετρη ανθρώπινή μας φύση,
χαίρε φύσημα της πλαστουργού πνοής!
Έχει μέσα σου το χάος εμφυσήσει
σαν δεν βρίσκεις πια ένα νόημα ζωής.
Χαίρε φύσημα της πλαστουργού πνοής,
νιότης όνειρα που μοιάζετε σαν ξένα
σαν δεν βρίσκεις πια ένα νόημα ζωής
-αν υπάρχω στη ζωή, είναι για σένα…
2017
Θα προσέξατε ποια είναι η ιδιαιτερότητα αυτού του στιχουργικού είδους. Είναι ποίημα που αποτελείται από τετράστιχες στροφές και σε κάθε στροφή, ο δεύτερος και ο τέταρτος στίχος επαναλαμβάνονται ως πρώτος και τρίτος στίχος στην επόμενη στροφή. Το παντούμ (pantoum) είναι είδος που κατάγεται από τη Μαλαισία και πέρασε στην αγγλική και τη γαλλική ποίηση του 19ου αιώνα.
Στα δικά μας μέρη ίσως το έφερε ο Σεφέρης, με το ποίημα Παντούμ του 1940
ΠΑΝΤΟΥΜ
Τ’ αστέρια κρατούν έναν κόσμο δικό τους
στο πέλαγο σέρνουν φωτιές τα καράβια
ψυχή μου λυτρώσου απ’ τον κρίκο του σκότους
πικρή φλογισμένη που δέεσαι μ’ ευλάβεια.
Στο πέλαγο σέρνουν φωτιές τα καράβια
η νύχτα στενεύει και στέκει σαν ξένη
πικρή φλογισμένη που δέεσαι μ’ ευλάβεια
ψυχή μου γνωρίζεις ποιος νόμος σε δένει.
Η νύχτα στενεύει και στέκει σαν ξένη
στο μαύρο μετάξι τα φώτα έχουν σβήσει
ψυχή μου γνωρίζεις ποιος νόμος σε δένει
και τι θα σου μείνει και τι θα σ’ αφήσει.
Στο μαύρο μετάξι τα φώτα έχουν σβήσει
ακούγονται μόνο του χρόνου τα σείστρα·
και τι θα σου μείνει και τι θα σ’ αφήσει
αν τύχει κι ανάψει βουβή πολεμίστρα.
Ακούγονται μόνο του χρόνου τα σείστρα
μετάλλινη στήλη στου πόνου την άκρη
αν τύχει κι αστράψει η βουβή πολεμίστρα
ούτε όνειρο θά ʼβρεις να δώσει ένα δάκρυ.
Μετάλλινη στήλη στου πόνου την άκρη
ψηλώνει η στιγμή σα μετέωρο λεπίδι
ούτε όνειρο θά ʼβρεις να δώσει ένα δάκρυ
στο πλήθος σου το άυλο που σφίγγει σα φίδι.
Ψηλώνει η στιγμή σα μετέωρο λεπίδι
σαν τι να προσμένει να πέσει η γαλήνη;
στο πλήθος σου το άυλο που σφίγγει σα φίδι
δεν είναι ο ουρανός μηδέ αγγέλου ευφροσύνη.
Σαν τι να προσμένει να πέσει η γαλήνη;
Σ’ ανθρώπους κλειστούς που μετρούν τον καημό τους
δεν είναι ουρανός μηδέ αγγέλου ευφροσύνη
τ’ αστέρια κρατούν έναν κόσμο δικό τους.
Στα νεότερα χρόνια, ο αξέχαστος Ηλίας Λάγιος έγραψε κι αυτός:
Παντουμάκι
Ανάβει το φως μες στη διάφανη ημέρα
το φως που ακουμπά σ’ έναν κόσμο σκοτάδι
καθώς κυβερνάς στην σιγή ατμοσφαίρα
γλυκό λαμπυρίζει του πόθου το λάδι.
Το φως που ακουμπά σ’ έναν κόσμο σκοτάδι
γλιστρά στου ψαριού σου κορμιού τη σελήνη
γλυκά λαμπυρίζει του πόθου το λάδι.
κι η νύχτα που αυξάνει τη ζώνη σού λύνει.
Γλιστρά στου ψαριού σου κορμιού τη σελήνη
το χέρι τ’ απλό που διαβάζει την ύλη
κι η νύχτα που αυξάνει τη ζώνη σού λύνει
σ’ αφήνει στου κοίλου σπασμού την καμπύλη.
Το χέρι τ’ απλό που διαβάζει την ύλη
διδάσκει στον νου το τερπνό μεσημέρι
σ’ αφήνει στου κοίλου σπασμού την καμπύλη
ν’ ανθίζεις της πίκρας το ελάχιστο αστέρι.
Διδάσκει στον νου το τερπνό μεσημέρι
καθώς κυβερνάς στην σιγή ατμοσφαίρα
ν’ ανθίζεις της πίκρας το ελάχιστο αστέρι
ανάβει το φως μες στη διάφανη ημέρα.
Το βιβλίο της Μαριάννας, 1993
Αλλά και άλλοι πολλοί έχουν δοκιμάσει το στιχουργικό αυτό είδος -στην ανθολογία Παμπάλαιο νερό βρίσκει κανείς αρκετά παντούμ νεότερων ποιητών, ανάμεσά τους και από τη φίλη μας Σοφία Κολοτούρου και τον φίλο μας Γιώργο Λυκοτραφίτη.
Στη συλλογή του ο Γιαννούδης έχει κι άλλο ένα παντούμ, τον Πλούτωνα, που το παραθέτω στο τέλος της παρουσίασης.
Από την ίδια ενότητα με τον Πλούτωνα, αστρικό σώμα μαζί και αρχαία θεότητα, διαλέγω τον Ποσειδώνα, επίσης με τη διττή αυτή ιδιότητα, που είναι σονέτο.
Ποσειδώνας
Φωτιά στου Σούνιου τις πλαγιές· οι Χριστιανοί
πλάθουν τον κόσμο τώρα αυτοί με τη σειρά τους
και περιμένει Καθαρτήριο και ποινή
όσους τολμούν να κάνουν πράξη τα όνειρά τους.
Στη σκέψη Εβραίοι – κι ας μιλούνε την κοινή-
Ιορδάνη στάζουν οι κραυγές και τα πυρά τους
και θυσιάζουν πια σε πίστη πιο φτηνή,
με σύμμαχό τους ορατούς και αοράτους.
Του Ποσειδώνα βλέπεις τώρα τη μορφή
να σιγοκλαίει τους χαμένους μας αγώνες
κι είνα δικά του κι ο σταυρός και το καρφί,
καθώς ανέστιος ψιθυρίζει στις γοργόνες:
»Εμείς παλέψαμε να φύγουν τα δαιμόνια
κι όχι στη θέση τους να μπούμε στον κανόνα…»
ενώ η Αφροδίτη είναι γραμμένη σε τερτσίνες, τρίστιχες δηλαδή στροφές, που πρώτος τις δίδαξε ο Δάντης και στην Ελλάδα τις καλλιέργησε πολύ ο Καζαντζάκης (κάποτε θα παρουσιάσω μερικές δικές του):
Αφροδίτη
(ερωτική επιστολή)
Από τα άστρα στάζει η αγάπη προς τη γη
και σαν τελειώσουμε σ’ αυτά θα επιστρέψει.
Κι όμως, μια τόση δα καρδούλα που ριγεί
αρκεί βασίλισσα του κόσμου να σέ στέψει,
προτού το κύμα καθαρίσει την ακτή
κι άλλες θεότητες στον κλήδονα λατρέψει.
Είν’ η ζωή μας ανυπόφορα μεικτή
-ποτέ δεν ήταν όπως σήμερα μπλεγμένη-
και σαν ο αγέρας βρει στα βράχια και μπλεχτεί
σ’ άλλα ακρογιάλια φεύγει η αγάπη ρημαγμένη.
Κοιτά τ’ αστέρια που εκπέμπουν πλάνο φως,
γιατί οι πλανήτες οι σοφοί κι οι προηγμένοι
ξέρουν πως ο καημός κρατιέται πια κρυφός
κι η λάμψη του άστρου των ματιών μας μόνο απάτη,
να μάς θυμίζει πως η λέξη αδερφός
κάποτε σήμαινε -πια δεν σημαίνει κάτι.
Κι ενώ στην άκρη μάς φωτίζει το δαδί
που οδηγεί σε παραδείσου μονοπάτι,
σαν ποιος στο φόντο των ονείρων του θα δει
σ’ άφεγγο κόσμο την αλήθεια ν’ ανατέλλει;
Εσύ μονάχη της καρδιάς συγκομιδή,
μια μελισσούλα που γυρίζει στην κυψέλη
-κι ας σ’ ονειρεύτηκα σαν έργο του Γκωγκέν,
θαρρώ μού βγήκες πιο πολύ του Μποτιτσέλι.
(Αυτό το »πρέπει» το σκληρό, αυτό το »δεν»
που δεν αφήνει την ψυχή να ξεμυτίσει…)
Όλη η ζωή μας μια γροθιά προς το μηδέν
κι ακόμα είν’ άγνωστο το ποιος θα επικρατήσει,
όλη η ζωή μας μια ροπή προς το κακό,
μοιάζει με ύβρι διαρκείας δίχως τίσι.
Σ’ αυτόν τον κόσμο που αναγκαία κατοικώ
μόνο κατ’ όνομα ο Αυγερινός κι η Πούλια,
σαν το παιδί που τού στερήσαν το γλυκό,
σαν ένα γάμο δίχως νυφικό και τούλια.
Κι εκεί που αγγίζεις ξαφνικά τον ουρανό,
γοργά στα τρίσβαθα σέ ρίχνουν τα καπούλια.
Βαθιά τό ξέρω πως δεν μ’ έχω ικανό
να ζω τον βίο του ορειβάτη και του δύτη,
γι’ αυτό και δώσε μου μονάχα το κενό
ή την καρδιά σου στους αιώνες, Αφροδίτη!
Στην παρουσίαση της συλλογής του Θάνου Γιαννούδη, που έγινε στη Θεσσαλονίκη πριν από μια βδομάδα περίπου, για την ακρίβεια στις 21 Ιουνίου, έστειλα το εξής κείμενο:
Ίσως πρόκειται για σύμπτωση, αλλά η ημερομηνία της σημερινής παρουσίασης φαντάζει σημαδιακή, αφού έχουμε 21 Ιουνίου, το θερινό ηλιοστάσιο -και θα συζητήσουμε για μια ποιητική συλλογή που, από τον τίτλο της κιόλας, “Του ουρανού και της γης”, αλλά και από το εξώφυλλό της, εμφανίζεται προσανατολισμένη στα ουράνια σώματα.
Αυτό δεν είναι και τόσο πρωτότυπο, θα πείτε. Οι ποιητές από καταβολής του κόσμου είχαν το βλέμμα στραμμένο προς “τ’ αστροφώτιστα διαστήματα”, με αποτέλεσμα κάποιος, ενώ βάδιζε θαυμάζοντας τα ουράνια να πέσει σ’ έναν λάκκο που βρισκόταν μπροστά του. Ωστόσο, ο Γιαννούδης δεν παρατηρεί τ’ αστέρια με τον παλιό τρόπο ή μόνο με τον παλιό τρόπο· η πρώτη ενότητα της συλλογής του, ή, πιο σωστά, η πρώτη συλλογή από τις πέντε που συναπαρτίζουν το βιβλίο, έχει τον τίτλο NASA -ναι, πρόκειται για την αμερικανική υπηρεσία διαστήματος, που με το εγχείρημα Απόλλων έφερε τον άνθρωπο στη Σελήνη.
Οπότε, ο Γιαννούδης χρησιμοποιεί διαστημόπλοιο για τα ποιητικά ταξίδια του και μετακινείται πιθανώς με την ταχύτητα του φωτός, ανανεώνοντας θα λέγαμε την ενασχόληση των ποιητών με τα ουράνια.
Αυτή την πρώτη ενότητα ή ποιητική συλλογή, ο ίδιος ο Γιαννούδης τη χαρακτηρίζει “νεοφορμαλιστική” ποίηση, εντοπίζοντας και αποδεχόμενος την ιδιαιτερότητα της ποίησής του. Διότι, όπως θα προσέξατε έστω κι αν απλώς φυλλομετρήσατε το βιβλίο, ο Γιαννούδης εντάσσεται σε εκείνη την ευάριθμη αλλά διακριτή ομάδα ποιητών που ανανεώνουν την παράδοση χρησιμοποιώντας τον παραδοσιακό στίχο, τον ισόμετρο, τον έμμετρο -με μέτρο και με ρίμα δηλαδή· που αποφεύγουν, με άλλα λόγια, να συνταχθούν με την πλειονότητα η οποία, ήδη από τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες στράφηκε στον ελευθερωμένο και μετά στον ελεύθερο στίχο.
Πράγματι, ο ελεύθερος στίχος είχε φτάσει σε κυριαρχία σχεδόν μονολιθική στις δεκαετίες του 1970 και του 1980, τότε που ο ισόμετρος στίχος είχε περιοριστεί και ταυτιστεί με τα πρωτόλεια αρχαρίων, με τη σάτιρα ή με τους στίχους τραγουδιών, αφού μόνο εκεί εμφανιζόταν. Στη δεκαετία του 1990 άρχισε μια αντίρροπη κίνηση, με πρωτοπόρους την τριανδρία Λάγιου-Καψάλη-Κοροπούλη και με τον Νάσο Βαγενά βεβαίως, που συνεχίστηκε π.χ. με τον Γιώργο Κεντρωτή και τον Νίκο Παπαδόπουλο, για να φτάσουμε στους νεότερους, τον Κώστα Κουτσουρέλη, τη Σοφία Κολοτούρου, και τους νεότατους, που δύο βρίσκονται σήμερα εδώ, ο Θάνος Γιαννούδης και ο Ααρών Μνησιβιάδης. Ανέφερα κάποιους που καλλιεργούν συστηματικά τον ισόμετρο στίχο, επειδή, χάρη στις προσπάθειες των παραπάνω, δεν θεωρείται πια ντροπή να γράψει κάποιος ποίημα σε παραδοσιακά μέτρα κι έτσι όλο και περισσότεροι είναι οι ποιητές που περιστασιακά γράφουν σε έμμετρο.
Ταυτόχρονα είδαμε και την εκ νέου επίσκεψη στους παλιούς ποιητές του παραδοσιακού στίχου, με την κυκλοφορία ανθολογιών του μεσοπολέμου (π.χ. από τον Αναγνωστάκη), με τη σειρά “Εκ νέου” του Γαβριηλίδη, με τη δημοσίευση αθησαυριστων ποιημάτων και συγκεντρωτικών εκδόσεων του Φιλύρα, του Λαπαθιώτη, του Κοτζιούλα (σε κάποιες από αυτές τις προσπάθειες έχω συμμετάσχει κι εγώ) και, για να πάμε σε κάτι που αφορά πλατύτερο κοινό, με την ολοένα και συχνότερη μελοποίηση ποιητών του ισόμετρου στίχου, ποιητών από αυτούς που κακώς ονομάζουμε “ελάσσονες”. Ωστόσο, κάποιοι από αυτούς τους “ελάσσονες” του μεσοπολέμου αξιώνονται σήμερα ζηλευτή διάδοση του έργου τους, από εκδόσεις και πωλήσεις έως ανακοινώσεις σε συνέδρια, σαφώς μεγαλύτερη απ’ όσο μεταγενέστεροι ποιητές του ελεύθερου στίχου.
Παράγοντας που βοήθησε το κίνημα του ισόμετρου στίχου ήταν και το Διαδίκτυο, διότι προσφέρει λύση σ’ ένα πρόβλημα που ανέκαθεν ταλανίζει τους ποιητές ανεξαρτήτως τεχνοτροπίας: πώς να κάνουν το έργο τους να φτάσει σε περισσότερους δυνητικούς αναγνώστες. Το Διαδίκτυο προσφέρει όχι μόνο έναν αδάπανο τρόπο έκδοσης αλλά και, το σημαντικότερο, φέρνει σε επαφή ομοτέχνους ή ανθρώπους που μοιράζονται το ίδιο πάθος, την ίδια πετριά αν θέλετε.
Το αναφέρω αυτό επειδή μία από τις δραστηριότητες του Γιαννούδη είναι ότι συμμετέχει στη διαδικτυακή ποιητική ανθολογία “Νέοι ήχοι στο Παμπάλαιο νερό”, όπου ανθολογούνται ποιήματα γραμμένα σήμερα, σύγχρονη δηλαδή ελληνική ποίηση αλλά γραμμένη “σε αυστηρές φόρμες” σύμφωνα με τη διατύπωση που χρησιμοποιείται. Το Παμπάλαιο νερό έδωσε τη δυνατότητα να φανεί ο πλούτος και η ποικιλία των ισόμετρων ποιημάτων που γράφονται στις μέρες μας από ποιητές είτε αυτοί είναι θιασώτες του παραδοσιακού τρόπου είτε προσφεύγουν σ’ αυτόν περιστασιακά.
Βλέπετε πως ανάμεσα στους ποιητές του ισόμετρου στίχου υπάρχει αλληλεγγύη, ο ένας προωθεί το έργο του άλλου, και δεν είναι σπάνια τα συλλογικά εγχειρήματα, από την εποχή της τριανδρίας του Λάγιου ίσαμε την Τρίλιζα των Κολοτούρου-Γιαννούδη-Μνησιβιάδη. Αν και τίποτα δεν μπορεί να αντικαταστήσει εντελώς τα παλιά ποιητικά στέκια, το Διαδίκτυο ήδη παίζει το ρόλο ενός εικονικού Μπάγκειου, φέρνοντας σ’ επαφή ομοτέχνους από τις τέσσερις γωνιές του κόσμου, ή έστω της Ελλάδας, και μάλιστα χωρίς την κάπνα του πραγματικού.
Όμως παρασύρθηκα και ενώ είχα ξεκινήσει να μιλώ ειδικά για το βιβλίο του Γιαννούδη ξεστράτισα στα γενικότερα. Ας μεταφέρω πάλι τον φακό στα κοντινά. Είπαμε πιο πριν για την αλληλεπίδραση ψηφιακού και χάρτινου, εδω λοιπόν έχουμε μια ποιητική συλλογή με ποιήματα που είχαν δημοσιευτεί τα περισσότερα στο Διαδίκτυο, μια ποιητική συλλογή που είναι στην ουσία συσσωμάτωμα επιμέρους συλλογών, πέντε συλλογών για την ακρίβεια, και φτάνει στις 160 σελίδες, ενώ έχουμε συνηθίσει οι ποιητικές συλλογές που εκδίδονται να είναι μάλλον λιπόσαρκες.
Στην πρώτη επιμέρους συλλογή, τη NASA, αναφέρθηκα ήδη. Η δεύτερη, το Κιλκίς, έχει ποιήματα γραμμένα την περίοδο της στρατιωτικής θητείας του Γιαννούδη. Ακολουθεί η ποιητική σύνθεση “Το σχίσμα” (“από το ημερολόγιο του Μιχαήλ Κηρουλάριου” διευκρινίζει ο Γιαννούδης), ο κύκλος ποιημάτων “Ο Μωάμεθ στην Ευρώπη” και το βιβλίο κλείνει με την ενότητα “Αλυτρωτισμός” όπου ο Γιαννούδης φαντάζεται τι ακριβώς είπε ο αγιατολάχ Χομεϊνί όταν κάλεσε το 1989 τον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ να ασπαστεί το Ισλάμ.
Βλέπει λοιπόν κανείς καθαρά το εντυπωσιακό πλάτος της ματιάς του Γιαννούδη που, σε αντίθεση με τις προηγούμενες ποιητικές γενιές “του ιδιωτικού οράματος” έχει τολμηρή, εξωστρεφή θεματολογία χωρίς να βάζει χαλινάρι στον Πήγασό του.
Υπάρχει ένας κίνδυνος βέβαια σ’ αυτό και δεν νομίζω πως τον απόφυγε ολότελα ο Γιαννούδης. Με το να θέλει να μιλήσει για τα πάντα, διασπείρεται υπερβολικά η στόχευση του ποιητικού του λόγου και ο αναγνώστης πιθανώς να κατακλύζεται από την ποικιλία των εικόνων και να κουράζεται. Επίσης, κάποιες φορές, παρασυρμένος από τον ποιητικό του οίστρο ο Γιαννούδης, επεκτείνεται σε φλυαρία· παρά την εξαιρετική τεχνική αρτιότητα, κάποια ποιήματα θα κέρδιζαν αν ήταν συντομότερα.
Ξεκίνησα με αρνητικά, αλλά αυτά είναι τα μόνα (ενδεχόμενα) ψεγάδια σε μια εντυπωσιακή ποιητική κατάθεση. Δεν είμαι αμερόληπτος, διότι αγαπώ το μέτρο και τη ρίμα, αλλά η συλλογή του Γιαννούδη είναι πανδαισία.
Υπάρχει εντυπωσιακή ποικιλία στις φόρμες. Βρίσκει κανείς μπαλάντες, σονέτα, τερτσίνες, και, το αγαπημένο μου, τουλάχιστον δύο παντούμ. Παντούμ, μαλαισιανής προέλευσης είδος, είναι ποίημα στο οποίο ένας στίχος (ή δύο στίχοι) κάθε στροφής επαναλαμβάνεται στην επόμενη. Διάσημο είναι το “Παντούμ” του Γιώργου Σεφέρη (Τ’ αστέρια κρατούν έναν κόσμο δικό τους…) αλλά όπως έδειξε μια προσπάθεια ανθολόγησης που έγινε στο Παμπάλαιο νερό το 2009 τα παραδείγματα είναι δεκάδες. Επίσης, ο Γιαννούδης έχει ιδιαίτερη έμφαση στα εξάστιχα, με τους δυο τελευταίους στίχους συχνά να λειτουργούν αποφθεγματικά.
Το λεξιλόγιο του Γιαννούδη είναι πλούσιο αλλά δεν είναι εξεζητημένο. Ένα κακό ελάττωμα πολλών νέων ποιητών είναι ότι φαντάζονται πως τα ποιήματά τους πρέπει οπωσδήποτε να περιέχουν λέξεις λόγιες, αρχαίες, ακόμα και ομηρικές. Αυτή η επιλογή σπάνια δικαιώνεται, μια και η ποίηση στην ουσία της είναι απλότητα. Ο Γιαννούδης δεν πάσχει από τετοια λεξιθηρία, αλλ’ από την άλλη έχει την τόλμη να χρησιμοποιεί επίσης λέξεις πεζές και μοντέρνες σαν το βίντεο, την κασέτα ή το γιώτα χι (ΙΧ). Κι ενώ σε άλλων ποιητών τα ποιήματα βρίσκω κατά μέσο όρο μια δύσκολη λέξη σε κάθε ποίημα, στις 126 σελίδες της συλλογής του Γιαννούδη δεν βρήκα ούτε μία λέξη που θα δυσκόλευε έναν νέο, έστω έναν νέο με έφεση στο διάβασμα.
Αν αγαπάτε την ποίηση, το βιβλίο του Γιαννούδη θα το απολαύσετε. Κι επειδή όποιος διαβάζει ποίηση, γράφει και ποίηση, είναι μάλλον βέβαιο πως θα παρακινηθείτε κι εσείς να γράψετε ποιήματα. Εγώ τουλάχιστον το έπαθα αυτό -ύστερα από 2-3 μέρες με το βιβλίο έγραψα, ύστερα από πολύν καιρό, ένα δικό μου ποίημα· και όχι τυχαία, σε εξάστιχα.
Θα ακουστούν πολλά ποιήματα του Γιαννούδη σήμερα. Αν ήταν να διαλέξω να ακουστεί ένα, θα διάλεγα τον Πλούτωνα, από την πρώτη συλλογή του βιβλίου και από την ενότητα “Το ηλιακό σύστημα”. Με τις επαναλήψεις του παντούμ, αναδεικνύεται η μελαγχολία στις αναπάντητες ερωτήσεις και τις αμφιβολίες που βασανίζουν τον ερωτευμένο:

ΠΛΟΥΤΩΝΑΣ
Περσεφόνη, μ’ αγάπησες τάχα;Στις ανήλιες του Άδη γωνιέςμε τη σκέψη σου γέρνω μονάχακαι κοιτώ των ψυχών ερημιές.
Στις ανήλιες του Άδη γωνιέςδεν περνάνε οι έξι σου μήνεςκαι κοιτώ των ψυχών ερημιέςμες στα χάπια και τις δραμαμίνες.
Δεν περνάνε οι έξι σου μήνες-κι οι άλλοι έξι κρατούν τόσο δα!-μες στα χάπια και τις δραμαμίνες,σ’ ένα χάος να μού τραγουδά.
Κι οι άλλοι έξι κρατούν τόσο δαόσο σβήνει ο κομήτης σαν πέφτει,σ’ ένα χάος να μού τραγουδάγια το χρόνο, τον άκαρδο κλέφτη.
Όσο σβήνει ο κομήτης σαν πέφτειτ’ όνομά σου η καρδιά μου σφυρά-για το χρόνο, τον άκαρδο κλέφτηούτε λέξη, γλυκιά μου κυρά.
Τ’ όνομά σου η καρδιά μου σφυρά:”Των ματιών σου τα πέλαγα νά ‘χα!”-μα ούτε λέξη η γλυκιά μου κυρά-Περσεφόνη, μ’ αγάπησες τάχα;
https://sarantakos.wordpress.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Άννα Παναγιωτοπούλου: Το συγκινητικό «αντίο» του Μιχάλη Ρέππα στην ηθοποιό - «Γιατί η ζωή, ούτε ζυγίζεται, ούτε μετριέται»

  Άννα Παναγιωτοπούλου: Το συγκινητικό «αντίο» του Μιχάλη Ρέππα στην ηθοποιό - «Γιατί η ζωή, ούτε ζυγίζεται, ούτε μετριέται» Άννα Παναγιωτο...