Η
ΕΞΑΦΑΝΙΣΗ ΤΗΣ ΛΑΟΥΡΑ
«…αυτό το σύντομο μυθιστόρημα δεν επιδιώκει να είναι αστυνομικό αφήγημα για την εξαφάνιση μιάς νεαρής γυναίκας, αλλά μια απόπειρα να ζωγραφιστεί, με απλά μέσα, ένα γυναικείο πορτρέτο περίπλοκο, αλλά όχι τόσο ασυνήθιστο όπως ίσως φαίνεται εκ πρώτης όψεως».
Η παραπάνω σημείωση του συγγραφέα, στο τέλος του βιβλίου «Η εξαφάνιση της Λάουρα», «ζωγραφίζει» το στόχο του και υποψιάζει τον αναγνώστη για το λόγο που γράφτηκε το έργο, κάτι που θα αποκαλυφθεί σε μια ακόμη σημείωση τέλους.
Η πολυσήμαντη σχέση της Λάουρα, της ηρωίδας του Camilleri, με τη ζωγραφική αλλά και τις αισθήσεις, τη σάρκα και το πνεύμα, χάθηκε στη μετάφραση του τίτλου στα ελληνικά. Η πρωτότυπη έκδοση από τον εκδοτικό Mondadori του Μιλάνου το 2016 είχε τίτλο Noli me tangere, στα λατινικά, φράση αντίστοιχη του Μη μου άπτου · με τα λόγια Μη μ’ αγγίζεις απευθύνθηκε ο Χριστός στην Μαρία Μαγδαληνή μετά την Ανάστασή του, σύμφωνα με το Ευαγγέλιο του Ιωάννη. Η βιβλική αυτή σκηνή συνοδεύεται από μια μακρά εικονογραφική παράδοση στην ιταλική ζωγραφική, γύρω από την οποία εξελίσσεται το έργο και με βάση την οποία δίνεται και η λύση του μυστηρίου της εξαφάνισης της Λάουρα.
Το βιβλίο αποτελεί σπουδή στη φευγαλέα προσωπικότητα μιας γυναίκας και στη διαρκή πάλη της ανάμεσα σε δύο άκρα, από την απόλυτη σωματική απόλαυση έως την απομόνωση και το ολοκληρωτικό δόσιμο του πνεύματος. Η νέα και πλούσια σύζυγος ενός διάσημου ιταλού συγγραφέα, η οποία κάποτε εγκατέλειψε χάριν του έρωτα μια πολλά υποσχόμενη ακαδημαϊκή καριέρα στην ιστορία της τέχνης στο Πανεπιστήμιο της Bologna εξαφανίζεται και αναζητείται από την ιταλική αστυνομία. Στη συνέχεια δίνει σημεία ζωής με διάφορους συμβολικούς τρόπους, διεκδικώντας το δικαίωμά της να παραμείνει εξαφανισμένη και στο τέλος να διαφύγει για πάντα από το αστικό ιταλικό περιβάλλον για τις φυλές του Αμαζονίου. Επιλέγει να δοθεί ολοκληρωτικά στους άλλους ξεχνώντας το ίδιο της το σώμα και τις ανάγκες του. Ένας ευαίσθητος αστυνομικός επιθεωρητής θα συλλάβει το νήμα των τόπων που επισκέπτεται στη διάρκεια της «εξαφάνισής» της και θα φθάσει στον εντοπισμό της με οδηγό το θέμα της νεανικής πανεπιστημιακής της έρευνας, την σκηνή του Μη μου άπτου, στην τοιχογραφία του Fra Angelico, στο μοναστήρι San Marco της Φλωρεντίας. Η ευαισθησία της νεαρής φοιτήτριας είχε ερμηνεύσει την απεικόνιση των χεριών του Ιησού και της Μαγδαληνής από τον ιταλό ζωγράφο ως μια κίνηση απομάκρυνσης μετά το άγγιγμα, μια κίνηση οριστικού διαχωρισμού της σάρκας από το πνεύμα μετά την Ανάσταση (εικ. 1).
Ο αστυνομικός επιθεωρητής την παρακολουθεί διακριτικά σε ένα ταξίδι αποχαιρετισμού του Μη μου άπτου μεγάλων ζωγράφων στα μουσεία και τα μοναστήρια της Ιταλίας, στο Πράντο της Μαδρίτης και στην Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου. Εδώ ο εμβληματικός πίνακας του Τιτσιάνο,
«…περισσότερο από κάθε άλλο, βρίσκεται πιο κοντά στην διαίσθηση που είχε η Λάουρα μπροστά στην ομώνυμη τοιχογραφία του Φρα Αντζέλικο: «…το δεξί χέρι της Μαρίας της Μαγδαληνής πλησιάζει πραγματικά πολύ κοντά στο ύφασμα που καλύπτει το μηρό του Ιησού. Δημιουργείται σαφώς η αίσθηση ότι μόλις έχουν αγγιχτεί. Και ότι δεν θα αγγιχτούν ποτέ ξανά»» (εικ. 2)
Ο Andrea Camilleri, σ’ αυτό το έργο-σπουδή της γυναικείας ευαισθησίας, κινείται με ιδιαίτερη οξυδέρκεια όχι μόνο στο χώρο της ιστορίας της τέχνης αλλά και της λογοτεχνίας. Κομβικό σημείο στην ανάπτυξη του θέματος αποτελεί η αναφορά στο θεατρικό έργο The Cocktail Party (1948) του T.S. Eliot. O διάλογος της Celia Coplestone, ερωμένης του πρωταγωνιστή, με τον ψυχίατρο για την μοναξιά, την ηθική και την επιθυμία παρατίθεται αυτούσιος στο μυθιστόρημα, παρότι ο Camilleri αφήνει στον αναγνώστη να «θυμηθεί» ότι η Celia του Eliot έγινε ιεραπόστολος στην Αφρική.
Η αναφορά στο ποίημα Furibondo του Dino Campana, ενός από τους μεγαλύτερους ιταλούς ποιητές του 20ού αιώνα, εμπλουτίζει την ατμόσφαιρα της αναζήτησης του ερωτικού μυστικισμού.
Το βιβλίο αναδεικνύει τις συγγραφικές ικανότητες του διάσημου από την αστυνομική σειρά με τις περιπέτειες του επιθεωρητή Μονταλμπάνο σύγχρονου ιταλού συγγραφέα, ο οποίος δεν διστάζει να πρωτοτυπήσει στη δομή, με εναλλαγή ζωντανών διαλόγων, επιστολών, sms, e-mails και άρθρων εφημερίδων.
Η τελική του σημείωση φωτίζει δραματικά το λόγο για τον οποίο έγραψε το Μη μου Άπτου:
«Το μυθιστόρημα είναι αφιερωμένο σε μια Βραζιλιάνα φίλη μου που υπήρξε ηθοποιός, μετά τραγουδίστρια και τελικά μοναχή, και πέθανε δολοφονημένη από ιθαγενείς του Αμαζονίου ανάμεσα στους οποίους επιτελούσε το έργο της».
Το μυθιστόρημα «Η εξαφάνιση της Λάουρα» κυκλοφόρησε στα ελληνικά το 2017 από τις εκδόσεις ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ σε μετάφραση Γιάννας Σκαρβέλη.
Εκδόσεις : ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ
https://passepartoutreading.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου