Η πασχαλιάτικη οδός Αιόλου το 1953 (άρθρο του Δημ. Λουκάτου)
Posted by sarant στο 25 Απρίλιος, 2019
Μέρες που είναι, δημοσιεύω σήμερα ένα λαογραφικό κείμενο του κορυφαίου λαογράφου Δημήτρη Λουκάτου (1908-2003) που γράφτηκε το 1953 και περιγράφει την πασχαλιάτικη αγορά στο κέντρο της τότε Αθήνας, στην οδόν Αιόλου. Το κείμενο είχε αρχικά δημοσιευτεί στη Νέα Εστία και μετά στον τόμο «Πασχαλινά και της Άνοιξης» (εκδόσεις Φιλιππότη).
Η αγορά που περιγράφει ο Λουκάτος μάλλον δεν υπάρχει πια -και δεν ξέρω ποιος θα περιγράψει τη σημερινή κατάσταση. Ενδιαφέρον είναι ότι το κείμενο εστιάζει στη Μεγάλη Πέμπτη, δηλαδή στη σημερινή μέρα.
Μονοτόνισα αλλά σε γενικές γραμμές διατήρησα την ορθογραφία. Αξιοπρόσεκτη θεωρώ τη γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Λουκάτος, που δεν ήταν ακραίος δημοτικιστής -κι όμως γράφει «οι δέησες» και «ο Σταυρωμένος».
Κατά απίστευτη σύμπτωση, βρήκα στο Φέισμπουκ (σε αυτη τη σελίδα) μια φωτογραφία της οδού Αιόλου και της πασχαλιάτικης αγοράς της, βγαλμένη επίσης το 1953 -την προσθέτω πιο κάτω.
Ο Λουκάτος αργότερα έγραψε ανάλογο κείμενο για τη χριστουγεννιάτικη οδό Αιόλου -πρέπει να θυμηθώ να το ανεβάσω κάποια Χριστούγεννα.
Η ΠΑΣΧΑΛΙΑΤΙΚΗ ΟΔΟΣ ΑΙΟΛΟΥ
(Μεγαλοβδόμαδο του 1953)
Η όδός Αίολου στην Αθήνα είναι ο πιο χαρακτηριστικός δρόμος, για όσους θέλουν να μελετήσουν το πρωτευουσιάνικο φολκλόρ, στις δυο μεγάλες γιορτές του χρόνου, την Πρωτοχρονιά με τα Χριστούγεννα, και τη Λαμπρή με τη Μεγάλη Βδομάδα. Πάνω σε κείνα τα ομοιόμορφα τραπεζάκια, που στήνονται από επινοητικούς μικροεπιχειρηματίες, (οικογένειες συνήθως, που βοηθιούνται από τα μέλη τους η από νεαρούς συνεταίρους), βρίσκει κανείς συγκεντρωμένα όλα τα μικροπράγματα που απαιτούν σαν έθιμο οι μέρες αυτές, και που είναι η σύνθεση του πατροπαράδοτου με την επιχειρηματική επινοητικότητα των πουλητάδων. Και τα δύο είναι στοιχεία λαογραφικά. Έργο λαϊκό δεν είναι μόνο ό,τι δημιουργεί ο λαός, αλλά και ό,τι του φτιάχνουν οι άλλοι, μαντεύοντας τις προτιμήσεις του, και του αρέσει. Από τη συνεργασία μάλιστα αυτή βγαίνει συχνά και το χαρούμενο αποτέλεσμα της άνανέωσης μιας παράδοσης, που αλλιώς θα χανόταν με τις παλιότερες γενεές.
Για τα γιορταστικά μικροπράγματα, που σαν λατρευτικά σύνεργα αναζητιούνται τις μέρες αυτές από το λαό, η οδός Αιόλου είναι ένα ζεστό χωνευτήρι, όπου ανακατεύονται χρόνοι παλιοί και νεότεροι, επαρχίες απ’ όλη την Ελλάδα και την προσφυγική Ανατολή, ήθη, έθιμα κι επινοήσεις, όχι μονάχα ελληνικά αλλά κι ετρωπαϊκά και αμερικάνικα. Ο λαός πουλητής τα συγκεντρώνει όλα εκεί, αφού κάμει υποσυνείδητα την πρώτη επιλογή του, κι ο λαός αγοραστής ρυθμίζει με τις προτιμήσεις του και καθιερώνει το πέρασμα πολλών απ’ αυτά στή σύγχρονη εθνική ή πρωτευουσιάνικη παράδοσή του.
Θα δείξω σήμερα λίγη από την όψη και τα ποικίλα λαογραφικά στοιχεία που γέμισαν την οδόν Αιόλου στην περίοδο τούτη του Πάσχα. Θα έχει ενδιαφέρον να συμπληρωθεί ύστερα σαν δίπτυχο η μελέτη αυτή, με το κοίταγμα του ίδιου δρόμου και τον Δεκέμβρη, τις μέρες της Πρωτοχρονιάς.
* * *
Μεγάλη Πέμπτη πρωί. η πιο ζωηρή προπασχαλιάτικη μέρα της οδού Αιόλου, επειδή έχει εκεί συγκεντρωθεί μικροεμπόρευμα για τρεις κιόλας γιορτές: για τ’ αποψινά Δώδεκα Εύαγγέλια, για τον αυριανό Επιτάφιο και την έξοδο στους τάφους, και για τη μεθαυριανή Ανάσταση.
Όλα δίνονται ανακατωτά στα τραπεζάκια της, το ίδιο όπως θ’ ανακατωθούν και στη χρησιμοποίησή τους από τον κόσμο, τις μέρες αυτές. Τα στεφάνια θα χρειαστούν απόψε να κρεμαστούν στο Σταυρό κι αύριο να πάνε στους τάφους· τα κεριά θα κρατηθούν αύριο στον Επιτάφιο και μεθαύριο στην Ανάσταση· οι βαφές θα χρειαστούν σήμερα ή το Σάββατο το πρωί για τ’ αυγά· και τα πυροτεχνήματα είναι για τα παιδιά, από απόψε ως την Αγάπη της Κυριακής. Ανάμεσά τους ξεφυτρώνουν κι άλλα, παράσιτα πες, εμπορεύματα της Βδομάδας: χτένες, μπαλόνια, κοχύλια, γραβάτες, μαντήλια, σημαίες κι αστέρες κινηματογραφικοί, που, επειδή έτυχε να είναι κι αυτά στρογγυλά ή πολύχρωμα, μπορούν να σταθούν κάπως άνετα στο πασχαλιάτικο πανηγύρι.
Ας δούμε όμως από κοντά τα είδη τους, καθένα με τον τρόπο που πουλιέται και τον ρόλο που έχει να παίξει στη Γιορτή.
Τα στεφάνια πρώτα. «Στέφανα» τα λένε και τα διαλαλούν. Τ’ όνομά τους είναι επηρεασμένο από το «στέφανον εξ ακανθών» του τροπαρίου, αλλά κι από τα «στέφανα» των κηδειών, που κιόλας τούς μοιάζουν στην κατασκευή. Είναι φτιαγμένα από λουλούδια ψεύτικα, χάρτινες μαργαρίτες, τριαντάφυλλα ή φύλλα δάφνης, που ειδικοί τεχνίτες τα καρφώνουν σέ προσκέφαλα από πευκόφυλλα ξερά. Έχουν διάμετρο γύρω στά 0,30 μ. και το χρώμα τους είναι άσπρο-μαβί, ασημένιο ή χρυσό, ή ακόμα και κόκκινο.
Είναι γνωστός ο προορισμός τους: Θ’ αγοραστούν (15-30 χιλιάδες δραχμές) και θα πάνε απόψε ή αύριο το πρωί στις εκκλησιές, να περαστούν πάνω στον Σταυρωμένο. Τάματα παλιά και δέησες συγκεντρώνονται στην πατροπαράδοτη αυτή προσφορά, που παλιότερα γινόταν με φυσικά μόνο λουλούδια και στέφανα. Άλλα θα πάνε αύριο στο Νεκροταφείο, να περαστούν απάνω στους σταυρούς των τάφων άσπρα και χρωματιστά για τουςνέους νεκρούς, γκρίζα και μαβιά για τους γέρους. Ο θάνατος του Χριστού θυμίζει στον καθένα και τον δικό του νεκρό. Κάθε Μεγάλη Παρασκευή όλοι οι σταυροί δέχονται τα στεφάνια ή τα λουλούδια τους. Κι είναι το έθιμο αυτό από τα πιό παλιά τού Ελληνισμού, γιατί δεν σταμάτησε ποτέ, από τα πρώτα κιόλας χρόνια της Βυζαντινής χριστιανοσύνης. Αλλά μήπως κι οι αρχαίοι δεν ανθοστόλιζαν τους τάφους;
[Yποσημείωση: Τα στέφανα από φυσικά λουλούδια στοιχίζουν περισσότερο. Ιδιαίτερα φέτος (1953), που η Λαμπρή ήταν πρώιμη (5 Απρ.) πουλιόνταν πανάκριβα. (Οι τιμές είναι τού μεταπολεμικού πληθωρισμού). Τα ψεύτικα στεφάνια μπήκαν από τα χρόνια της Κατοχής και είναι επίδραση ξένων εθίμων (οι Καθολικοί τέτοια πανε στους τάφους). Γι’ αυτό κι ο κόσμος τα λέει «ευρωπαϊκά».]
Τα κεριά έπειτα. Είναι από τα πιο ωραία θεάματα, να βλέπεις κάθε τραπεζάκι να έχει σαν κιγκλίδωμα μπροστά του πλήθος λαμπαδίτσες, με πολύχρωμες κορδέλες πάνω τους και με κερένια χρυσολούλουδα στη μέση. Τις διαλαλούν φωνάζοντας «Κεριά και λαμπάδες!». Το μπλε χαρτί, που στρώνεται στα τραπεζάκια αυτά, είναι από επίδραση των κηροπλαστείων. Μόνο που, επειδή έτυχε το χρώμα του να μοιάζει με την ελληνική σημαία, παίρνει με τ’ άσπρα κεριά και πατριωτικόν διακοσμητικό ρόλο και τυλίγεται στα ξύλα των τραπέζιών, όπως στον κοντό της σημαίας. Τα κεριά είναι άσπρα η κίτρινα. Τα κίτρινα είναι περισσότερο λατρευτικά και προορίζονται για τις πένθιμες ακολουθίες. Τα άσπρα για την Ανάσταση, έχουν σκαλίσματα σαν πέταλα λουλουδιών και είναι τα πιο πολλά τους στολισμένα με κορδέλες: άσπρες, ροζ, κόκκινες, γαλάζιες. Είναι προορισμένα για τα παιδιά, για τις ανύπαντρες κοπέλες και για τους αρραβωνιασμένους. Ο μικροπωλητής φωνάζει κιόλας «Πάρτε για το κορίτσι σας!». Τ’ αγοράζουν όμως πιο πολύ οι νουνοί για τ’ αναδεξίμια τους, (στοιχίζουν από 5 ως 20 χιλ. δραχμές), με ρόζ κορδέλα κι άσπρη για τις αρραβωνιασμένες. Οι κόκκινες είναι επίσης για κορίτσια.
Πότε θα κρατηθούν στο χέρι αυτά τα κεριά; Λιγοστά απόψε στη Σταύρωση, μα πάρα πολλά αύριο βράδυ στον Επιτάφιο και το Σάββατο τη νύχτα στην Ανάσταση. Είναι τα κεριά που θα δώσουν, τα δυο αυτά βράδια, στους δρόμους της Αθήνας, το παράξενο περπατητό φεγγοβόλημα, που λες κι άντιφεγγίζει στη γη κομμάτια από τον έναστρο ουρανό της.
Το φώς της Ανάστασης θα γυρέψουν όλοι να το πάνε σπίτι τους, χωρίς να σβήσει. Αυτήν την άνάγκη σκέφτηκαν να εμπορευθούν μερικοί επιχειρηματίες κι έφτιαξαν κάτι φαναράκια με εικόνες τοϋ Χριστού στα τζάμια τους (Γέννηση, Βάφτιση, Σταύρωση, Ανάσταση), όπου περνάει κανείς το φως της λαμπάδας του και δεν σβήνει. («Περάστε, κύριοι. Φαναράκια για τις λαμπάδες σας, με 10 χιλιάδες!»). Άλλοι όμως προχώρησαν και στην «ηλεκτρική λαμπάδα», ένα μετάλλινο σωλήνα σαν κερί, με ηλεκτρική στήλη, που δίνει φως στο λαμπάκι του. («Μά, κερί είν’ αυτό;»).
Στα ίδια τραπεζάκια με τις λαμπάδες πουλιούνται και τα «φαναράκια», τα γνωστά χρωματιστά χαρτοφάναρα, που ανοιγοκλείνουν σαν φυσαρμόνικα. Έχουν γίνει κι αυτά εθιμικό είδος του Πάσχα, γιατί όχι μονάχα στολίζουν τις εκκλησιές και τα προαύλια, αλλά και προστατεύουν το φως από τον αέρα. Τα συνηθίζουν πιο πολύ στον Επιτάφιο, που η διαδρομή του τα χρειάζεται περισσότερο και τα κρατούν παιδιά. Έχουν επάνω τους παραστάσεις πουλιών και λουλουδιών, ή και άλλου προορισμού σχεδιάσματα. Οι κατασκευαστές τους δεν σκέφτηκαν (είναι όμως και ξένοι) να βάλουν επάνω και θρησκευτικές παραστάσεις από την Ανάσταση.
Πυροτεχνήματα. Εδώ οι αστυνομικές διατάξεις ανακατεύονται στο είδος, και του δίνουν περιορισμένη μορφή. «Ρυθμισμένη λαογραφία» θα λέγαμε, κατά το ρυθμισμένη οικονομία. Πάλι καλά όμως, που δεν απαγορεύουν όλότελα την πατροπαράδοτη αυτή άνάγκη για ξέσπασμα, στην ώρα της Ανάστασης.
Τα τραπεζάκια των πυροτεχνημάτων είναι αποκλειστικά για το είδος αυτό. Τούς πουλητές τους οι άλλοι τούς λένε «Βεγγαλικούς». Πουλούνε, πάνω σέ κόκκινη στρώση χαρτιού, όλα τα άβλαβα είδη για περιχυτό φώς και για κρότο, όσα μπορεί να ελέγξει η Αστυνομία. Πιστολάκια και φελλούς, φωτοβολίδες, φώσφορα, βεγγαλικά, που το καθένα τους έχει και ξεχωριστό όνομα: «δέντρα», «πεταλουδίτσες», «κομήτες», «σπίρτα», «βεντάγιες», «ρωμαϊκά», «τρικιτρόκες». Και το διαλάλημά τους γίνεται με πιστολιές: «Φώσφορα, βεγγαλικά, πυροτεχνήματα». Μπούμ!
Βαφές, αβγά κόκκινα. Τ’ αβγά εδώ δεν είναι φυσικά από κότες, αλλά ξύλινα. Τα φυσικά έχουνε θέση μονάχα στην οδόν Αθηνάς και στις παρόδους της. Εδώ τα ξύλινα είναι για να ρεκλαμάρουν τις βαφές και για να πουληθούν σαν παιχνίδια. Τα παιδιά, που είναι πάντα οι πιο υπολογίσιμοι πελάτες της οδού Αιόλου, τα θέλουν για να ξεγελάνε με το τσούγκρισμα τ’ άλλα παιδιά, και να τούς σπάνε τα δικά τους. Μα τα ίδια άβγά χρειάζονται στο σπίτι και για το νοικοκυριό, για στολίδι πρώτα, κι ύστερα για να μαντάρονται μ’ αυτά κάλτσες, ή να γίνονται θήκη για καρφιτσοβελόνες. Για στόλισμα πουλούνε επίσης, στα ίδια τραπέζια, και κάτι χάρτινα μεγάλα αβγά, σαν φυσαρμόνικες, που φτιάχνονται τελευταία από τεχνίτες της Πλάκας, και στοιχίζουν ως 25 χιλιάδες δραχμές. (Πληθωρισμός, όπως είπαμε, του 1953).
Οί βαφές πουλιούνται όλες σέ φάκελα, που έχουν απ’ έξω τυπωμένες παραστάσεις των ημερών: Σταυρό (χωρίς το σώμα του Χριστού), Ανάσταση, ελληνικό ζευγάρι που τσουγκρίζει αβγά, αρνάκια κ.ά. Οι εμπνεύσεις τους είναι ποικίλες, όπως και στα καρτ-ποστάλ. Μόνο που, έπειδή δεν στοιχίζουν πολύ, είναι κακοτυπωμένες. Το διαλάλημά τους είναι: «Για τ’ αβγά σας βαφές!».
Μαζί με τις βαφές πουλιούνται και χαλκομανίες με την Ανάσταση, που ο πουλητής τους θα σας πει πώς είναι γερμανικές. Αυτό δεν έχει σημασία, γιατί, όπως είναι γνωστό, η διακόσμηση του πασχαλιάτικου αβγού με παραστάσεις (ξομπλωτά η ξομπλιαστά και αβγά) είναι κάτι διεθνές, που το βρίσκουμε όμως από παλιά στην Ελλάδα. Είναι το φιλοτεχνημένο αβγό, που θα μείνει ένα χρόνο άσπαστο στο σπίτι, ή θα χαριστεί σέ πρόσωπο άγαπημένο.
Σύνοψη, ευαγγέλια, πάθη. Θα περίμενε κανείς, πως θα πουλούσαν τα βιβλία αυτά τίποτε καλόγηροι και παπαδοπαίδια. Όμως οι πουλητές τους είναι οι ίδιοι, που τις άλλες μέρες έχουν σέ κόφες και πουλούν μυθιστορήματα. Το διαλάλημά τους τώρα γίνεται σεβαστικά: «Τα Δώδεκα Ευαγγέλια κι ο Επιτάφιος θρήνος, ένα χιλιάρικο!» — «Η Ιερά Σύνοψη και τα Άγια Πάθη, με δύο τάλληρα!» (δηλ. πεντοχίλιαρα). Τα έχουν βάλει σε τάξη πάνω σε ξεχωριστό τραπεζάκι, χωρίς άλλα είδη πλάι τους. Είναι γνωστό, ότι ο κόσμος χρησιμοποιεί πολύ, τούτη την εβδομάδα, τη Σύνοψη και τα μικρά βιβλιαράκια με τα Ευαγγέλια. Είναι σχεδόν η μόνη περίπτωση, που το ελληνικό κοινό παρακολουθεί τις ακολουθίες της εκκλησίας μέσα σέ δικό του βιβλίο.
Μοσχολίβανα, καντηλήθρες κλπ. Αυτά πουλιούνται και τις άλλες μέρες στην οδό Αιόλου, (διαλάλημα: «Κεράκια, μοσχολίβανο»!), αλλά σήμερα τα τραπεζάκια τους έχουν πληθύνει και ξεφυτρώνουν σ’ όλον το δρόμο, ανάμεσα στ’ άλλα πασχαλινά έμπορεύματα. Τα είδη τους είναι στερεότυπα: λιβάνια, μοσχολίβανα, καρβουνάκια και καντηλήθρες, αλλά και μπαχαρικά διάφορα: πιπέρια, μοσχοκάρυδα, γλυκάνισος και κανέλα. Πουλητές τους είναι συνήθως γυναίκες, που μέσα σ’ ένα πρόχειρο λιβανιστήρι έχουν αναμμένα κάρβουνα και μοσχολιβανίζουν τον χώρο.
Αυτή η μυρουδιά του λιβανιού, μαζί με τις πιστολιές και τις φωνές τών πουλητάδων, κάνουν όλην την άτμόσφαιρα γιορταστική, κι αν τύχει να σημαίνουν γύρω οι εκκλησίες, όλος ο δρόμος μοιάζει με προαύλιο, όπου στήθηκε το θρησκευτικό πανηγύρι.
Κάρτες, χαρτικά. Οι πασχαλιάτικες κάρτες πουλιούνται στο μέρος του δρόμου που είναι μπροστά στο Ταχυδρομείο. Οι παραστάσεις τους είναι από τις πιο πλούσιες και χαρακτηριστικές της ελληνικής Λαμπρής (εκκλησιές, ύπαιθρο, αρνί στηή σούβλα, χοροί, τσουγκρίσματα, φιλιά, τοπικές φορεσιές), φωτερές σαν την παράδοση της γιορτής αυτής. Για όλες όμως τις έλληνικές κάρτες, την ιστορία, τα θέματα και την τεχνική τους, καθώς και για την προτίμησή τους από το κοινό, θα πρέπει να γίνει από κάποιον ξεχωριστή μελέτη. Είναι ένα ενδιαφέρον θέμα λαογραφικό.
Εδώ πουλιούνται και ταινίες με λιθογραφημένες πάνω τους ευχές: «Χρόνια πολλά» και «Καλό Πάσχα» και «Χριστός ’Ανέστη». Ανάμεσα στα κόκκινα γράμματά τους βλέπεις αβγά, με την εικόνα της ’Ανάστασης. Τις κρατούν πλανόδιοι στο μπράτσο τους και τις πουλούν 1500 δραχμές. Υπάρχουν και κυανόλευκα τέτοια «Χριστός Ανέστη», που τα τυπώνουν ιδιαίτερα για τον στρατό.
Ο ξένος που θα περάσει για πρώτη φορά από την οδόν Αιόλου, πρωί, μια Μεγάλη Πέμπτη, θα βρει συγκεντρωμένα εκεί όλα τα λατρευτικά εφόδια του Αθηναϊκού Πάσχα. Αν στρίψει μάλιστα και από την οδόν Ευριπίδου προς την Αγορά, θα δει και το άλλο εθιμικό σκέλος της γιορτής, τα φαγώσιμα είδη: τσουρέκια, αβγά, κρέατα και τυριά, που κι αν δεν αγοράζονται απ’ όλους, τουλάχιστο θυμίζουν σ’ όλους την παράδοση. Κι επειδή, σύμφωνα με τη σωστή λαογραφική κλίμακα, πίσω από το είδος είναι το έθιμο, και πίσω από το έθιμο πάντα ο άνθρωπος, ο ξένος θα καταλάβει εδώ τη σχέση γενικά του Έλληνα με το Πάσχα…
[Υποσημείωση:
Σημειώνω και τις άλλες επαγγελματικές φωνές της ημέρας, που ακούονται ιδιαίτερα στις γειτονιές των Αθηνών (και Πειραιά) από πλανόδιους περιστασιακούς, που και μόνο το προσφερόμενο είδος τους δηλώνει τις εθιμικές ανάγκες: Καλά κάρβουνα! (για το ψήσιμο του αρνιού). Άσπρος, καθαρός ασβέστης (για την πάστρα του νοικοκυριού) και επίσης πιθανό: Σφάζω άρνιά. Ποιός εχει αρνί για σφάξιμο;]
https://sarantakos.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου