Θεοδώρα Ντάκου, Όταν γυρίσεις

Πόσο θα περιμένω να γυρίσεις απ’ το μακρινότατο ταξίδι σου;
Παγώνω κάθε χάραμα στην παραλία·
βγαίνει ο ήλιος στην ώρα του, τυπικότατος
και το χαλίκι δέχεται χωρίς συγκίνηση τα δάκρυά μου.
Κάθε βράδυ κατεβαίνουν το βουνό κορίτσια και μου γλυκομιλούν,
έχουν μεγάλα μάτια με τελείως σαφές περίγραμμα
και απαλά χέρια με συγκεκριμένη ακτίνα τρυφερότητας.
Προσπαθώ να τους εξηγήσω γι’ αυτό το ταξίδι σου στη θάλασσα.
Μου δείχνουν ένα μέρος του κορμιού μου που ανυπομονεί,
γελούνε, με χαϊδεύουνε, με ξενυχτούνε στα βυζιά τους,
μα εγώ μακραίνω ολομόναχος, εσένα περιμένοντας
χωρίς καμία ένδειξη πως θα γυρίσεις.
Το μεσημέρι φτάνουνε οι βάρκες των παλικαριών.
Έχουν μεριά σα σίδερο κι ατίθασο αυχένα,
στέκονται γύρω μου σαν άγγελοι, σκεπάζουνε τον ήλιο
για να κοιμηθώ,
βλέπω όνειρα αστραφτερά απ’ το χαμόγελό τους,
ώσπου ξυπνώ στα μπράτσα τους να ταξιδεύω στα κύματα
κι αμέσως επιστρέφω μόνη μου στην παραλία.
Όλα τ’ αρνιέμαι: κορμιά, καράβια και χαμόγελα,
για να ’μαι ξύπνια κι έτοιμη, αγάπη μου,
όταν γυρίσεις απ’ το μακρινότατο ταξίδι σου στη θάλασσα
ανυποψίαστος, τελείως ανυποψίαστος πως περιμένω.
Από τη συγκεντρωτική έκδοση Η ηλικία του πανικού (1984) της Θεοδώρας Ντάκου