Κυριακή 3 Μαρτίου 2019

Θεσσαλία (διήγημα του Κων. Νταϊφά

Θεσσαλία 

(διήγημα του Κων. Νταϊφά)

Αποτέλεσμα εικόνας για κιλελερ επανασταση

Posted by sarant
Μέσα στην επόμενη βδομάδα έχουμε την επέτειο της 6ης Μαρτίου 1910, του αγροτικού ξεσηκωμού στο Κιλελέρ της Θεσσαλίας. Επετειακά, το ιστολόγιο δημοσιεύει το διήγημα «Θεσσαλία» του Κώστα Νταϊφά, παρμένο από ανθολογια διηγηματογράφων που κυκλοφόρησε το 1923 σε επιμέλεια του Αδαμαντίου Παπαδήμα. Το διήγημα το παίρνω από το Λογοτεχνικό ιστολόγιο, στο οποίο προστέθηκε πρόσφατα -ο Γιάννης συνεχίζει ακαταπόνητος να προσθέτει υλικό από παλιές ανθολογίες.
Ο Κώστας Νταϊφάς στο βιογραφικό που υπάρχει στην ανθολογία εμφανίζεται να έχει γεννηθεί το 1893, αλλά σε άλλες πηγές βρίσκουμε και άλλες χρονολογίες από 1891 έως 1895. Ήταν δημοσιογράφος, ποιητής και πεζογράφος, ενταγμένος στο κίνημα του δημοτικισμού. Δημοσίευσε ποιήματά του στον «Νουμά» καθώς και τα βιβλία «Θεσσαλία» και «Οι Άνθρωποι του βάλτου». Ίδρυσε εφημερίδα Πρόοδος στη Λάρισα και στον Βόλο ενώ το 1926 ομότιτλη εφημερίδα στην Αθήνα (με την οποία συνεργάστηκε ο Βάρναλης στις ανταποκρίσεις που έχω συγκεντρώσει στον τόμο Γράμματα από το Παρίσι). Πέθανε το 1957 ή το 1958, ούτε σε αυτό ομοφωνούν οι πηγές.

ΘΕΣΣΑΛΙΑ
Πολλές φορές ο Στάθης ο Χαρούλης απόρεσε, αν έτσι θα περνούσε όλη του τη ζωή, αλέτρι, χωράφι, θέρος κι αλώνι. Πολλές φορές το σκέφτηκε, μα δεν αποζήτησε να βρει λύση, ούτε σκέση της ζωής και βίου. Κι έφτανε τα σαράντα ο Στάθης ο Χαρούλης. Όμως ούτε ο πατέρας του, ούτε ο παππούς του ποτές του δώσανε αφορμή να σκεφτεί παραπέρα απ’ ό,τι έβλεπε. Η ζωή του περνούσε ίδια κάθε χρόνο· ίδια και απαράλλαχτη.
Παντρέφτηκε ο παππούς του, όπως είχε παντρεφτεί και ο πατέρας του, όπως έπρεπε να παντρεφτεί κι ο γιος του κι άλλοι γιοί. Και θα πέθαινε μια μέρα, όπως πέθανε ο παππούς του, όπως θα πεθάνει κι ο πατέρας του, κι όπως πρέπει μια μέρα να πεθάνει κι ο γιος του— γιατί έτσι: όποιος ζει θα πεθάνει.
Όλα, μα όλα, γενικά, έπρεπε να γίνουνται, ακριβώς έτσι πως γίνουνται. Όπως η ζωή, έτσι και ο θάνατος, έτσι και η δουλειά: Να δουλεύουν επί ζωής στα ίδια χωράφια, να κάθουνται στα ίδια σπίτια, να τρώνε το ίδιο ψωμί.
Μόνο προ λίγα χρόνια γίνηκε μια μεταβολή —δυο μεταβολές· μια ο σ ι δ ε ρ ό δ ρ ο μ ο ς, και μια που αλλάξανε α φ έ ν τ η. Μα και αυτά τα συνήθισαν, ή κάλλιο δεν τα πολυσυνήθισαν. Με την ίδια περιέργεια που είδανε πρώτη φορά σιδερόδρομο, τονέ βλέπουν κάθε μέρα, που σκίζει ουρλιάζοντας τον κάμπο, εφτά ώρες μακριά ‘πό το χωριό· με την ίδια αδιαφορία δεχτήκανε το νέο αφεντικό. Ούτε με τον πρώτο μιλούσαν Τούρκικα, ούτε με τούτονε ρωμαίικα.
Όλα ίδια στη ζωή τους. Μια φορά το χρόνο σπορά —μια Χριστούεννα· μια Πασκαλιά— μια θέρος.
     Κάθε καλοκαίρι αλώνισμα και θέρμες…
Όλα ίδια στη ζωή του Στάθη του Χαρούλη, όχι μονάχα αυτουνού, μα και των άλλων συχωριανώ του κι αυτό δε γινότουν μόνο στου Χαρούλη το χωριό το Δεξοχώρι μα και σ’ όλα του Κάμπου τα χωριά. Κι ήτανε φχαριστημένοι απ’ τη ζωή τους όλοι οι Δεξοχωρίτες κι οι Καμπίσιοι· γιατί δεν είχανε με τίποτα δυσαρεστηθεί· γιατί δεν νιώθαν αν ειμπόρειε να είναι διαφορετικότερα· γιατί ακόμα φαντάζονται πως όλος ο κόσμος έτσι είναι — γιατί έτσι πρέπει να ‘ναι…
Όλ’ οι Καμπίσιοι, όλ’ οι Δεξοχωρίτες και ο Στάθης ο Χαρούλης έτσι φαντάζονται.

Μια φορά μόνο ο Χαρούλης φαντάστηκε αλλιώς, μα λίγο μονάχα μια στιγμή· όταν του χάλεψε ο επιστάτης του τσιφλικιού να στείλει το Λενιό, τη γυναίκα του το βράδυ στο Κονάκι… Τότες ο Χαρούλης φαντάστηκε κάπως αλλιώτικα, σαν κάτι να φώτισε την αραχλιασμένη σκέψη του, σα να ταράχτη ο βάλτος του νου του και όλη αυτή η πρωτόφαντη ενέργεια, έκαμε ν’ αστράψει λίγο παράξενα η θολή του ματιά, μα ήτανε μια στιγμούλα μόνο, δεν άνθεξε πιότερο αυτή η ενέργεια· τονέ κούρασε πολύ, σα να ‘καμε μόνος του δέκα στρέμματα χωράφι σε μια μέρα … —Ήτανε δικαίωμα τ’ αφέντη να κράξει μια νύχτα το Λενιό… δεν ήταν Αφέντης;…
Σπίτι, χωράφι, ζώα, δουλειά, άνδρες, όλα τ’ αφεντικού, γιατί όχι κι οι γυναίκες: Χμ… Τίποτε δεν είναι στον κόσμον άλλο απ’ τ’ αφεντικό!…
Όλα ίδια, χρόνια τώρα· ζωή αλάκερη με τις ίδιες εντύπωσες, με τις ίδιες σκέψες. Καμιά διαφορά, τίποτα καινούριο, που να προξενήσει μια νέα εντύπωση. Καμιά συγκίνηση, ούτε τα παιδιά, ούτε η γυναίκα πια, ούτε θάνατος—έτσι μαθές όλα πρέπει να γίνουνται…
Κι ο σιδερόδρομος που περνάει κάθε μέρα ουρλιάζοντας στον Κάμπο; Κι αυτός έτσι πρέπει να περνάει…
Κι έφτανε στα σαράντα ο Χαρούλης και διάβαινε η ζωή του, όμοια όπως ίσα με τώρα… Και δε φαντάζονταν αλλιώτικα, ούτε αυτός ούτε οι Δεξοχωρίτες, ούτε κι οι άλλοι Καμπίσιοι,…
Έτυχε να κάνει χωράφι στην άκρη του τσιφλικιού, στα ριζά βουνού χαμηλότατου, που αρχίναε το λιβάδι. Ήτανε λιακάδα, που δεν άφηνε τα χέρια, να τεντώσουνε στ’ αλέτρι κι έσπρωχνε τα πόδια σε κίνηση λεύτερη, σε περπάτημα όξω από το χωράφι. Ξάφνου μέσ’ από τα κέδρα και τις πουρναριές τις μοσκομύριστες, που γέμιζαν ευωδιές τον αέρα και πρασινάδα το βουνό, αντήχησε κάτι λάλημα, που έκανε τον άμοιρο τον Καμπίσο τον Χαρούλη, να παρατήσει τ’ αλέτρι και να σηκώσει το βαρύ, το ασήκωτο κεφάλι μ’ απορία και ξάφνιασμα. Σαν παράξενο του φάνηκε στην αρχή. Πρώτη φορά παρόμοιος αχός, τέτοιο λάλημα ερχότουν στ’ αυτιά του· η απορία του γένηκε ταραχή και μια χαρά παράξενη, σα φόβος, τονέ κυρίεψε. Κάτι παλιό ξυπνούσε μέσα του. Βασανίστη να θυμηθεί πότε και που το ‘χε ακουσμένο τούτο το λάλημα· του κάκου… Μπορεί να το ΄χε κι όλας ακούσει ο πατέρας του, ίσως ο παππούς, και του παππού του ο πατέρας ακόμα… Κι όλο ακούονταν ο αχός… γέμιζε τον αέρα, έβγαιν’ απ’ τη γης, πλανιόταν πάνω από την πρασινάδα του βουνού. Σήκωνε ψηλά —πρώτη φορά—ο Χαρούλης το κεφάλι, σα να ‘θελε να νιώσει και να χορτάσει το πρωτόφαντο θάμα που του γενότουν!. ..
Ήτανε λάλημα φλογέρας γλυκό, που το βαρούσε τσομπανόπουλο ξέγνοιαστο, μέσα στα κέδρα τα μυροβόλα και στα πυκνά πουρνάρια, σαλαγώντας τα πρόβατα. Ο αντίλαλος έφτασε ως την ψυχή του Χαρούλη και τονέ μέθυσε!…
Ντράλα, κομάρα, νάρκη ακατανόητη, κούραση φριχτή τον έπιασε και ανάμεσα σπίθες μανίας τονέ τάραζαν. Πέταξε τη βουκέντρα με θυμό κι άρπαξε τ’ αλέτρι, να το κομματιάσει αν ήταν μπορετό… μα πάλι άτονα πέσαν τα χέρια με πίκρα. Ήτανε κουρασμένος, σαν τότες που ο επιστάτης του χάλεψε το Λενιό … Έφερε το χέρι στα μάτια και με τ’ ανάστροφο … μα ήτανε στεγνά…
Άρχισε να τρέχει κατά το βουνό όθ’ ερχότουν το λάλημα, ο γλυκός αχός. Έτρεχε παλαβά μες στα οργωμένα χωράφια… έτρεχε, έτρεχε, ποτές δεν είχε τρέξει τόσο… τονέ τραβούσε η σειρήνα, τον έσερνεν με τ’ αχνά— μελένια της δίχτυα, η μαγίστρα η φλογέρα. Εστάθη· νόμιζε πως είχε τρέξει αδιάκοπα χρόνια και χρόνια και δεν είχε φτάσει στα ριζά του βουνού. Κοίταζε ξαφνιασμένα έξαλλα γύρωθέ του. Η μοναξά τού έβαζε τρόμους, τού ψιθύριζε φοβέρες ακατανόητες με τον παράξενο βόμβο. Δεν ήταν από την κούραση, μα ποτές του δεν είχε βγάλει πόδι όξω απ’ του τσιφλικιού το σύνορο — ούτε και κανένας άλλος Δεξοχωρίτης — κι αυτό ήταν που τονέ φόβιζε πλιότερο.
Είχε τόσο κουραστεί, κατάβαλε τόσον αγώνα, τόσον πόνο— πάτησε όξω απ’ του τσιφλικιού το σύνορο και την αιτία δεν έβλεπε, δεν την εζύγωνε καν.
Το λάλημα ξακολουθούσε αδιάκοπο σα να ‘βγαινε απ’ τη γης τον αγέρα μα πιο πολύ μέσ’ απ’ την πρασινάδα του βουνού. Γύρισε πάλε στο χωράφι, με μιαν αδράνεια στη σκέψη και στην κίνηση· βάδιζε άρυθμα μια δω μια κει, σα μεθυσμένος· πότε κοντοστεκόταν αφαιρεμένος και στύλωνε τα μάτια στο βουνό, πότε τραβούσε τη ματιά του κάνα όρνιο, που ψηλοπετούσε και η ματιά χαζή, άβουλη, έτρεχε ξοπίσω του χωρίς σκοπό κανένα… Έφτασε στ’ αλέτρι του πάλι και στο ζευγάρι τω βοδιών. Διπλό θωρούσε τ’ αλέτρι, διπλά τα βόδια τα γερά.. Τα μάτια του κάτι είχανε πάθει κοιτάζοντας έτσι τα πράματα· τον γαλανόν αιθέρα, την πρασινάδα, για πρώτη φορά σα να ζητούσε κάποιο μυστικό κρυμμένο στο ανεξερεύνητο βάθος των χρωμάτων, απαράλλαχτα, όπως παθαίνουν τα μάτια, σαν κοιτάξουνε το πολύ φως! Οι ρεθισμοί που δεν άφηναν τη σκέψη του ελεύτερη να λειτουργήσει. Έγειρε αποσταμένος στο σακί με το χόρτο, και το χέρι του έσφιγγε, σα ν’ αγκάλιαζε, το παιδί της… Στύλωσε κάπου τα μάτια ορθάνοικτα και αφαιρέθη μέσα σε κατακλυσμό συλλοής, χωρίς τίποτα ορισμένο να σκέφτεται…—Όντας ανανόησε, ο ήλιος έφευγε τρεχάτος, στου δειλινού τους χρυσόπλουμους ωκεανούς —και το λάλημα δεν ακουότουν.
Πήγαινε στο χωριό, με τ’ αλέτρι φορτωμένο στο γαϊδουρέλι και τα βόδια, ολομόναχος χωρίς να τολμάει να γυρίσει ούτε δεξά, ούτε ζερβά να κοιτάξει. Ούτε κατάλαβε πως έφτασε στο χωριό. Είχε ρουφηχτεί σ’ όλο το δρόμο από τις ομιλίες που έκανε με κάτι άγνωστους δικούς, με φίλους ξεχασμένους, με ανθρώπους, που δε θυμόταν πότε και πού τους είδε, με προγονιούς και παππούδες!…
Το πρωί που ξύπνησε και βγήκε από το πλιθόχτιστο καλύβι του, σήκωσε το κεφάλι ψηλά και κοίταξε τον ουρανό, τον ήλιο· αγνάντεψε τα βουνά που ζώναν κάτω βαθιά, μελανός φραγμός τον Κάμπο.
Όλο υψωμένο κρατούσε το κεφάλι. Το Λενιό ξαφνιάστηκε που είδε να κοιτάζει έτσι· σαν αλλιώτικος της φάνηκε ο άντρας της. Σήκωσε κι αυτή το κεφάλι ψηλά νομίζοντας πως σύγνεφα πλακώσαν ή πως όρνια πετούν. Κι οι άλλοι χωργιανοί, που τον είδανε ξαφνιάστηκαν και κείνοι· γύρισαν κοιτάζοντας, ψηλά, μα γρήγορα πάλε κατέβασαν τα μάτια. Δεν ημπόρει να κοιτάξει απάνω ψηλά, κανένας τους.
Ήτανε αλήθεια παράξενο, πρωτόφανο. Δεξοχωρίτης, καμπίσος να σηκώσει το κεφάλι ψηλά. Κι ο Χαρούλης σε λίγες μέρες το ξέχασε κι ο ίδιος πως είχε κοιτάξει ποτές ψηλά, προς τον ουρανό.
Κάποτες έκαμε να υψώσει το κεφάλι, μα γλήγορα πάλε το κατέβασε, σαν μποδισμένος από φόβο ή κούραση. Μια μέρα πάλε ξανασήκωσε, μα σαν αντίκρισε το ψηλό Κ ο ν ά κ ι και στο παράθυρο τον επιστάτη δεν το ξανάκαμε…
Κι έτσι πια, κανένας στο χωριό δε σήκωσε το κεφάλι ψηλά, ούτε κι ο Χαρούλης.­― ― ― ―
Του ‘χαν πεθάνει κι άλλα παιδιά του Χαρούλη από τις θέρμες, μα όπως η γέννηση όμοια και ο θάνατός τους δεν του ‘καμαν εντύπωση· όμως του Βαγγέλη ο χαμός τού τάραξε το σκοτεινό βουρκάρι του μυαλού του. Όσο απερνούσε ο καιρός και πλιότερο το σκέφτονταν. Ήτανε κατιτίς αφύσικο τούτο. Καμιά φορά δεν εστάθη παρόμοιο στο χωριό ούτε στον Κάμπο. Πεθάνανε τόσα παιδιά, άλλα μικρά άλλα μεγάλα ―έτσι πεθαίνουν οι ανθρώποι. Χαθήκαν κι άλλοι απ’ αρρωστιές και χτυπήματα, μα έτσι σαν του παιδιού του το χαμό δεν εστάθη άλλος —Άξαφνα ένα σούρουπο ο Βαγγέλης δε γύρισε στην καλύβα· ούτε την άλλη μέρα, ούτε την άλλην, ούτε τις άλλες στερνές μέρες… Στ’ αληθινά, δε ματαγένηκε παρόμοιο στο χωριό, ούτε στον Κάμπο!
Είχε κι άλλα παιδιά ο Χαρούλης, άλλα τέσσερα και για κανένα η καρδιά του δε χώριζε πλιότερο μοιράδι αγάπης, όλα ίδια τα ‘χε, λίγο παρακάτω από τον εαυτό του και λίγο παραπάνω απ’ το σκύλο του· μα ο Βαγγέλης… και δεν ήταν αυτός στερνοπαίδι, αλλά ο Βαγγέλης είχε πιαστεί την ημέρα π’ άκουσε το λάλημα κάτω στο σύνορο του τσιφλικιού, να βγαίνει από του βουνού την πρασινάδα, το γλυκό λάλημα… Τότες που ανασήκωσε πρώτη φορά ψηλά το κεφάλι!
Το Λενιό έβανε άλλο παιδί στη θέση του Βαγγέλη, μα στην ψυχή του Χαρούλη έμνησκε κάτι αδειανό, για το ζωερό, τ’ ανήσυχο παιδί, το παλαβό, καθώς το λέγαν. Και πολλές φορές ξεχνιόταν κι άφηνε τ’ αλέτρι στη μέση του χωραφιού κι έσκουζε: «— Βαγγέλ’… άι —Βαγγέεεελη!… κι έστρεφε το βλέμμα του κατά το βουνό ή όπου έβλεπε πρασινάδα—σαν κάτι να του ‘λεγε πως το βουνό και η πρασινάδα, που του ‘δωσαν, τη δύναμη της φύτρας, του πήρανε το παιδί…
Στην αρχή μετρούσε τις μέρες με το ηλιόγερμα· ύστερα όμως ήρθε ο χειμώνας. Θάμπωσ’ ο ουρανός, δεν έβγαιν’ ο ήλιος, σκοτείνιασε και του πατέρα το μνημονικό και μόνο κάποτες ξεχνιόταν κι έσκουζε, σαν όρνιο που ρεκάζει: «—Βαγγέεελ’ —α Βαγγέλη! Και πέρασαν πολλοί χειμώνες, και ο Βαγγέλης είχε ξεχαστεί, απ’ όλους και από το Λενιό, μονάχ’ από του Χαρούλη την ψυχή δε σβηόταν όχι βέβαια η ειδή και η θύμησή του, μα κάτι πιο άυλο κι από τη θύμηση, κι από την ειδή πιο άπιαστο, που τονέ τάραζε ως τα βαθιά του είναι του και ξεχύνονταν στον παγερόν αέρα σαν αχνός όταν ρέκαζε «—Βαγγέλη —άι Βαγγέλη!… Κι έφερνε τα χέρια ο άμοιρος μπροστά του, να πιάσει την άχνινη ουσία, που λάβαινε υπόσταση με τ’ όνομά του, μα το πλάσμα το ποθητό, χανόταν, έφευγε, μάκραινε πέρα στην πρασινάδα του βουνού και τα χέρια σφίγγανε το κεφάλι δυνατά μη φύγει κι άλλο ακόμη από την ουσία την αχνή… —«Βαγγέλη, —άι Βαγγέλη!… Μέσα σε τέτοιους δαρμούς πέρασαν τα πέντε πρώτα χρόνια, χωρίς κανείς απ’ τους Δεξοχωρίτες και απ’ τους σπιτικούς ν’ αντιληφτεί την αγωνία του. Μήγαρις την ένιωθε κι ο ίδιος…
Σα γύριζε το βράδυ από το χωράφι κοντοστεκόταν στο δρόμο και ανοιγοκλειούσε τα χείλη, ως να μιλούσε με αφάνερα όντα, με σκιές που φτιάναν κοπάδι ολάκερο μπρος του, αρχινώντας από ένα ξανθό μαραμένο κεφαλάκι του Βαγγέλη του και τελειώνανε σ’ ένα πλατύστηθο κορμί φανταχτερού άντρα, σαν του παππού του τη θαμπήν ανάμνηση… Τα μισανοιγμένα χείλια του τότες έκαναν να βγάλουν φωνή «Βα…», μα έσβηνε σε βαθιοστέναγμα: «— Βα…ι» —Βα…!»
Και στον ύπνο του ακόμα τον ακολουθούσαν οι σκιές, πάντα στο ίδιο πλέξιμο της αλυσίδας, που αρχινούσε από το χλωμό Βαγγέλη και περνώντας από γνωστές σβησμένες μορφές τελείωναν σε κάποιονε παππού με πλατιά στήθια και καυτερή ματιά… Σηκωνότουνα τότες στα στρώματα και τους μιλούσε με βουβά μιλήματα, χωρίς να παίρνει απόκριση και πάλε ξαναπλάγιαζε… «Βάϊ,… Βάϊ…»
Έτσι περάσανε τα πέντε χρόνια. Ύστερα σιγά σιγά ξεθώριαζε στο νου του η θύμηση του Βαγγέλη, δεν έγλεπε μαθές πλιο, ούτε ίσκιους ούτε φαντάσματα. Έτσι στα υστερνά άλλα πέντε χρόνια, αστόχησε πως είχε ποτές παιδί Βαγγέλη, σάματις ύπαρχε τίποτις να του το θυμίζει… ούτε καν το μνημούρι του…
Όμως, κάτω από τη φαινομενική αυτή λήθη, πιο μέσα βαθύτερά του, αγωνιούσε, φτερούγιζε μιαν αβεβαιότητα μια σπίθα ελπίδας, πως κάτι αόριστο, άγνωστο θα ‘ρθεί — θα γίνει,… μα αυτό γινόταν τόσο βαθιά, τόσο μακριά, μέσα στο χάος, το άπειρο χάος της υπόστασής του, που δεν πρόφτανε ν’ ανέβει ούτε καν στη θαμπόφωτη επιφάνεια του βουρκωμένου του λογικού. Τίποτα οριστικό, σκηματισμένο είδος από ενέργεια, που είχε ανεπαίσθητον αντίχτυπο στις ρίζες των νεύρων, όσο να του γεννιέται μόνο μιαν αβέβαιη ελπίδα. Και παιδεύτηκε, ταλάνισε πολλές φορές να δυνηθεί να νιώσει το κ ά τ ι αυτό, μα του ήταν ακατόρθωτο, και τότε τον έπιανε κούραση, ζαλάδα και πεθυμούσε ύπνο βαθύ, ατάραχτο λήθαργο… ―ξυπνούσε όμως γλήγορα και παράδερνε στον ίδιον αγώνα. Κούναε το κεφάλι σα βεβαίωση, αυτοπαρηγόρια στο κ ά τ ι του αυτό, σα να ‘λεγε: θ α ‘ρ θ ε ί — θα γίνει!
Η ζωή του, του ήταν ίδια τώρα, χωρίς κανένα φωτεινό σημάδι, χωρίς σταθμό — ψέματα, ήταν ένα σημείο, το κέντρο της ψυχής του, μα όχι φωτεινό, θαμπό, σκουρόφωτο, γιατί δεν ήξερε πότε συνέβηκε και πως εγίνη. Απ’ αυτό άρχιζε και σ’ αυτό τέλειωνε κάθε του εσώτερη κίνηση· και δεν ήταν του Βαγγέλη ο χαμός, ούτε της Λενιός, που τηνέ χάλεψε τότες ο επιστάτης. Κάτι απ’ όλα μαζί που του ‘ριξε κάποια φλογίτσα και που τον έδενε με την γλυκιάν αβέβαιη απαντοχή. Το κάτι το μελλούμενο που εκαρτέρει ο Χαρούλης, και που στον αγώνα του αστόχησε όλο τον εαυτό του, σ’ αυτό το θαμπόφωτο σημείο είχε την πηγή του. Μα δε δενότουν να βρει ούτε τη σκέψη, ούτε την ενότητα αυτών των δυο: του περασμένου και του μελλούμενου. Είχε ρουφηχτεί όλος από το δεύτερο και έπαψε να ‘χει και τις λίγες πρωτινές που ‘χε κουβέντες, με τους Δεξοχωρίτες και ακόμα και με τη φαμίλια του.
Ζούσε μοναχικός ολότελα κι α δεν ήταν έτσι φρόνιμος και δουλευτής όπως πάντα, θα τον ελέγαν πως χάζεψε. Η ζωή του κυλούσε ίδια σαν και πρώτα, μόνε που έπαψε να ‘χει σκέση με τον κόσμον.
Ούτε στέναζε πια, ούτε κοντοστεκόταν στο δρόμο να παραμιλεί, μονάχα σαν περνούσε απ’ το Κονάκι, ανασήκωνε τα μάτια του, και κατέβαζε πιο κάτω το κεφάλι ανοιγοκλειώντας τα χείλια: θ α ‘ρ θ ε ί —θ α γ ί ν ε ι, σα να ψιθύριζε.
Αυτόνε τον τελευταίο καιρό κάτι γινότανε στον Κάμπο, μα ο Χαρούλης, τόσο αποτραβηγμένος, τόσο συγκεντρωμένος που ζούσε, δεν πήρε είδηση. Σα να μην ήταν απ’ αυτό τον κόσμο, ζούσε μιαν εσώτατη ζωή, κι αν μέσα στη φαμίλια του, μακριά κι απ’ αυτούς, σαν τίποτα εγκόσμιο να μην του κινούσε την προσοχή.
Είχανε φέρει ένα σεντούκι μεγαλότατο, θερίο, που το σύραν όλοι οι αραμπάδες του χωριού από κει που τ’ άφησε ο σιδερόδρομος.
Άνθρωποι ξένοι, με παράξενες ωραίες μορφές, γενάτοι και παράξενα ντυμένοι—μαστόροι και τεχνίτες, το ανοίξανε και βγάλαν από μέσα μια μηχανή!
Ψήσανε σφαχτά, ήπιανε ρακί πολύ, κάμανε ζεύκι δυνατό οι μαστόροι, και του βάλανε φωτιά… Κάπνιζε σα φούρνος και, ω θάμα, ξεκίνησε χωρίς κανείς να το σέρνει, απομοναχό του… Μούγκριζε, τριζοβολούσε μπουμπουνιστά, κάνοντας τον αγέρα να τρέμει κι έβγαζε σπίθες και καπνούς… ούρλιαζε σφυριχτά, σαν το δράκο του παραμυθιού… μαύρο, γερό γιγαντένιο, αψηλό σαν το Κονάκι!
Χύθηκε βαριά-βαριά στον Κάμπο κι αρχίνησε ―Δράκος αληθινός— να τρώει θημωνιές και να βγάζει στάρι!…
…Οι Δεξοχωρίτες για να βλέπουνε τον καπνό, που αγκομαχώντας έβγαζε το θερίο, αρχίσανε σιγά-σιγά να υψώνουνε το κεφάλι…
Ο Χαρούλης μόνο δεν έβλεπε τίποτε, της ψυχής του τα μάτια ήταν άλλου καρφωμένα, πιο μακριά, πιο βαθιά, δεν έγλεπε τρογύρα. Κάποτες-κάποτες μόνο, σα διάβαινε σιμά στο Κονάκι, έκανε να σηκώσει τα μάτια, μα πάλε τα κατέβαζε· ήταν πολύ ψηλό… — — — —
— — — — Μια παράξενη βουή άρχισε να βγαίνει απ’ τον Κάμπο, σαν τη βουή που δεν ακούγεται μα που τη νιώθεις και μηνάει τους χειμώνες ή τις θύελλες…
Παράξενη, μουγκή βουή. Δεν ήξερες πούθ’ έρχεται, από βοριά ή ανατολή, από βουνά ή πολιτείες. Πότε νόμιζες πως έβγαινε απ’ το νέφελο, μα πιότερο απ’ τη γης… Κανένας δεν την άκουγε, τηνέ νιώθαν,— τέτοια παράξενη βουή, αλήθεια, πρώτη φορά νιώθανε του Κάμπου οι άνθρωποι. Και ούτε κάμανε λόγο μεταξύ τους γι’ αυτό, ούτε αλλάξανε κουβέντα, μιλούσανε όμως με τις ματιές, τις χαμηλές ματιές. Τα βράδια που γυρνούσαν απ’ τα χωράφια και σταυρώνονταν απ’ τα μονοπάτια στη δημοσά για το χωριό, στεκόντανε λίγο, χωρίς να πούνε λέξη, μόνε κοιτάζονταν… Κι έβλεπες τότε, στου σούρουπου το σταχτόφωτο, μύριες γραμμούλες φωτεινές, σα μακριές λεπίδες να βγαίνουν, να ξεχύνονται απ’ τα μάτια των κουρασμένων χωρικών, να διασταυρώνονται με γληγοράδα αφάνταστη, να σμίγουνε σαν η μια να ενωθεί, να χωνευτεί στην άλλη… Και θα ‘νιωθες… μα όχι, έπρεπε να ‘χεις την δική τους τη ματιά, τη δική τους ουσία να ‘χεις,—Καμπίσιος να ήσουνα, για να ξηγήσεις των ματιώνε τα κρυφομιλήματα τα φανερά μ’ ανήκουστα, που λέγανε τη β ο υ ή —τη βουή, που ολημερίς την άκουαν στους σβώλους… και παρατούσανε τ’ αλέτρι εκστατικοί, για να τη νιώσουνε πιο βαθιά, να τους μιλήσει ως τα μύχια,—καθώς εκείνη την ημέρα ο Χαρούλης, παράτησε τ’ αλέτρι στη μέση του χωραφιού κι εκστατικός αφουγκραζότουν… μα πάνε χρόοοονια τώρα— — — —
— — — — Και ήρθ’ ο χειμώνας και πέρασε, κι ήρθε κι άλλος ακόμα και πέρασε, κι η βουή όλο και δυνάμωνε ακουότουν, σαν απόμακρο μπουμπουνητό θύελλας πρωτογέννητης, μπόρας, που κλειούσε όλες τις φουρτούνες και τις βαριοχειμωνιές. Οι γερόντοι με φόβο κι οι νιοι με περιέργεια καρτερούσανε το ξέσπασμά της· κι όμοι τους, μ’ έντρομη, λαχτάρα, κοίταζαν μια τα σύγνεφα, μια τα βουνά.. —Τότες ακούστηκε μεγαλόστομη φωνή. στον Κάμπο, σα να ‘βγαινε από της Γης τα έγκατα, υποχθόνιου θεού στεναγμός; «— Ε, σεις, βαριοΰπνωτοι, ξυπνάτε. Ξυπνάτε!…»
Κι άκουσαν αχόρταγα νιοι και παιδιά και γερόντοι, όλοι αιστανόμενοι μια γλύκα, σα φως και σαν βάλσαμο που γιόμιζε τον αγέρα και έκανε τα κορμιά να φρίσσουν. Ακούστε, τη θεϊκιά φωνή, τη μουγκή φωνή!…
Ο Χαρούλης ήταν προσηλωμένος βαθιά… και σα ν’ αποκρινότουν σε δικούς του στοχασμούς, κουνούσε το κεφάλι: Θ α ‘ρ θ ε ι ― θα γίνει!…
Πέρασε από το χωριό ένας τσομπάνος μια βραδινή και ήπιε νερό στο πηγάδι. Τα παιδιά τονέ τριγύρισαν και με περίεργα μάτια, ξετάζανε την παράξενη και φανταχτερή φορεσά του. Οι γυναίκες μ’ ανοιχτό στόμα καμαρώναν την κορμοστασιά του και οι άντρες, με περιέργεια έμφοβη το τσομπανόσκυλο και το σιλιάχι.
Στον ξένο, δεν άρεσε τίποτα στο χωριό, ούτε και το νερό· ακόμα πλιότερ’ όμως δεν άρεσε η ταπεινότητα και η δουλοσύνη που κυβέρναε όλα τα πρόσωπα. Κοίταε ολόγυρα περήφανα και είπε «—Ω, ταπεινοί και χαμηλόβλεποι, καμπίτες· βγάλτε τα βόδια από το ζυγό, και ζευτείτε σεις. … Τι με κοιτάτε ξιπασμένα έτσι; Δεν είσαστε άνθρωποι σεις που σκύβετε πάντα το κεφάλι; Η ματιά σας δεν πάει πιο πέρ’ απ’ το υνί και η σκέψη σας ως την ουρά του βοδιού φτάνει…..
Ανάλαφρη ταραχή έκαμε το πλήθος των Καμπίσων, ν’ αναδέψει στενάχωρα… Ρωτηθήκανε μεταξύ τους με τις ματιές, καθώς τα μερμήγκια με τα κέρατα. Ποιος είναι τούτος και τι τάχα τους λέει;
Μια φωνή αδύνατη σαν απ’ τον ίδιο τον αχό της φοβισμένη, βγήκε απ’ το μέρος των χωρικών:— «Ποιος είσαι, τι λες;» —και κοιτάζονταν όλοι οι χωριάτες κι αναρωτιόντουσαν με τις ματιές κι έλεες πως όλοι μαζί βγάλανε ύστερ’ απ’ αγώνα το μέγα ρώτημα: «Ποιος είσαι, τι λες;»…
«— Τσομπάνος είμαι. Δεν έχω σπίτι, κάθομαι στα βουνά. Το μάτι μου κυκλώνει τον Κάμπο και χάνεται στην απεραντοσύνη του γαλάζου. Μιλάω με τ’ αστέρια και με τα στοιχειά κι όλο τ’ αψήλος κοιτάζω… κι όλη μου η ζωή είναι χαράς τραγούδι, αμανές λευτεριάς… Ξαγνάντεψα τα χαμόσπιτά σας και πέρασα· μα τα έργα σας ταπεινά μου κόψανε το τραγούδι και τη χαρά μου…
Περάτης είμαι και τούτο σας λέω: παρά να χαμοσέρνεστε — φίδια και βατράχια κάλιο να αιθερολάμνετε — κοράκια, όρνια!…
Είπε ο τσομπάνος· και αγέρωχος έσκισε τ’ άλαλο των χωρικών πλήθος, που τον εθώρει σαστισμένα και βγήκε απ’ το χωριό με το σύντροφο σκύλο του.
Μέρες πολλές μιλούσανε για τον καμαρωτό τσομπάνο και τα λόγια του τα πειραχτικά, μα που γλυκά βουΐζανε στ’ αυτιά τους… Ζητούσανε ξηγητή για τα λόγια τα πρωτάκουστα, μα τέτοιος δε βρισκότανε στο χωριό τους. Ο Χαρούλης δεν πήρε είδηση τον τσομπάνο ούτε άκουσε τα λόγια του, μοναχοπερπατούσε και συχνοδιάβαινε απ’ το Κονάκι· δε σήκωνε ποτές κεφάλι να ιδεί την αψηλή σκεπή, μα πάντα στα πετρόχτισα θεμέλια κάρφωνε τη ματιά,—Έσκυψε μια φορά και με το χέρι ξέτασε τα ντουβάρια· κούνησε το κεφάλι, κάτι μουρμουρίζοντας στοχαστικά…—έβρισκε πως εδώ και κάμποσο καιρό αρχίζανε να ριπιάζουν… θ α ‘ρ θ ε ί… θα γίνει!..
Τότες η μουγκή βουή, που ακουότουν από καιρό έπαψε. Ένα δροσερό αεράκι έπνεε απ’ το Νοτιά, από κάτι χώρες τ’ ουρανού. Αεράκι που έφερνε ψίθυρους πρωτάκουστους, γλυκούς, από τις θαυμαστές πολιτείες με σπίτια λιθόχτιστα, και από το Κονάκι πιο ψηλά! Άλλο δεν τους λέγανε τα ψιθυρίσματα από τα θαυμάσια του άγνωρου κόσμου. Μα διαβήκανε τότες από τον Κάμπο πολλοί ανθρώποι και τους μιλήσανε για καπνοκάραβα που ταξιδεύουνε τ’ αρμυρά νερά —γι’ ανθρώπους που πετούν σα λελέκια στους αέρηδες, κι άλλα, ακατανόητα κι απίστευτα. Όσο πιο αόριστα ήσαντε αυτά που τους είπαν οι ανθρώποι τόσο πιο ανάβαν πεθυμιές — πόθοι στους Καμπίτες.
Μια μέρα τους εφάνη πως είδαν στον ουρανό μια κόκκινη, ολόπυρη γλώσσα να γλείφει τα γαλάζα σύννεφα, και να πορφυρώνει ως και τα μπλάβα μακρινά όρη.
Σε λίγο ακούστη, που κατέβαινε κάποιος με μεγάλα βήματα από τις ρόδινες βουνοκορφάδες στον Κάμπο. Η ματιά του αστραπή και ο λόγος του μελίσσι πολύβουο και γλυκό ίσια στις καρδιές αντηχούσε, το γένι του είχε χρώμα των ασταχυών και ήτανε σαν παιδί γερασμένο.
Κοπαδιαστά τρέξαν οι άνθρωποι να πιούνε το μέλι της φωνής του, κι εθώρειαν πως λουζόντανε στα γλαυκά κύματα της ματιάς που γλυκοάστραφτε σαν τη μακρινή λίμνη στα πρωινά ηλιοχαδέματα. Ο Στάθης ο Χαρούλης στο αντίκρισμά του αιστάνθηκε πόνο δυνατό στην καρδιά, σα να του όργωνε αλέτρι διπλό τα στήθια. Όλη τη μέρα πλανιόντανε στα χωράφια σαν παλαβός και μια στέναζε και γελούσε και πάντα άπλωνε τα χέρια να πιάσει κάποιον ίσκιο γλυκοθώρητον άπιαστον και: Βάι… Βάι… έσκουζε μέσ’ από τα δόντια!
Τ’ αλέτρια και τα ζευγάρια μείναν έρημα και τρέχαν όλοι με λαχτάρα, με δίψα, ν’ ακούνε τα λόγια τα μεγαλόπνευστα, απ’ το γλυκό στόμα. Και ο Στάθης ο Χαρούλης ολόπρωτος έτρεξε σηκώνοντας και τους Δεξοχωρίτες…— Και τα λόγια ήταν ίδια που τους είχε πει η μουγκή βουή, όταν την άκουαν μέσα στ’ όργωμα του χωραφιού στ’ αλωνιού την πύπη. Έλεγε το παιδί το γερασμένο, με το γένι σαν αστάχυ και με το μακρύ σα γκλίτσα ραβδί έλεγε:
«— …Δε θα σας πω τίποτες νέο εγώ, δύστυχοι. Καμπίτες. Τα λόγια μου τα ‘χει πει η μάνα Γης, αυτή που αστέρευτα μας δίνει γενιών γενιών γενιές και ο πόνος σας είναι πόνος μου και τον καημό σας, τονέ νιώθω… Καμπίσος είμαι και γω, ας έρχομαι από ψηλά. Το αίμα σας νιώθω στις φλέβες μου να τρέχει… Κάμπο, θυμάμαι, τα μάτια μου πρωτοξάνοιξαν και πλάι στο αλέτρι πρωτόειδα το φως.
Η ματιά του η άδολη, τύλιγε όλο το πλήθος, που διψασμένο αφουγκραζότουν και μπήκε ως ηλιαχτίδα στην ψυχή του Χαρούλη. Και καθώς μολόγησε το παιδί πως είναι καμπίσιος, ο Χαρούλης αισθάνθηκε ένα γλυκό μαχαιράκι με λεπίδα χρυσή, σα μετάξι να του κόβει τα ήπατα, να του παίρνει τη ζωή του: «—Βα… Βαγγέλη… Βαγγέλη μ’…» έβγαλε στριγκιά φωνή και άνοιξε τα χέρια ως να τον δεχτεί στην αγκαλιά του.
Κι ο νιος τίναξε το γερασμένο κεφάλι σα να ξυπνούσε από νάρκη και στάθη συλλογιζόμενος πολύ. Ύστερα με ήσυχη φωνή και όλο γλύκα στη θωριά του: —«Εγώ είμαι, είπε, ο Βαγγέλης. Στου χρόνου το πέρασμα αστόχησα ποιος ήμουν, πούθε η γενιά μου βαστούσε, μα πάντα μου ένιωθα μέσα μου, βαθιά, πως είμαι Καμπίσιος, κι αν και ψηλά στ’ απάτητα κορφοβούνια βρισκόμουν, όλο στον Κάμπο έπεφτε η ματιά μου και η καρδιά μου εράϊζε βλέποντας τόση δυστυχία να σας βαραίνει σα να βάραινε μένα τον ίδιο.
«Μόλις ένιωσα κόσμο, πνιγόμουν δω μέσα στο χωριό, μαζί σας. Αν κι απ’ την ίδια γενιά, όμως αιστάνομουν μια ξεχωριστήν άγρια φωνή να με ξορμάει σε έργα, που όλοι τα λέγατε παλαβά. Ήμουνα ξένος κοντά σας. Το σπίτι μάλιστα, το χαμόσπιτο αυτό, που σκύφταμε να μπούμε μου βάραινε την παθιάρα την ψυχή μου. Ύστερα το σκιάχτρο η φοβερή λέξη, ο Α φ έ ν τ η ς, σαν κουδούνι της κόλασης αντήχαε στ’ αυτιά μου — Νταν!… Κι ακόμα σα θέτε, μια ζηλοφτόνια, γιατί να μην κάθομαι στο μπαλκόνι του Κονακιού νύχτα μέρα ε γ ώ, να βλέπω το φεγγάρι που κρυφοκυνηγιόταν στα σύγνεφα με τον αυγερινό και ν’ αγναντεύω τις παρδαλές χρωματωσές των βουνών τα δειλινά και τις χαραυγούλες …
«Κάτι ανθρώποι που βαρούσαν σουραύλια γλυκά και τραγουδούσαν ολημερίς χαράς τραγούδια, μου σήκωσαν το νου και πήγα μαζί τους, όταν περνούσαν μια βραδινή στο ποτάμι μας. Αυτοί με πήραν ψηλά στα βουνά και είδα τότες θαμαστά πράματα, που μόνε τα βλέπει κανείς σα μάθει να σηκώνει το κεφάλι ψηλά…
Η χαρά μου όλο μεγάλωνε, που δε μ’ άφηνε να θυμηθώ τα περασμένα σπίτι και γονιούς… Συμπάθα με, καλέ γεροποτέρα, και σεις θλιβεροί χωριανοί μου α σας έκαμα πίκρα με τη φευγάλα μου. Τώρα όμως ήρθα να σας φέρω τη μεγάλη χαρά, να σας δείξω το δρόμο που θα τη βρείτε — που θα τη βρούμε όλοι μαζί…»
— «Ναι· όλοι μαζί!…» φώναξε το πλήθος, με λαμπερά μάτια και τον ακολούθησε θαρρετά, καθώς βάδισε μπρος με το δακρυογελάμενο τον πατέρα του, πιασμένοι από το χέρι, σα μικρά παιδιά, που πάνε να κόψουνε λουλούδια… «Βαγγέλη, παιδί μου… Βαγγέλη μου!…»
Μα τότες βγήκε μπροστά τους ο Αφέντης που είχε μαζί του ένα πλήθος φερμένο από την Πολιτεία αρματωμένο και ζωσμένο λουριά. Τα σπαθιά τους αστράφταν σκληρά στον ήλιο και η περπατησά τους βαρυαντηχούσε σα χιλίων αραμπάδων καραβάνι.
Πρώτη φορά βλέπαν τον Αφέντη τους. Δεν είχε ‘ρθεί ποτέ στο Δεξοχώρι. Ούτε τους μίλησε, ούτε κατέβη απ’ το γυαλόφραχτο αμάξι του.
Ένας με παρδαλά ρούχα και κρεμασμένα λιλιά, που ‘χε τα μουστάκια σηκωμένα σα μελανού τράγου νουρά, τους μίλησε βριστικά λόγια και όλο το χέρι κουνούσε, βροντοχτυπώντας το γυαλιστερό του σπαθί. Τα πλιότερα που τους είπε δε τα νιώσανε, μα κατάλαβαν πως ήταν όλο προσβολή και θυμό γι’ αυτούς.
Ο Βαγγέλης απάντησε, γλυκά μιλώντας στον οργισμένο με τ’ άγρια μουστάκια. Τα λόγια του στάζανε μέλι και φέρναν δάκρυα στα μάτια των Καμπίσιων· οι γυναίκες μάλιστα κλαίγαν.
Είπε πολλά για τα βάσανά τους και για την πίκρα τους, που δεν τους αφήνει να δούνε μέρα γλυκιά· πως δε ζητάν παρά να ζήσουνε σαν ανθρώποι· ναι,— σαν ανθρώποι!
Ο οργισμένος με το λαμπερό σπαθί και τα μουστάκια σαν αγριόγατος, είπε στους χωριάτες να φύγουν και να πάνε στα χωράφια τους κι άλλοτες να μη ξανασμίξουν, ουδέ ν’ ακούν τα παλαβά λόγια. Τα είπε με θυμό και γουρλωμένα ολόφλογα μάτια, τόσο που οι Καμπίσιοι φοβήθηκαν, μα δε σκορπίσανε.
Τους ξαναλέει, μανιασμένα, κουνώντας χέρια και χτυπώντας ποδάρια, να φύγουνε γιατί θα τους σκοτώσει με τ’ άρματα που έχουν στο νώμο οι ανθρώποι του, και θα τους ξεκοιλιάσει με τα γυαλιστερά σπαθιά.
Ο Βαγγέλης σα να ‘θελε να προφυλάξει, να προστατέψει τους άμοιρους χωριανούς από την οργή και το θάνατο, πέφτει μπρος ανάμεσα πλήθος και οργισμένου σπαθά, ανοίγοντας τα χέρια σα φτερά να τους αποσκεπάσει όλους…
Κι αμέσως ο οργισμένος άνθρωπος με την κόκκινη φλόγα στα μάτια, ως του ‘γνεψε ο Αφέντης, από τη γυαλόφραχτην άμαξα, είπε μια λέξη: Π υ ρ!…
Ένας ξερός αλλόκοτος κρότος, σα δαιμόνου τρίξιμο δοντιών ακούστη κι ο Βαγγέλης σωριάστηκε χάμου βγάζοντας ψιλή φωνούλα γλυκιά, σα βέλασμα αρνιού, που τ’ αδικοσφάζει μακελλάρης αιμόχαρος. Και κοντά σ’ αυτόν κι άλλοι πεντέξι μπροστινοί Καμπίτες!
Ο Στάθης ο Χαρούλης ρέκαζε: «Βάι… Βάι… παιδάκι μ’ …» κι έπεσε απάνω του. Οι Καμπίσιοι τρομαγμένοι, σαν κοπάδι που έχασε τον τσομπάνο του, σε χαλασμού ώρα, σκόρπισαν και χωθήκανε στις ταπεινές τους καλύβες, πιο ταπεινοί· μα και πιο διψασμένοι . . .
Ο οργισμένος άνθρωπος έφυγε με τον Αφέντη, αφήνοντας έρημα τα κουφάρια των Καμπίσιων, θροφή στα όρνια στα κοράκια—σκιάχτρο στο νου των χωριανών… Μόνο ένας γέρος ζωντανός, ο Στάθης ο Χαρούλης, έμεινε σκυφτός πάνω στο κουφάρι του παιδιού του, φιλώντας με λαχτάρα το ξανθό πρόσωπο με το γένι σαν αστάχυ… όσο που άρχισε ο ήλιος να γέρνει.
…Άξαφνα σήκωσε το κεφάλι κι έφερε τη ματιά ολόγυρα· από το καταπράσινο βουνό, με τα μοσκομύριστα κέδρα και τις πουρναριές, ακούστηκε ο γλυκός αχός της φλογέρας, όπως ετότες… Αλήθεια· κι ήταν ίδια σα σήμερα! Μα τώρα το λάλημα ακούονταν πιο καλά, σαν το κελάρυσμα του νερού κάτου στο ρέμα με τα χρωματιστά βότσαλα, σα μύριων πουλιών γλυκό κελάϊδισμα, σα να ‘λεγε πάντα μια γλυκιά φωνή το γλυκόνομα του Βαγγέλη… του Βαγγέλη!…

* ντράλα ή αντράλα είναι η ζάλη.
* ζεύκι, πιο σωστά ζέφκι, είναι το γλέντι.

* ριπιάζουν θα πει γινονται ερείπια.
Για άλλες λέξεις ρωτάτε στα σχόλια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Κανονικά συνεχίστηκε και φέτος η ρίψη κροτίδων από τους ηλίθιους της χώρας

  Κανονικά συνεχίστηκε και φέτος η ρίψη κροτίδων από τους ηλίθιους της χώρας Κανονικά συνεχίστηκε και φέτος η παραδοσιακή ρίψη κροτίδων από ...