ΤΟ ΒΑΜΜΕΝΟ ΠΟΥΛΙ
Το υπέροχο όσο και τρομακτικό βιβλίο του Γιέρζι Κοζίνσκι «Το βαμμένο πουλί» είναι μια αφήγηση από ένα συγγραφέα που ήταν παιδί κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου και περιέχει αρκετά αυτοβιογραφικά στοιχεία. Εδώ ο Κοζίνσκι καταφέρνει μέσα από την αντιπαραβολή της παιδικής αθωότητας και των πιο βάναυσων μορφών της ενήλικης εμπειρίας να συνοψίσει το παγκόσμιο τραύμα του πολέμου σε ένα μύθο ασυναγώνιστης συγκέντρωσης και σαφήνειας.
Την εποχή της Γερμανικής εισβολής στην Πολωνία, ένα εξάχρονο αγόρι φυγαδεύεται από τους γονείς του και αφήνεται στη φροντίδα μιας οικογένειας στην επαρχία, για να προστατευθεί. Όταν μετά από μια σειρά ατυχιών, οι γονείς και το παιδί χάνουν ο ένας τα ίχνη του άλλου, το μικρό αγόρι καταλήγει να περιπλανάται σε αγροτικές κοινότητες, μακριά από τις συνθήκες που είχε συνηθίσει να ζει μέχρι τότε. Οι αγρότες των περιοχών είναι ανοιχτόχρωμοι και μιλούν τοπικές διαλέκτους με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζουν με επιφυλακτικότητα – και αρκετά συχνά με εχθρικό τρόπο – το μελαχρινό παιδάκι που μιλάει την γλώσσα των μορφωμένων αστών που σημαίνει ότι είναι είτε Εβραίος είτε τσιγγάνος.
Το σκηνικό που είχε επινοήσει ο Αριστοφάνης στις Όρνιθες ήταν – κατά δήλωση του συγγραφέα – η πηγή έμπνευσης του τίτλου αυτού του βιβλίου, σε συνδυασμό με τη συνήθεια των χωρικών να βάφουν ένα πουλί και να το αφήνουν ελεύθερο για να το σκοτώσουν τα υπόλοιπα πουλιά επειδή ήταν διαφορετικό.
«Μερικές φορές η Χαζολουντμίλα έκανε μέρες ολόκληρες να φανεί στο δάσος. Ο Λεχ έβραζε τότε από σιωπηλή οργή. Στεκόταν ώρες μπροστά στα κλουβιά με τα πουλιά, τα κοίταζε κι όλο κάτι μουρμούριζε. Τελικά, έπειτα από παρατεταμένη μελέτη, διάλεγε το δυνατότερο πουλί, το έδενε στον καρπό του, έπαιρνε τα πιο ετερόκλητα υλικά, τ’ ανακάτευε μεταξύ τους κι ετοίμαζε μπογιές σε διάφορα χρώματα και με έντονη μυρωδιά. Μόλις πετύχαινε τις αποχρώσεις του γούστου του, γύριζε το πουλί ανάποδα και του έβαφε τα φτερά, το κεφάλι και το στήθος σε όλους τους τόνους του ουράνιου τόξου, έτσι που στο τέλος το φτέρωμά του να φαντάζει πιο παρδαλό και ζωηρόχρωμο κι από μπουκέτο με αγριολούλουδα.
Έπειτα πηγαίναμε και οι δυο στην καρδιά του δάσους. Εκεί ο Λεχ έλυνε το βαμμένο πουλί από τον καρπό του και μου ζητούσε να το κρατήσω στο χέρι μου και να το ζουλήξω ελαφρά. Το πουλί άρχιζε να βγάζει κραυγούλες από την ταραχή του προσελκύοντας ένα κοπάδι από πουλιά του είδους του, που πετούσαν νευρικά πάνω από το κεφάλι μας. Μόλις τ’ άκουγε, ο αιχμάλωτός μας τεντωνόταν προς το μέρος τους, τιτίβιζε με ακόμα μεγαλύτερη δύναμη και η καρδούλα του χτυπούσε δυνατά, φυλακισμένη στο φρεσκομπογιατισμένο στήθος του.
Όταν πια μαζεύονταν γύρω μας κάμποσα πουλιά, ο Λεχ μου έκανε νόημα ν’ αμολήσω τον αιχμάλωτο. Το πουλί πετούσε ψηλά, ευτυχισμένο κι ελεύθερο, μια πιτσιλιά ουράνιου τόξου με φόντο τα σύννεφα, και μετά χωνόταν στο καστανόχρωμο κοπάδι που το περίμενε. Τ’ άλλα πουλιά σάστιζαν προς στιγμήν. Το βαμμένο πουλί έκανε κύκλους από τη μια άκρη του κοπαδιού στην άλλη, προσπαθώντας του κάκου να πείσει τους ομοίους του ότι ήταν ένας απ’ αυτούς. Ζαλισμένα όμως από τα εκθαμβωτικά του χρώματα, τ’ άλλα πουλιά πετούσαν γύρω του αμετάπειστα και παρά το ζήλο με τον οποίο το βαμμένο πουλί προσπαθούσε να χωθεί στο κοπάδι, εκείνα το έδιωχναν όλο και μακρύτερα. Αμέσως μετά, τα βλέπαμε να του ορμούν μανιασμένα, το ένα μετά το άλλο, και να το ξεπουπουλιάζουν. Σε λίγο η πολύχρωμη φιγούρα έχανε τη θέση της στον ουρανό κι έπεφτε στο έδαφος. Όταν επιτέλους το βρίσκαμε, το βαμμένο πουλί ήταν συνήθως νεκρό. Ο Λεχ έσκυβε πάνω του και μετρούσε με ζέση τα χτυπήματα που είχε δεχτεί. Αίμα έσταζε από τα βαμμένα φτερά του, διέλυε την μπογιά και λέρωνε τα χέρια του Λεχ. σελ. 72-73
Για τέσσερα χρόνια ο μικρός ζει μέσα στη φτώχια, τις προλήψεις, την άγνοια και τον φόβο. Ακριβώς πάνω από τους πνευματικούς και γεωγραφικούς ορίζοντες αυτών των κοινοτήτων περνούν τα τρένα με τους αιχμαλώτους που οδηγούν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Οι περιπέτειες του αγοριού έχουν την ένταση ενός εφιάλτη και μοιάζουν με παραμύθια τρόμου. Ο μικρός πηγαίνει από χωριό σε χωριό και από καλύβα σε καλύβα και περνάει από την εξουσία αφεντικών που ο ένας είναι πιο τρομακτικός και πιο ανάλγητος από τον άλλο. Μάγισσες, μυλωνάδες, κυνηγοί πουλιών και βοσκοπούλες εναλλάσσονται στη ζωή του παιδιού και στις σελίδες αυτού του βιβλίου που δημιουργεί στον αναγνώστη την εντύπωση ότι διαβάζει ιστορία που διαδραματίζεται στα χρόνια του μεσαίωνα. Η βία που χαρακτηρίζει εκείνο το διάστημα της ζωής του παιδιού ‘γράφει’ έντονα στην ψυχή του είτε έχει αποδέκτη τον ίδιο είτε όχι. Η σκηνή που ένας σύζυγος βγάζει το μάτι του υποτιθέμενου εραστή της γυναίκας του είναι από τις πιο βίαιες του βιβλίου. Για μέρες είχα αυτή την εικόνα στο μυαλό μου και σκέφτομαι ότι άσχετα από το πόσο χρήσιμη είναι μια τόσο σκληρή σκηνή στην ιστορία του βιβλίου, πρέπει να παραδεχτώ ότι ο τρόπος του Κοζίνσκι να δημιουργεί εικόνες και εντυπώσεις είναι μοναδικός. Δύσκολα ο αναγνώστης δυσπιστεί στα όσα περιγράφονται στο βιβλίο και ακόμη πιο δύσκολα πιστεύει ότι ο συγγραφέας έμαθε να γράφει στα αγγλικά μόνο όταν έφτασε στην ωριμότητα.
Η συναισθηματική κορύφωση του βιβλίου έρχεται όταν το αγόρι δέχεται επίθεση από εξοργισμένους αγρότες οι οποίοι προσπαθούν να τον πνίξουν σε ένα ανοιχτό λάκκο με ακαθαρσίες. Το σοκ αυτής της εμπειρίας του στερεί τη δύναμη του λόγου για αρκετά χρόνια. Παρόλα αυτά ο μικρός επιβιώνει! Μαθαίνει σταδιακά πώς να ζει μέσα σ’ αυτή τη θλιβερή όσο και επικίνδυνη κοινωνία, χωρίς όμως ποτέ να αφομοιωθεί από αυτή. Μέχρι που η σχετικά ελεύθερη και ιδεαλιστική κοινότητα του Κόκκινου Στρατού τον τραβά από την πνευματική κλειστοφοβία των χωριών.
Ο πόλεμος τελειώνει και το αγόρι ξαναβρίσκει την οικογένειά του αλλά η αγριότητα που βίωσε όλα αυτά τα χρόνια έχει αφήσει τα σημάδια της ανεξίτηλα επάνω του. Περνούν αρκετά χρόνια προτού καταφέρει να διακρίνει τη διαφορά μεταξύ της ανόητης ενστικτώδους σκληρότητας των αγροτών και της απείρως πιο μισητής ιδεολογικής και τεχνολογικής αγριότητας των Ναζί. Παγιδευμένος στην συλλογική αναμόρφωση της μεταπολεμικής Πολωνίας αποφασίζει να φύγει για έναν πιο ελεύθερο κόσμο στον οποίο μπορεί να προσπαθήσει να ανακαλύψει και πάλι τη δική του ταυτότητα.
Είναι σχεδόν βέβαιο ότι όποιος διαβάσει αυτό το βιβλίο θα σταματήσει την ανάγνωση αρκετές φορές, σοκαρισμένος από τη βία και την ταπείνωση που διαποτίζουν τις περισσότερες από τις σελίδες του. Ωστόσο, η αξία του μυθιστορήματος είναι ότι καταφέρνει να ανεβάσει αυτή την ασχήμια του στο επίπεδο της σπουδαιότητας. Με την ολοκλήρωση της ανάγνωσης, το συναίσθημα αλλάζει. Ο αναγνώστης καταλαβαίνει τομήνυμα του συγγραφέα που είναι να εξηγήσει γιατί η σκληρότητα έκανε τον άνθρωπο να συμμετάσχει στο Ολοκαύτωμα και δεν μπορεί παρά να θαυμάσει τον τρόπο που το πετυχαίνει. Αναφέρεται σ’ αυτή την παντοδύναμη πτυχή της ανθρώπινης φύσης που βρίσκεται πάνω και πέρα από το ρόλο που διαδραματίζει η φιλοσοφία του σοσιαλισμού ή του ρατσισμού. Η αποδοχή του Ολοκαυτώματος και η συμμετοχή σ’ αυτό παρουσιάζεται σαν αναπόσπαστο κομμάτι της φυσικής κλίσης της αγροτικής κοινωνίας που απεχθανόταν τους διαφορετικούς ανθρώπους και αποδεχόταν τις τσκληρές συμπεριφορές ακόμη και ανάμεσα στα μέλη της.
Το κλασικό πλέον βιβλίο του Κοζίνσκυ, για το οποίο έχει χυθεί αρκετό μελάνι, κυκλοφορεί από τη σειρά Μεγάλες Αφηγήσεις των εκδόσεων ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ σε μετάφραση Τρισεύγενης Παπαϊωάννου. Ο πρόλογος είναι του Γιώργου Ίκαρου Μπαμπασάκη.
Εκδόσεις : ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ
https://passepartoutreading.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου