Κατερίνα Γώγου:
[Άνοιξα τσακ! απότομα τα μάτια μου…]
Άνοιξα τσακ! απότομα τα μάτια μου απ’ την φασαρία που ’κανε το ταβάνι άγρια μεσάνυχτα / λύνοντας τα σκοινιά απ’ τους 4 τοίχους κι έφυγε παίρνοντας μαζί του τη σκεπή και τις κουβέρτες μου. Ευκάλυπτοι / σακουλάκια λεβάντας και βατομουριές ήρθανε και ξαπλώσανε στα δόντια μου στο μαξιλάρι μου και στα μαλλιά μου. Μ’ ένα σφύριγμα βαποριού σαλπάρισε η πόρτα / κι απ’ το πέρασμα μπήκαν με μικρά πηδηματάκια / η μάνα μου κι ο πατέρας νιόνυμφοι / με κερασάκια στ’ αφτιά και τα κορδόνια τους αντικριστά δεμένα. Από πίσω η γιαγιά απ’ το χωριό με τσεμπέρι κατεβασμένο απ’ το στόμα. Κατόπιν η γιαγιά Αθηναία με γούνα που δαγκωνόταν στον λαιμό και το στόμα βαμμένο μ’ ένα περίεργο κόκκινο μεταξωτό χαρτάκι –το ’χω– ο Γιώργος με τη Μυρτώ ευτυχώς είχαν ζήσει. Ίχνος πουθενά από βουβά τηλέφωνα και συνταγές και στον καθρέφτη που γυαλίστηκα ήμουνα όμορφη. Όχι όμως έτσι σαν άνθρωπος / ήμουνα μισό Βαρδάρης-μισό άσπρο πουλί –περίεργο άσπρο– κι ο ταξιτζής που μ’ είχε δείρει μια νύχτα πολύ μου ’δωσε ένα ματσάκι μιγκέ απ’ αυτά που δίνουνε για την πρώτη φορά τους στις νύφες. Κουβεντιάζανε γρήγορα γρήγορα και σιγά σα να γουργουρίζανε νανουρίσματα σ’ ανακάλυφτη γλώσσα. Ένας Μάης 68 μ’ ένα πανί δεμένο στο κεφάλι σαν αβγό έκανε ΧΑ! στο τζάμι και το χνότισε / κι ένα δάχτυλο σκέτο / ένα ολομόναχο δάχτυλο σκέτο / έγραψε ένα ολόκληρο ποίημα με αριθμούς. Έκανε τ’ όνειρο πράξη. Λες να κάνουνε την επανάσταση οι αριθμομηχανές… σκέφτηκα… Όπου κι αν με βάλουν προσαρμόζομαι ξανασκέφτηκα
καλό να ’ν’ αυτό ή κακό
είχα αρχίσει να χάνω και χρώμα
είχε αρχίσει να μπαίνει και μουσική
είχαν αρχίσει όλοι να νυστάζουνε…
να χασμουριούνται… αποκοιμήθηκαν…
… Έβαλα το μαύρο καλτσόν μου και τις σουβλερές σιδερένιες καπιταλιστικές μου μπότες Είμαι / Περπατάω στην Ιουλιανού / όπου θες τώρα πάω / μπαίνω σ’ όλα τα γήπεδα τις Κυριακές παίζω παιχνίδι κατενάτσιο μέχρι να βρούμε άκρη Ένας με φουλ φέις της τάχα αριστεράς πάει να με ξεκάνει ουρλιάζω Ζήτω τα εργατικά συμβούλια ζήτω η εργατική τάξη / χώνομαι στον τηλεφωνικό θάλαμο να σωθώ κι η πόρτα κλείνει έτσι που δεν ξανανοίγει πια.
Έχω αντοχή μέσα απ’ το τζάμι.
Έχω εμπιστοσύνη παρόλ’ αυτά στο είδος μου.
Υπερρεαλιστές ποιητές όμοιοι με σταλινικούς ήρωες
ξεφτίλες βάσανα παρακάλια πείσμα υπομονή
τέτοιοι είμαστε.
Έτσι είναι οι άνθρωποι.
Κάποιος θα θελήσει να τηλεφωνήσει.
καλό να ’ν’ αυτό ή κακό
είχα αρχίσει να χάνω και χρώμα
είχε αρχίσει να μπαίνει και μουσική
είχαν αρχίσει όλοι να νυστάζουνε…
να χασμουριούνται… αποκοιμήθηκαν…
… Έβαλα το μαύρο καλτσόν μου και τις σουβλερές σιδερένιες καπιταλιστικές μου μπότες Είμαι / Περπατάω στην Ιουλιανού / όπου θες τώρα πάω / μπαίνω σ’ όλα τα γήπεδα τις Κυριακές παίζω παιχνίδι κατενάτσιο μέχρι να βρούμε άκρη Ένας με φουλ φέις της τάχα αριστεράς πάει να με ξεκάνει ουρλιάζω Ζήτω τα εργατικά συμβούλια ζήτω η εργατική τάξη / χώνομαι στον τηλεφωνικό θάλαμο να σωθώ κι η πόρτα κλείνει έτσι που δεν ξανανοίγει πια.
Έχω αντοχή μέσα απ’ το τζάμι.
Έχω εμπιστοσύνη παρόλ’ αυτά στο είδος μου.
Υπερρεαλιστές ποιητές όμοιοι με σταλινικούς ήρωες
ξεφτίλες βάσανα παρακάλια πείσμα υπομονή
τέτοιοι είμαστε.
Έτσι είναι οι άνθρωποι.
Κάποιος θα θελήσει να τηλεφωνήσει.
Από τη συλλογή Ιδιώνυμο (1980) της Κατερίνας Γώγου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου