Ελεήστε – ποίημα
Ελεήστε.
Ελεήστε. Σώστε και ελεήστε.
Να ‘σχωρεθούν τα πεθαμένα σας,
ωάρια.
Ευλόγησον Κύριε Παντοπώλα Μας,
Μετά της Μητρός Σας,
Παναγιότατη Ε.Π.Ε. Σας,
Το Πραλινάτο Κρουασάν,
Την Υγρή Μουτσαρέλλα,
Τη Φυστικωτή Μορταδέλα.
Στο πάγκο αλλαντικών Σας,
οικόσιτη νοικοκυρά,
γονυπετής,
με εικονίτσα mastercard,
ανάμεσα στα δόντια,
στα σκέλια ημιπάρθενος,
κάτω από την λευκή σας ρόμπα,
το νεκρό σας φαλλό,
δοξολογεί με «ωσαννά»,
κροταλίζοντας καινούργια μασέλα,
τον πρώιμα ηττημένο Πρίαπο,
τον νικηφόρο τραπεζοϋπάλληλο,
τη σύνεσή Σας,
τη τρισυπόστατη μονάδα
εξ αδιαιρέτου εταιρικού δικαίου,
το χλωρινισμένο σας Κατάστημα.
Ελέησον, Ελέησον,
τη δούλη σας,
των POS Σας,
και κοινωνήστε την πιστή,
που ξόανα φέρουσα,
μπιζού,
Φετάκι Σαλαμάκι.
Σώστε και ελεήστε κι εμένα
και δώστε το κατιτίς σας,
– καλό να βρείτε,
μεγάλη πόρτα συρόμενη να περάσετε –
Το ένα σας cent,
Το κουμπί της κιλότας σας,
Τη μπαλένα του σουτιέν σας,
Το τσιμπιδάκι της περούκας σας,
πάρτε ως ενέχυρο,
από τα χέρια μου,
αυτήν εδώ την καρφίτσα του Οιδίποδα,
βαφτιστικό μου δώρο,
κι αποτρέψατε απ’ εμού,
τη μοίρα της
αυτάδελφους
αεργούς Μήδειας.
Στη Νόπη, «Γιατί, καλή μου, ποτέ το super market δεν θα είναι πια το ίδιο.»
https://nosensewords.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου