‘Ο Καπνοπώλης’ του Αυστριακού συγγραφέα Ρόμπερτ Ζέεταλερ (Robert Seethaler), είναι μια ιστορία ενηλικίωσης με φόντο τη Βιέννη λίγο πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Αυστρία δεν έχει ακόμη προσαρτηθεί στη Γερμανία αλλά η ναζιστική καταιγίδα είναι καθ’ οδόν και τα σημάδια είναι ορατά και στην καθημερινή ζωή των Βιεννέζων.
Το καλοκαίρι του 1937 ο 17χρονος Φραντς Χούχελ κρύβεται φοβισμένος κάτω από τα σκεπάσματα μέχρι να περάσει η καταιγίδα που μαίνεται έξω από την καλύβα που μένει. Η καταιγίδα τελειώνει αλλά αφήνει πίσω της ένα νεκρό, τον ευεργέτη της μητέρας του Φραντς. Χωρίς οικονομικούς πόρους πια, ο Φραντς αφήνει απρόθυμα τον τόπο του και πηγαίνει στη Βιέννη για να εργαστεί στο μαγαζί ενός παλιού φίλου της μητέρας του, του καπνοπώλη Ότο Τρσνιεκ.
Η μεγάλη πόλη τον εντυπωσιάζει. Είναι η πρώτη φορά που φεύγει από την εξοχή και ο Φραντς με τα απαλά γυναικεία χέρια, κοιτάζει γύρω του μαγεμένος.
«Όλα ήταν υπερβολικά. Η πόλη έβραζε όπως η κατσαρόλα με τα λαχανικά στην κουζίνα της μητέρας του. Τα πάντα βρίσκονταν σε διαρκή κίνηση, ακόμα και οι τοίχοι και οι δρόμοι έμοιαζαν να ζουν, να αναπνέουν, να δονούνται. Ήταν σαν να μπορούσες να ακούσεις τον στεναγμό των λιθόστρωτων δρόμων και το τρίξιμο των τούβλων. Παντού θόρυβος: υπήρχε ένα αδιάκοπο βουητό στον αέρα, ένα ακατανόητο μπέρδεμα ήχων, τόνων και ρυθμών, που αποκολλούνταν, μπερδεύονταν, έπνιγαν ο ένας τον άλλον, φώναζαν, μούγκριζαν. Και φως. Παντού κάτι αναβόσβηνε, κάτι έλαμπε, κάτι άστραφτε, κάτι φώτιζε: παράθυρα, καθρέφτες, διαφημιστικές πινακίδες, κοντάρια σημαίας, πόρπες, φακοί. Αυτοκίνητα περνούσαν με θόρυβο. Ένα φορτηγό. Μια πράσινη μοτοσικλέτα. Κι άλλο φορτηγό. Ένα τραμ έστριψε στη γωνία με ένα διαπεραστικό σφύριγμα. Η πόρτα ενός μαγαζιού άνοιξε απότομα, πόρτες αυτοκινήτων χτυπούσαν δυνατά. Κάποιος σιγοτραγουδούσε το πρώτο στιχάκι ενός λαϊκού τραγουδιού, αλλά σταμάτησε στη μέση του ρεφραίν. Ένας άλλος έβρισε χοντρά. Μια γυναίκα φώναζε σαν κόκορας που τον σφάζεις. Ναι, σκέφτηκε ο Φραντς ζαλισμένος, αυτό εδώ είναι κάτι άλλο. Κάτι εντελώς διαφορετικό.»
Και αμέσως μετά διαπιστώνει τη δυσωδία της πόλης – την κυριολεκτική και τη μεταφορική. «Δεν είναι το κανάλι που βρωμάει. Είναι οι καιροί. Σάπιοι καιροί. Σάπιοι, φαύλοι και εκφυλισμένοι.»
Ο καπνοπώλης Ότο Τρσνιεκ – βετεράνος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, στον οποίο έχασε το ένα του πόδι – αποδεικνύεται ευγενικός και πρόθυμος να βοηθήσει το αγόρι. Έτσι ο Φραντς βρίσκεται να παρατηρεί τις κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές που συμβαίνουν γύρω του από τη γωνιά του στο καπνοπωλείο. Γνωρίζεται με τους πελάτες, και μαθαίνει τις προτιμήσεις τους καλύτερα και από τους ίδιους. Η δουλειά δεν είναι σκληρή και περιλαμβάνει κυρίως την ανάγνωση των εφημερίδων και τη μύηση στην πώληση καλών πούρων. «Ένα κακό πούρο έχει γεύση κοπριάς», είπε ο Ότο Τρσνιεκ, «ένα καλό έχει γεύση καπνού. Και πάντως ένα πολύ καλό πούρο έχει τη γεύση του κόσμου!».
Ανάμεσα στους πελάτες του καπνοπωλείου είναι και ο Σίγκμουντ Φρόιντ, αυτοπροσώπως, στον οποίο ο Φραντς προστρέχει ζητώντας βοήθεια και συμβουλές όταν ερωτεύεται μια κοπέλα από τη Βοημία.
Ο Φραντς μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον παρατηρεί, μεγαλώνει και ωριμάζει.
«…. Κάθε τόσο, ακουγόταν από το μαγαζί κάτι σαν κελάρυσμα στους τοίχους, και καμιά φορά ακουγόταν κάτι σαν σούρσιμο. Μπορεί να ήταν ποντίκια, σκέφτηκε ο Φραντς, ή αρουραίοι. Ή να ήταν τα γεγονότα της τελευταίας μέρας, που είχαν ήδη γίνει αναμνήσεις και σέρνονταν έξω από τις εφημερίδες. Είναι πολύ περίεργο, σκέφτηκε, που οι εφημερίδες διατυμπανίζουν τις μεγάλες αλήθειες τους με μεγάλα χοντρά γράμματα, και στη συνέχεια, στο αμέσως επόμενο φύλλο, τα γράμματα γίνονται μικρά ή διαψεύδονται κιόλας. Η αλήθεια της πρωινής έκδοσης είναι ουσιαστικά το ψέμα της βραδινής έκδοσης, που όμως δεν παίζει σπουδαίο ρόλο για τη μνήμη. Έτσι κι αλλιώς, οι άνθρωποι δεν θυμούνται την αλήθεια, παρά μόνο αυτό που ακούγεται δυνατά ή τυπώνεται με μεγάλα γράμματα. Κι όταν, κάποια στιγμή, ένα από τα θροΐσματα των αναμνήσεων θεωρείται ότι κράτησε υπερβολικά πολύ, γίνεται ιστορία.»
Ο κόσμος γύρω του αλλάζει. Η ναζιστική απειλή πλησιάζει και οι Εβραίοι -ανάμεσά τους και ο Φρόιντ- απειλούνται. Το καπνοπωλείο γίνεται στόχος γιατί έχει πελάτες Εβραίους και σύντομα ο καπνοπώλης συλλαμβάνεται από τη Γκεστάπο και ο Φρόιντ καταφεύγει στο Λονδίνο για να σωθεί. Η άνοδος των Ναζί είναι σε μεγάλο βαθμό ένα μυστήριο για τον Φραντς και οι συνέπειές της εμφανίζονται στη ζωή του οδηγώντας τον προς την ωριμότητα. Ο ίδιος δεν έχει καμία πολιτική ατζέντα ούτε μίσος προς οποιονδήποτε συνάνθρωπό του. Ο αναγνώστης βέβαια δεν παύει στιγμή να ανησυχεί για την τύχη του καθώς τον παρακολουθεί να περιπλανιέται ανάμεσα στους θριάμβους και τις δοκιμασίες της δικής του ζωής και να προσφέρει μια πιο υγιή άποψη για την ταραχώδη αυτή στιγμή της αυστριακής ιστορίας. Μέχρι που η αρχική αφέλεια και η έλλειψη κατανόησης της πολιτισμικής ή φυλετικής διαφοράς, διαμορφώνουν τον Φραντς σε έναν άνθρωπο που αντιστέκεται ενεργά στο μίσος και τη μισαλλοδοξία.
Σε κάποια σημεία χιουμοριστικό και σε κάποια στενάχωρο, το βιβλίο υπογραμμίζει με αυτή την αντίθεση ακόμη πιο έντονα την τραγωδία της εποχής. Η άνοδος του ναζισμού γίνεται το κυρίαρχο θέμα της ιστορίας και ο κάθε χαρακτήρας πρέπει να αντιδράσει είτε συναινώντας είτε περιφρονώντας το νέο πρόσωπο της τυραννίας. Η ακεραιότητα, η τίμια φύση του και η σταθερές αξίες για το σωστό και το και λάθος είναι τα στοιχεία που οδηγούν τον ήρωα του βιβλίου σε μια μοναδική αντίδραση.
‘Ο Καπνοπώλης’ είναι ένα βιβλίο με θέματα που δυστυχώς αντηχούν έντονα και στη δική μας εποχή και ο αναγνώστης δύσκολα μπορεί να αποφύγει τις ταυτίσεις.
Εκδόσεις : ΠΟΤΑΜΟΣ
https://passepartoutreading.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου