Ρία Φελεκίδου, Σαν παραλήρημα
Εκλιπαρώ ένα χάδι.
Γεννήθηκα στη φωλιά ενός τσακισμένου βράχου, αμύριστη από τα πλάσματα της γης, σαν ζωντανό κέλυφος και αχρείαστος ρυθμός – δίχως ακροατές.
Κρατούσα τέμπο, για μια λύπη μακρινή που δε γνώριζε τον εαυτό της. Αυτομαχαιρωνόταν στην άγνοια, καταδικάζοντας τις επιστροφές των δακρύων στο ποτάμι της αυτογνωσίας.
Ο νόστος ανοίκειος, σχεδόν περιττός, σε φωτεινά πρόσωπα, που σαν πλαστικές μάσκες, πηγές δίχως σχήμα, κυβερνούσαν τις μνήμες μου.
Ανέγγιχτη και αφίλητη και απ’ τη μιλιά της σμέρνας ποτισμένη από ένα μύθο αλλιώτικο, περσινό, που χαϊδολογά ακόμη κάτι κιτρινωπές νύχτες.
Νύχτες που παραπαίω –εν μέρει προκατασκευασμένα αφηνιασμένη– στα χείλη ενός ποτηριού.
Φλερτάρω το σπέρμα μες στο οινόπνευμα, καθώς σαλεύει προσευχές και τάζει εκρήξεις.
Του κρυφομιλώ παράταιρα παραμύθια. Να το ξυπνήσω απ’ τον πλωτό του ύπνο.
Να κερδίσω το αλάτι και τις αιμάτινες αλυσίδες να ζωστώ.
Κραδαίνω το χθες σαν πολύτιμο σεντούκι.
Καθώς αφουγκράζομαι έναν παράξενο πυρετό –γλιστρώντας στα κενά των υπόλευκων τρεμουλιαστών μορίων– τον ντύνομαι. Τον κάνω φίλο και αγαπημένο αυριανό εχθρό.
Η γεύση του μεσημεριού είναι δανεική.
Δοκιμάζω τις φούχτες μου στο σχήμα του νερού.
Σε βρεγμένους οιωνούς απλώνω τα δάχτυλα στο μέλλον. Με περπατά ένα αφροδίσιο ρίγος. Καυλωτικό. Σαν το νιαούρισμα της γάτας στις παρυφές του καλοκαιριού.
Στέκομαι ξανά στα πόδια μου, ολόιδια, δοκιμασμένη, μισθοφόρος της σελήνης. Δεν είμαι η πρώτη ούτε η τελευταία που επιθυμώ διακαώς μια συνουσία με τα άστρα. Το επόμενο βήμα. Συνουσιάζομαι.
Πετάγομαι κάθιδρη, παράφρων σχεδόν, από έναν ύπνο αστρικό.
Συνέρχομαι από μια λωρίδα ατμού φωτός που τρυπώνει στα ρουθούνια μου. Καλό χαρμάνι, ανόθευτο.
Την άλλη μέρα, πεπειραμένη πια από νυχτερινούς παροξυσμούς και σπαραγμούς στην κόψη των πλανητών, καβαλώ ένα διάφανο άτι, υπαρκτό στο γωνιώδες βλέμμα μου.
Ο καλπασμός ωστόσο δεν διακρίνεται από αγωνία. Διαγράφει γωνία και βουλιάζει σε κόκκινη λάσπη, μυθική πρώτη ύλη, ανταριασμένη απ’ τις προσμονές άστεγων ξωτικών, θεών και δαιμόνων. Γλιστρώ επίτηδες.
Πλένομαι από ενοχές και κολασμένες επιθυμίες μιας παλλακίδας των δρόμων. Παλεύω τον έρωτα των δρόμων και την αλητεία των ουρανών.
Πουλί, ναι. Μα δίχως φτερούγες πού πας;
Το καβούκι ομορφαίνει τις ανοιχτές πληγές των φτερών. Στομώνει τις υποσχέσεις του ανέμου. Φλύαρος τούτος και ακατάδεκτος στις γειτονιές του κόσμου, χαρίζεται μόνο στους εργολάβους του αύριο και σε αλαφροΐσκιωτες πεταλούδες με θαμπωτικό χνούδι και γυάλινο πέταγμα.
Ξαποσταίνω στο τζάκι. Για πόσα χρόνια; Το χνούδι αραιώνει και πια διακρίνω τις ελιές και τα κυπαρίσσια. Στο μάκρος του δρόμου το νερό και οι χθεσινοί τρυγητές, ομορφοντυμένοι, κατρακυλούν σε απλωμένους σωρούς σταφυλιών.
Δολώνω τον ήλιο με ένα κρυστάλλινο πρίσμα.
Άλλη ματαιοδοξία τούτη! Να φυλακίσεις το φως; Όχι, σύμμαχο να το κάνω.
Να αυτομολήσουμε στη χαρά, να δραπετεύσω απ’ τη νύστα και τις απειλές της.
Και ας κάνουμε τόπο στο είδος του δράκου που καταβροχθίζει τη μιζέρια.
Γεννήθηκα στη φωλιά ενός τσακισμένου βράχου, αμύριστη από τα πλάσματα της γης, σαν ζωντανό κέλυφος και αχρείαστος ρυθμός – δίχως ακροατές.
Κρατούσα τέμπο, για μια λύπη μακρινή που δε γνώριζε τον εαυτό της. Αυτομαχαιρωνόταν στην άγνοια, καταδικάζοντας τις επιστροφές των δακρύων στο ποτάμι της αυτογνωσίας.
Ο νόστος ανοίκειος, σχεδόν περιττός, σε φωτεινά πρόσωπα, που σαν πλαστικές μάσκες, πηγές δίχως σχήμα, κυβερνούσαν τις μνήμες μου.
Ανέγγιχτη και αφίλητη και απ’ τη μιλιά της σμέρνας ποτισμένη από ένα μύθο αλλιώτικο, περσινό, που χαϊδολογά ακόμη κάτι κιτρινωπές νύχτες.
Νύχτες που παραπαίω –εν μέρει προκατασκευασμένα αφηνιασμένη– στα χείλη ενός ποτηριού.
Φλερτάρω το σπέρμα μες στο οινόπνευμα, καθώς σαλεύει προσευχές και τάζει εκρήξεις.
Του κρυφομιλώ παράταιρα παραμύθια. Να το ξυπνήσω απ’ τον πλωτό του ύπνο.
Να κερδίσω το αλάτι και τις αιμάτινες αλυσίδες να ζωστώ.
Κραδαίνω το χθες σαν πολύτιμο σεντούκι.
Καθώς αφουγκράζομαι έναν παράξενο πυρετό –γλιστρώντας στα κενά των υπόλευκων τρεμουλιαστών μορίων– τον ντύνομαι. Τον κάνω φίλο και αγαπημένο αυριανό εχθρό.
Η γεύση του μεσημεριού είναι δανεική.
Δοκιμάζω τις φούχτες μου στο σχήμα του νερού.
Σε βρεγμένους οιωνούς απλώνω τα δάχτυλα στο μέλλον. Με περπατά ένα αφροδίσιο ρίγος. Καυλωτικό. Σαν το νιαούρισμα της γάτας στις παρυφές του καλοκαιριού.
Στέκομαι ξανά στα πόδια μου, ολόιδια, δοκιμασμένη, μισθοφόρος της σελήνης. Δεν είμαι η πρώτη ούτε η τελευταία που επιθυμώ διακαώς μια συνουσία με τα άστρα. Το επόμενο βήμα. Συνουσιάζομαι.
Πετάγομαι κάθιδρη, παράφρων σχεδόν, από έναν ύπνο αστρικό.
Συνέρχομαι από μια λωρίδα ατμού φωτός που τρυπώνει στα ρουθούνια μου. Καλό χαρμάνι, ανόθευτο.
Την άλλη μέρα, πεπειραμένη πια από νυχτερινούς παροξυσμούς και σπαραγμούς στην κόψη των πλανητών, καβαλώ ένα διάφανο άτι, υπαρκτό στο γωνιώδες βλέμμα μου.
Ο καλπασμός ωστόσο δεν διακρίνεται από αγωνία. Διαγράφει γωνία και βουλιάζει σε κόκκινη λάσπη, μυθική πρώτη ύλη, ανταριασμένη απ’ τις προσμονές άστεγων ξωτικών, θεών και δαιμόνων. Γλιστρώ επίτηδες.
Πλένομαι από ενοχές και κολασμένες επιθυμίες μιας παλλακίδας των δρόμων. Παλεύω τον έρωτα των δρόμων και την αλητεία των ουρανών.
Πουλί, ναι. Μα δίχως φτερούγες πού πας;
Το καβούκι ομορφαίνει τις ανοιχτές πληγές των φτερών. Στομώνει τις υποσχέσεις του ανέμου. Φλύαρος τούτος και ακατάδεκτος στις γειτονιές του κόσμου, χαρίζεται μόνο στους εργολάβους του αύριο και σε αλαφροΐσκιωτες πεταλούδες με θαμπωτικό χνούδι και γυάλινο πέταγμα.
Ξαποσταίνω στο τζάκι. Για πόσα χρόνια; Το χνούδι αραιώνει και πια διακρίνω τις ελιές και τα κυπαρίσσια. Στο μάκρος του δρόμου το νερό και οι χθεσινοί τρυγητές, ομορφοντυμένοι, κατρακυλούν σε απλωμένους σωρούς σταφυλιών.
Δολώνω τον ήλιο με ένα κρυστάλλινο πρίσμα.
Άλλη ματαιοδοξία τούτη! Να φυλακίσεις το φως; Όχι, σύμμαχο να το κάνω.
Να αυτομολήσουμε στη χαρά, να δραπετεύσω απ’ τη νύστα και τις απειλές της.
Και ας κάνουμε τόπο στο είδος του δράκου που καταβροχθίζει τη μιζέρια.
Από τη συλλογή Αυτά (2008) της Ρίας Φελεκίδου
https://thepoetsiloved.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου