Κυριακή των Βαΐων:
Μια είσοδος, μία έξοδος
Σάββατο της Αναστάσεως του Λαζάρου, σαν απόψε..
Τότε που ο Χριστός ακούγοντας τις παρακλήσεις της οικογένειας του Λάζαρου, έσπευσε και τον ανέστησε εκ των νεκρών..
Κυριακή των Βαΐων, σαν την Κυριακή που μας ξημερώνει σε λίγο…
Η εορτή στην μνήμη της θριαμβικής εισόδου του Χριστού στα Ιεροσόλυμα..
Με βάγια από φοινικιές έστρωναν τότε οι Οβραίοι τους δρόμους απ΄ όπου ο Χριστός περνούσε, για να τον τιμήσουν, μετά να τον δικάσουν και να τον σταυρώσουν πιο μετά ..
Έτσι, τιμώνται οι δυο αυτές εορτές κατά την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία, το Σάββατο και την Κυριακή πριν την είσοδο της Μεγάλης Εβδομάδας των Παθών και την Ανάσταση
1826 μετά Χριστόν: Σάββατο, σαν απόψε, στην εορτή της μνήμης της νεκρανάστασης του Λαζάρου στο Μεσολόγγι, το αποκλεισμένο από τις ορδές των Τούρκων, Τουρκαλβανών και Αιγυπτίων των στρατηγών Οθωμανών Κιουταχή Πασά και Βελή Ιμπραήμ Πασά, οι Μεσολογγίτες γνώριζαν ότι οι προσευχές τους για την σωτηρία τους σε Θεό και ανθρώπους δεν είχαν εισακουστεί.
Τούτη την βραδιά του θαύματος του παλιού, οι Μεσολογγίτες μεταλάμβαναν των Αχράντων μυστηρίων εν όψει της σφαγής τους που ήξεραν καλά ότι θα γινόταν την επόμενη μέρα στην αυγή της Κυριακής των Βαΐων, τότε που είχαν αποφασίσει την έξοδό τους..Όπως και έγινε. Για την ανάστασή τους, ήξεραν, δεν ήξεραν, αν θα γενεί και πότε…
Κι έγραψε κείνον τον Απρίλη του 1826, ο ποιητής μας, ο Διονύσιος ο Σολωμός, από απέναντι στον νησί του Τζάντε όπου ήταν κι έβλεπε στο λιμασμένο και μπαρουτοκαπνισμένο Μεσολόγγι:
“Τότες ἐταραχτήκανε τὰ σωθικά μου, καὶ ἔλεγα πὼς ἦρθε ὥρα νὰ ξεψυχήσω· κ᾿ εὑρέθηκα σὲ σκοτεινὸ τόπο καὶ βροντερό, ποὺ ἐσκιρτοῦσε σὰν κλωνὶ στάρι ῾ς τὸ μύλο ποὺ ἀλέθει ὀγλήγορα, ὡσὰν τὸ χόχλο ῾ς τὸ νερὸ ποὺ ἀναβράζει᾿ ἐτότες ἐκατάλαβα πὼς ἐκεῖνο ἤτανε τὸ Μεσολόγγι· ἀλλὰ δὲν ἔβλεπα μήτε τὸ κάστρο, μήτε τὸ στρατόπεδο, μήτε τὴ λίμνη, μήτε τὴ θάλασσα, μήτε τὴ γῆ ποὺ ἐπάτουνα, μήτε τὸν οὐρανό᾿ ἐκατασκέπαζε ὅλα τὰ πάντα μαυρίλα καὶ πίσσα, γιομάτη λάμψι, βροντή, καὶ ἀστροπελέκι· καὶ ὕψωσα τὰ χέρια μου καὶ τὰ μάτια μου νὰ κάνω δέηση, καὶ ἰδοὺ μές᾿ ῾ς τὴν καπνίλα μία μεγάλη γυναίκα μὲ φόρεμα μαῦρο σὰν τοῦ λαγοῦ τὸ αἷμα, ὅπου ἡ σπίθα ἔγγιζε κ᾿ ἐσβενότουνε· καὶ μὲ φωνή, ποὺ μοῦ ἐφαίνονταν πὼς νικάει τὴν ταραχὴ τοῦ πολέμου, ἄρχισε·
«Τὸ χάραμα ἐπῆρα
Τοῦ Ἥλιου τὸ δρόμο,
Κρεμώντας τὴ λύρα
Τὴ δίκαιη ῾ς τὸν ὦμο,
Κι᾿ ἀπ᾿ ὅπου χαράζει
Ὡς ὅπου βυθᾶ,
Τοῦ Ἥλιου τὸ δρόμο,
Κρεμώντας τὴ λύρα
Τὴ δίκαιη ῾ς τὸν ὦμο,
Κι᾿ ἀπ᾿ ὅπου χαράζει
Ὡς ὅπου βυθᾶ,
Τὰ μάτια μου δὲν εἶδαν τόπον ἐνδοξότερον ἀπὸ τοῦτο τὸ ἁλωνάκι.»
……………………………
Ἄκρα τοῦ τάφου σιωπὴ στὸν κάμπο βασιλεύει·
Λαλεῖ πουλί, παίρνει σπειρί, κ᾿ ἡ μάνα τὸ ζηλεύει.
Τὰ μάτια ἡ πείνα ἐμαύρισε· στὰ μάτια ἡ μάνα μνέει·
Στέκει ὁ Σουλιώτης ὁ καλὸς παράμερα, καὶ κλαίει:
«Ἔρμο τουφέκι σκοτεινό, τί σ᾿ ἔχω ῾γὼ στὸ χέρι;
Ὁποῦ σὺ μοὔγινες βαρὺ κι ὁ Ἀγαρηνὸς τὸ ξέρει.»
Λαλεῖ πουλί, παίρνει σπειρί, κ᾿ ἡ μάνα τὸ ζηλεύει.
Τὰ μάτια ἡ πείνα ἐμαύρισε· στὰ μάτια ἡ μάνα μνέει·
Στέκει ὁ Σουλιώτης ὁ καλὸς παράμερα, καὶ κλαίει:
«Ἔρμο τουφέκι σκοτεινό, τί σ᾿ ἔχω ῾γὼ στὸ χέρι;
Ὁποῦ σὺ μοὔγινες βαρὺ κι ὁ Ἀγαρηνὸς τὸ ξέρει.»
…………………
Ἒστησ᾿ ὁ Ἔρωτας χορὸ μὲ τὸν ξανθὸν Ἀπρίλη,
Κι᾿ ἡ φύσις ηὗρε τὴν καλὴ καὶ τὴ γλυκιά της ὥρα,
Καὶ μὲς στὴ σκιὰ ποὺ φούντωσε καὶ κλεῖ δροσιὲς καὶ μόσχους
Ἀνάκουστος κιλαϊδισμὸς καὶ λιποθυμισμένος…
………………..
Κι᾿ ἡ φύσις ηὗρε τὴν καλὴ καὶ τὴ γλυκιά της ὥρα,
Καὶ μὲς στὴ σκιὰ ποὺ φούντωσε καὶ κλεῖ δροσιὲς καὶ μόσχους
Ἀνάκουστος κιλαϊδισμὸς καὶ λιποθυμισμένος…
………………..
…. Μάγεμα ἡ φύσις κι᾿ ὄνειρο στὴν ὀμορφιὰ καὶ χάρη,
Ἡ μαύρη πέτρα ὁλόχρυση καὶ τὸ ξερὸ χορτάρι·
Μὲ χίλιες βρύσες χύνεται, μὲ χίλιες γλῶσσες κρένει:
Ἡ μαύρη πέτρα ὁλόχρυση καὶ τὸ ξερὸ χορτάρι·
Μὲ χίλιες βρύσες χύνεται, μὲ χίλιες γλῶσσες κρένει:
Ὅποιος πεθάνῃ σήμερα χίλιες φορὲς πεθαίνει.
Τρέμ᾿ ἡ ψυχὴ καὶ ξαστοχᾶ γλυκὰ τὸν ἑαυτό της.
…………………………….
Ἡ μαύρη γῆ σκιρτᾶ ὡς χοχλὸ μὲς τὸ νερὸ ποὺ βράζει.
Κι όλα τούτα γενήκαν σα σήμερα, σαν την ημέρα της Κυριακής των Βαΐων που ξημερώνει σε λίγες ώρες…
Κι ήρθε κι έστησε η Ιστορία, φοινικιές και δάφνες που κοπήκαν και κόβονται από τότες….Από κείνους που πιστεύουν στο Χριστό για Εκείνον κι από όσους τιμούν την Ελληνική Ιστορία για την Ελλάδα και τις θυσίες των ανθρώπων της..
Κι έτσι γιναν’ η Μία Είσοδος και η μία Έξοδος, ντυμένες μες στον θρύλο..
Αιώνιες και απέθαντες..
Ποιός έχει χρεία Ανάστασης άπαξ και είναι απέθαντος;
Για την μνήμη. Την θρησκευτική και την ιστορική..
Καλή Κυριακή σε όλους σας!
Να σημειώσω οτι τα στο κείμενο αναφερόμενα από τον Εθνικό μας ποιητή Διονύσιο Σολωμό, είναι αποσπάσματα από το έργο του «Ελεύθεροι πολιορκημένοι»
https://beatrikn.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου