ΣΤ’ ΑΜΠΕΛΙΑ
στις
Έχω αναρωτηθεί πολλές φορές για την αιτία που μας οδηγεί να επιστρέφουμε στις μνήμες της παιδικής μας ηλικίας. Ποια ανάγκη μας κάνει να αναβιώνουμε αυτές τις ιστορίες και τις εικόνες, περισσότερο από άλλες πιο κοντινές; Μήπως επειδή βρίσκουμε καταφύγιο στην εποχή που πέρασε, τότε που οι ευθύνες ήταν σε άλλες πλάτες; Μήπως επειδή το χωριό ή η πόλη που ζήσαμε σαν παιδιά έχουν ωραιοποιηθεί στο μυαλό μας; Από ανάγκη να κρίνουμε τους ανθρώπους που μας περιβάλλανε τότε, βλέποντάς τους μέσα από τα μάτια του ενήλικα; Ή τελικά είναι αυτή η ανάγκη που έχουμε να αναβιώσουμε έναν κόσμο πιο αγνό που έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί; Όποιος κι αν είναι ο λόγος του καθενός γι’ αυτή την καταβύθιση στο παρελθόν – το δικό του και της οικογένειάς του-, είναι κάτι που όλοι, λίγο ή πολύ, το κάνουμε.
Ο Σταύρος Ζουμπουλάκης, στο νέο βιβλίο του «Στ’ αμπέλια», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΠΟΛΙΣ, κάνει μια αναδρομή στα παιδικά του χρόνια. Μια αναδρομή που εκτείνεται σε 80 περίπου σελίδες, γεμάτες με εικόνες και συναισθήματα για μια εποχή όχι και τόσο μακρινή και ένα κόσμο που επέδρασσε πάνω του και τον διαμόρφωσε τόσο σαν άνθρωπο όσο και σαν πολίτη. Και το κάνει με σκοπό ‘να αποτυπώσει το χνάρι αυτού του αιωνόβιου, χτεσινού μα και οριστικά καταποντισμένου κόσμου’
Ο συγγραφέας ξαναγυρίζει πίσω στο χρόνο και καταγράφει τις μνήμες από τα καλοκαίρια που πέρασε- μετά τη μετακόμιση της οικογένειάς του στην Αθήνα – στον τόπο που γεννήθηκε, στη Συκιά του νομού Λακωνίας. Εννιά καλοκαίρια που πέρασε με ανθρώπους που τον αγαπούσαν και δεν τους ξέχασε ποτέ.
Η αγάπη και το δέσιμο του συγγραφέα με τον τόπο του είναι φανερή. Ο ίδιος δεν γνώρισε τη φτώχεια ‘αλλά τη μικροαστική στέρηση, το μέτρημα των πραγμάτων’. Αλλά εκεί, «Στ’ αμπέλια», στον οικισμό που ξεκαλοκαίριαζαν οι κάτοικοι της Συκιάς, με τον μπαρμπα-Γιώργη και τη θει’-Αρχόντω, ευτύχησε να γνωρίσει ‘την ιστορία της ανθρωπότητας από το ησιόδειο άροτρο μέχρι το ταξίδι στο φεγγάρι’.
Ζώντας εκεί σαν προσωρινός επισκέπτης είχε την δυνατότητα να παρατηρεί τη φτώχεια του τόπου, που οδηγούσε τους κατοίκους στο αλκοόλ, τη χαρτοπαιξία και τελικά στον ξενιτεμό, την καθημερινή και κάποτε άνιση πάλη του αγρότη με τη γη, τη λαϊκή θρησκευτικότητα, την παιδική θνησιμότητα, την ενδοοικογενειακή βία, τη δεισιδαιμονία και τον αναλφαβητισμό. Και αυτά είναι όσα δεν νοσταλγεί από εκείνη την εποχή.
«Αυτό τον κόσμο τον νοσταλγεί μόνο όποιος δεν τον έχει γνωρίσει.»
«Το καλοκαίρι στ’ αμπέλια η κουβέντα γύριζε πάντα στους ξενιτεμένους, και πάντα, μα πάντα, κλαίγοντας. Όταν έφτανε γράμμα διαβαζόταν αμέτρητες φορές. Θυμάμαι γράμματα που είχαν πάνω τους κατακόκκινα φιλιά, έβαζε κραγιόν η κόρη και φιλούσε το χαρτί σε διάφορα σημεία. Άλλα πάλι δεν διαβάζονταν εύκολα γιατί τα δάκρυα εκείνου που τα έγραψε είχαν αλλοιώσει το μελάνι.»
Υπήρχαν όμως κι άλλα να θυμηθεί και κάποια από αυτά – όσο κι αν δεν το παραδέχεται – τα νοσταλγεί, όπως τον ύπνο κάτω από έναν ουρανό γεμάτο αστέρια, τις λιάστρες με τα σύκα, το μαγείρεμα στα ξύλα, το μέτρημα του χρόνου με τις γιορτές των αγίων, τις προσευχές του μπαρμπα-Γιώργη, τα ‘τζιτζίρια’ και τη ‘ντρέλα’ της θει’-Αρχόντως και τις νυχτοπορίες με το φανάρι.
Το αγαπημένο μου χωράφι ήταν ένα ξερικό μποστάνι στον Αγιομπέτρο -πρόφερα κι εγώ το τοπωνύμιο όπως το άκουγα, χωρίς να καταλαβαίνω ότι επρόκειτο για τον Άγιο Πέτρο. Υπήρχε εκεί ναΰδριο αφιερωμένο στον απόστολο, που ανήκε στο Φοινίκι, όμορο χωριό. Καρπούζια, πεπόνια, ξυλάγγουρα. Κόβαμε και τρώγαμε όσο αντέχαμε. Μοσχοβολούσε ο τόπος.
Ζωντανεύει λοιπόν εκείνη την εποχή προς χάριν του αναγνώστη του – αλλά και από δική του ανάγκη – και μαζί της ζωντανεύει το λεξιλόγιο της περιοχής, τις συνήθειες του τόπου και τα ήθη της εποχής που ήθελαν τους αποχωρισμούς να στολίζονται με κλάματα και τις επιστροφές να συνοδεύονται με τα πεσκέσια για τους συγγενείς.
Ακολούθησα τον Σταύρο Ζουμπουλάκη σ’ αυτό το γλυκόπικρο ταξίδι στα παλιά, και αναπόφευκτα ανέσυρα τις δικές μου μνήμες από μια παιδική ηλικία για την οποία έχω την τύχη να καμαρώνω. Σε άλλο μέρος της Ελλάδας, με διαφορετικό τοπίο, και διαφορετικές συνθήκες, έζησα κι εγώ το βάσανο για τον επιβεβλημένο μεσημεριανό ύπνο και το κυνήγι για να φας το ‘χτυπητό αυγό’ κάθε απόγευμα και οι γεύσεις, οι μυρωδιές και η αγάπη που πήρα εκείνα τα χρόνια, με προίκισαν με ό,τι έχω σήμερα.
Το βιβλίο «Στ’ αμπέλια» του Σταύρου Ζουμπουλάκη είναι ένα αφήγημα γραμμένο με αμεσότητα και ειλικρίνεια αλλά προπαντός με αγάπη για μια εποχή που τον συγκινεί βαθιά και ένα κόσμο που του πρόσφερε πολλά – και όχι μόνο ‘εννιά παιδικά καλοκαίρια αδιατάρακτης ευτυχίας, μέσα σε έναν ωκεανό αγάπης’.
https://passepartoutreading.wordpress.com/author/passepartoutreading/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου