Θεοδώρα Ντάκου, Ξεχασμένα γράμματα
Αυτά τα χρόνια που είμαι μοναχή μου
μάζεψα τόσα να σου πω
ξέρεις είναι μια ολόκληρη ζωή
που πέρασε με χαμόγελα και μορφασμούς
τόσο επιδέξια έφυγες μακριά μου
και με πόση σύνεση!
μάζεψα τόσα να σου πω
ξέρεις είναι μια ολόκληρη ζωή
που πέρασε με χαμόγελα και μορφασμούς
τόσο επιδέξια έφυγες μακριά μου
και με πόση σύνεση!
Να σκίσω αυτό το χαμόγελο
να το λιώσω μέσα στα χέρια μου
μόνο να το κρατήσω μια στιγμή ακίνητο,
δικό μου…
να το λιώσω μέσα στα χέρια μου
μόνο να το κρατήσω μια στιγμή ακίνητο,
δικό μου…
Δεν υπάρχει άλλο απ’ αυτά τα δάκρυα
που ανακλούν γωνίες απ’ το γέλιο σου…
που ανακλούν γωνίες απ’ το γέλιο σου…
Τους είπα πως οι πεταλούδες τρέκλιζαν μες στις πέτρες,
πως τα δέντρα παίρνανε περίεργα σχήματα,
πως ο αέρας ήταν τόσο πηχτός, που χαράζονταν τα πετάγματα των πουλιών
… κι ακόμα θυμάμαι εκείνη την αχλύ, που γέμιζε κάθε χαραγματιά,
έτσι που όλο το μεγαλείο ήταν ένας ίλιγγος ακατανόητος.
πως τα δέντρα παίρνανε περίεργα σχήματα,
πως ο αέρας ήταν τόσο πηχτός, που χαράζονταν τα πετάγματα των πουλιών
… κι ακόμα θυμάμαι εκείνη την αχλύ, που γέμιζε κάθε χαραγματιά,
έτσι που όλο το μεγαλείο ήταν ένας ίλιγγος ακατανόητος.
Τις νύχτες, μετά τη δουλειά, χαμήλωνα κάτω απ’ τ’ αστέρια
και τ’ αλώνια πάγωναν στο κρύο και φώναζαν οι βάτραχοι
και φύσαγε αέρας και δε σκεφτόμουνα, γιατί κρύωνα τόσο,
γιατί σκεφτόμουνα μονάχα πώς να βολευτώ, γιατί νύσταζα.
Μόλις σταμάτησα αυτή την καταπόνεση, ήρθες μαζί με την κούραση
ακόμα πιο βασανιστικά.
Ζητάς το πρόσωπό μου που το ’χασα,
τα χέρια μου που γέμισαν χώματα,
ζητάς το κορμί μου που ρημάχτηκε στις πέτρες,
την ψυχή μου που διαλύθηκε…
και τ’ αλώνια πάγωναν στο κρύο και φώναζαν οι βάτραχοι
και φύσαγε αέρας και δε σκεφτόμουνα, γιατί κρύωνα τόσο,
γιατί σκεφτόμουνα μονάχα πώς να βολευτώ, γιατί νύσταζα.
Μόλις σταμάτησα αυτή την καταπόνεση, ήρθες μαζί με την κούραση
ακόμα πιο βασανιστικά.
Ζητάς το πρόσωπό μου που το ’χασα,
τα χέρια μου που γέμισαν χώματα,
ζητάς το κορμί μου που ρημάχτηκε στις πέτρες,
την ψυχή μου που διαλύθηκε…
Μ’ έσπρωχνε η νύχτα στις αγκαλιές
σε γυμνά δωμάτια που πνιγόταν η μουσική.
Μ’ έσπρωχνε η νύχτα στα υγρά στόματα,
σε κάτι μάτια που δεν άντεχαν στο φως.
Μ’ έσπρωχνε η νύχτα στα επίμονα χέρια,
όπως γυρεύεις κάτι ξεχασμένο.
σε γυμνά δωμάτια που πνιγόταν η μουσική.
Μ’ έσπρωχνε η νύχτα στα υγρά στόματα,
σε κάτι μάτια που δεν άντεχαν στο φως.
Μ’ έσπρωχνε η νύχτα στα επίμονα χέρια,
όπως γυρεύεις κάτι ξεχασμένο.
Έχουνε όλα μεγαλώσει τόσο πολύ
που δεν μπορεί να τα γεμίσει ούτε ο έρωτας.
Πώς έγινε και ξεγυμνώθηκαν οι νύχτες απ’ τη γοητεία;
που δεν μπορεί να τα γεμίσει ούτε ο έρωτας.
Πώς έγινε και ξεγυμνώθηκαν οι νύχτες απ’ τη γοητεία;
Δεν έχω ούτε μια φωτογραφία σου
και χλωμαίνει η εικόνα σου, σαν εκείνο το φως
που ’πεφτε πάνω σου κι έλιωνε και σκορπούσε
τις νύχτες στο υδραγωγείο…
και χλωμαίνει η εικόνα σου, σαν εκείνο το φως
που ’πεφτε πάνω σου κι έλιωνε και σκορπούσε
τις νύχτες στο υδραγωγείο…
Από τη συλλογή Ο θάνατος του χρόνου (2004) της Θεοδώρας Ντάκου
https://thepoetsiloved.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου