Όταν το πράγμα πήρε τ’ όνομά του
Μπήκε στο γραφείο μου ξαφνικά, από την μισάνοιχτη εξώπορτα. Είχα χρόνια να την δω, πολλά χρόνια, ούτε που θυμόμουν πόσα.
Στάθηκε ακουμπώντας στο κούφωμα της πόρτας δειλά με το ένα πόδι της μες στο δωμάτιο, το άλλο πίσω..Άρχισε να απολογείται για τον λόγο που είχαμε λογοφέρει κάποτε. Τότε, που την είχα διώξει. Ούτε που θυμόμουνα τον λόγο. Χαιρόμουν που την ξανάβλεπα. Της έκανα νόημα να τα αφήσει πέρα αυτά και την προσκάλεσα να ‘ρθεί μέσα να τα πούμε.
Έκανε ένα δυο βήματα προς την μεριά μου. Κοντοστάθηκε, εξακολουθώντας να μου ζητάει συγγνώμη. Δεν καταλάβαινα τον λόγο.Την κοίταζα σιωπηλή και τότε το “είδα.”. Δεν ανάσαινε το δέρμα της! Δεν ανάσαινε το δέρμα της!!!
Η γυναίκα αυτή πέθαινε γιατί δεν ανάσαινε το δέρμα της!! Ταράχτηκα πολύ!
Εκείνη, έκανε ένα βήμα ακόμη προς τα κει που ήμουνα..Η φωνή μέσα μου φώναζε τρομαγμένη και επαναλάμβανε συνέχεια..Δεν ανασαίνει το δέρμα της.Πεθαίνει γιατί δεν ανασαίνει το δέρμα της.Πεθαίνει. Δεν ανασαίνει το δέρμα της
Κι όσο αυτή με πλησίαζε, τόσο και η φωνή εντός μου υψωνόταν επαναλαμβάνοντας ακατάπαυστα τα ίδια.. Κι όταν η γυναίκα κάθισε αντίκρυ μου, η φωνή ούρλιαζε πιά.
Είδα την γυναίκα να ανοιγοκλείνει το στόμα της. Άηχα.. Κάτι θα μου έλεγε, μα δεν μπορούσα να τ’ ακούσω. Τόσο το ουρλιαχτό της ..
Αναγκάστηκα να γυρίσω προς τα μέσα μου.Της μίλησα τρυφερά, καθησυχαστικά.-’Ελα μου,της είπα, σε άκουσα, σε άκουσα.. Ναι, πεθαίνει. Πεθαίνουμε οι άνθρωποι, ξέρεις.. Εκείνη, μου επανέλαβε με παράπονο..Πεθαίνει..
Κοντοστάθηκα για λίγο και έπειτα την ρώτησα απαλά, χαμηλόφωνα.-Μπορεί να γίνει κάτι;
Και η φωνή, σώπασε και μου απάντησε σε λίγο.. -Όχι..
Φλοίσβος ο ήχος της που έσβηνε στο ακρογιάλι. Πίκρα μεγάλη, η αποδοχή της ήττας.
Τότε, ήταν που της είπα: Είδες; Δεν ωφελεί να κραυγάζεις..Ελα μου, σώπα τώρα..
Δεν μίλαγε καθόλου πιά.
Στράφηκα προς τα έξω. Σηκώθηκα, άνοιξα την μπαλκονόπορτα πίσω μου να μπει φρέσκος αέρας, να διώξει εκείνον που πλανιόταν.Και έμεινα να ακούω την γυναίκα που συνέχιζε να μου μιλάει.
Πέρασαν κάμποσοι μήνες..Τέτοιος καιρός ήταν, θυμάμαι, όταν η γυναίκα- Δήμητρα, τ’ όνομά της-ξανάρθε να με δει. Απροειδοποίητα.
Ήξερα, είχε ‘ρθεί η ώρα εκείνη.
– Καλημέρα, μου είπε, έτσι πέρασα, να σου πω ένα γειά.
Δεν μίλησα καθόλου. Την περίμενα
– Ήμουν πάνω στο γιατρό του τέταρτου, ξέρεις, συνέχισε σε λίγο. Με έστειλε σε αυτόν ο καθηγητής από την Αθήνα. Καλός γιατρός..
Σώπαινα
Κι έπειτα, εκείνη ξέσπασε. Σαν άγριο θεριό που τόχαν κλείσει σε κλουβί..
-Πεθαίνω, Βεατρίκη μου, πεθαίνω!!Μου το είπαν, πεθαίνω!!
Την ρώτησα ήσυχα..- Από τι;
-Από μελάνωμα, μου απάντησε.
Το πράγμα είχε πάρει το όνομά του..
-Πήγα Βεατρίκη μου, όπως μου τόπες τότε, συνέχισε να λέει.. Και σε ένα και σε δυο και σε τρεις γιατρούς μέχρι να το βρουν.. Μα δεν το ήβραν, δεν το ήβραν..
Θυμήθηκα το αποξεχασμένο. Ήταν τότε που δυσκολευόταν να ανασάνει το δέρμα της. Της είχα πει πως δεν μου φαινόταν καλά, να πάει σε γιατρούς να βρουν τι έχει και να μην σταματήσει μέχρι να το βρουν..Κι ύστερα, την είχα διώξει..Ήταν που δεν άντεχα να το ιδώ. Αυτός, ο λόγος, ο αληθινός..Και να, που κείνο είχε γυρίσει πίσω τα μένα..Ήταν να γίνει έτσι..
Παράξενα που νοιώθω, τέτοιες ώρες..Σαν να έχω αδειάσει και τόση ησυχία. Απόλυτη ησυχία, μέσα και έξω μου
Εκείνη, σα να είχε αποκάμει. Τα μάτια της με κοίταζαν,γαλάζια δακρυσμένα, εικόνα ζωντανή στα δικά μου ως τα σήμερα..Αυτά, τα μάτια της τότε, που με έβλεπαν.
Πεθαίνω..μου ξαναείπε ήσυχα. Κι ύστερα σιώπησε..Με περίμενε πια εκείνη, να της μιλήσω, ίσως να της το αρνηθώ, να την παρηγορήσω, να της δώσω ελπίδα..
Η στιγμή κρεμιόταν στον αέρα..
Έπρεπε να μιλήσω τώρα.Έπρεπε!. Βίασα τον εαυτό μου, έγειρα την κεφαλή και της είπα:
-Ναι.
Ένα ελάχιστο αφιέρωμα, στην μνήμη της Δήμητρας..”Εφυγε” με πόνο τέτοιο καιρό, πριν κάμποσα χρόνια. Ταλαιπωρημένη, στην ζωή της..Ας είναι ν’ αναπαύεται εκεί που είναι..
https://beatrikn.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου