Η νεράιδα και το αγρίμι
(διήγημα του Λεώνικου Καλαχώρα)
Posted by sarant στο 11 Νοέμβριος, 2018
Την Κυριακή έχουμε καθιερώσει θέμα λογοτεχνικό ή φιλολογικό, οπότε σήμερα θα δημοσιεύσω ενα διήγημα που μου έστειλε ο φίλος μας ο Λεώνικος. Θα θυμίσω ότι άλλες δύο φορές έχουμε δημοσιεύσει δικά του διηγήματα στο ιστολόγιο (εδώ το δεύτερο από αυτά, που έχει και λίκνο προς το πρώτο).
Η νεράιδα και το αγρίμι
Τα τραγούδια της δεν ήσαν ίσως σε όλων το στόμα, γιατί δεν ήσαν από τα πιο εύκολα, ούτε ιδιαιτέρως ‘γλεντζέδικα’ και με κάποιες επισημάνσεις που φανέρωναν βαθύτερο στοχασμό. Επομένως ήταν μάλλον δημοφιλής παρά διάσημη· χαμηλών τόνων ως προς την προσωπική της ζωή, πάντα νέα και ωραία, βρέθηκε ξαφνικά στο χωριό.
«Το έσκασα απ’ όλους και απ’ όλα! Θα ξεκουραστώ… θα χαλαρώσω κι ελπίζω να επιστρέψω πιο δυνατή!» δήλωσε σε κάποιον δημοσιογράφο που την ξετρύπωσε σχεδόν κατά τύχη.
Στο χωριό όμως με τους διακόσιους, κατοίκους, μαζί με τους περιστασιακούς, δεν μπορούσε να ξεφύγει. Φυσικά όλοι έτρεξαν να τη δουν στην πλατεία, κάτω από τον πλάτανο όπου έπινε καφέ, κι εκεί αποδείχτηκε πολύ καταδεχτική· μιλούσε με όλους, χάιδευε τα παιδιά, τάιζε τα ζωντανά, και τη λάτρεψαν· αλλά μάταια της ζήτησαν να τραγουδήσει. «Άλλη φορά! Άλλη φορά!» έλεγε διαρκώς, αν κι έκανε κάποιες μικρές παραχωρήσεις μ’ ένα δυο τραγούδια, ποτέ παραπάνω, στα σπίτια που την καλούσαν για φαγητό.
Άγνωστο πώς, μάλλον η κόρη του είχε μεσολαβήσει, φιλοξενήθηκε αρχικά στο σπίτι του κοινοτάρχη, ενός απλοϊκού καλοσυνάτου ανθρωπάκου που είχε εμπορικό. Και μια μέρα την είδαν ακόμα και στο μαγαζί, να πουλάει κόσκινα, λιβάνι, λουκούμια, σαπούνι, παντούφλες και γυαλιά για λάμπες πετρελαίου.
Έτσι απομυθοποιήθηκε. Και πριν περάσει η εβδομάδα, μια κι είχε καλοκαιριάσει πια για τα καλά, ήρθαν συγγενείς κι έπρεπε να μετακομίσει.
Ο Κοτρώνης, ιδιοκτήτης του ανταγωνιστικού παντοπωλείου κι εξέχον επίσης μέλος της τοπικής κοινωνίας, την διεκδίκησε. Αλλ’ ούτε αυτός είχε δωμάτια πολλά. Φόρτωσε τις δυό του κόρες εννιά κι έντεκα χρονώ στην πεθερά του, για να την φιλοξενήσει. Αλλ’ εκείνη πήρε χαμπάρι ότι η γριά την πήρε με κακό μάτι, έβαζε πολλά με το νού της, σουρτούκω την ανέβαζε, σουρτούκω την κατέβαζε, και δεν ξημέρωσε σπίτι του ούτε μια φορά.
Μετά από μερικές προτάσεις που αποδείχτηκαν αβάσιμες, είτε γιατί τα σπίτια ήσαν σ’ ελεεινή κατάσταση είτε επειδή περίμεναν μουσαφιραίους, κάποιος μίλησε και για τις χήρες.
«Στις χήρες; Είσαι καλά; Είναι οι χήρες για να φιλοξενήσουν άνθρωπο;» τον αντίσκοψε ένας άλλος με ύφος σα να είχε να κάνει με χαζό.
«Γιατί δεν τους το λέμε;» επέμεινε ο πρώτος· «Σπίτι καλό έχουν… ζώα δεν έχουν… και μουσαφίρηδες ποτέ δεν περιμένουν.»
«Μα είναι μπιτ ακοινώνητες. Αν δεν είχαν τον πιτσιρικά που πάει σχολείο… θα είχαν ξεχάσει να μιλάνε. Όταν είναι μόνες, είναι ζήτημα αν βγάζουν καμιά κουβέντα από το στόμα τους. Θα βάλουν την τραγουδίστρια στο σπίτι τους;»
«Γιατί να μην τη βάλουν; Πληρώνει στο κάτω κάτω το κορίτσι! Εμείς της είπαμε ‘άσ’ το!’ Αυτή ζήταγε να νοικιάσει· όχι φιλοξενία!»
«Και θ’ ανεβοκατεβαίνει, η γυναίκα, στο ψήλωμα; Ήρθε να ξεκουραστεί· όχι ν’ αγιάσει!»
«Σιγά, μωρέ! Πόσο θα μείνει; Θα της πούμε πως έχει και θέα!»
«Μάνα, κόρη κι εγγονός! Τρεις γενιές αζύγιαστες! Πώς ν’ αντέξει!»
«Ξέρεις εσύ τις αντοχές της;»
Κατ’ αρχή το πρότειναν στις χήρες. Η κόρη, πενηντάρα στο νερό, πήγε να το κουβεντιάσει. Φοβήθηκε πως ‘είναι πολύ περπατημένη’ και θα τις αναστατώσει. Αλλά η μάνα, στα εβδομήντα σχεδόν, είχε άλλη γνώμη.
«Άσε, μωρή, να μπει στο σπίτι μας ένας άνθρωπος, να μάθουμε δα πώς ζει εκεί έξω ο κόσμος! Από τότε που τούμπαρε το τρακτέρ και μας άφησαν χρόνους οι άντρες μας… μόνο με τ’ άστρα μιλάμε!» είπε, και οι αντιρρήσεις της κόρης της παρακάμφθηκαν ασυζητητί.
Τον γιο κι εγγονό, μαθητή δευτέρας προς τρίτη Λυκείου, δεν τον ρώτησαν. “Τι να πει το χαϊβάνι; Σάμπως νογάει;”
Κατόπιν το είπαν στην ίδια. Τρίτο ξεσπίτωμα σε μια μιάμιση βδομάδα ακούγεται πολύ, αλλά δεν την ένοιαξε. Ίσως να το διασκέδαζε κι όλας.
Η μετακόμιση έγινε αυθημερόν. Η γυναίκα είχε ελάχιστα πράγματα, επιστρατεύθηκε κι ένα γαϊδουράκι επειδή, όσο λίγα και να ήταν, το σπίτι ήταν λίγο παράμερα, βρέθηκαν και δυο πρόθυμα αντρίκεια χέρια, και τέλειωσαν όλα στο πι και φι.
Τη βάλανε στο μουσαφιριό, που δεν είχε δει ποτέ μουσαφίρη, ένα μεγάλο δωμάτιο με μπαλκόνι και θέα στο ποτάμι, το δάσος, μέχρι πέρα το αντικρινό βουνό. Καλύτερη επιλογή δεν υπήρχε.
«Θα έχεις την ησυχία σου! Κανείς δεν ανεβαίν’ δαπάν’ κουρίτσι μ!» τόλμησε να πει η γριά, βλέποντάς την ευχαριστημένη· «Και άμα ρέγεσαι κόσμο, κατεβαίνεις στον οντά! Πάντα εκεί καθόμαστε! Εκεί τρώμε, εκεί κοιμόμαστε, εκεί ζούμε! Το κούτσικο το έχουμε πίσω, στην αυλή, να μη βλέπει κόσμο, να διαβάζει!»
Τόσα δεν είχε πει ούτε και θα ξανάλεγε στη ζωή της. Και τα είπε μονομιάς, με μιαν ανάσα.
Ο οντάς ήταν ακριβώς από κάτω, αλλά για να τις δει δεν χρειαζόταν να κάνει τον κόπο να κατέβει. Οι σανίδες, μονές και πολυκαιρισμένες, είχαν σκεβρώσει και παρείχαν απρόσκοπτη θέα και άπλετη επικοινωνία οσμών, ψιθύρων, αναστεναγμών και κάθε είδους κουτσομπολιών. Ο όροφος είχε άλλα τρία δωμάτια γεμάτα παλαιικά έπιπλα, σαλόνι και κρεβατοκάμαρα μ’ έναν πελώριο βενετσιάνικο καθρέφτη, τη νυφιάτικη της κόρης προφανώς, που δεν τη χάρηκε ομολογουμένως.
Το ‘κούτσικο’, ένα λεπτό, πανέμορφο δυνατό αγόρι στα δεκαεφτά και λίγο κάτω από το ένα κι ενενήντα, που περίμενε πώς και πώς να ξεσκολίσει και να δει τι θα κάνει, γιατί δε θα καθόταν να βόσκει πρόβατα και ας μην το είχε πει σε κανέναν ακόμα, είχε χαρεί ιδιαίτερα με τις εξελίξεις.
Την είχε δει, όπως όλοι, από την πρώτη μέρα που πάτησε το πόδι της στο χωριό, στην πλατεία, είχε ακούσει να μιλάνε γι’ αυτήν, και φυσικά την ήξερε από τα τραγούδια της. Αλλ’ αυτό που του έδινε την πιο πολλή χαρά ήταν ότι, μόλις θα ξανάνοιγαν τα σχολεία, θα είχε να λέει και να λέει στους άλλους, που θα πρωτάκουγαν με το στόμα ανοιχτό, αφού Λύκειο δεν είχε το χωριό, ότι ολόκληρο το καλοκαίρι είχε μια τέτοια βεντέτα σπίτι του. Και δεν θα ήταν παραμύθι… μπορούσαν να το βεβαιώσουν όλοι.
Το βράδυ φάγανε όλοι μαζί κι έπειτα κάθισαν στο παραγώνι. Πήρε την κιθάρα της κι αυτή και άρχισε να τραγουδάει.
«Πολύ την κοιτάει ο χαλβάς!» ψιθύρισε η γιαγιά στη μάνα του με νόημα.
«Ποια θα κοιτάξει, ρε μάνα… εσένα ή εμένα;» ήταν η φυσική απάντηση της μάνας του.
«Μωρή… την τρώει με τα μάτια!»
«Με τα μάτια δε βαρυστομάχιασε κανείς!»
Και είπε πολύ περισσότερα από τα δυο τραγούδια που συνήθιζε· κι αν δεν τους πήρε το πρωί, η βραδιά τους κράτησε αρκετά μέχρι που άρχισαν οι δυο γυναίκες να γέρνουν. Τραγούδησε μάλιστα κι αυτός… και πολύ τους άρεσε. Δεν τον είχαν ξανακούσει να τραγουδάει, ούτε τον είχαν ξαναδεί τόσο χαρούμενο. Κι εκείνη, που ξέρει απ’ αυτά… του είπε πως έχει φωνή. Και τη συμπάθησαν.
Οι μέρες πέρναγαν αργά, αγροτικά, συμπαθητικά, με κουβέντα και τραγουδάκια στο παραγώνι, εφόσον δεν ήταν κάποιος τρίτος μπροστά…
Η κοπέλα έπαψε να κατεβαίνει στο καφενείο. Παίρνανε πρωινό και καφέ όλοι μαζί, και προτιμούσε να πηγαίνει βόλτες μαζί του, πότε στις πηγές, πότε στα μελίσσια, πότε στις αμπολές, πότε στο ποτάμι, πότε στον νερόμυλο και τις νεροτριβές… παρακολουθώντας τις βερβερίτσες να πηδάνε ανάμεσα στις καρυδιές και τις χελώνες ν’ αργοσαλεύουν, έχοντάς τον πάντα μαζί, φύλακα άγγελο και οδηγό, αφού δεν ήξερε τα κατατόπια.
Καθώς το καλοκαίρι προχωρούσε και είχε πια μαζευτεί αρκετή νεολαία, το βραδάκι πήγαιναν όλοι μαζί στην αλάνα, όπου εκείνη έπαιζε κιθάρα και τραγούδαγε ενώ οι υπόλοιποι στήνανε χορό, εκτός από κείνον που έμενε πάντα δίπλα της. Κι όταν κουράζονταν κι από αυτό, μαζεύονταν γύρω της τραγουδώντας, με τ’ αγόρια ν’ αντροκαλιούνται το ένα το άλλο, επειδή όλα την είχαν βάλει στο μάτι, αν και δεν είχε δώσει κανένα δικαίωμα, και τα κορίτσια να τη ζηλεύουν και να τη λατρεύουν συνάμα χωρίς να τολμάνε να το δείξουν, αφού δεν μπορούσε καμιά τους να της παραβγεί.
Αλλά το καλοκαίρι δεν κρατάει πολύ… ούτε κι ο χειμώνας θα μου πεις, αλλά ποιος το συλλογιέται, και οι παρέες άρχισαν ν’ αραιώνουν, ενώ το αεράκι γινόταν όλο και πιο ψυχρό, ιδίως το βράδυ, και τα σύννεφα πύκνωναν.
Η κοπέλα άρχισε τα τηλεφωνήματα, ατζέντης, ραντεβού, δουλειές, εμφανίσεις, συνεργασίες, και για πρώτη φορά από τότε που είχε έρθει, οι δυο γυναίκες κι αυτός, την άκουγαν να μιλάει και να μην καταλαβαίνουν τι λέει.
«Ήρθ’ ο καιρός της να φύγει…» είπαν ξαφνικά μεταξύ τους, σιγά και χωρίς χαρά.
Δεν ήταν για τα λεφτά… ποιος τα βράζει! Της πρότειναν μάλιστα και να τη ‘διευκολύνουν’ αλλά εκείνη γέλασε. “Πληρώνω όσο δυο εισιτήρια για να με ακούσεις μια φορά! Κι εγώ εδώ σας τραγουδάω κάθε μέρα… από αγάπη!” είπε και τις σκλάβωσε ξανά. Και ακούγοντας τη λέξη ‘αγάπη’ κατάλαβαν γιατί ήθελαν να την κρατήσουν. Ενώ απέφευγε, όπως κι οι ίδιες, το χωριό, και δεν ικανοποίησε καμιά προσδοκία, ούτε κάθισε στο πανηγύρι… τόσο περισσότερο γινόταν δικιά τους. “Λες κι είχαμε μια κόρη κάπου ξεχασμένη… και δεν το ξέραμε!” ψιθύριζαν κοιτάζοντάς την.
«Την άλλη βδομάδα… μας αφήνει γεια!» είπε η μάνα του στη γιαγιά δαγκώνοντας το χείλι της. Και δεν είπαν άλλη κουβέντα όλο το βράδυ, μην τις πάρουν τα κλάματα. Την είχαν αγαπήσει.
Το είπαν πολύ σιγά… μην ακουστεί μπας και δεν γίνει. Αλλά τις άκουσε αυτός κι ένιωσε στο στήθος του μαχαιριά. Μα δεν πόνεσε πιο πολύ απ’ όσο πονούσε ήδη, επειδή ήξερε πως κάποτε θα φύγει. Και είχε αρχίσει να πονάει πολύ πιο πριν.
«Θα φύγετε!» της είπε απότομα και στον πληθυντικό, που τον είχαν κόψει από καιρό, και πρώτη φορά χωρίς να την κοιτάει στα μάτια.
«Α… έχω ακόμα καιρό!» του απάντησε γελώντας ψευτοανέμελα.
«Αλλά θα φύγετε… και δε θα σας ξαναδώ!»
«Ω… μη με σκας! Του χρόνου πού θαρρείς θα κάνω τις διακοπές μου; Δεν είδες τι ωραία που πέρασα εδώ; Και βέβαια θα ξανάρθω!»
«Αλλά μπορεί να έχω φύγει εγώ!»
Ήταν χαμηλά στο ποτάμι, στο αυτοσχέδιο φραγματάκι που σηκώνει κάθε καλοκαίρι όλο το χωριό και μαζεύει νερό για τα μποστανικά του.
«Μη λες ανοησίες…» τον μάλωσε πιάνοντάς τον εύθυμα από το χέρι, «όπου κι αν είσαι θα έρθεις… και θα ξανατραγουδήσουμε… και θα ξαναχορέψουμε! Αλήθεια!» είπε πιο σοβαρά· «Δεν σε είδα ποτέ να χορεύεις… και λένε πως είσαι πρώτος στον χορό! Καθόσουν πάντα δίπλα μου!»
«Μ’ άρεσε πιο πολύ να σε ακούω! Άλλωστε ούτε κι εσύ χόρεψες καμιά φορά!»
«Μα με ζητούσαν όλοι… με ποιον να πρωτοχορέψω; Άσε που πέταγαν υπονοούμενα!»
«Όταν δεν τους άκουγες… χειρότερα!»
«Γιατί δεν χορεύουμε τώρα που είμαστε οι δυό μας;» είπε και τον έπιασε από το χέρι. Και άρχισαν να χορεύουν· και όσο χόρευαν η χαρά τούς πλημύριζε και τους έκανε να χορεύουν πιο πολύ… Ώσπου το τοιχάκι δεν άντεξε. Μια πέτρα έγειρε… και βρέθηκαν μαζί στο νερό.
Πάγωσαν αλλ’ ανάμεσά τους ήταν ζεστά. Χώρια πέσανε στο νερό, αλλά βγήκαν μαζί, με τα πόδια λασπωμένα, τα ρούχα να στάζουν, τα μαλλιά γεμάτα κολλιτσίδες και μισοσαπισμένα φύλλα. Και τους έπιασαν κάτι γέλια… «Είσαι πολύ όμορφη!» της είπε πρώτη φορά γέρνοντας πάνω της. «Κι εσύ… ακόμα πιο ωραίος!» του απάντησε. Κι έμειναν εκεί, μαζί, τρέμοντας και γελώντας.
Βγήκαν να τους αναζητήσουν αλλά δεν τους ξαναείδε κανείς! Μ’ ένα ‘βρουμ!’ το αμάξι της χάθηκε από την πλατεία. Τι είχαν να χάσουν; Αυτή άφησε πίσω δυο βρακιά κι αυτός άλλο ένα.
https://sarantakos.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου