Bullying:
Τι πρέπει να κάνεις εάν διαπιστώσεις ότι το παιδί σου πέφτει θύμα…
Ο εκφοβισμός (αγγλ. bullying) γενικά αφορά τη σωματική και ψυχολογική κακοποίηση ασθενέστερων προσώπων σε μια ομάδα. Μπορεί να εντοπιστεί σε οποιονδήποτε τύπο σχολείων, στον στρατό, σε αθλητικά σωματεία, σε σωφρονιστικά καταστήματα, αλλά και στο οικογενειακό και εργασιακό περιβάλλον. Δεν αποτελεί, επομένως, αποκλειστικά σχολικό φαινόμενο, αφού εκδηλώνεται ποικιλοτρόπως σε όλες τις ηλικίες και τις κοινωνικές ομάδες.
Γράφει ο ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΟΥΔΟΥΝΗΣ*
Ο σχολικός εκφοβισμός, ειδικότερα, είναι ένα σύνθετο φαινόμενο νεανικής παραβατικότητας που υπήρχε και παλαιότερα, αλλά στις μέρες μας τείνει να αποκτήσει διαστάσεις κοινωνικής μάστιγας. Τα πρόσφατα τραγικά περιστατικά αυτοκτονίας παιδιών επιβεβαιώνουν τη σημαντική έκταση του φαινομένου και στην ελληνική εκπαιδευτική κοινότητα.
Γι’ αυτό, αναγνωρίζεται ως σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα τόσο από την Πολιτεία και το Σχολείο, όσο και από τους ειδικούς και την κοινή γνώμη. Συνδέεται με την εσκεμμένα βίαιη συμπεριφορά η οποία εξαναγκάζει, φοβίζει, εξουσιάζει και στοχεύει στον έλεγχο, στην αποδυνάμωση, στον πόνο, στην υποταγή ενός ευάλωτου συνήθως μαθητή.
Ο εκφοβισμός διαφοροποιείται σε σχέση με τις συνηθισμένες παιδικές διαμάχες, καθώς παρουσιάζει επαναληψιμότητα και ανισορροπία ισχύος μεταξύ του θύτη και του θύματος, με την επιβεβαίωση της κυριαρχίας (ως προς την ηλικία, τη φυσική δύναμη κ.λπ.).
Η σχολική βία, όπως και εν γένει η κοινωνική, εκδηλώνεται σε λεκτικό, σωματικό, σεξουαλικό και ψυχολογικό επίπεδο. Οι απειλές ακόμη και μέσω διαδικτύου ή κινητού τηλεφώνου, οι ύβρεις, οι συκοφαντίες, η προσπάθεια γελοιοποίησης, η βιντεοσκόπηση ιδιωτικών στιγμών, τα σαρκαστικά παρατσούκλια, η περιθωριοποίηση, η καταστροφή ή η κλοπή προσωπικών αντικειμένων, τα σπρωξίματα αποτελούν κύριες μορφές σχολικού εκφοβισμού.
Τα αγόρια συμμετέχουν πιο συχνά στη σωματική βία, σε αντίθεση με τα κορίτσια που επιλέγουν συνηθέστερα τη λεκτική και ψυχολογική βία. Ο σχολικός εκφοβισμός εμφανίζεται ενισχυμένος στην εφηβική ηλικία εξαιτίας των αναπτυξιακών ιδιαιτεροτήτων των εφήβων, της απορρόφησης και υιοθέτησης αρνητικών κοινωνικών εμπειριών και συμπεριφορών και της εντεινόμενης ανασφάλειας.
Επιπλέον, η υπερβολική πίεση ή η ανυπαρξία ορίων, οι υψηλές προσδοκίες από το περιβάλλον ή η τάση συνεχούς υποτίμησης των ικανοτήτων των εφήβων, η μειωμένη αυτογνωσία, η χαμηλή αυτοεκτίμηση, οι εντάσεις με τους «σημαντικούς άλλους» (γονείς, εκπαιδευτικούς) μπορούν να οξύνουν τις αντιπαραθέσεις και να συντελέσουν στην υιοθέτηση της αρνητικής συμπεριφοράς.
Η διαφορετικότητα, οτιδήποτε δηλαδή αποκλίνει από το μέσο φυσιολογικό, από τα ευρέως διαδεδομένα πρότυπα, μπορεί να μην είναι εύκολα αποδεκτή. Διαφορές στο χρώμα, στην εθνικότητα, στις πεποιθήσεις, στη συμπεριφορά, στο νοητικό και συναισθηματικό επίπεδο ενός ατόμου γίνονται εύκολα αντικείμενο χλευασμού, όταν απουσιάζει η ατομική και κοινωνική παιδεία.
Θύματα, επομένως, αποτελούν τα παιδιά που ξεφεύγουν από τον μέσο όρο είτε στις επιδόσεις, είτε στην εμφάνιση, είτε στη συμπεριφορά. Αρκετές φορές είναι πρόσωπα χαμηλής αυτοπεποίθησης που απομονώνονται και δεν επικοινωνούν εύκολα με τους γονείς, τους εκπαιδευτικούς ή άλλα άτομα του περιβάλλοντός τους.
Τα παιδιά που πέφτουν συχνά θύματα σχολικού εκφοβισμού μπορεί να παρουσιάζουν καταθλιπτική συμπτωματολογία και συχνά αυτοκτονικό ιδεασμό. Οι θύτες, από την άλλη, είναι άτομα με μέτριες σχολικές επιδόσεις και συχνά ανατρέφονται σε ασφυκτικό οικογενειακό περιβάλλον.
Σε μεγάλο ποσοστό αντιμετωπίζουν προσωπικές δυσκολίες, κάτι που τα φορτίζει με αρνητικά συναισθήματα, όπως θυμό, θλίψη, απογοήτευση. Έρευνες, εξάλλου, καταδείχνουν ότι, συχνά, η βίαιη συμπεριφορά των εφήβων δεν αποτελεί παρά εσωτερίκευση μιας προϋπάρχουσας «παράδοσης» αρνητικών προτύπων συμπεριφοράς που προέρχονται από το εγγύτερο ή ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον.
Άρα, άτομα τα οποία υφίστανται κακοποίηση κατά την παιδική ηλικία τείνουν να εμφανίζουν ανάλογη βίαιη συμπεριφορά σε άλλα ευάλωτα πρόσωπα.
>Το παιδί, δηλαδή, που δέχεται βία, θα είναι βίαιο.
>Το παιδί που δεν έχει συνηθίσει στον διάλογο δε θα κάνει διάλογο.
>Το παιδί που δεν παίρνει αρκετή αγάπη δε θα δώσει αγάπη.
>Το παιδί που δε βιώνει τον σεβασμό στην προσωπικότητά του δε θα δείξει σεβασμό.
>Επίσης, τα παιδιά συχνά μιμούνται απαξιωτικές συμπεριφορές των γονέων ή συγγενών απέναντι σε πρόσωπα που διέπραξαν το λάθος να διαφέρουν, να «φαλτσάρουν».
>Το παιδί που δεν έχει συνηθίσει στον διάλογο δε θα κάνει διάλογο.
>Το παιδί που δεν παίρνει αρκετή αγάπη δε θα δώσει αγάπη.
>Το παιδί που δε βιώνει τον σεβασμό στην προσωπικότητά του δε θα δείξει σεβασμό.
>Επίσης, τα παιδιά συχνά μιμούνται απαξιωτικές συμπεριφορές των γονέων ή συγγενών απέναντι σε πρόσωπα που διέπραξαν το λάθος να διαφέρουν, να «φαλτσάρουν».
Συχνά, οι ίδιοι οι γονείς, ειδικά των αγοριών, προσπαθούν να διαπλάσουν παιδιά χωρίς ευαισθησίες, δυνατά, διεκδικητικά και κάποιες φορές επιθετικά. Σε ορισμένες περιπτώσεις φθάνουν στο σημείο, τουλάχιστον λεκτικά, να επιβραβεύουν το παιδί τους-θύτη.
Οι καθημερινές βιοποριστικές ανάγκες, η υπεραπασχόληση, η ανεργία, επιπρόσθετα, έχουν ως απόρροια πολλοί γονείς να περιχαρακώνονται και να είναι ουσιαστικά ή συναισθηματικά απόντες από την ανατροφή και τον στοιχειώδη έλεγχο των παιδιών τους.
Η αντιμετώπιση του φαινομένου του σχολικού εκφοβισμού είναι δυσχερής. Ο κώδικας σιωπής που διέπει την ελληνική κοινωνία είναι ένας καταλυτικός παράγοντας δυσκολίας. Μπροστά σε ένα κοινό συμφέρον μια ιδιότυπη σύμπνοια, μια περίεργη αλληλεγγύη οικοδομείται και μια ολόκληρη κοινότητα δίνει όρκο αέναης σιωπής.
Το πρόβλημα, επομένως, της σχολικής βίας μπορεί να είναι άλλοτε πραγματικά αθέατο για τους εκπαιδευτικούς και άλλοτε να αποσιωπάται τόσο από τους μαθητές όσο και από τους διδάσκοντες.
Οι γονείς μαζί με τους εκπαιδευτικούς έχουν πρωταρχικό ρόλο στην προσπάθεια για την περιστολή του. Απαραίτητη οπωσδήποτε και η ενεργητική παρουσία της Πολιτείας.
Απαιτείται ουσιαστική συνεργασία με στόχο την πρόληψη, την αντιμετώπιση και την άμβλυνση των επιπτώσεων της αποκλίνουσας συμπεριφοράς, την αποκατάσταση των σχέσεων, την εγκαθίδρυση κλίματος αρμονικής συνύπαρξης.
Οι γονείς των παιδιών που υφίστανται σχολικό εκφοβισμό επιβάλλεται να τους συμπαρασταθούν ουσιαστικά αποφεύγοντας, βέβαια, εκδικητικές ενέργειες. Να μην αδιαφορήσουν, αν παρατηρήσουν αιφνίδια αλλαγή στη συμπεριφορά τους, στη διατροφή τους, στον ύπνο τους, στην προσωπική τους υγιεινή, αποφυγή να πάνε στο σχολείο ή να ασχοληθούν με δραστηριότητες που πριν τα ευχαριστούσαν.
Επίσης, να προβληματιστούν, όταν παραπονιούνται συχνά για σωματικά ενοχλήματα, πέφτουν οι σχολικές τους επιδόσεις και δείχνουν συνεχώς φοβισμένα. Χωρίς δισταγμό να απευθυνθούν στον Σύλλογο των διδασκόντων ή να ζητήσουν τη βοήθεια εξωσχολικών φορέων που έχουν ως αποστολή την προστασία του παιδιού.
Οι γονείς των παιδιών που ασκούν σχολικό εκφοβισμό είναι επιτακτική ανάγκη να αναγνωρίσουν και να αποδεχτούν το πρόβλημα πρώτα. Να βοηθήσουν έπειτα και αυτοί τα παιδιά τους να αντιμετωπίσουν τα προσωπικά τους ιδεολογικά και ψυχολογικά αδιέξοδα συνεργαζόμενοι και με το εκπαιδευτικό προσωπικό και με ειδικούς παιδοψυχολόγους.
Διαφορετικά, η αποδοχή ή η ανοχή, που πολλές φορές αποτυπώνεται και στη φράση «Έλα μωρέ, παιδιά είναι», τους καθιστά ηθικούς αυτουργούς. Ασφαλώς όλοι οι γονείς χρειάζεται να αγωνιστούν, για να μεταγγίσουν στα παιδιά τους τον σεβασμό στη διαφορετικότητα και να τα παροτρύνουν να υπερασπίζονται συνομηλίκους τους – θύματα και να καταγγέλλουν περιπτώσεις σχολικού εκφοβισμού.
Αποφασιστικός εδώ ο ρόλος του παραδείγματος. Έτσι, διαδραματίζοντας ενεργό ρόλο, βοηθάνε και αυτά σημαντικά στην πρόληψη ή στην ουσιαστική αντιμετώπιση συγκεκριμένων φαινομένων.
Αλλά και η Πολιτεία δεν πρέπει να είναι απούσα. Οφείλει, εκτός από τις δράσεις ευαισθητοποίησης και υποστήριξης του εκπαιδευτικού και του γονιού, να θεσπίσει το κατάλληλο νομικό πλαίσιο που θα προβλέπει παραδειγματικές ποινές για τους θύτες και θα εφαρμόζεται χωρίς αναστολές, «παράθυρα» και παρεμβάσεις ισχυρών παραγόντων.
Στη Μεγάλη Βρετανία όποιος βιαιοπραγήσει εναντίον συμμαθητή του αποβάλλεται οριστικά. Κανείς δεν προθυμοποιείται να ακούσει σαθρές και φαιδρές δικαιολογίες, θρασύδειλα «ναι μεν, αλλά», κλαψουρίσματα μετανιωμένων.
Βέβαια, η ελληνική πραγματικότητα έχει τις ιδιαιτερότητές της. Μπορούμε να φανταστούμε τι θα συνέβαινε, εάν η ελληνική πολιτεία ακολουθούσε τουλάχιστον το βρετανικό παράδειγμα.
Πόσοι γονείς θα κραύγαζαν καθημερινά, ακόμη και μέσα από τηλεοπτικά «παράθυρα», πως οι γόνοι τους αδικήθηκαν, πως η ποινή είναι εξοντωτική… Μέχρι και δικηγόροι θα εμφανίζονταν ειδικευμένοι στην υπεράσπιση όχι των θυμάτων αλλά των αυτουργών του μπούλινγκ! Μην ξεχνάμε, όμως, ότι και η ατιμωρησία παράγει θύτες και θύματα.
Παράλληλα, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε ότι η σχολική βία είναι ένα φαινόμενο το οποίο καθρεφτίζει τα χαρακτηριστικά του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο εκδηλώνεται.
Μέσω, συνεπώς, μιας προσέγγισης που υπερβαίνει το άτομο και δίνει ειδικό βάρος στο πλαίσιο δραστηριοποίησής του, χρήζουν ειδικής προσοχής οι διαδοχικές δευτερογενείς κοιτίδες κοινωνικοποίησης των μαθητών μέσα στις σχολικές μονάδες και ο αποφασιστικός ρόλος τους για τη δημιουργία ενός συστήματος κανόνων και αξιών που απορρίπτει κάθε μορφή βίας.
Γι’ αυτό, αν και η σχολική βία συνήθως συνδέεται με την προεφηβεία και την εφηβεία, είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι τα παραπάνω ηλικιακά στάδια αποτελούν μόνο το χρονικό πεδίο της κύριας εκδήλωσής της και ότι η μέριμνα οφείλει να ξεκινά από την προσχολική ακόμη ηλικία και να συνεχίζεται σε όλες τις βαθμίδες του σχολικού βίου των μαθητών, με την εφαρμογή κατάλληλων στρατηγικών πρόληψης από το εκπαιδευτικό προσωπικό του σχολείου.
Αυτό προϋποθέτει ότι οι διδάσκαλοι οφείλουν να βρίσκονται σε διαρκή εγρήγορση, να μη «νίπτουν τας χείρας» σαν τον Πόντιο Πιλάτο και εκτός από την εξεταστέα ύλη να παρέχουν στα παιδιά και προτάσεις διαχείρισης της ίδιας της ζωής, εμφυσώντας τους τον σεβασμό στην ανθρώπινη αξία και στα ανθρώπινα δικαιώματα.
Αναντίρρητα, μέσα σ’ ένα ακραία ανταγωνιστικό εκπαιδευτικό σύστημα, που αρδεύεται από μια εξίσου ανταγωνιστική κοινωνία, με τα μέσα μαζικής επικοινωνίας και της σύγχρονης τεχνολογίας να μας σφυροκοπούν καθημερινά και συστηματικά με πλήθος αρνητικών παραδειγμάτων, δεν είναι δυνατό να διασφαλιστεί ο παραπάνω ανθρωποκεντρικός στόχος.
Είναι, όμως, σημαντικό για ολόκληρο το εκπαιδευτικό σύστημα, η ενασχόληση με την αντιμετώπιση της σχολικής βίας να υπερβεί το επίπεδο της στείρας ρητορικής και να περάσει άμεσα στο πεδίο της αδιάλειπτης, συστηματικής και στοχευμένης δράσης από τις πρώιμες ηλικίες, κατά τις οποίες η βία βρίσκεται στο στάδιο της «κυοφορίας».
*Ο κ. Βασίλειος Κουδούνης είναι Ιστορικός- Φιλόλογος, MEd.
https://www.defence-point.gr/news
https://greek1.blogspot.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου