Τόλης Νικηφόρου: Οι άταφοι (IV
είδωλα
στης πεθυμιάς το κάτοπτρο
η λύση και η λύτρωση
τέλος η πολιτεία δεν έχει
στης πεθυμιάς το κάτοπτρο
η λύση και η λύτρωση
τέλος η πολιτεία δεν έχει
να ετοιμαστούμε τώρα πρέπει
αντίο
αδίσταχτα να αρθρώσουμε
τις φλέβες των παλαμαριών
χέρι ασυγκίνητο
σκόρπιες
να υγραίνονται θ’ αφήσει
αντίο
αδίσταχτα να αρθρώσουμε
τις φλέβες των παλαμαριών
χέρι ασυγκίνητο
σκόρπιες
να υγραίνονται θ’ αφήσει
ίχνη αγάπης
θα ψηλαφίσω μέσα μου
όντας το κλάμα αδύνατο
των φωτεινών επιγραφών
τα δάκρυα θα μαζέψω
τις νύχτες που βρέχει
στα έρημα σοκάκια θα πλανηθώ
δίχως πουκάμισο
και χίμαιρες
κατάμονος και ταπεινός
ποτάμια να οργώσουν το στήθος μου
με το πικρό μαστίγιο του άνεμου
εξαγνισμένος την αυγή
να κινήσω για σένα
θα ψηλαφίσω μέσα μου
όντας το κλάμα αδύνατο
των φωτεινών επιγραφών
τα δάκρυα θα μαζέψω
τις νύχτες που βρέχει
στα έρημα σοκάκια θα πλανηθώ
δίχως πουκάμισο
και χίμαιρες
κατάμονος και ταπεινός
ποτάμια να οργώσουν το στήθος μου
με το πικρό μαστίγιο του άνεμου
εξαγνισμένος την αυγή
να κινήσω για σένα
είναι καιρός που ανέλπιδα σε αποζητώ
κι απόψε
με κεραύνωσε το όραμα της αγάπης σου
και μέθυσα
κι απόψε
με κεραύνωσε το όραμα της αγάπης σου
και μέθυσα
πασίχαρη η γη
απ’ το χαμένο ορίζοντα της παραλίας
διάφανο πρόσωπο
στραμμένο στ’ αργά βήματά μου
δειλή προσδοκία
γραμμένη στο μέτωπο
μαλλιά λουσμένα
στα πάμφωτα πέλαγα των ματιών σου
της χτεσινής οδύνης τέλος
απ’ το χαμένο ορίζοντα της παραλίας
διάφανο πρόσωπο
στραμμένο στ’ αργά βήματά μου
δειλή προσδοκία
γραμμένη στο μέτωπο
μαλλιά λουσμένα
στα πάμφωτα πέλαγα των ματιών σου
της χτεσινής οδύνης τέλος
τα χέρια θ’ αγγίσουμε
οι τελευταίοι ζωντανοί
οι τελευταίοι φυγάδες
οι τελευταίοι λεύτεροι
την ψυχή μας
θα ξαναβρούμε
οι τελευταίοι ζωντανοί
οι τελευταίοι φυγάδες
οι τελευταίοι λεύτεροι
την ψυχή μας
θα ξαναβρούμε
ποια γαλάζια σημαία ονείρου
φτεροκοπάει στη σκέψη μας
ποια ελπίδα
ποιες πασχαλιές λησμονημένες
ανθίσανε πέρα απ’ τη θάλασσα και μυρώσανε
και στην άκρη μάς καλούν του κόσμου;
φτεροκοπάει στη σκέψη μας
ποια ελπίδα
ποιες πασχαλιές λησμονημένες
ανθίσανε πέρα απ’ τη θάλασσα και μυρώσανε
και στην άκρη μάς καλούν του κόσμου;
ένα σιδερένιο καράβι
στην πλατεία μάς περιμένει
καρφωμένο
με λεπρούς ναύτες χωρίς μάτια
αμίλητοι θα ταξιδέψουμε
η ζωή μας θα γλιστράει δίπλα
αφήνοντας την ψευδαίστηση της κίνησης
στην πλατεία μάς περιμένει
καρφωμένο
με λεπρούς ναύτες χωρίς μάτια
αμίλητοι θα ταξιδέψουμε
η ζωή μας θα γλιστράει δίπλα
αφήνοντας την ψευδαίστηση της κίνησης
Από τη συλλογή Οι άταφοι (1966) του Τόλη Νικηφόρου
https://thepoetsiloved.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου