Τρίτη 29 Μαΐου 2018

Το αρχοντόπουλο



                             ΤΟ  ΑΡΧΟΝΤΟΠΟΥΛΟ


Αποτέλεσμα εικόνας για Φίλες από το δημοτικό


Φίλες από το δημοτικό Η Βασιλική με την Τάσα, ήξεραν η μια τα μύχια της ψυχής της άλλης καθώς μοιράζονταν τα πάντα. Μόνο που τον τελευταίο καιρό είχε προκύψει θέμα με τα αισθηματικά της Βασούλας την επιλογή της οποίας απέρριπτε μετ’ αγανακτήσεως η Τάσα
-Εγώ πάντως στο λέω μέσα από την καρδιά μου, Βασιλικούλα μου, μην μπλέκεις με τούτον. Αρρώστια βαριά είναι η ψυχή του. Κακός άνθρωπος και κακορίζικος! Είδες να τον πλησιάζει καμιά; Μόνος του θα μείνει. Μαγκούφης!
Που να καταλάβει η Βασιλική! Τσάμπα στον αέρα μιλούσε η Τάσα. Έρωτας βαρύς είχε επιδράμει στην καρδούλα της και της είχε ζαβλακώσει μάτια και μυαλό.
Μα καλά, βρε ψυχή μου, δεν τον έβλεπε τον Ρούση, τι κουμάσι ήταν; Αλλά τι να πει κανείς; Τα μάτια του ερωτευμένου είναι μια περίεργη υπόθεση. Βλέπουν τελείως διαφορετικά από όλων των άλλων ανθρώπων… αλλήθωρα!
Από την άλλη μεριά ο Ρούσης παρίστανε και το σκληρό καρύδι. Όλο κολπάκια της έκανε, που να χαθεί ο αποσυνάγωγος, ότι τάχα αυτός είναι από τρανή γενιά και ονομαστό σόι που κρατάει από άρχοντες. Πάλι καλά που δεν την είχε βάλει να του φιλάει το χέρι, ο σαφρακιασμένος!
Τι να κάνει κι η Τασούλα; Είδε και αποείδε, πως με δαύτην δεν γίνεται τίποτε και την άρχισε στης ορμήνιες
-Μα αφού τον θες τόσο πολύ δείξε και ‘συ, βρε παιδί μου, λίγο περισσότερο ενδιαφέρον!
-Μα.. του το δείχνω με κάθε τρόπο, τι άλλο να κάνω;
-Λοιπόν άκου να σου ΄πω τι θα κάνεις. Αύριο βράδυ θα μαζευτούμε όλη η παρέα στην καφετέρια. Σε κάποια ευκαιρία αγκάλιασέ τον, διακριτικά αλλά να βλέπουν και οι υπόλοιποι
-Λες;!
-Άκου που σου λέω! Όλοι στην παρέα θα καταλάβουν ότι κάτι τρέχει με σας τους δυο. Ε… και θα το πάρει κι αυτός απόφαση.
-Σα’ να έχεις δίκιο εσύ. (Και με απόφαση). Καλά λες!
Κι αφού στήθηκε καλά το σχέδιο ανέμενε την εκτέλεση του με στόχο ο πρίγκηψ – Ρούσης να συναινέσει στα φλογερά αισθήματα της ερωτοχτυπημένης – αόμματης Βασιλικής.
Την επομένη το βράδυ η παρέα είχε μαζευτεί στην καφετέρια «Το καρβι» Κανείς δεν ήξερε τι ήθελε να πει το όνομά της με κάποιους να κάνουν λόγο για λάθος του επιγραφοποιού που ήθελε να γράψει «Το καράβι» (και που να το αλλάζεις τώρα) Ενώ κάποιοι άλλοι έλεγαν ότι κάτι σήμαινε σε μια παράξενη γλώσσα που είχε ακούσει ο παλιός ναυτικός που είχε την καφετέρια.
Η παρέα είχε πιάσει την γωνιά με τους καναπέδες, μιας και ήταν κάμποσοι, με τον Ρούση να έχει καλύψει την μέση του καναπέ και τη Βασιλικούλα στριμωγμένη από δίπλα του να κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή να υποστεί αθέλητο ράπισμα από τον Ρούση που χειρονομούσε μετά μανίας καθώς αγόρευε.
Η ώρα περνούσε και η Βασιλική δεν ξεκινούσε να κάνει την αποφασιστική εκείνη κίνηση που της είχε υποδείξει την προηγουμένη η φίλη της, μέχρι που η άλλη άρχισε να της κάνει νοήματα του τύπου «άντε ντε!»
Τελικά το πήρε απόφαση και έβαλε δειλά το χέρι της στον ώμο του Ρούση σε μια κίνηση τρυφερής προσέγγισης. Τι ήταν να το κάνει; Ο κακορίζικος πετάχτηκε σα να τον δάγκωσε φίδι και την κατακεραύνωσε με οργίλο ύφος: Σιγά, μωρή, θα μου τσαλακώσεις το πουκάμισο!!! Κόκαλο η Βασούλα! Γκρεμίστηκαν οι προσδοκίες της να συγκινήσει τον αετιδέα, του οποίου οι τρόποι μάλλον καραγωγέα θύμιζαν. Πήγαν στον βρόντο και τα σχέδια προσέγγισης που έκαναν με την Τάσα η οποία, ως σώφρων άτομο, της είπε ν’ αρχίσει να τρέχει χωρίς να γυρίσει το κεφάλι. Αλλά που να καταλάβει η ξεμυαλισμένη, προσπαθούσε να του βρει και δικαιολογία για την αδικαιολόγητη συμπεριφορά του.
-Δεν μπορεί, βρε Τάσα, κάτι θα το πείραξε το παιδί και αντέδρασε έτσι…
Τι να σου κάνει και η έρμη η Τασούλα; Μη φανεί ότι δεν συμμερίζεται το καρδιοχτύπι της φίλης της, αποφάσισε να της δώσει πάλι την καλή της συμβουλή. -Ξέρω κι εγώ; Δεν πας αύριο από το μαγαζί τους να τους πεις μια καλημέρα; Να δεις και τα αδέλφια του και που ξέρεις, μπορεί αν πας προς το μεσημέρι, να είναι και ο πατέρας του που περνάει από καιρό σε καιρό.
-Έχεις δίκιο, μωρέ, πως δεν το είχα σκεφτεί;
Τι να σκεφτείς εσύ, τρομάρα σου, (είπε από μέσα της η Τάσα) μήπως σου έμεινε μυαλό;
Μεσημέρι, λοιπόν, κατά τις δυο η ώρα ντυμένη σαν για βραδινή έξοδο, η Βασούλα, πέρασε από το μαγαζί της οικογένειας, έτσι… για ένα ‘γεια’.

Αποτέλεσμα εικόνας για ΚΑΤΣΑΡΌΛΑ  ΜΕ  ΦΑΣΟΛΑΔΑ
Εκείνη την ώρα η μάνα τους είχε κατεβάσει τον τέντζερη με τα φασόλια τον οποίο είχαν αποθέσει στη μέση του γραφείου. Είχαν προμηθευτεί κι ένα καρβέλι ψωμί από παρακείμενο φούρνο από το οποίο έκοβαν μεγάλα κομμάτια και τα βουτούσαν μέσα στην φασολάδα καταπίνοντας σαν πεινασμένοι λύκοι. Η Βασιλική έμεινε για κάποιες στιγμές αποσβολωμένη από το άγριο θέαμα της πεινασμένης αγέλης. Ύστερα σκέφτηκε την αρχοντική καταγωγή τους και η εικόνα κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος.
-Κ..καλησπέρα, ψέλλισε κι έσπευσε να εξαφανιστεί για πάντα από τα μάτια του Ρούση και των υπολοίπων αδελφών.. πριν της επιτεθεί ο αγριεμένος όχλος…

Γ Χ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Στην υγειά ενός έρωτα που πέθανε…

Στην υγειά ενός έρωτα που πέθανε… – Mary R – 14 Οκτωβρίου 2024 The Women Είναι κάτι άδεια βράδια που μου λείπεις πολύ… Κάτι βράδια που σε βλ...