Troxospito
Ανηφορίζοντας με τα πόδια για το σπίτι -δεν αντέχεται η ζέστη- πέρασα από ένα χέρσο οικόπεδο με ξερά χόρτα. Η εικόνα μου θύμισε κατακαλόκαιρο, όταν παιδί έτρεχα στα χωράφια και στ’ αλώνια κυνηγώντας πεταλούδες, χωρίς φυσικά να με πτοεί ο ήλιος κι η ζέστη. Μερικά βήματα παρακάτω αντίκρισα παρκαρισμένο ένα τροχόσπιτο – μα πού βρίσκομαι, βρε παιδιά; Σίγουρα είναι μεγαλούπολη εδώ; Άλλες αναμνήσεις από κει…
Το πρώτο καλοκαίρι που επέστρεψα στο Ηράκλειο ως φοιτήτρια από την Κέρκυρα, με περίμενε μια έκπληξη. Φτάσαμε στο σπίτι από το αεροδρόμιο, φάγαμε, ήπιαμε, γελάσαμε και είπαμε λίγα πράγματα για το πώς είμαι και πώς περνάω (ανεξάρτητα από τα 35 καθημερινά τηλεφωνήματα με τη μαμά). Έπειτα ο μπαμπάς λέει «έχω μια δουλειά εγώ για λίγο» κι έφυγε. Η μαμά μου γέλασε πονηρά κι έπειτα από λίγο μου λέει: «έλα, θέλω να σου δείξω κάτι.» Με πήρε από το χέρι και πήγαμε στην μπαλκονόπορτα του σαλονιού.
«Τι βλέπεις;» με ρωτάει. «Ε τι να βλέπω;, Τη θάλασσα και τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα», απαντάω εγώ. «Δεν βλέπεις τίποτα άλλο;» με ρωτάει όλο νόημα. Ξανακοιτάζω κι εγώ και βλέπω τον πατέρα να μου να προχωράει προς ένα τροχόσπιτο που ήταν αραγμένο απέναντι, να ξεκλειδώνει την πόρτα και να γυρίζει προς το μέρος μας χαιρετώντας!
Ζήσαμε μεγάλες στιγμές με αυτό το τροχόσπιτο! Όπου γης και πατρίς! Περιπέτειες σε κακοτράχαλους δρόμους, αέρηδες να κοντεύουν να μας το γκρεμίσουν στο Ελαφονήσι (το «δικό μας», στα Χανιά), βουνά, θάλασσες… Κυρίως θάλασσες. Αραγμένο πλάι στο κύμα και ο οργανωμένος – πολυμήχανος Μένιος με τη γεννήτρια για να έχουμε ρεύμα, που της είχε φτιάξει μέχρι και αντίσκηνο για να μην λιάζεται! Είχε μετρήσει την τέντα που είχε ήδη το τροχόσπιτο μπροστά, πήρε ράβδους, έβαλε και του ράψανε τεντόπανο κι έφτιαξε ολόκληρο δωμάτιο με παράθυρο που έκλεινε το βράδυ, κι έτσι φιλοξενούσαμε φίλους που κοιμόντουσαν σε σπαστές πολυθρόνες έξω.
Γέλια, τραγούδια, επιτραπέζια, παρέες, ζουζούνια, σαύρες, φιδάκια, κάρβουνα, ψάρια, φρούτα, λαχανικά και ζαρζαβατικά από τα κοντινά μποστάνια, που η κατά γενική ομολογία και αντικειμενικότατα εκπληκτική μαγείρισσα Βιβή μετέτρεπε σε εξαιρετικά φαγητά, παρά τα λίγα μέσα που διέθετε εκεί. Είχαμε και κιάλια κι αγναντεύαμε τα πλοία που περνούσαν. Και μπάνια, μπάνια, μπάνια… Αλήθεια, σας είπα για τα μπάνια;  Τι ξένοιαστες εποχές!
Με τούτα και μ’ εκείνα έφτασα πια στο σπίτι. Βρε εμπνεύσεις η πρωτεύουσα! Αλλά τέλος η ονειροπόληση. Μα, για στάσου! Τι είναι αυτό που ακούγεται; Θαρρώ πως είναι ο ήχος της γεννήτριας…
https://fakida.wordpress.com/