Τόλης Νικηφόρου: Οι άταφοι (II)
πορεύομαι στον πήλινο κόσμο
απ’ την καρδιά στους δρόμους χελιδόνια
κάθε μου βήμα της ζωής τους τέλος
πορεύομαι σε αστραφτερούς καθρέφτες
που κίβδηλα προβάλλουν είδωλα
πίσω από κάτασπρες κουρτίνες
πορεύομαι σε πανοπλίες ατσάλινες
σπαθιά στο πρόσωπο χαράζουν
τα σημάδια των γκρίζων ανθρώπων
απ’ την καρδιά στους δρόμους χελιδόνια
κάθε μου βήμα της ζωής τους τέλος
πορεύομαι σε αστραφτερούς καθρέφτες
που κίβδηλα προβάλλουν είδωλα
πίσω από κάτασπρες κουρτίνες
πορεύομαι σε πανοπλίες ατσάλινες
σπαθιά στο πρόσωπο χαράζουν
τα σημάδια των γκρίζων ανθρώπων
πήρα τις πλατιές λεωφόρους
κάτω από στύλων θαμπές αγχόνες
έκκληση αναπόκριτη
κίνησα με της πολιτείας το λήθαργο
κατάντικρυ στ’ άδειο φεγγάρι
περιδίνηση άμετρη
απώλειας αίστηση πριν την απόχτηση
όραση σκορπισμένη στο γυαλί
βγήκα στους δρόμους που δεν οδηγούν
το χτες
το σήμερα
το αύριο
διαχωρισμούς κουτούς ν’ αναζητήσω
κάτω από στύλων θαμπές αγχόνες
έκκληση αναπόκριτη
κίνησα με της πολιτείας το λήθαργο
κατάντικρυ στ’ άδειο φεγγάρι
περιδίνηση άμετρη
απώλειας αίστηση πριν την απόχτηση
όραση σκορπισμένη στο γυαλί
βγήκα στους δρόμους που δεν οδηγούν
το χτες
το σήμερα
το αύριο
διαχωρισμούς κουτούς ν’ αναζητήσω
μίλησα
και τα λόγια μου
στων μεγαφώνων τις κραυγές
παραμορφώθηκαν
άγγιξε
η λαμαρίνα
η λάσπη
η σάρκα
αντίγραφα
και τα λόγια μου
στων μεγαφώνων τις κραυγές
παραμορφώθηκαν
άγγιξε
η λαμαρίνα
η λάσπη
η σάρκα
αντίγραφα
στα τραπεζάκια
της ανανέωσης ξεψύχησε η προσπάθεια
στην αγωνία του σπέρματος
τα χνώτα της αγάπης σβήσαν
όνειρα
στο μπετόν
συνθέτουν τα όριά τους
πόθοι χαρταετοί
πλανεύουνε
και πίσω μένουν
ενώ παράλογα η ζωή
δεν προχωρεί
της ανανέωσης ξεψύχησε η προσπάθεια
στην αγωνία του σπέρματος
τα χνώτα της αγάπης σβήσαν
όνειρα
στο μπετόν
συνθέτουν τα όριά τους
πόθοι χαρταετοί
πλανεύουνε
και πίσω μένουν
ενώ παράλογα η ζωή
δεν προχωρεί
σκαρφάλωσα στα τείχη
μέσα κι απέξω δρόμοι
καρατομημένοι
μέσα κι απέξω δρόμοι
καρατομημένοι
τους φίλους μου αποζήτησα
ονόματα της νιότης
φύγαν μαζί της
ναυάγησε η φαντασία τους
για μια στολή
μια υπόληψη
και δυο δεκάρες
ονόματα της νιότης
φύγαν μαζί της
ναυάγησε η φαντασία τους
για μια στολή
μια υπόληψη
και δυο δεκάρες
συνάντησα της πολιτείας την επανάσταση
νιότη που ευνουχίστηκε
με χορούς
ντυσίματα
κρυφές φοβέρες κι αμοιβές
νιότη που ευνουχίστηκε
με χορούς
ντυσίματα
κρυφές φοβέρες κι αμοιβές
όσοι ασυμβίβαστοι
στις βίγλες άφιξη
μέρα και νύχτα άγρυπνοι περίμεναν
σαπίσανε
με χειροπέδες στο τσιμέντο μπρούμυτα
όσοι τολμήσανε
πήξανε πια τα αίματα
και σαν λαδομπογιές φαντάζουν
άψυχο κρέμεται στο παραπέτο το κεφάλι
άλλων η μέση τσακισμένη
όσοι την άνοιξη πιστέψαν
λεπτοδείχτες
σ’ άξονα ρολογιού σπασμένο
στις βίγλες άφιξη
μέρα και νύχτα άγρυπνοι περίμεναν
σαπίσανε
με χειροπέδες στο τσιμέντο μπρούμυτα
όσοι τολμήσανε
πήξανε πια τα αίματα
και σαν λαδομπογιές φαντάζουν
άψυχο κρέμεται στο παραπέτο το κεφάλι
άλλων η μέση τσακισμένη
όσοι την άνοιξη πιστέψαν
λεπτοδείχτες
σ’ άξονα ρολογιού σπασμένο
Γενναίοι δεν υπάρχουν πια
στης αγωνίας το μήκος
ό,τι ποτέ κι αν τραγουδήθηκε
παράφωνα αντήχησε
τόπο εδώ δεν έχουν τα τραγούδια
της ποίησης τα σύμβολα
άοσμο κουνουπίδι
και καρκίνος
ό,τι ποτέ κι αν τραγουδήθηκε
παράφωνα αντήχησε
τόπο εδώ δεν έχουν τα τραγούδια
της ποίησης τα σύμβολα
άοσμο κουνουπίδι
και καρκίνος
διάπυρο φουγάρο
απ’ της φωτιάς την προσμονή
πού να στεγάσω
τις κρήνες που στάζουν
ρόγχο μακρόσυρτο;
απ’ της φωτιάς την προσμονή
πού να στεγάσω
τις κρήνες που στάζουν
ρόγχο μακρόσυρτο;
όμως να κλείσει ο κύκλος πρέπει
να βρουν οι τύποι εκπλήρωση
ν’ αποδιωχτεί η συναίστηση
με απολαύσεις
μα η πολιτεία είναι νεκρή
με καθαρό πουκάμισο
γραβάτα
κι όπως η γέψη έντονη
οι φωταψίες
οι κραυγές
τα κύμβαλα
τα βροντερά πυροτεχνήματα
δε ξεγελούν
να βρουν οι τύποι εκπλήρωση
ν’ αποδιωχτεί η συναίστηση
με απολαύσεις
μα η πολιτεία είναι νεκρή
με καθαρό πουκάμισο
γραβάτα
κι όπως η γέψη έντονη
οι φωταψίες
οι κραυγές
τα κύμβαλα
τα βροντερά πυροτεχνήματα
δε ξεγελούν
Από τη συλλογή Οι άταφοι (1966) του Τόλη Νικηφόρου
https://thepoetsiloved.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου