Ο άνθρωπος που περνούσε μέσα απ’ τους τοίχους (διήγημα του Μαρσέλ Αιμέ)
Posted by sarant
Τις προάλλες που συζητούσαμε στα σχόλια αν η παριζιάνικη Montmartre αποδίδεται Μονμάρτη ή Μονμάρτρη στα ελληνικά, είχαμε κάνει λόγο και για δυο διηγήματα φαντασίας του Μαρσέλ Αιμέ. Θα παρουσιάσω σήμερα το ένα από αυτά, το «Ο άνθρωπος που περνούσε μέσα απ’ τους τοίχους». Μια φίλη του ιστολογίου, που έχει ζήσει στο Παρίσι, το είχε μεταφράσει τότε, και μου το έστειλε. Παρόλο που, όπως λέει, η μετάφρασή της είναι ερασιτεχνική, νομίζω ότι διαβάζεται πολύ καλά και ελάχιστα άλλαξα καθώς τη διάβαζα. Πάντως, το πρωτότυπο είναι εδώ.
Το διήγημα δημοσιεύτηκε σε περιοδικό το 1941 και εκδόθηκε σε βιβλίο το 1943. Τα ονόματα των δρόμων που αναφέρονται είναι υπαρκτά. Έχω βάλει κάποια λινκ. Ο Μαρσέλ Αιμέ έζησε πολλά χρόνια στη Μονμάρτη, ακριβώς στη λεωφόρο Ζινό για την οποία γίνεται λόγος στο διήγημα. Μάλιστα, υπάρχει και πλατεία στο όνομά του, στην οποία μπορεί κανείς να δει ένα γλυπτό εμπνευσμένο από το διήγημα που θα διαβάσετε -φωτογραφία στο τέλος.
Η αναφορά σε «εγγλέζικη εβδομάδα» εννοεί την πενθήμερη εβδομάδα εργασίας, που τότε ήταν ακόμη νεωτερισμός στη Γαλλία ενώ εφαρμοζόταν στην Αγγλία.
Περιμένω από τους ειδήμονες σε θέματα επιστημονικής φαντασίας να μας πουν αν το διήγημα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ΕΦ. Νομίζω όχι. Μάλλον χιουμοριστικό θα το πούμε ή φανταστικό διήγημα.
Μαρσέλ Αιμέ
Ο άνθρωπος που περνούσε μέσα απ’τους τοίχους
Ζούσε στη Μονμάρτη, στον τρίτο όροφο της οδού ντ’Ορσάπ 75Β ένας εξαιρετικός άνθρωπος με το όνομα Ντιτιγέλ, που είχε το μοναδικό χάρισμα να περνάει χωρίς πρόβλημα ανάμεσα απ’ τους τοίχους. Φορούσε γυαλιά, είχε μικρό μαύρο υπογένειο και ήταν τριτοβάθμιος υπάλληλος στο Υπουργείο Καταστίχων. Το χειμώνα πήγαινε στο γραφείο του με το λεωφορείο και την άνοιξη έκανε τη διαδρομή με τα πόδια φορώντας το μελόν καπέλο του.
Ο Ντιτιγέλ μόλις είχε πατήσει τα σαραντατρία, όταν του αποκαλύφτηκε η δύναμή του. Ένα βράδυ, μια σύντομη διακοπή ρεύματος τον βρήκε στο χωλ του μικρού εργένικου διαμερίσματός του. Περπάτησε για λίγο ψηλαφητά μες στα σκοτάδια και, όταν το ρεύμα επανήλθε, βρέθηκε στο πλατύσκαλο του τρίτου ορόφου. Καθώς η πόρτα του διαμερίσματος ήταν κλειδωμένη από μέσα, το συμβάν τον έβαλε σε σκέψεις και, παρά τις επιταγές της λογικής του, αποφάσισε να ξαναμπεί με τον τρόπο που είχε βγει, διασχίζοντας δηλαδή τον τοίχο. Αυτή η παράξενη ικανότητα, που καθώς φαίνεται δεν ήταν μέσα στις επιδιώξεις του, δεν έπαψε να τον ανησυχεί κάπως, και την επαύριο, Σάββατο, επωφελήθηκε από την «εγγλέζικη» εβδομάδα και πήγε να βρει ένα γιατρό της γειτονιάς, για να του εκθέσει την περίπτωσή του.
Κατάφερε να πείσει τον γιατρό ότι έλεγε αλήθεια, και αυτός, αφού τον εξέτασε, ανακάλυψε την αιτία του κακού σε μια ελικοειδή σκλήρυνση της στραγγαλιστικής παρειάς του θυρεοειδούς. Του συνέστησε εντατική υπερεργασία και την κατάποση σκόνης τετρασθενούς πυρετίου, ένα μείγμα ριζάλευρου και ορμόνης κενταύρου, δύο κάψουλες το χρόνο.
Ο Ντιτιγέλ, αφού κατέβασε την πρώτη κάψουλα, τακτοποίησε το φάρμακο σ’ένα συρτάρι και δεν το ξανασκέφτηκε. Όσο για την εντατική υπερεργασία, η ζωή του ως δημοσίου υπαλλήλου ήταν τόσο τακτική, που δεν συμβιβαζόταν με καμιά υπερβολή, και τις ελεύθερες ώρες του τις αφιέρωνε στο διάβασμα της εφημερίδας και στη συλλογή γραμματοσήμων -δραστηριότητες που και πάλι δεν τον υποχρέωναν σε αλόγιστη δαπάνη ενέργειας. Στο τέλος λοιπόν του χρόνου είχε διαφυλάξει στο ακέραιο την ικανότητά του αλλά δεν τη χρησιμοποιούσε ποτέ παρά μόνο από απροσεξία, καθώς η περιέργειά του για περιπέτειες ήταν μικρή και η φαντασία δύσκολα τον παράσερνε.
Ούτε που του περνούσε απ’ το μυαλό ότι μπορούσε να μπει στο σπίτι του μ’άλλο τρόπο, χωρίς να ανοίξει κανονικά την πόρτα. Ίσως να γερνούσε μέσα στη γαλήνη των συνηθειών του, χωρίς ποτέ να μπει στον πειρασμό να θέσει τα χαρίσματά του σε δοκιμασία, αν ένα ασυνήθιστο γεγονός δεν ερχόταν να ταράξει ξαφνικά την ύπαρξή του. Ο κ. Μουρόν, ο υποδιευθυντής του γραφείου του μετετέθη σε άλλη υπηρεσία και τον αντικατέστησε κάποιος κύριος Λεκιγιέ, τύπος λιγομίλητος με παχύ μουστάκι.
Από την πρώτη κιόλας μέρα , ο νέος προϊστάμενος είδε με πολύ κακό μάτι το λορνιόν και το μαύρο υπογένειο του Ντιτιγέλ. Έτσι συνήθιζε να τον μεταχειρίζεται σαν μια ενοχλητική και κάπως βρώμικη παλιατσαρία. Αλλά το σημαντικότερο, είχε την πρόθεση να εισαγάγει στην υπηρεσία του μεταρρυθμίσεις μεγάλης εμβέλειας, που ήταν ό,τι έπρεπε για να ταράξουν την ηρεμία του υφισταμένου του. Εδώ και είκοσι χρόνια ο Ντιτιγέλ άρχιζε τις επιστολές του με τον ακόλουθο τύπο: «Αναφερόμενος εις την με ημερομηνίαν τόσο τρέχοντος επιστολήν σας και, προς υπόμνησιν, εις την προηγουμένην ανταλλαγήν επιστολών, λαμβάνω την τιμήν να σας πληροφορήσω…» -τύπο τον οποίο ο Λεκιγέ θέλησε να αντικαταστήσει με έναν άλλο σε στυλ πιο αμερικάνικο: «Απαντώντας στο γράμμα σας της τόσο…, σας πληροφορώ…». Ο Ντιτιγέλ δεν μπόρεσε να προσαρμοστεί σ’αυτούς τους επιστολικούς τρόπους. Χωρίς να το θέλει επανερχόταν στο παραδοσιακό στυλ, με μια μηχανιστική εμμονή που έκανε την εχθρότητα του υποδιευθυντή να αυξάνεται. Η ατμόσφαιρα στο Υπουργείο Καταστίχων του φαινόταν σχεδόν βαριά. Το πρωί πήγαινε στη δουλειά ανήσυχος και το βράδυ στο κρεβάτι τού συνέβαινε αρκετά συχνά να βυθίζεται σε σκέψεις επι ένα ολόκληρο τέταρτο πριν να τον πάρει ο ύπνος.
Αποκαρδιωμένος απ’αυτή την οπισθοδρομική νοοτροπία, που έβαζε σε κίνδυνο τις μεταρρυθμίσεις του, ο κ. Λεκυγέ περιόρισε τον Ντιτιγέλ σ’ένα μισοσκότεινο δωματιάκι συνεχόμενο με το γραφείο του. Έμπαινε κανείς σ’αυτό από μια χαμηλή και στενή πόρτα που έβγαζε στο διάδρομο και έφερε ακόμη με κεφαλαία γράμματα την επιγραφή «αποθήκη». Ο Ντιτιγέλ δέχτηκε καρτερικά αυτόν τον χωρίς προηγούμενο εξευτελισμό αλλά στο σπίτι του, όταν διάβαζε στην εφημερίδα για κάποιο αιματηρό επεισόδιο, έπιανε τον εαυτό του να ονειρεύεται ότι το θύμα ήταν ο κ. Λεκιγέ.
Μια μέρα ο υποδιευθυντής εισέβαλε στο δωματιάκι επισείοντας του μια επιστολή και βάλθηκε να γκαρίζει: -Ξαναγράψτε μου αυτή την πατσαβούρα! Ξαναγράψτε μου αυτή την ακατονόμαστη πατσαβούρα που ατιμάζει την υπηρεσία μου!
Ο Ντιτιγέλ θέλησε να διαμαρτυρηθεί αλλά ο κ. Λεκιγέ με φωνή βροντώδη τον αντιμετώπισε σαν ένα τεμπέλη ρουτίνας και, πριν φύγει ,τσαλάκωσε το γράμμα και του το πέταξε στα μούτρα. Ο Ντιτιγέλ ήταν άνθρωπος μετριόφρων αλλά περήφανος. Όταν έμεινε μόνος στο γραφειάκι του ένιωσε να του ανεβαίνει λίγο η θερμοκρασία και ξαφνικά να τον αναστατώνει μια έμπνευση. Άφησε το κάθισμα και μπήκε μέσα στον τοίχο που χώριζε το γραφείο του με το γραφείο του υποδιευθυντή, αλλά μπήκε προσεχτικά έτσι, ώστε από την άλλη μεριά να βγαίνει μόνο το κεφάλι του. Ο Λεκιγέ καθόταν στο γραφείο του και μετακινούσε νευρικά ένα κόμμα στο κείμενο που ένας υπάλληλος του είχε υποβάλει για έγκριση, όταν άκουσε βήξιμο. Σηκώνοντας τα μάτια είχε μια υπερβολικά δυσάρεστη έκπληξη: το κεφάλι του Ντιτιγέλ κολλημένο στον τοίχο σαν κυνηγετικό τρόπαιο. Μόνο που αυτό το κεφάλι ήταν ζωντανό. Διαπερνώντας το λορνιόν, ένα βλέμμα όλο μίσος τον κάρφωνε. Και ακόμα καλύτερα, το κεφάλι άρχισε να μιλάει.
-Κύριε, είπε, είστε ένας αλήτης, ένας χοντράνθρωπος, ένας τσόγλανος.
Έντρομος, με το στόμα ανοιχτό, ο Λεκιγέ δεν μπορούσε να ξεκολλήσει τα μάτια απ’αυτή την οπτασία. Τελικά τραβήχτηκε απ’ την πολυθρόνα του, και αναπηδώντας στο διάδρομο έτρεξε ως το γραφειάκι. Ο Ντιτιγέλ με τον κονδυλοφόρο στο χέρι βρισκόταν στη συνηθισμένη του θέση σε στάση ηρεμίας και μόχθου. Ο υποδιευθυντής τον κοίταξε για πολλή ώρα και, αφού ψιθύρισε κάποιες κουβέντες, ξαναγύρισε στο γραφείο του. Μόλις όμως κάθισε, το κεφάλι ξαναεμφανίστηκε επάνω στον τοίχο.
-Κύριε, είστε ένας αλήτης, ένας χοντράνθρωπος, ένα τσόγλανος.
Κατά τη διάρκεια μόνο αυτής της μέρας το φοβερό κεφάλι εμφανίστηκε είκοσι τρεις φορές πάνω στον τοίχο και τις επόμενες μέρες με την ίδια συχνότητα. Ο Ντιτιγέλ, που απέκτησε στο μεταξύ μια κάποια άνεση σ’αυτό το παιχνίδι, δεν αρκούνταν πια στο να βρίζει τον υποδιευθυντή. Εκτόξευε σκοτεινές απειλές, φωνάζοντας για παράδειγμα με μια υπόκωφη φωνή που διακόπτονταν από γέλια στ’αλήθεια δαιμονικά:
-Λυκάνθρωπος! Λυκάνθρωπος! Μια τρίχα λύκου!(γέλιο) Πλανιέται μια ανατριχίλα που βγάζει τα κέρατα απ΄ όλες τις κουκουβάγιες!(γέλιο)
Ακούγοντάς τες ο καημένος ο υποδιευθυντής γινόταν όλο και πιο ωχρός, πνιγόταν όλο και περισσότερο, τα μαλλιά του του σηκώνονταν κάγκελο και στην πλάτη του κυλούσε φρικτός ιδρώτας επιθανάτιας αγωνίας. Την πρώτη μέρα αδυνάτισε μια λίβρα. Μέσα στη βδομάδα που ακολούθησε εκτός του ότι έλιωνε, απέκτησε τη συνήθεια να τρώει τη σούπα του με πηρούνι και να χαιρετάει στρατιωτικά τους αστυφύλακες. Στην αρχή της δεύτερης βδομάδας το Πρώτων βοηθειών τον πήγε σπίτι του και ύστερα τον μετέφερε στο νοσοκομείο.
Ο Ντιτιγέλ απαλλαγμένος απ’την τυραννία του κυρίου Λεκιγέ επανήλθε στους αγαπημένους του τύπους: «Αναφερόμενος …». Ωστόσο ήταν ανικανοποίητος. Κάτι τον πρόσταζε μέσα του, μια ανάγκη καινούρια, επιτακτική, που δεν ήταν άλλη από την ανάγκη να διαπερνάει τοίχους. Δίχως άλλο μπορούσε άνετα να το κάνει στο σπίτι του παραδείγματος χάριν, και το έκανε άλλωστε. Αλλά ο άνθρωπος που έχει λαμπρά χαρίσματα δεν μπορεί να ικανοποιηθεί για πολύ, όταν τα χρησιμοποιεί για πράγματα. μέτρια. Το να περνάει κανείς μέσα απ’τους τοίχους δεν συνιστά άλλωστε αυτοσκοπό αλλά το ξεκίνημα μιας περιπέτειας που επιζητεί μια συνέχεια, μια εξέλιξη και τελικά μια ανταμοιβή. Αυτό ο Ντιτιγέλ το κατάλαβε πολύ καλά. Ένιωθε μέσα του μια ανάγκη να διαχυθεί, μια αυξανόμενη επιθυμία πλήρωσης και ξεπεράσματος του εαυτού του και μια κάποια νοσταλγία σαν κάτι να τον καλούσε μέσα απ’τον τοίχο. Δυστυχώς του έλειπε ένας στόχος. Αναζήτησε την έμπνευσή του στην ανάγνωση της εφημερίδας, ιδίως στα πολιτικά και στα αθλητικά που του φαίνονταν αξιοσέβαστες δραστηριότητες, αλλά διαπιστώνοντας ότι δεν πρόσφεραν τελικά καμιά διέξοδο σ’όσους είχαν την ικανότητά του, στράφηκε στα ψιλά που αποδείχτηκαν πιο συναρπαστικά.
Η πρώτη διάρρηξη στην οποία επιδόθηκε ο Ντιτιγέλ έλαβε χώρα σε μια μεγάλη τράπεζα της δεξιάς όχθης. Αφού διέσχισε καμιά ντουζίνα τοίχους και χωρίσματα, διείσδυσε σε διάφορα χρηματοκιβώτια, γέμισε τις τσέπες του χαρτονομίσματα και πριν να αποχωρήσει, έβαλε με κόκκινη κιμωλία την υπογραφή του στην κλοπή, το ψευδώνυμο Λυκάνθρωπος, με μια μονοκοντυλιά που την επαύριο αναπαρήγαγαν όλες οι εφημερίδες.
Σε μια βδομάδα το όνομα Λυκάνθρωπος γνώρισε μια καταπληκτική δημοσιότητα. Η συμπάθεια του κοινού γι’αυτόν τον γοητευτικό διαρρήκτη, που τόσο όμορφα προκαλούσε την αστυνομία, ήταν ανεπιφύλακτη. Άφηνε τα σημάδια του κάθε βράδυ μ’ένα νέο κατόρθωμα είτε σε βάρος μιας τράπεζας είτε ενός κοσμηματοπωλείου είτε κάποιου πλούσιου ιδιώτη. Στο Παρίσι και στην επαρχία δεν υπήρχε γυναίκα έστω και λίγο ονειροπαρμένη που να μην έχει το διακαή πόθο να ανήκει ψυχή τε και σώματι στον τρομερό Λυκάνθρωπο. Μετά την κλοπή του περίφημου διαμαντιού του Μπουρντιγκαλά [η λατινική ονομασία του Μπορντό] και τη διάρρηξη της «Λαϊκής Πίστεως» που έγιναν την ίδια βδομάδα, ο ενθουσιασμός του πλήθους έφτασε στο παραλήρημα. Ο υπουργός Εσωτερικών υπέβαλε την παραίτησή του παρασύροντας στην πτώση του και τον υπουργό Καταστίχων. Ωστόσο ο Ντιτιγέλ, αν και ήταν πια ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους στο Παρίσι, βρισκόταν στο γραφείο πάντοτε στην ώρα του και έλεγαν ότι θα του δώσουν εύφημο μνεία. Το πρωί στο υπουργείο Καταστίχων ευχαριστιόταν να ακούει τα σχόλια των συναδέλφων του για τα κατορθώματά του της παραμονής.«Αυτός ο Λυκάνθρωπος, έλεγαν, είναι ένας φοβερός άνθρωπος, ένας υπεράνθρωπος, μια μεγαλοφυΐα.» Ο Ντιτιγέλ ακούγοντας τέτοιους επαίνους κοκκίνιζε από αιδημοσύνη και πίσω απ’το λορνιόν το βλέμμα του έλαμπε από συμπάθεια και ευγνωμοσύνη. Μια μέρα, αυτή η ατμόσφαιρα συμπάθειας τον έκανε να νιώσει τόση εμπιστοσύνη, που πίστεψε ότι δεν μπορούσε να φυλάξει για πολύ το μυστικό του. Με κάποια δόση συστολής κοίταξε τους συναδέλφους του μαζεμένους γύρω από μια εφημερίδα που αναφερόταν στη διάρρηξη της Τράπεζας της Γαλλίας και δήλωσε ταπεινά: «Ξέρετε, ο Λυκάνθρωπος είμαι εγώ.» Ένα γέλιο τρανταχτό και ασταμάτητο υποδέχτηκε την εκμυστήρευση του Ντιτιγέλ και του έδωσαν περιπαιχτικά το παρατσούκλι Λυκάνθρωπος. Το βράδυ την ώρα που άφηνε το υπουργείο, έγινε αντικείμενο ατέλειωτων αστεϊσμών εκ μέρους των συναδέλφων του και η ζωή του φαινόταν λιγότερο ωραία.
Mερικές μέρες αργότερα τον Λυκάνθρωπο τον τσίμπησε μια νυκτερινή περίπολος μέσα σ’ένα κοσμηματοπωλείο της οδού ντε λα Παι. Είχε βάλει την υπογραφή του πάνω στο ταμείο και είχε αρχίσει να τραγουδάει ένα συμποτικό τραγούδι σπάζοντας διάφορες βιτρίνες με τη βοήθεια μιας κύλικας από χρυσό μασίφ. Του ήταν εύκολο να χωθεί μέσα σ’ένα τοίχο και να ξεφύγει, όλα όμως μας κάνουν να πιστέψουμε ότι ήθελε να συλληφθεί και πιθανόν με μοναδικό σκοπό να καταπλήξει τους συναδέλφους του, που η δυσπιστία τους τον είχε ταπεινώσει. Πράγματι αυτοί έμειναν έκπληκτοι, όταν την άλλη μέρα οι εφημερίδες δημοσίευσαν τη φωτογραφία του Ντιτιγέλ στην πρώτη σελίδα. Το μετάνιωσαν πικρά που είχαν παραγνωρίσει το μεγαλοφυή συνάδελφο και, για να τον τιμήσουν, άφησαν μικρό υπογένειο. Μερικοί μάλιστα παρασυρμένοι από τύψεις ή θαυμασμό μπήκαν στον πειρασμό να βάλουν χέρι στο πορτοφόλι ή στο ρολόι της οικογένειας φίλων και γνωστών τους.
Αναμφίβολα μπορεί κανείς να οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι είναι δείγμα μεγάλης επιπολαιότητας, ανάξιας ενός εξαιρετικού ταλέντου, το να συλλαμβάνεσαι ηθελημένα για να καταπλήξεις κάποιους συναδέλφους. Η βούληση όμως ως φαινομενικό ελατήριο παίζει ασήμαντο ρόλο σε τέτοιου είδους προκαθορισμένες αποφάσεις. Παραιτούμενος ο Ντιτιγέλ από την ελευθερία, πίστευε ότι υποκύπτει σε μια αλαζονική επιθυμία εκδίκησης, ενώ στην πραγματικότητα υπάκουγε απλώς στο πεπρωμένο του. Ένας άνθρωπος που διαπερνάει τους τοίχους δεν μπορεί να έχει μια κάπως προχωρημένη σταδιοδρομία, αν δεν έχει δοκιμάσει, έστω μια φορά, τη φυλακή. Όταν ο Ντιτιγέλ μπήκε στις φυλακές υψίστης ασφαλείας της Σαντέ, είχε την εντύπωση ότι ήταν ο χαϊδεμένος της τύχης. Το πάχος των τοίχων ήταν γι’αυτόν αληθινό δώρο. Την επαύριο κιόλας της φυλάκισής του οι φύλακες ανακάλυψαν με έκπληξη ότι ο φυλακισμένος είχε καρφώσει ένα καρφί σ’ ένα τοίχο του κελιού του και είχε κρεμάσει ένα χρυσό ρολόι που ανήκε στο διευθυντή των φυλακών. Δεν μπόρεσε ή δεν θέλησε να αποκαλύψει πώς βρέθηκε το αντικείμενο στην κατοχή του. Το ρολόι επιστράφηκε στον ιδιοκτήτη του και την άλλη μέρα ξαναβρέθηκε στο προσκέφαλο του Λυκάνθρωπου μαζί με τον πρώτο τόμο των «Τριών σωματοφυλάκων» που τον είχε δανειστεί από τη βιβλιοθήκη του διευθυντή. Το προσωπικό των φυλακών ήταν στο πόδι. Εκτός αυτού οι φύλακες παραπονιούνταν ότι δέχονταν κλωτσιές στα οπίσθια που δεν μπορούσαν να εξηγήσουν την προέλευσή τους. Φαινόταν ότι οι τοίχοι δεν είχαν πια αυτιά αλλά πόδια. Ο Λυκάνθρωπος ήταν ήδη μια βδομάδα κρατούμενος, όταν ο διευθυντής μπαίνοντας το πρωί στο γραφείο του βρήκε πάνω στο τραπέζι του το ακόλουθο γράμμα:
«Κύριε διευθυντά. Αναφερόμενος στη συνομιλία μας της δεκάτης εβδόμης τρέχοντος και στις εγκυκλίους σας της δεκάτης πέμπτης Μαΐου του προηγουμένου έτους, λαμβάνω την τιμήν να σας γνωστοποιήσω ότι μόλις τελείωσα την ανάγνωση του δευτέρου τόμου των «Τριών σωματοφυλάκων» και σκοπεύω να δραπετεύσω αυτή τη νύχτα μεταξύ ενδεκάτης και εικοσιπέντε και ενδεκάτης και τριάντα. Σας παρακαλώ να δεχτείτε, κύριε Διευθυντά, την έκφραση του βαθυτάτου σεβασμού μου. Λυκάνθρωπος.»
Παρά τη στενή επιτήρηση ο Ντιτιγέλ δραπέτευσε στις εντεκάμισι η ώρα. Το νέο, μόλις μαθεύτηκε την άλλη μέρα, ξεσήκωσε παντού τεράστιο ενθουσιασμό. Ο Ντιτιγέλ ωστόσο, αφού πραγματοποίησε μια ακόμα διάρρηξη που του πρόσφερε το άκρον άωτο της δημοτικότητας, δεν πολυνοιαζόταν να κρυφτεί και κυκλοφορούσε στη Μονμάρτη χωρίς καμιά προφύλαξη. Τρεις μέρες μετά τη δραπέτευση συνελήφθη στην οδό Κολενκούρ στο «Καφέ του ονείρου», λίγο μετά το μεσημέρι ,ενώ έπινε με φίλους άσπρο κρασί.
Τον οδήγησαν στις ίδιες φυλακές και τον τριπλομαντάλωσαν σ’ένα σκιερό μπουντρούμι αλλά το ίδιο κιόλας βράδυ ο Λυκάνθρωπος διέφυγε και πήγε να πλαγιάσει στο διαμέρισμα του διευθυντή, στο δωμάτιο των ξένων. Το άλλο πρωί κατά τις εννιά χτύπησε για να του φέρει η καμαριέρα το πρωινό του και άφησε τους φύλακες να τον μαζέψουν απ’ το κρεβάτι χωρίς αντίσταση. Σοκαρισμένος ο διευθυντής τοποθέτησε ένα φρουρό στην πόρτα του μπουντρουμιού και διέταξε να του δίνουν μόνο ξερό ψωμί. Κατά το μεσημέρι ο φυλακισμένος γευμάτισε στο γειτονικό εστιατόριο και αφού ήπιε τον καφέ του, τηλεφώνησε στον διευθυντή.
-Εμπρός! Κύριε διευθυντά, είμαι αναστατωμένος. Πριν από λίγο ,τη στιγμή που έβγαινα, ξέχασα να πάρω το πορτοφόλι σας και έτσι στο εστιατόριο βρίσκομαι σε δύσκολη θέση. Αν έχετε την καλοσύνη, στείλτε κάποιον να τακτοποιήσει το λογαριασμό.
Ο διευθυντής έτρεξε αυτοπροσώπως και έφτασε μέχρι του σημείου να προφέρει απειλές και βρισιές. Ο Ντιτιγέλ που ένιωσε να θίγεται η περηφάνια του, δραπέτευσε την επόμενη νύχτα με σκοπό να μην ξαναγυρίσει. Αυτή τη φορά ξύρισε για προφύλαξη το υπογένειο και αντικατέστησε το λορνιόν με γυαλιά από ταρταρούγα. Ένα αθλητικό κασκέτο και ένα κουστούμι καρώ με παντελόνι γκολφ ολοκλήρωσαν την αλλαγή του. Εγκαταστάθηκε σ’ ένα μικρό διαμέρισμα της λεωφόρου Ζινό, όπου είχε ήδη μεταφέρει πριν από την πρώτη σύλληψή του ένα μέρος από τα πράγματά του και τα αντικείμενα που αγαπούσε περισσότερο. Ο θόρυβος γύρω απ’το όνομά του είχε αρχίσει να τον κουράζει και από τότε που έμεινε στη φυλακή το να διαπερνά τους τοίχους τον άφηνε παγερά αδιάφορο. Και οι πιο χονδροί και οι πιο επιβλητικοί τοίχοι του φαίνονταν τώρα απλά παραβάν και ονειρευόταν να χωθεί στην καρδιά κάποιας ογκώδους πυραμίδας. Κι ενώ το σχέδιο για ένα ταξίδι στην Αίγυπτο ωρίμαζε μες στο μυαλό του, έκανε μια πολύ ήσυχη ζωή, μοιράζοντας το χρόνο του ανάμεσα στη συλλογή γραμματοσήμων, το σινεμά και σε μακριούς περιπάτους στη Μονμάρτη. Η μεταμόρφωσή του ήταν τόσο πλήρης, που, αγένειος και με γυαλιά ταρταρούγας, περνούσε δίπλα απ’τους καλύτερους φίλους του, χωρίς να τον αναγνωρίζουν. Μόνο ο ζωγράφος Ζεν Πωλ [πρόκειται για υπαρκτό πρόσωπο], που δεν του διέφευγε κι η παραμικρή αλλαγή στη φυσιογνωμία ενός παλιού κατοίκου της γειτονιάς, αναγνώρισε τελικά την αληθινή του ταυτότητα. Ένα πρωί που βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με τον Ντιτιγέλ στη γωνία της οδού Αμπρεβουάρ δεν μπόρεσε να κρατηθεί και του είπε σε βαριά αργκό:
-Τι βλέπω; Έβαλες τα ζιγκολίστικα για να την κάνεις στη μπατσαρία –που στην κοινή γλώσσα σημαίνει περίπου: «Βλέπω ότι μεταμφιέστηκες σε κομψευόμενο για να μπερδέψεις τους επιθεωρητές της Ασφάλειας».
-Α, μουρμούρισε ο Ντιτιγέλ, με αναγνώρισες!
Αναστατώθηκε και αποφάσισε να επισπεύσει το ταξίδι του για την Αίγυπτο. Το απόγευμα όμως της ίδιας μέρας ερωτεύθηκε μια ξανθιά καλλονή, που συνάντησε στην οδό Λεπίκ δύο φορές με διαφορά ενός τετάρτου. Ξέχασε αμέσως και τη συλλογή του και την Αίγυπτο και τις πυραμίδες. Από τη μεριά της η ξανθιά τον κοίταξε με πολύ ενδιαφέρον. Δεν υπάρχει τίποτα που να εξάπτει τόσο πολύ τη φαντασία των σημερινών γυναικών όσο τα παντελόνια γκολφ και ένα ζευγάρι γυαλιά από ταρταρούγα. Τους μυρίζουν κινηματογραφιστή και τις κάνει να ονειρεύονται δεξιώσεις και χολυγουντιανές νύχτες. Δυστυχώς, η κούκλα -ο Ντιτιγέλ πήρε πληροφορίες απ’ τον Ζεν Πωλ- ήταν παντρεμένη με έναν άξεστο ζηλιάρη. Αυτός ο καχύποπτος σύζυγος, που κατά τα άλλα ήταν πολύ αλανιάρης, την άφηνε μόνη της πάντα την ίδια ώρα, από τις δέκα το βράδυ ως τις τέσσερις το πρωί, αλλά πριν βγει, έπαιρνε τις προφυλάξεις του: τη διπλομαντάλωνε στην κάμαρά της και έκλεινε τα παραθυρόφυλλα με λουκέτο. Κατά τη διάρκεια της ημέρας την επιτηρούσε στενά, έφτανε μάλιστα στο σημείο να την παρακολουθεί στους δρόμους της Μονμάρτης.
-Συνέχεια στο αλληθώρισμα, να πούμε. Η χοντρανθρωπιά του κακούργου δεν σηκώνει το χώσιμο στη ρεζεντά του.
Η προειδοποίηση όμως αυτή του Ζεν Πωλ το μόνο που πέτυχε ήταν να ερεθίσει τον Ντιτιγέλ. Την άλλη μέρα που διασταυρώθηκε με την νεαρή γυναίκα στην οδό Τολοζέ, τόλμησε να την ακολουθήσει ως μέσα στο γαλατάδικο και, ενώ εκείνη περίμενε τη σειρά της, της είπε ότι την αγαπούσε ευλαβώς, ότι τα ήξερε όλα, για τον κακό σύζυγο, την κλειδωμένη πόρτα και τα παραθυλόφυλλα, αλλά παρ’ όλα αυτά ότι το ίδιο κιόλας βράδυ θα ήταν στο δωμάτιό της. Η ξανθιά κοκκίνισε, το δοχείο με το γάλα έτρεμε στο χέρι της και με μάτια υγρά από τρυφερότητα έβγαλε έναν μικρό αναστεναγμό: «Αλίμονο, κύριε. Είναι αδύνατο».
Το βράδυ αυτής της λαμπρής μέρας, γύρω στις δέκα, ο Ντιτιγέλ παραφύλαγε στην οδό Νορβέν και πρόσεχε ένα γερό μαντρότοιχο πίσω απ’τον οποίο βρισκόταν ένα σπιτάκι του οποίου διέκρινε μόνο τον ανεμοδείχτη και την καμινάδα. Μια πόρτα άνοιξε σ’ αυτό τον μαντρότοιχο και ένας άντρας, αφού την κλείδωσε επιμελώς , κατηφόρισε προς τη λεωφόρο Ζινό. Ο Ντιτιγέλ περίμενε μέχρι που τον είδε να εξαφανίζεται πολύ μακριά στη στροφή της κατηφόρας και ύστερα μέτρησε ως το δέκα. Τότε όρμησε, μπήκε μέσα στον τοίχο με βήμα γοργό και διασχίζοντας γρήγορα τα εμπόδια, μπήκε στην κάμαρα της ωραίας έγκλειστης. Τον υποδέχτηκε με μέθη και αγαπήθηκαν μέχρι περασμένες μία.
Την άλλη μέρα ο Ντιτιγέλ είχε την ατυχία να υποφέρει από ισχυρούς πονοκεφάλους. Το πράγμα ήταν άνευ σημασίας και δεν θα έχανε γι’αυτό το ραντεβού του. Ωστόσο μια και κατά τύχη είχε ανακαλύψει κάτι κάψουλες σκορπισμένες στο βάθος ενός συρταριού, κατάπιε μία το πρωί και μία το απόγευμα. Το βράδυ ο πονοκέφαλος ήταν ανεκτός και η έξαρση τον έκανε να τον ξεχάσει. Η νεαρή γυναίκα τον περίμενε μ’όλη την ανυπομονησία που είχε δημιουργηθεί μέσα της από την ανάμνηση της προηγούμενης βραδιάς. Αυτό το βράδυ αγαπήθηκαν ως τις τρεις το πρωί. Φεύγοντας ο Ντιτιγέλ και, καθώς διέσχιζε τα χωρίσματα και τους τοίχους του σπιτιού, ένιωσε ένα ασυνήθιστο ξύσιμο στα λαγόνια και στους ώμους. Πίστεψε όμως ότι δεν χρειαζόταν να του δώσει σημασία. Άλλωστε μόνο όταν χώθηκε στον μαντρότοιχο, είχε καθαρά την αίσθηση μιας αντίστασης. Του φάνηκε ότι κινείται μέσα σε μια ύλη ακόμη ρευστή που έπηζε όμως και στερεοποιούνταν σε κάθε του προσπάθεια. Έχοντας χωθεί ολόκληρος μέσα στο πάχος του τοίχου, διαπίστωσε ότι δεν προχωρούσε πια και θυμήθηκε με τρόμο τις δύο κάψουλες που είχε πάρει μέσα στη μέρα. Αυτές οι κάψουλες που τις είχε περάσει για ασπιρίνες περιείχαν στην πραγματικότητα τη σκόνη τετρασθενούς πυρετίου που του είχε γράψει ο γιατρός την περασμένη χρονιά. Η ενέργεια του φαρμάκου, καθώς προστέθηκε και η υπερεργασία, εκδηλώθηκε ξαφνικά.
Ο Ντιτιγέλ βρισκόταν πετρωμένος στο εσωτερικό του τοίχου. Εκεί βρίσκεται ακόμη ενσωματωμένος στην πέτρα. Οι ξενύχτηδες που κατηφορίζουν την οδό Νορβέν την ώρα που η βουή του Παρισιού κοπάζει ακούν μια φωνή υπόκωφη, σαν να έρχεται απ’το υπερπέραν, και την περνούν για το παράπονο του ανέμου που φυσάει στα σταυροδρόμια του λοφίσκου. Είναι ο Λυκάνθρωπος Ντιτιγέλ που θρηνεί το τέλος της ένδοξης σταδιοδρομίας του και νοσταλγεί τους τόσο σύντομους έρωτές του. Κάποιες χειμωνιάτικες νύχτες ο ζωγράφος Ζεν Πωλ ξεκρεμάει την κιθάρα του και διακινδυνεύει να ταράξει την απόλυτη σιγή της οδού Νορβέν, για να παρηγορήσει μ’ένα τραγούδι τον φτωχό φυλακισμένο. Κι οι νότες πετώντας απ’ τα κοκαλωμένα δάχτυλά του μπαίνουν στην καρδιά της πέτρας σαν μια σταλιά φεγγαρόφωτο.
1941
https://sarantakos.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου