Τέταρτα – Ποίημα
Αυτός ο τόπος δεν μας ανήκει.
Μας χώνει σαν κόκκαλο ανάμεσα στα δόντια την ενόχληση της προσωρινότητά μας.
Αυτός ο τόπος που φτάσαμε δεν μας αξίζει.
Οι ιθαγενείς του είναι λίγο φιλόδοξοι και υποφέρουν από μία χρονίζουσα υπνηλία.
Ικανοποιούνται με τα λόγια.
Κρατούν επίμετρα και καζαμίες που προλέγουν επιγραμματικά το μέλλον.
Περιλήψεις για επουράνιους παραδείσους μετά θάνατον, μετά την Μεγάλη Παύση τους.
Κάποτε, είπαν, πέρασαν Σωτήρες από το χωριό και χάθηκαν πίσω από τελευταίο σπίτι. Πρόλαβαν και τράβηξαν από τα κλήματα σταφύλια και δυο κότες.
Ούρλιαζαν Αλληλούια.
Δεν γνωρίζουν οι συντοπίτες ποιος από αυτούς γκάστρωσε την χοντρή σπιτονοικοκυρά που άπλωνε τα ρούχα.
Από μέσα της, ξεπήδησε ένα μογγολάκι και το ‘χουν τώρα πια για προφήτη: είναι το μοναδικό που μένει βουβό σε ένα κόσμο που κρώζει.
Αυτό πάλι λίγο μας μοιάζει.
Αυτός ο τόπος δεν μας σηκώνει.
Στις πορώδεις πέτρες του, που γίνονται θρύψαλα στις βαριές μας προδοκίες, δεν πιάνει σπόρος, δεν δένουν άγκυρες και ρίζες.
Το ξέρουμε πως δεν θα απλωθούν παλάμες, δάχτυλα.
Όπως στην πάλη του έρωτα κορμί που δεν το κατέχεις και κάπως σου φαίνεται πως πάντα σου ξεφεύγει στα κατωσέντονα.
Γλιστρά σαν το σαπούνι στον κατάδικο κι όλο κάποιο κρέας περισσεύει.
Και πάντα θα εξέχει.
Και πάντα θα εξέχει.
Ό,τι περισσεύει δεν κόβεται.
Ό,τι περισσεύει βλασταίνει.
Πολλαπλασιάζεται με τον εαυτό του, σαν τις παραφυάδες.
Αργά ή γρήγορα θα συρθεί κάτω από την πόρτα, θα αλλάξει τετράγωνο και πόλη – άλλη χώρα, άλλη ήπειρο.
Εσύ θα κρατάς στο κρεβάτι ακίνητη μια φθηνή λύση, μια ιδέα φόβου, το ερμαφρόδιτο ουδέτερό της.
Είμαι σε έκλειψη.
Είμαι σε έλλειψη.
Οι ιστορίες σας, μου έφαγαν τα τέταρτα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου