Σχεδόν 20 χρόνια μετά την πρώτη ανάγνωση έπεσε ξανά στα χέρια μου το βιβλίο του Χέρμαν Μέλβιλλ (ας μου επιτραπεί να διατηρήσω τον παλιό τρόπο γραφής του επιθέτου του συγγραφέα, τον οποίο υιοθετεί κι ο μεταφραστής της έκδοσης που διάβασα, Μένης Κουμανταρέας) «Μπάρτλεμπυ ο γραφιάς».
Ο Χέρμαν Μέλβιλλ γεννήθηκε στην Νέα Υόρκη το 1819. Μετά από μια δύσκολη παιδική κι εφηβική ζωή και αφού ακολούθησε διάφορα επαγγέλματα (μεταξύ αυτών και το επάγγελμα του γραφέα σε τράπεζα- όπως ο ήρωάς του), θα μπαρκάρει σε ηλικία 20 ετών ως καμαρότος. Θα επιστρέψει στη Νέα Υόρκη για σύντομο διάστημα μέχρι να αποφασίσει να δουλέψει σ’ ένα φαλαινοθηρικό αυτή τη φορά. Θα ταξιδέψει με αυτό το πλοίο, θα αιχμαλωτιστεί από κανίβαλους, θα απελευθερωθεί και μετά από μια σειρά περιπετειών θα αποφασίσει να ασχοληθεί με τη συγγραφή των περιπετειών του αυτών οπότε και θα εκδώσει τα πρώτα του έργα τα οποία θα γνωρίσουν μεγάλη επιτυχία. Στη συνέχεια κι έπειτα από την απογοήτευση που θα δοκιμάσει από τη χλιαρή αποδοχή των επόμενων βιβλίων του, θα ολοκληρώσει το πιο γνωστό του μυθιστόρημα το «Μόμπι Ντικ» το 1851, χωρίς όμως κι αυτό να γνωρίσει την επιτυχία των πρώτων του προσπαθειών. Στα επόμενα χρόνια θα βιώσει οικονομικές δυσκολίες αλλά και προσωπικές απογοητεύσεις και μέσα σ’ αυτό το κλίμα θα δημοσιεύσει στο “Putnam’s Magazine” σε δύο συνέχειες τη νουβέλα του, «Μπάρτλεμπυ, ο γραφιάς», το 1853.
Η ιστορία η οποία είναι φαινομενικά απλή στην εξωτερική της πλοκή μεταφέρεται στο χαρτί μέσα από την αφήγηση ενός επιτυχημένου δικηγόρου (πρώην Εισηγητή Δικαστή) της Wall Street, αναγνωρισμένου και σεβαστού από τους συναδέλφους του.
«Τα γραφεία μου ήσαν ψηλά, στον αριθμό… της Γουώλ Στρητ. Από τη μια μεριά αντίκριζαν το λευκό εσωτερικό ενός ευρύχωρου φωταγωγού, που διαπερνούσε το κτίριο κατακόρυφα, από την κορυφή ως τα πόδια.» … «Ακριβώς την εποχή προτού ο Μπάρτλεμπυ κάνει την εμφάνισή του, το υπαλληλικό μου προσωπικό απαρτιζόταν από δυο άτομα που χρησιμοποιούσα ως αντιγραφείς, και έναν φέρελπι νέο ως κλητήρα. Πρώτος ο Διάνος, δεύτερος ο Τσιμπίδας και τρίτος ο Πιπέρης».
Καθώς οι ανάγκες του γραφείου του συνεχώς αυξάνονται και «ανταποκρινόμενος στην μικρή αγγελία μου, ένας ήρεμος νέος ήρθε να σταθεί ένα πρωί στο κατώφλι των γραφείων μου, που η πόρτα, λόγω της θερινής περιόδου, έμενε ανοιχτή. Ως και σήμερα διατηρώ την εικόνα του – πελιδνά άμεμπτος, θλιβερά σεβαστός, αθεράπευτα μόνος. Ήταν ο Μπάρτλεμπυ». Τα καθήκοντα του Μπάρτλεμπυ ήταν η αντιγραφή νομικών κειμένων και συμβολαίων, ήταν δηλαδή γραφιάς. «Καταρχάς, ο Μπάρτλεμπυ διεκπεραίωνε μία εκπληκτική ποσότητα γραφικής δουλειάς. Σαν ένας άνθρωπος λιμασμένος από καιρό ν’ αντιγράψει, έτσι και αυτός κατάπινε λαίμαργα τα έγγραφά μου. Δεν του έμενε καιρός, ούτε να χωνέψει. Νύχτα και μέρα δε σήκωνε κεφάλι, αντιγράφοντας με το φως της μέρας και κάτω από το φως των κεριών. Θα ήμουν πανευτυχής με την επίδοσή του, αν είχε δείξει κάποια σημεία ευφροσύνης με τη δουλειά του. Αντιθέτως όμως, εκείνος συνέχιζε να γράφει σιωπηλά, άχρωμα, μηχανικά».Στην αρχή λοιπόν ο καινούργιος γραφιάς φέρνει εις πέρας κάθε εργασία την οποία αναλαμβάνει με ταχύτητα, ποιότητα, επαγγελματισμό και μεγάλο ζήλο. Όταν όμως σε ανύποπτο χρόνο, ο εργοδότης – αφηγητής ζητά από τον Μπάρτλεμπυ και τους άλλους υπαλλήλους του γραφείου να τον βοηθήσουν στον έλεγχο ενός αντιγράφου για τυχόν λάθη, εκείνος αρνείται ευγενικά με την απλή φράση «θα προτιμούσα όχι». Η φράση αυτή θα επαναληφθεί πολλές φορές κατά τη διάρκεια της συνεργασίας εργοδότη και γραφιά, καθώς σε κάθε νέα εντολή του εργοδότη του, ο Μπάρτλεμπυ αρνείται σθεναρά επαναλαμβάνοντας την ίδια ακριβώς φράση, απλά πως «θα προτιμούσα όχι». Αρχικά ο εργοδότης ξαφνιάζεται με την αντίδραση αυτή. «Με οποιονδήποτε άλλον άνθρωπο θα είχα αφήσει να με παρασύρει ο πιο τρελός θυμός και χωρίς περιστροφές θα τον είχα άσπλαχνα εξορίσει από τη θέα μου. Υπήρχε, όμως, κάτι στον Μπάρτλεμπυ που όχι μόνο κατά ένα παράδοξο τρόπο με αφόπλιζε, αλλά που, ως εκ θαύματος, με συγκινούσε και με αναστάτωνε. Προσπάθησα να τον λογικέψω».
Καθώς ο Μπάρτλεμπυ συνεχίζει να αρνείται με την ίδια σταθερά φράση «θα προτιμούσα όχι» κάθε νέα δραστηριότητα, καθήκον που προσπαθεί να του αναθέσει ο εργοδότης του, σταδιακά απαλλάσσεται από κάθε είδους εργασία. Τυχαία διαπιστώνεται ότι ο γραφιάς χρησιμοποιεί το χώρο του γραφείου και ως κατάλυμα καθώς τρώει και κοιμάται εκεί. «Αυτό εδώ το μέρος διάλεξε ο Μπάρτλεμπυ για να στήσει το σπιτικό του. Μόνος θεατής μιας ερημιάς που κάποτε την είδε να σφύζει από ζωή – η ενσάρκωση, θα έλεγε κανείς, ενός αθώου Μάριου, που μες στα ερείπια της Καρχηδόνας, σκυθρωπός αναπολεί!» Η στάση αυτή του Μπάρτλεμπυ σταδιακά δημιουργεί σκέψεις και συναισθήματα στον αφηγητή καθώς τον θέτει αντιμέτωπο με ερωτήματα που αφορούν την ευτυχία, την εντύπωση που έχουμε ή δημιουργούμε για τη ζωή του άλλου μέσα από τα δικά μας «υποκειμενικά» μάτια, τις αξίες και τις δυνατότητες της ζωής.
Καθώς ο Μπάρτλεμπυ περιορίζει σταδιακά την ενασχόλησή του με όλες τις υποθέσεις του γραφείου ο αφηγητής προβληματίζεται. «Το δίχως άλλο, είπα μέσα μου, θα πρέπει να ξεφορτωθώ τούτον τον παράφρονα. Κατάφερα ήδη, ως ένα βαθμό, να μας κάνει άνω κάτω τις γλώσσες, αν όχι κιόλας τα μυαλά, εμένα και των υπαλλήλων μου. Όμως κρατήθηκα κι αποφάσισα να μην του κοινοποιήσω την απόλυσή του αμέσως».
Στις προσπάθειες του αφηγητή να πείσει με κάθε τρόπο το γραφιά να εγκαταλείψει το γραφείο και την επαγγελματική ζωή του εκείνος σταθερά αρνείται καθώς «θα προτιμούσε όχι» κάθε αλλαγή ή διαφοροποίηση από εκείνη των προσωπικών επιθυμιών και προσδοκιών του.
Καθώς η θέση του αφηγητή συνεχώς δυσχεραίνει αφού νιώθει και βιώνει αφενός τη σταθερή και σθεναρή αντίδραση του γραφιά και αφετέρου την εντυπωσιακή εξέλιξη ή και αναστροφή των προσωπικών του συναισθημάτων για εκείνον, ο ίδιος οδηγείται σε αδιέξοδο. Ως λύση διαφαίνεται η μετεγκατάσταση του αφηγητή σε νέα γραφεία σε άλλο κτίριο αφήνοντας τον Μπάρτλεμπυ στη μοίρα του. Ο γραφιάς θα συλληφθεί από τις αρχές, θα κατηγορηθεί για αλητεία καθώς ακόμα και με τη φυγή του δικηγόρου αρνείται να εγκαταλείψει το κτίριο, οδηγείται στην φυλακή όπου και πεθαίνει καθώς σταδιακά αρνείται την τροφή και «ζει με τον αέρα». «Η φαντασία εύκολα μπορεί να προμηθεύσει το ισχνό ιστορικό της κηδείας του άμοιρου Μπάρτλεμπυ».
Ο Μέλβιλλ σ΄αυτό το αριστουργηματικό βιβλίο του, το οποίο θεωρείται από τους ειδικούς ότι πλαισιώνει άλλους σπουδαίους συγγραφείς όπως ο Κάφκα στην τριάδα ή την πεντάδα με τις καλύτερες νουβέλες που γράφτηκαν ποτέ, δημιουργεί για ήρωα του βιβλίου του ένα γραφιά, ένα γκρίζο πρόσωπο χωρίς καθαρά χαρακτηριστικά δημιουργώντας επανάσταση και τεράστια καινοτομία στην ιστορία της λογοτεχνίας. Παράλληλα θίγει σπουδαία ηθικά και προσωπικά ζητήματα όπως τη μοναξιά, την ιδιαιτερότητα, τα πρότυπα της μικροαστικής κοινωνίας, την ελευθερία του ανθρώπου, την αυτόνομη βούληση, την κατανάλωση.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει εκτός από τον Μπάρτλεμπυ κι η στάση και η σταδιακή αλλαγή των συναισθημάτων του αφηγητή, του οποίου δοκιμάζονται για τα καλά οι αντοχές και τα όρια του, από την έκπληξη, στην περιέργεια, την οργή, την πάλη μεταξύ λογικής και συναισθήματος, την ευσπλαχνία και τελικά ίσως την αποδοχή.
Το βιβλίο τέλος θίγει μ’ ένα σχεδόν καθαρό τρόπο και μέσα από το ψυχολογικό παιχνίδι γραφιά και εργοδότη το ζήτημα της παθητικής αντίστασης καθώς η φράση «θα προτιμούσα όχι» αποτελεί την επιτομή της πολιτικής ανυπακοής του ατόμου μέσα σ’ ένα διαμορφωμένο κοινωνικό σύνολο. Και έτσι το βιβλίο ολοκληρώνεται με τη φράση του αφηγητή «Αχ, Μπάρτλεμπυ! Αχ, ανθρωπότης!»
Το βιβλίο έχει μεταφραστεί και εκδοθεί στην Ελλάδα από διάφορους εκδοτικούς οίκους, ενώ η έκδοση στην οποία αναφέρομαι εδώ ευτύχησε να φέρει την μετάφραση του Μένη Κουμανταρέα (όπως προανέφερα) και εκδόθηκε από τις εκδόσεις ΟΔΥΣΣΕΑΣ στα μέσα της δεκαετίας του 80.
Εκδόσεις ΟΔΥΣΣΕΑΣ
https://passepartoutreading.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου