Χάνω το δάσος – κοιτάω το δέντρο – δοκιμή
Χάνω το δάσος, κοιτάω το δέντρο. Αυτό που μου στέκεται πάντα εμπόδιο στη διέλευσή μου. Όπως μία μόνιμη ανησυχία. Όπως ένας γνωστός φόβος που ξεπηδά ανάμεσα από θάμνους και πυκνά φυλλώματα μιας ήρεμης, στρωτής καθημερινότητας. Τα κλαδιά της στο ύψος της πλάτης μου, ασκούν πίεση τόση, όση μπορεί να σηκώσει κανείς και να την υπομένει αδιαμαρτύρητα από τη συνήθεια, όπως ένα βουβό πονόδοντο που τον γλύκανε η παρακεταμόλη, το γαρυφαλέλαιο. Υποφερτή ενόχληση.
Χάνω, λοιπόν, το δάσος και κοιτάω πάντα το δέντρο, όπως μια χαζολόγα χωριατοπούλα κοκκινοσκουφίτσα. Θα αργήσει να κλείσει αυτό το παραμύθι, η ιστορία, το κεφάλαιο, έτσι αργά που πηγαίνω με αναβολές και καθυστερήσεις. Η γιαγιά ήδη σφίγγει το στομάχι της από την πείνα κι ο λύκος που με περιμένει πιο κάτω για να πει την ατάκα του και να με καταπιεί, θα βαρεθεί και θα εγκαταλείψει την ενέδρα του, θα συρθεί γυρεύοντας άλλα κορμιά στους δρόμους, στα μπαρ, στα σινεμά, ενός γιορτινού σαββατόβραδου, μιας παραμονής γιορτής, μιας Κυριακής, μιας μεσοβδόμαδης σχόλης.
Χάνω το δάσος και κοιτάω το δέντρο. Και γύρω μου, την ώρα που αποχαυνώνομαι, περιεργαζόμενος την ίδια σύσταση του κορμού, τη χροιά του, το χρώμα, τις πτυχές του, γύρω μου γίνεται αναδασμός κι αλλάζει το τοπίο. Χτίζονται χωριά. Γεμίζουν νοικοκυραίους. Περνάει κόσμος. Τους βλέπω να με προσπερνούν. Να απομακρύνονται. Μετά να χάνονται. Όταν ο Θεός έβρεχε κορμιά, εγώ είχα σταθεί κάτω από γιγάντιο μανιτάρι κι αναρωτιόμουν πως είναι δυνατόν να αναπτύσσεται στη σήψη και την σαπίλα αυτός ο κόκκινος μύκητας και να μοιάζει με φρεσκοχυμένο αίμα.
Πάνω στο δέντρο ένα κοτσύφι. Στη κορυφή του. Το ρωτάω που κάθεται ο λύκος. Σε ποιο ξέφωτο παραμονεύει και αν φαίνεται κάπου ένα τέλος, ένας τερματισμός σε αυτή την μονόπολη των ψεύτικων ερώτων και των συνοικεσίων. Μα είναι γέρικο και υποφέρει από καταρράκτη. Βλέπει θολά. Και λύκους δεν έχει συναντήσει ποτέ. Δεν ξέρει πως είναι. Ούτε γνωρίζει πως είναι οι κυνόδοντες τους. Μια ζωή κι αυτό τη θυμάται ανεβασμένο στο ίδιο δέντρο, να βλέπει θολά και να φτύνει παροιμίες και αναμνήσεις. Να απομυζά από τους φόβους και τις ελπίδες των άλλων.
Χάνω το δάσος – κοιτάω το δέντρο, γιατί γύρω μου φωτιά και καπνός. Και δεν καταλαβαίνω πια τους ανθρώπους. Πάλι καλά που ξεφυτρώνει συχνά κι αυτό το δέντρο να με κρατά σε συλλογισμούς, να με συντροφεύει στον εσωτερικό μου μονόλογό. Και το τυφλό κοτσύφι που είμαι σίγουρος ότι αυτό βλέπει πέρα μακριά μια αλήθεια απειλητική με νανουρίζει με αναβολές, με ανοιχτά χασμουρητά.
© Copyright 2018 Σούκουλης Δημήτρης – All Rights Reserved
https://nosensewords.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου