Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2018

Τα σπουδαία λάχανα και άλλοι νατσουλισμοί

Τα σπουδαία λάχανα και άλλοι νατσουλισμοί

Posted by sarant 
Αποτέλεσμα εικόνας για ΑΛΛΑΞΕ Ο ΜΑΝΩΛΙΟΣ ΚΑΙ ΕΒΑΛΕ ΤΑ ΡΟΥΧΑ ΤΟΥ ΑΛΛΙΩΣ


Θα κουβεντιάσουμε σήμερα ένα θέμα που επανειλημμένα έχουμε συζητήσει στο ιστολόγιο, τις ευφάνταστες αλλά εντελώς αβάσιμες θεωρίες για τη γέννηση παροιμιακών φράσεων.
Όπως έχω ξαναπεί, ο άνθρωπος είναι πλάσμα φιλέρευνο και θέλει να αναζητεί και να βρίσκει αιτίες και απαρχές -γι’ αυτό και η ετυμολογία γοητεύει τόσο πολύ τον μέσο άνθρωπο πολύ περισσότερο από τους άλλους κλάδους της γλωσσολογίας (αυστηρά μιλώντας, η ετυμολογία είναι τομέας της ιστορικής γλωσσολογίας, που είναι κλάδος της γλωσσολογίας).
Όπως με τις λέξεις, έτσι και με τις φράσεις. Πολλοί θέλουν να μάθουν «γιατί το λέμε έτσι» -γιατί, ας πούμε, λέμε «του έβαλε τα δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι» ή «τον χόρεψε στο ταψί».
Σε μερικές περιπτώσεις, είναι φανερό πως έχουμε μια παρομοίωση, αυτονόητη ή εύκολα εξηγήσιμη, πχ «κοκκίνισε σαν παντζάρι» ή «κάνει σαν τη χήρα στο κρεβάτι». Άλλοτε, μπορούμε να εντοπίσουμε με ακρίβεια την αιτία γέννησης της φράσης, και μαζί και τη χρονολογία της: για παράδειγμα, η φράση “έγινε Λούης”, για κάποιον που έφυγε γρήγορα, ολοφάνερα ανάγεται στη νίκη του Σπύρου Λούη στους Ολυμπιακούς αγώνες του 1896, που τόσο είχε ενθουσιάσει τους θεατές. Παρόμοια, η φράση “έγινε της Κορέας”, από τον πόλεμο στη δεκαετία του 1950, στον οποίο συμμετείχε και ελληνικό απόσπασμα.
Επίσης, κάποιες φορές έχουμε φράση κληρονομημένη από τα αρχαία ελληνικά. Για παράδειγμα, όταν κάτι γίνεται άκαιρα, όταν είναι πολύ αργά για να φέρει αποτέλεσμα, λέμε ότι έγινε “κατόπιν εορτής”. Η φράση είναι ήδη λόγϊα στη διατύπωση, οπότε δεν θα μας παραξενέψει ότι βρίσκεται σε αρχαίο κείμενο, και συγκεκριμένα διασώζεται στον Πλάτωνα (Γοργ. 447a): «Ἀλλ’ ἦ, τὸ λεγόμενον, κατόπιν ἑορτῆς ἥκομεν καὶ ὑστεροῦμεν;» που δείχνει ότι ήταν ήδη παροιμιακή.
Ωστόσο, οι περιπτώσεις αυτές είναι σπάνιες. Στις περισσότερες περιπτώσεις δεν έχουμε κάποια απτή ένδειξη για την αρχή μιας παγιωμένης φράσης. Όπως και με την ετυμολογία των λέξεων, όπου κάποιοι αρέσκονται να προτείνουν ευφάνταστες αλλά αστήρικτες εξηγήσεις, συνήθως ετυμολογώντας ελληνοπρεπώς ξένες ή δάνειες λέξεις, κατά το πρότυπο του Γκας Πορτοκάλος, έτσι και στην εξήγηση των φράσεων πολλοί αναζητούν εντυπωσιακές εκδοχές, που συνήθως συνδέονται με κάποιο ιστορικό πρόσωπο.
Πριν από μερικές δεκαετίες, ένας δημοσιογράφος με έφεση προς τις εντυπωσιακές ιστορίες, ο Τάκης Νατσούλης εξέδωσε ολόκληρο βιβλίο, το λεγόμενο Λέξεις και φράσεις παροιμιώδεις, το οποίο γνώρισε μεγάλη επιτυχία και αρκετές επανεκδόσεις και ανατυπώσεις. Ο Νατσούλης έχει κάνει πολλή δουλειά στην αποδελτίωση πηγών και στη συγκέντρωση υλικού και σε αρκετά σημεία παραθέτει σωστές εξηγήσεις παροιμιακών εκφράσεων, που μερικές έχουν δοθεί από άλλους μελετητές. Όμως είχε το ελάττωμα, στις φράσεις για τις οποίες δεν μπορούσε να βρει εξήγηση στη φρασεολογική βιβλιογραφία, να εφευρίσει μια δική του, συνήθως πολύ ευφάνταστη αλλά σχεδόν πάντοτε ατεκμηρίωτη.
Την τάση αυτή την έχω ονομάσει νατσουλισμό στο ιστολόγιο. Κάποιες φορές έχω μπορέσει να ανασκευάσω με ατράνταχτα επιχειρηματα τις νατσουλικές κατασκευές, ιδίως όταν η φράση υπάρχει και σε ξένες γλώσσες (άρα είναι κάπως δύσκολο να γεννήθηκε από ένα επεισόδιο πχ της επανάστασης του 1821) ή όταν ο Νατσούλης δίνει μια χρονολογία και είμαι τυχερός να βρω την έκφραση σε παλιότερο κείμενο. Αλλά αυτό είναι σπάνιο.
Όταν δεν ξέρουν την αιτία της γέννησης μιας φράσης οι σοβαροί μελετητές το λένε. Ωστόσο, το φιλοθεάμον κοινό θέλει δράση, θέλει ιστορίες, θέλει βεβαιότητα -θέλει εκδοχές διατυπωμένες με παρρησία και στόμφο, όχι κουλτουριάρικα «δεν ξέρω, μπορεί να είναι αυτό, δεν είμαστε βέβαιοι». Κι έτσι, οι νατσουλισμοί έχουν μεγάλη απήχηση -κυριαρχούν, πιο σωστά.
Σε μια γλωσσική ομάδα, τα Υπογλώσσια, συζητήθηκε πρόσφατα ένα άρθρο για την προέλευση διάφορων φρασεων, που είναι ένα μπουκέτο από νατσουλικές εκδοχές. Σκέφτηκα να το παραθέσω ολόκληρο και ύστερα από κάθε έκφραση να προσθέτω επιγραμματικά την άποψή μου για το αν στέκει ή όχι η προτεινόμενη εκδοχή, αλλά είναι πάρα πολύ μεγάλο, αφού εξετάζει πάνω από 20 φράσεις. Οπότε διαλέγω σήμερα τις 11 πρώτες και ίσως άλλη φορά βάλω τις υπόλοιπες. Το αρθρο το αναδημοσιεύω από εδώ, αλλά κυκλοφορεί στο Διαδίκτυο απαράλλαχτο εδώ και πολλά χρόνια.
ΑΛΛΑΞΕ Ο ΜΑΝΩΛΙΟΣ ΚΑΙ ΕΒΑΛΕ ΤΑ ΡΟΥΧΑ ΤΟΥ ΑΛΛΙΩΣ
Στους χρόνους του Όθωνα, υπήρχε ένας γνωστός κουρελιάρης τύπος: Ο Μανώλης Μπατίνος. Δεν υπήρχε κανείς στην Αθήνα που να μην τον γνωρίζει, μα και να μην τον συμπαθεί. Οι κάτοικοι του έδιναν συχνά κανένα παντελόνι ή κανένα σακάκι, αλλά αυτός δεν καταδέχονταν να τα πάρει, γιατί δεν ήταν ζητιάνος. Ήταν.ποιητής, ρήτορας και φιλόσοφος (έτσι πίστευε).
Στεκόταν σε μια πλατεία και αράδιαζε ότι του κατέβαινε. Κάποτε λοιπόν έτυχε να περάσει από εκεί ο Ιωάννης Κωλέττης. Ο Μανώλης Μπατίνος τον πλησίασε και τον ρώτησε, αν έχει το δικαίωμα να βγάλει λόγο στη Βουλή. Ο Κωλέττης του είπε ότι θα του έδινε ευχαρίστως άδεια αν πέτουσε απο πάνω του τα παλιόρουχα που φορούσε κι έβαζε άλλα. Την άλλη μέρα ο Μανώλης παρουσιάστηκε στην πλατεία με τα ίδια ρούχα, αλλά τα είχε γυρίσει ανάποδα και φορούσε τα μέσα έξω.
Ο κόσμος τον κοιτούσε έκπληκτος. Και τότε άκουσε αυτούς τους στίχους απο το στόμα του Μανώλη Μπατίνου: «Άλλαξε η Αθήνα όψη, σαν μαχαίρι δίχως κόψη, πήρε κάτι απ’ την Ευρώπη και ξεφούσκωσε σαν τόπι. Άλλαξαν χαζοί και κούφοι και μας κάναν κλωτσοσκούφι. Άλλαξε κι ο Μανωλιός κι έβαλε τα ρούχα του αλλιώς».
Όπως και οι περισσότερες του άρθρου, η εξήγηση αυτή είναι παρμένη κοπυπαστηδόν από το βιβλίο του Τάκη Νατσούλη. Ο Νατσούλης δεν τεκμηριώνει πού παραδίδεται η ιστορία περί Μανώλη Μπατίνου και το στιχούργημά του. Δεν αποκλείω να συνέβη αυτό το επεισόδιο αλλά τούτο δεν σημαίνει πως η φράση γεννήθηκε απ’ αυτό. Πιθανότερο θεωρώ ο Μανώλης Μπατίνος, αν δεχτούμε ότι υπήρξε, να ήξερε τη φράση και να την χρησιμοποίησε θυμόσοφα στην περίπτωσή του.
Η φράση κατ’ εμέ είναι μία από τις πολλές παροιμιώδεις φράσεις που χρησιμοποιεί ένα όνομα για να κάνει ομοιοκαταληξία, όπως π.χ. Ό,τι του φανεί του Λωλοστεφανή, Με λένε Ρίζο κι όπως θέλω τα γυρίζω, Χέσε μέσα Πολυχρόνη που δεν γίναμε ευζώνοι, Είπα τον Δεσπότη Παναγιώτη κτλ. Εδώ το όνομα το διαλέγουμε έτσι που να κάνει ρίμα για να αυξηθεί το αισθητικό αποτέλεσμα, το ξάφνιασμα του ακροατή. Δεν υπήρχε κάποιος ονόματι Ρίζος που τα έλεγε πότε έτσι και πότε αλλιώς, το όνομα μπήκε για τη ρίμα.
Τη δυσπιστία μου την ενισχύει το γεγονός ότι η φράση «Άλλαξε ο Μανωλιός κι έβαλε τα ρούχα αλλιώς» υπάρχει στον Α’ τόμο των Παροιμιών του Πολίτη και καταγράφεται σε διάφορες συλλογές λαογραφικού υλικού από τις τέσσερις γωνιές της Ελλάδας -κομμάτι δύσκολο να διαδόθηκε παντού από το επεισόδιο με τον Μανώλη Μπατίνο. Να σημειωθεί ότι υπάρχουν και παραλλαγές με άλλα ονόματα όπως
* Άλλαξεν ο Καπαλιός κι έβαλε την κάπα αλλιώς
* Άλλαξε ο Μιχαλιός κι έβαλε τα ρούχα αλλιώς
* Άλλαξε ο Μαρουλιός κι έβαλε τα ρούχα αλλιώς
ακόμα και Άλλαξε η χήνα κι έβαλε πάλι κείνα.

ΣΠΟΥΔΑΙΑ ΤΑ ΛΑΧΑΝΑ
Την φράση «σπουδαία τα λάχανα» (εναλλακτικά και «σιγά τα λάχανα»), τη χρησιμοποιούμε σήμερα ειρωνικά, όταν θέλουμε να δηλώσουμε την δυσανάλογη αξία που προσδίδεται σε κάτι, σε σχέση με την πραγματική του αξία. Χρησιμοποιείται δηλαδή απαξιωτικά. Προήλθε από το εξής περιστατικό: Σε κάποιο χωριό, πριν από το 1821, πέρασε ο απεσταλμένος τού Μπέη, για να εισπράξει τη «δεκάτη».
Η δεκάτη ήταν κι αυτή μία από τις πολλές φορολογίες τών χρόνων εκείνων. Όλοι όμως οι χωρικοί τού απάντησαν πως δεν είχαν να πληρώσουν τον φόρο, γιατί τα λάχανά τους (λάχανα ήταν η παραγωγή τους) έμεναν απούλητα. Τότε ο φοροεισπράκτορας τούς είπε πως θα έστελνε ζώα και ανθρώπους, για να φορτώσει τα λάχανα και έτσι να «πατσίζανε» με το χρέος τους. Έτσι και έγινε. Από τότε, έμεινε να λένε οι χωρικοί (προφανώς ειρωνικά): «Σπουδαία τα λάχανα», όταν επρόκειτο να «πατσίσουν» τούς οφειλόμενους φόρους, με λάχανα.
Έχουμε γράψει άρθρο στο ιστολόγιο για τα λάχανα, αλλά ενώ ανέφερα τη φράση σπουδαία/σιγά τα λάχανα δεν την εξήγησα. Για μένα είναι αυτονόητο ότι η φράση γεννήθηκε από τη χαμηλή εκτίμηση που έχουν τα λάχανα ως φαγητό σε σύγκριση με άλλα πιο νόστιμα και πιο θρεπτικά ή χορταστικά εδέσματα.
Η εξήγηση που παρατίθεται πιο πάνω είναι παρμένη από τον Νατσούλη αν και όχι αυτολεξεί. Τη θεωρώ εντελώς απίθανη -χώρια που το επεισόδιο οδηγεί στο να προσδώσει αξία στα λάχανα αφού χάρη σε αυτά πάτσισαν οι χωρικοί το οφειλόμενο χαράτσι.
Σε μια συζήτηση κάποιος υπέθεσε ότι τη φράση θα μπορούσαν να την έχουν πει πορτοφολάδες (λαχανάδες) που δεν βρήκαν σπουδαία λεία στα πορτοφόλια (λάχανα) που έκλεψαν. Αλλά υποψιάζομαι πως η φράση γεννήθηκε πριν εμφανιστούν πορτοφόλια και πορτοφολάδες.
ΚΟΥΤΣΟΙ ΣΤΡΑΒΟΙ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΑ
Στα 1830, σ’ ένα χωριουδάκι της Κυνουρίας, στο Άστρος, παρουσιάστηκε ένας περίεργος άνθρωπος, που άρχισε να διαδίδει επίμονα ότι ήταν ο. Άγιος Παντελεήμονας, που ήρθε να σώσει τον κόσμο από τις διάφορες αρρώστιες, που τον μάστιζαν.
Όπως ξέρουμε όλοι μας σχεδόν, ο πραγματικός Άγιος Παντελεήμονας είναι ο προστάτης των ανάπηρων και οι Χριστιανοί πιστεύουν ότι γιατρεύει, εκτός από τις άλλες παθήσεις και τις παραμορφώσεις του σώματος, καθώς και τους τυφλούς.
Ο άγνωστος, ωστόσο, του Άστρους δεν έκανε το παραμικρό θαύμα. Επειδή, όμως, δεν ενοχλούσε κανέναν με την παρουσία, τον άφηναν να λέει ό,τι θέλει. Παρ όλ’ αυτά, η φήμη πως στο όμορφο χωριό της Κυνουρίας παρουσιάστηκε ο Άγιος Παντελεήμονας, απλώθηκε γρήγορα σε όλη την τότε Ελλάδα.
Όπως ήταν επόμενο, όσοι έπασχαν από τα μάτια τους, τ’ αφτιά τους, τα πόδια τους και από ένα σωρό άλλες ασθένειες, παράτησαν τα σπίτια τους και τις δουλειές τους και ξεκίνησαν να πάνε στο Άστρος, με την ελπίδα ότι θα γίνουν καλά.
Κι ήταν τόσοι πολλοί αυτοί οι ανάπηροι, ώστε από τα διάφορα χωριά που περνούσαν, έλεγαν οι άλλοι που τους έβλεπαν: «Κουτσοί, στραβοί, στον Άγιο Παντελεήμονα»
Παρμένη από τον Νατσούλη επίσης ο οποίος εδώ κάνει τα εύκολα δύσκολα. Είναι κοινότατη εικόνα να πηγαίνουν τους ανάπηρους στην εκκλησία όταν γιορτάζει ο άγιος για να γιατρευτούν, ιδίως στον Άγιο Παντελεήμονα που ήταν γιατρός, αν δεν κάνω λάθος, όσο ζούσε και είχε θεραπεύσει πολύ κόσμο.
Το πιο σουρεαλιστικό είναι ότι ο Νατσούλης παραθέτει σε υποσημειωση στο βιβλίο του ανευρέσεις της παροιμίας από διάφορες συλλογές, ακόμα και μεσαιωνικές. Κι επειδή βέβαια αυτό καταρρίπτει την προέλευση από το επεισόδιο του 1830, προσθέτει το αμίμητο: Η φράση λεγόταν από πριν, αλλά έγινε παροιμιακή χάρη σε αυτό το επεισόδιο. (!!)
Αλλά, ωγαθέ, αν λεγόταν ηδη από πριν σε διάφορες περιοχές της χώρας και σε διάφορες χρονικές στιγμές, αυτό σημαίνει πως ήταν ήδη παροιμιακή. Ο ορισμός της παροιμιακής φράσης, μάλιστα.

ΠΙΣΩ ΕΧΕΙ Η ΑΧΛΑΔΑ ΤΗΝ ΟΥΡΑ
Οι Ενετοί, που άλλοτε κυριαρχούσαν στις θάλασσες, εγκαινίασαν πρώτοι τα ιστιοφόρα μεταγωγικά, όταν ήθελαν να μεταφέρουν το στρατό τους.
Τα καράβια αυτά ήταν ξύλινα και πελώρια και είχαν σχήμα αχλαδιού.
Έσερναν δε τις περισσότερες φορές πίσω τους ένα μικρό καραβάκι, που έβαζαν μέσα τον οπλισμό και τα πολεμοφόδια, όπως ακόμα τρόφιμα και διάφορα πολεμικά σύνεργα. Οι Έλληνες τα είχαν βαφτίσει αχλάδες από το σχήμα τους.
Έτσι όταν καμιά φορά στο πέλαγος παρουσιαζότανε κανένα άγνωστο καράβι, οι νησιώτες ( βιγλάτορες) ανέβαιναν πάνω στους βράχους και απ’εκεί παρακολουθούσαν με αγωνία τις κινήσεις του. Αν ήταν απλώς ιστιοφόρο, δεν ανησυχούσαν τόσο, γιατί υπήρχε πιθανότης να συνεχίσει αλλού τον δρόμο του.
Αν όμως ήταν “Αχλάδα” τους έπιανε πανικός, γιατί καταλάβαιναν ότι σε λίγο θ’άρχιζαν μάχες, πολιορκίες, πείνες και θάνατοι. Έφευγαν τότε για να πάνε να ετοιμάσουν την άμυνα τους. Από στόμα σε στόμα κυκλοφορούσε η φήμη ότι η “Αχλάδα” έχει πίσω την ουρά.
Με την ουρά εννοούσαν το καραβάκι που έσερνε το μεταγωγικό. Άρα επίθεση. Και έλεγαν: “Πίσω έχει η Αχλάδα την ουρά”, τι θα γίνει;
Η εξήγηση αυτή, εκτός από εντελώς απίθανη, δεν εχει και μεγάλη σχέση με το νόημα της φράσης -ότι οι δυσκολίες έρχονται στο τελος.
Με τη φράση αυτή έχουμε ασχοληθεί παλιότερα, στο άρθρο για το αχλάδι, όπου είχα γράψει: Κατά την ταπεινή μου γνώμη, η εξήγηση είναι απείρως πιο πεζή, χωρίς Ενετούς: η ουρά του αχλαδιού, το αντίθετο σημείο από το κοτσάνι, δεν τρώγεται και είναι δυσάρεστο στη γεύση. Όποιος λοιπόν γεύεται το ζουμερό αχλάδι και χαίρεται, δεν πρέπει να ξεχνάει ότι ακολουθούν τα δυσάρεστα.
Δεν χρειάζεται άλλη προσθήκη.
ΠΛΗΡΩΣΕ ΤΑ ΜΑΛΛΙΑ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΗΣ ΤΟΥ
Οι φόροι πριν από το 19ο αιώνα ήταν τόσοι πολλοί στην Ελλάδα, ώστε όσοι δεν είχαν να πληρώσουν, έβγαιναν στο βουνό. Για τη φοβερή αυτή φορολογία, ο ιστορικός Χριστόφορος Άγγελος, γράφει τα εξής χαρακτηριστικά:
«Οι επιβληθέντες φόροι ήσαν αναρίθμητοι, αλλά καί άνισοι. Εκτός της δέκατης, του εγγείου και της διακατοχής των ιδιοκτησιών, έκαστη οικογένεια κατέβαλε χωριστά φόρον καπνού (εστίας), δασμόν γάμου, δούλου και δούλης καταλυμάτων, επαρχιακών εξόδων καφτανίων, καρφοπετάλλων και άλλων εκτάκτων.
Ενώ δε ούτο βαρείς καθ’ εαυτούς ήσαν οί επιβληθέντες φόροι, έτι βαρυτέρους και αφορήτους καθίστα ο τρόπος της εισπράξεως και η δυναστεία των αποσταλλομένων πρός τούτο υπαλλήλωνη εκμισθωτών. Φόρος ωσαύτως ετίθετο απί των ραγιάδων (υπόδουλος-τουρκ.raya) εκείνων οίτινες έτρεφον μακράν κόμην».
Από το τελευταίο αυτό, έμεινε παροιμιώδης η φράση: «πλήρωσε τα μαλλιά της κεφαλής του»
Κι αυτή από τον Νατσούλη με κοπυπάστη. Εδώ βλέπετε πώς λειτουργεί ο Νατσούλης. Διαβάζει σε ένα ιστορικό βιβλίο ότι επί τουρκοκρατίας είχε επιβληθεί φόρος στους ραγιάδες που είχαν μακριά μαλλιά, σκέφτεται την παροιμιώδη φράση που υπάρχει με τα μαλλιά και, χωρίς να το τεκμηριώνει, διαβεβαιώνει τον αναγνώστη του ότι από το γεγονός αυτό προήλθε η φράση «πλήρωσε τα μαλλιά της κεφαλής του».
Με όλο τον σεβασμό, πρόκειται για εξήγηση…. τραβηγμένη από τα μαλλιά!
Τα μαλλιά της κεφαλής χρησιμοποιούνται σε πολλές λαϊκές φράσεις ή τραγούδια σαν δηλωτικό του πλήθους. Πλήρωσα τα μαλλιά της κεφαλής μου, λοιπόν, σημαίνει πλήρωσα πάρα πολλά, και δίνει ταυτόχρονα και την ιδέα ότι ήταν κάτι δυσάρεστο, επώδυνο.
ΠΡΑΣΣΕΙΝ ΑΛΟΓΑ
Όταν κάποιος σε μία συζήτηση μας λέει πράγματα με τα οποία διαφωνούμε ή μας ακούγονται παράλογα, συνηθίζουμε να λέμε: “Μα τί είναι αυτά που μου λες? Αυτά είναι αηδίες και πράσσειν άλογα!”.
Το “πράσσειν άλογα” λοιπόν, δεν είνα πράσινα άλογα όπως πιστεύει πολύς κόσμος, όπως τα μικρά μου πόνυ, αλλά αρχαία ελληνική έκφραση.Προέρχεται εκ του ενεργητικού απαρέμφατου του ρήματος “πράττω” ή/και “πράσσω” (τα δύο τ, αντικαθίστανται στα αρχαία και από δύο σ), που είναι το “πράττειν” ή/και “πράσσειν” και του “άλογο” που είναι ουσιαστικά το ουσιαστικό “λόγος”=λογική (σε μία από τις έννοιες του) με το α στερητικό μπροστά. Α-λογο=παράλογο =>Πράσσειν άλογα, το να κάνει κανείς παράλογα πράγματα
Κατ’ εξαίρεση, τούτο εδώ ΔΕΝ είναι παρμένο από τον Νατσούλη. Ο Νατσούλης στο βιβλίο του αναφέρει άλλες, πιο προσγειωμένες (αλλά όχι σωστές) εξηγήσεις για τη φράση «και πράσινα άλογα» που τη γράφει έτσι,- με πράσινα, και όχι με πράσσειν, και παραθέτει, με σαφή δυσπιστία και την αβάσιμη άποψη για το «πράσσειν άλογα» -για το οποίο έχουμε γράψει παλιότερα.
ΣΑΡΔΑΜ
Η λέξη δεν έχει ετυμολογική ρίζα, αλλά προέρχεται από τον αναγραμματισμό του επιθέτου Μάνδρας. Ο Αχιλλέας Μάνδρας, ηθοποιός – σκηνοθέτης, γεννήθηκε το 1875 στην Κωνσταντινούπολη και ήταν ο πρώτος που γύρισε η ελληνική κινηματογραφική ταινία.
Επειδή έκανε πολλά μπερδέματα την ώρα που έπαιζε, σκέφθηκε να τα ονοματίσει. Έτσι αναγραμμάτισε το επώνυμό του και μας έδωσε μια καινούρια λέξη. Την καλλιτεχνική λέξη «Σαρδάμ»
Παρμένο από τον Νατσούλη αλλά όχι αυτολεξεί. Πιθανότατα ισχύει η εξήγηση αυτή, την έχω συναντήσει σε γραφτά διάφορων ανθρώπων του θεάτρου. Μόνο που ο ηθοποιός λεγόταν Μαδράς, αλλιώς δεν θα έβγαινε και ο αναγραμματισμός.
ΕΙΜΑΣΤΕ ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ
Στην Κόρινθο, που ήταν πλούσια πόλη, γίνονταν δύο πανηγύρια, για εμπόρους απ’ όλο τον κόσμο. Το καθένα είχε διάρκεια ενάμιση μήνα. Όταν την κατέκτησαν οι Φράγκοι, αυτά συνεχίστηκαν. Όσοι συμμετείχαν σ’ αυτά σαν να μην τρέχει τίποτα, έλεγαν, όταν τους ρωτούσαν, που πάνε : « είμαστε για τα πανηγύρια » . Έκφραση που σήμερα επικρατεί για όσους δεν έχουν επίγνωση της σοβαρότητας μιας κατάστασης
Απίθανη εντελώς εξήγηση, που επιπλέον δεν ανταποκρίνεται στη σημασία της έκφρασης, που δεν τη λέμε για… οσους δεν έχουν επίγνωση της σοβαρότητας της κατάστασης αλλά, απλούστατα, για πρόσωπο με συμπεριφορά ανόητη και γελοία ή για ευτελές είδος, κακής ποιότητας.
Στα πανηγύρια του παλιού καιρού κουβαλούσαν τους τρελούς για να γιατρευτούν. Αλλά και τα πραγματα που πουλιούνταν στα πανηγύρια συνήθως ήταν ευτελούς ποιότητας.

ΤΙ ΚΑΠΝΟ ΦΟΥΜΑΡΕΙΣ
Συχνά, για κάποιον που δεν ξέρουμε τι είναι, ρωτάμε συνήθως : « τι καπνό φουμάρει; ». Η φράση αυτή δεν προέρχεται, όπως νομίζουν πολλοί, από τη μάρκα των τσιγάρων που καπνίζει, αλλά κρατάει από τα βυζαντινά ακόμη χρόνια, ίσως και πιο παλιά. Η λέξη « καπνός » έχει εδώ την αρχαία σημασία της εστίας, δηλαδή, του σπιτιού.
Ο ιστορικός Π. Καλλιγάς λέει κάπου : «Οι φορατζήδες έμπαιναν εις τας οικίας των εντόπιων και ερωτούν “τι καπνό φουμάρει εδώ; Κατά την απόκριση δε έβανον τον αναλογούντα φόρον». Όταν, λοιπόν, την εποχή εκείνη έλεγαν « καπνό », εννοούσαν σπίτι
Του Νατσούλη κι αυτό. Παρόλο που αναφέρει πηγή, η εξήγηση είναι ελάχιστα πειστική, αλλά και η φράση είναι διατυπωμένη σε ελληνικά του εικοστού αιώνα.
Ολοφάνερη η προέλευση από το κάπνισμα και τις μάρκες τσιγάρων ή καπνού.

ΕΒΓΑΛΕ ΤΗΝ ΜΠΕΜΠΕΛΗ
Μπέμπελη, είναι η ιλαρά (μεταδοτική, εξανθηματική νόσος). Η λέξη είναι σλαβικής προέλευσης (pepeli=στάχτη). Η φράση «έβγαλε την μπέμπελη», σημαίνει ότι κάποιος ζεσταίνεται και ιδρώνει υπερβολικά.
Ο συσχετισμός της ζέστης με την ιλαρά, προκύπτει από την πρακτική ιατρική, σύμφωνα με την οποία, κάποιος που νοσεί από ιλαρά θα πρέπει να ντύνεται βαριά, έτσι ώστε να ζεσταθεί και να ιδρώσει και να «βγάλει» έτσι από πάνω την αρρώστια (δηλαδή την μπέμπελη)
Δεν είναι από τον Νατσούλη. Όσα γράφει είναι σωστά.

ΜΠΑΤΕ ΣΚΥΛΟΙ ΑΛΕΣΤΕ ΚΑΙ ΑΛΕΣΤΙΚΑ ΜΗ ΔΙΝΕΤΕ
Οι Φράγκοι, που είχαν υποδουλώσει άλλοτε την Ελλάδα, έκαναν τόσα μαρτύρια στους κατοίκους, ώστε οι Έλληνες τούς βάφτισαν «Σκυλόφραγκους». Ό,τι είχαν και δεν είχαν, τούς το έπαιρναν, κυρίως όμως ενδιαφερόντουσαν για το αλεύρι, που τούς ήταν απαραίτητο για να φτιάχνουν ψωμί.
Κάποτε σ’ ένα χωριουδάκι της Πάτρας μπήκαν μερικοί στρατιώτες σ’ ένα μύλο και απαίτησαν από τον μυλωνά να τους αλέσει όλο το σιτάρι που υπήρχε εκεί, με την υπόσχεση ότι θα τού πλήρωναν τ’ αλεστικά.
Ο μυλωνάς ονομαζόταν Γιάννης Ζήσιμος, κι ήταν γνωστός για την παλικαριά του και την εξυπνάδα του. Όταν είδε τους Φράγκους να θέλουν να τού αρπάξουν το βιος του με το έτσι το θέλω, φούντωσε ολόκληρος.
Συγκρατήθηκε, όμως, και δικαιολογήθηκε ότι δεν μπορεί μόνος του ν’ αλέσει τόσες οκάδες σιτάρι. Οι στρατιώτες τού είπαν τότε ότι θα τον βοηθούσαν αυτοί. Ο Ζήσιμος τούς πέρασε στον μύλο και τούς είπε δήθεν ευγενικά: «Μπάτε σκύλοι αλέστε και αλεστικά μη δώσετε».
Ύστερα τούς κλείδωσε μέσα κι έβαλε φωτιά στο μύλο. Εκεί τούς έκαψε όλους σαν ποντίκια κι αυτός εξαφανίστηκε.
Μανία έχει να τα ανάγει όλα σε ιστορικά γεγονότα, στην τουρκοκρατία ή τη φραγκοκρατία!
Στον μύλο οι χωρικοί έμπαιναν και άλεθαν συχνά και χωρίς να είναι εκεί ο μυλωνάς, και μετά τον πλήρωναν. Για το θέμα αυτό όμως τυχαίνει να έχω γράψει κάτι από το 2005, πολύ πριν αρχίσω το ιστολόγιο. Μου φαίνεται ταιριαστό να τελειώσω με αυτό:
Η φρασεολογία έχει κι αυτή μια ετυμολογική πτυχή, όταν ερευνούμε από πού προήλθε η τάδε φράση, γιατί φερειπείν λέμε «Μπάτε σκύλοι αλέστε και αλεστικά μη δώστε». Και εδώ γίνεται εύκολη λεία της εντυπωσιοθηρίας, διότι καθόλου δεν συγκινείται το αναγνωστικό κοινό αν δει ότι είναι άγνωστη η προέλευση της φράσης, ενώ εύκολα πιστεύει τις πιο απίθανες εξηγήσεις και εκδοχές, φτάνει να είναι ben trovate, και ενίοτε κι όταν δεν είναι. Ο Αλαίν Ρέι, ο γάλλος λεξικογράφος που το βιβλίο του με έβαλε στα αίματα πριν τόσα χρόνια, λέει ότι οι εξηγήσεις φράσεων που επικαλούνται ένα συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός για να εξηγήσουν την προέλευση της φράσης είναι, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, κατασκευασμένες εκ των υστέρων. Υπάρχει ένα βιβλίο, Λέξεις και φράσεις παροιμιώδεις, που αν και στη συλλογή του υλικού αντιπροσωπεύει αρκετό μόχθο, στην προέλευση των φράσεων είναι γεμάτο ανεύθυνες τερατολογίες και αστήρικτες υποθέσεις του συγγραφέα που προσπαθεί ζορ ζορνά να συνδέσει κάθε φράση με κάποιο ιστορικό γεγονός. Φυσικά, τμήματά του έχουν αναδημοσιευτεί σε υποτιθέμενα έγκυρα έντυπα.
Για τη φράση που λέω πιο πάνω, το Μπάτε σκύλοι αλέστε, το εν λόγω βιβλίο κάνει λόγο για επεισόδιο επί φραγκοκρατίας, όπου ηρωικός τις μυλωνάς παρασέρνει στον μύλο του κακούς Φράγκους, λέγοντας την ως άνω φράση, και μετά τους βάζει φωτιά. Πράγματα παλαβά δηλαδή, συν τοις άλλοις διότι ο Λουκάτος που έχει μελετήσει τη φράση έχει δείξει ότι η αρχική της μορφή ήταν «χίλιοι μύριοι αλέστε και αλεστικά μη δώστε» και η παραλλαγή (που τελικά επικράτησε) με τους σκύλους είναι πολύ μεταγενέστερη.
Αφορμή για να τα σκεφτώ και να τα γράψω όλα αυτά ήταν ένας δίσκος, με ραδιοφωνικές εκπομπές του Μπρασένς, τραγούδια παιγμένα ζωντανά διανθισμένα με αποσπάσματα από συνεντεύξεις. Λέει λοιπόν ο Μπρασένς ότι η εσωτερική ζωή μας είναι ανοιχτή, ο καθένας μπαίνει ελεύθερα και την επηρεάζει, και καταλήγει, on entre là-dedans comme dans un moulin, παναπεί, κατά λέξη, μπαίνεις εκειμέσα όπως στο μύλο. Και το κοιτάζω και αποδεικνύεται ότι η έκφραση «μπαίνεις όπως στο μύλο» είναι παροιμιώδης (και) στα γαλλικά, για ένα μέρος όπου μπαίνει κανείς χωρίς διατυπώσεις και εμπόδια -σ’ ένα ξέφραγο αμπέλι, για να πούμε την ελληνική έκφραση.
 https://sarantakos.wordpress.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Μύδια αχνιστά με τυρί και λεμόνι

Μύδια αχνιστά με τυρί και λεμόνι   Δημοσιεύτηκε   02 Οκτ, 2024 |   In  Ελληνική  |  από   Γιώργος Αναστόπουλος  | Χρόνος προετοιμασίας 10  Λ...