Friedrich Schiller
Οι γερανοί του Ίβυκου
Μετάφραση: Θρασύβουλος Σταύρου
Ξεκίνησε των θεών ο αγαπημένοςγια της Κορίνθου το στενό, που εκεί,σε αγώνες μουσικής και αρμάτων, τρέχεικάθε φυλή να πάει ελληνική.Έρχεται από το Ρήγιο, μ’ ένθεο νου.Είν’ ο Ίβυκος. Ο Απόλλωνας τα δώρατης ποίησης, της γλυκιάς του ’δωσε ωδής.Μ’ ένα ραβδί αλαφρό βαδίζει τώρα.
Νά κιόλας o Ακροκόρινθος· απ’ το ύψοςτον οδοιπόρο τώρα χαιρετά,που, με ιερό ένα δέος, του Ποσειδώνατο δάσος το πευκόφυτο πατά.Ασάλευτα όλα γύρω· γερανώντον συνοδεύει μοναχά έν’ αλάι,που μακριάθε, σταχτόμαυρο, πυκνό,προς της Νοτιάς τη ζεστασιά τραβάει.
«Γεια σου, μπουλούκι φιλικό, που σε είχακαι μες στο πέλαο μόνο συνοδό.Για καλοσημαδιά σάς παίρνω, που όμοιαμε τη δικιά σας μοίρα έχω κι εγώ.Ερχόμαστε απ’ αλάργα, μια γωνίαφιλόξενη ο καθένας μας γυρεύει.Το καλό μας ας θέλει ο Φιλευτής,που από ντροπή τον ξένο προστατεύει».
Και προχωρεί χαρούμενος και φτάνεικαταμεσής στο δάσος το πυκνό,μα ξαφνικά του φράζουνε το δρόμοδυο φονιάδες σε πέρασμα στενό.Πρέπει ν’ αντισταθεί, μα στη στιγμήτου πέφτει σαν παράλυτο το χέρι·τεντώνει ωραία της λύρας τις χορδές,αλλ’ από δοξαριού χορδή δεν ξέρει.
Καλεί θεούς κι ανθρώπους, μα σωτήραςτην ικεσία του δεν ακούει κανείς·καμιά ψυχή, καμιά δε φαίνεται, όσομακριά κι αν φτάνει ο τόνος της φωνής.«Έτσι λοιπόν θα σβήσω, θα χαθώαμοιρολόητος, άκλαυτος, στα ξένααπό άσπλαχνων κακούργων χέρι, αλί,και γδικιωμό δε θα ’βρω από κανένα!»
Και βαριά πληγωμένος πέφτει χάμω.Το θρόισμα τότε ακούει απ’ τα φτεράτων γερανών· δε βλέπει, αλλά τ’ ακούει·κοντά οι φωνές τους κράζουν φοβερά.«Ω γερανοί μου εκεί ψηλά, από σαςτου σκοτωμού μου η μήνυση να γίνει,αν δε βρεθεί άλλο στόμα να το πει!»Αυτά είπε μόνο, και το φως του σβήνει.
Νεκρό, γυμνό τον βρήκανε· τον είχανπαραμορφώσει πια οι πληγές φριχτά·γνώρισε ωστόσο ο φίλος του ο Κορίνθιοςτα μισίδια τα τόσο αγαπητά.«Ω πώς σε ξαναβρίσκω! Κι έλεγα, αχ,πως στου τραγουδιστή μας το κεφάλι,αστραφτερό απ’ της δόξας του το φως,πεύκου κλαρί το χέρι μου θα βάλει.»
Όσοι είχαν μαζευτεί για τους αγώνεςτ’ ακούνε· ο κόσμος όλος τον θρηνεί·οι καρδιές όλες νιώθουν το χαμό του,ολάκερη η Ελλάδα τον πονεί·στον πρύτανη όλοι τρέχουνε, κι εκείμε οργή ξεσπά του λαού πυκνό το ρέμα·εκδίκηση απαιτούν, εξιλασμόγια το νεκρό με του φονιά το αίμα.
Μα μες στου τόσου κόσμου την πλημμύρα,που εδώ η λαμπρή τον τράβηξε γιορτή,πού να ’ναι ένα σημάδι που θα κάμειο μαύρος δολοφόνος να βρεθεί;Να τον χτυπήσανε άναντρα ληστές;Κρυφός εχθρός να το ’καμε από φθόνο;Ο Ήλιος που φωτίζει όλη τη γη,αυτός θα μπόρειε να μιλήσει μόνο.
Μπορεί -ποιός ξέρει;- αδιάντροπα στη μέσηνα γυρνά των Ελλήνων τώρα εδώκαι, ενώ η Ποινή τον κυνηγάει, εκείνοςρουφά του εγκλήματος του τον καρπό·και μες στων θεών ακόμη τα ξεράκι ανάμεσα στον κόσμο, που εκεί κάτουστριμώνεται, στο θέατρο για να μπει,να τον σπρώχνει μπορεί η ξετσιπωσιά του.
Γιατί, πυκνά, στα ξύλινα τα εδώλια,που τόσο βάρος μόλις το κρατούν,από κοντά ή μακριάθε εδώ φερμένοιοι Έλληνες καθισμένοι καρτερούν·γεμάτη κόσμο, υπόκωφα βοερή,όμοια με πέλαο, πέρα, όλο πιο πέρακαμπύλα τόξα ανοίγει η οικοδομήκι όλο προς το γλαυκό ανεβαίνει αιθέρα.
Φυλές! Ονομασίες! Ποιός θα μετρήσειόσους φιλόξενα έγιναν δεχτοί;Ήρθαν από τη Σπάρτη, απ’ τη Φωκίδα,από την Κεκροπία την ξακουστή,ήρθαν απ’ της Αυλίδας τους γιαλούς,απ’ τα νησιά, και πέρα απ’ την Ασία,κι απ’ τα ξύλινα εδώλια του Χορούτην άγρια τώρα ακούνε μελωδία.
που αυστηρός, σοβαρός, η αρχαία ως είναισυνήθεια του, με αργά και ρυθμικάβήματα βγήκε τώρ’ από το βάθοςκαι στον κύκλο του θεάτρου τριγυρνά.Γεννήματα θνητών δεν είν’ αυτές,της γης γυναίκες έτσι δεν πατάνε,τα πελώρια, γιγάντια τους κορμιάκάθε ανθρώπινο μέτρο ξεπερνάνε.
Ιμάτια μαύρα τις τυλίγουν όλες,στα μαγουλά τους αίμα ούτε σταλιά,και δαδιών μέσα στ’ άσαρκά τους χέριακοκκινόμαυρη σείουν φεγγοβολιά·κόμη, που στων ανθρώπων απαλάτα μέτωπα με χάρη κυματίζει,αυτές δεν έχουν, έχουν φίδια, οχιές,που φαρμάκι τα μέσα τους γεμίζει.
Φριχτά στριφογυρνώντας αρχινάνετον ύμνο που σπαράζει τις καρδιέςμέσα βαθιά, και γύρω στον κακούργοτις φοβερές του ξαμολάει θηλιές.Των Ερινυών ηχεί η ωδή, χορδήλύρας ποτέ μαζί μ’ αυτή δεν κρούει·παίρνει το νου, σπαράζει την καρδιά,τρώει το μεδούλι αυτού που την ακούει:
«Χαρά στον που ακριμάτιστος φυλάειτην καθαρή ψυχή που ’χε παιδί.Ποινές γι’ αυτόν δεν έχουμε· το δρόμολεύτερα της ζωής του ακολουθεί.Μα συφορά σε κείνον, συφορά,που φονικά κρυφά ’χει καμωμένα!Αυτόν τον κυνηγάμε από κοντά,εμείς, η φοβερή της νύχτας γέννα.
Λέει πως μπορεί να φύγει, να γλιτώσει;Πάνω του φτερωτές πετούμ’ εμείς,μες στη θηλιά το πόδι, όσο κι αν τρέχει,του πιάνουμε και παρ’ τον καταγής.Τον κυνηγάμε ακούραστες, γραμμή,κανείς μετανιωμός δε μας πρααίνει,ως μες στων σκιών τη χώρα, κι ούτ’ εκείελεύθερος ποτέ από μας δε μένει».
Χορεύουνε τον κύκλιο τραγουδώντας,και πάνω από το θέατρο σιγαλιάβαριά πλακώνει, σα σιωπή θανάτου,η θεότητα σα να ’ναι εκεί κοντά.Και επίσημα, με βήμα ρυθμικόκι αργό, η παλιά συνήθεια ως επιβάλλει,στον κύκλο της ορχήστρας κάνουν μιαγυροβολιά και χάνονται και πάλι.
Ψευδαίσθηση ή αλήθεια; Ανάμεσά τουςτρέμει, σαλεύει αμφίβολη η καρδιά·στη φοβερή τη δύναμη προσπέφτειπου αθώρητη δικάζει κι αγρυπνά,που ανεξιχνίαστη πάντα, μυστική,το σκοτεινό της μοίρας νήμα κλώθει,στου ήλιου ποτέ δε φαίνεται το φως,αλλά η καρδιά στα βάθη της τη νιώθει.
Και ξαφνικά, στα πάνω σκαλοπάτια,τη σιγαλιά την κόβει μια φωνή:«Για, κοίταξε, Τιμόθεε! Κοίτα, κοίτα!Του Ίβυκου περνούν οι γερανοί!»Μονομιάς σκοτεινιάζει ο ουρανόςκαι υψώνοντας τα μάτια όλοι κοιτάνεπάνω απ’ το θέατρο σμάρι γερανούς,που πυκνοί και σταχτόμαυροι περνάνε.
«Του Ίβυκου!» Τη λύπη ξανανιώθειστ’ όνομα τ’ ακριβό κάθε καρδιάκι έτσι, όπως κύμα σε άλλο κύμα, ο λόγοςαπό στόμα σε στόμα αυτός κυλά:«Του Ίβυκου, που εμείς τον κλαίμε, αυτούπου από το χέρι ενός φονιά έχει πέσει.Τί τρέχει; Τί να θέλει αυτός να πει;Κι οι γερανοί μ’ αυτό ποιά να ’χουν σχέση;"
Το ερώτημα όσο πάει και δυναμώνει·απ’ όλες τις καρδιές, σαν αστραπή,μια διαίσθηση περνά: «Των Ευμενίδωνη δύναμη είναι· δώστε προσοχή.Του αγνού ποιητή σιμώνει ο γδικιωμός,τον εαυτό του ο ένοχος προδίνει.Ποιός το ’πε; Σε ποιόν το ’πε; Στη στιγμήκαι των δυονών η σύλληψη να γίνει».
Εκείνος που ξεστόμισε το λόγονα τον ρουφήξει θα ’θελε ξανά.Του κάκου! Τα χλωμά που τρέμουν χείλιαδείχνουνε τους ενόχους καθαρά.Τους σέρνουνε, τους παν στο δικαστή·η σκηνή, δικαστήριο· οι δολοφόνοιτην πράξη που είχαν κάμει ομολογούνκι η εκδίκηση βαριά τους κεραυνώνει.
Θρασύβουλος Σταύρου. χ.χ. Στο ζυγό του στίχου μου. Μεταφράσεις ποιημάτων. Αθήνα.http://www.greek-language.gr/digitalResources/index.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου