ΜΙΑ ΠΡΟΤΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗ ΣΧΟΛΙΚΗ ΓΙΟΡΤΗ ΤΗΣ 25ης ΜΑΡΤΙΟΥ, ΕΤΟΙΜΗ ΓΙΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
Ακολουθεί μία πρόταση για τη σχολική γιορτή της 25ης Μαρτίου (Γυμνάσιο-Λύκειο), έτοιμη για παρουσίαση καθώς και μια ομιλία για όσους είναι επιφορτισμένοι με το καθήκον της εκφώνησης του πανηγυρικού της ημέρας.
Η 25η Μαρτίου έχει για εμάς τους Έλληνες διπλή συμβολική και ουσιαστική αξία. Γιορτάζουμε τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου και την ηρωική επανάσταση του 1821 που υπήρξε η απαρχή για τη δημιουργία του σύγχρονου ελληνικού κράτους.
« Ο ευαγγελισμός της Θεοτόκου»
Στις 25 Μαρτίου γιορτάζουμε τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, τη χαρμόσυνη είδηση που έφερε ο αρχάγγελος Γαβριήλ στην Παναγία ότι θα γεννήσει τον υιό του θεού, με τρόπο θεϊκό και ασύλληπτο. Είναι από τις μεγαλύτερες γιορτές της Ορθοδοξίας. Τη μέρα εκείνη οι πιστοί τρώνε ψάρια ακόμα κι αν η γιορτή «πέσει» μέσα στη Μεγάλη Εβδομάδα. Η παράδοση λέει ότι αυτή τη μέρα τα χελιδόνια χτίζουν τις φωλιές τους. Σε κάποιες περιοχές της Ελλάδας τη μέρα αυτή τα παιδιά βγάζουν απ’ τα χέρια τους το «Μάρτη» και τον αφήνουν πάνω στις τριανταφυλλιές για να τον πάρουν τα χελιδόνια και να χτίσουν τις φωλιές τους. Σε μερικές περιοχές της Ηπείρου, την παραμονή του Ευαγγελισμού, τα παιδιά ξεχύνονται στα χωράφια χτυπώντας κατσαρόλες και ταψιά. Πιστεύουν ότι μ’ αυτόν τον τρόπο διώχνουν τα φίδια που εκείνη τη μέρα ξυπνούν από τη «χειμερία νάρκη» τους. Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο οι χριστιανοί τιμούν την Παναγία και το χαρμόσυνο νέο που δέχτηκε απ’ τον Αρχάγγελο.
Η άλωση της Κωνσταντινούπολης την 29η Μαΐου 1453 σήμαινε για τον Ελληνισμό και την έναρξη της πολύχρονης σκλαβιάς. Οι υπόδουλοι ραγιάδες μπόρεσαν να διατηρήσουν την εθνική τους συνείδηση μέσα από την πίστη τους σε θρύλους και μέσα από προσδοκίες για εξωτερική βοήθεια, κυρίως από τη Ρωσία.
Προβολή video για την επανάσταση του 1821
Οι αγώνες των κλεφτών και των αρματολών καθώς και των Σουλιωτών ενάντια στον Αλή Πασά, είχαν προετοιμάσει το έδαφος και είχαν ήδη έτοιμο το πρόπλασμα του επαναστατικού στρατού. Τα κατορθώματά τους συγκινούσαν τους υπόδουλους και όχι σπάνια γινόταν τραγούδι στα χείλη τους.
«Ο Δήμος και το καριοφίλι του» Ποίημα του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη.
Εγέρασα, μωρέ παιδιά. Πενήντα χρόνους κλέφτης
τον ύπνο δεν εχόρτασα, και τωρ, αποσταμένος
θέλω να πάω να κοιμηθώ. Εστέρεψ' η καρδιά μου.
τον ύπνο δεν εχόρτασα, και τωρ, αποσταμένος
θέλω να πάω να κοιμηθώ. Εστέρεψ' η καρδιά μου.
Βρύση το αίμα το 'χυσα, σταλαματιά δε μένει.
Θέλω να πάω να κοιμηθώ. Κόψτε κλαρί απ' το λόγγο
να 'ναι χλωρό και δροσερό, να 'ναι ανθούς γεμάτο,
και στρώστε το κρεβάτι μου και βάλτε με να πέσω.
Θέλω να πάω να κοιμηθώ. Κόψτε κλαρί απ' το λόγγο
να 'ναι χλωρό και δροσερό, να 'ναι ανθούς γεμάτο,
και στρώστε το κρεβάτι μου και βάλτε με να πέσω.
Ποιος ξέρει απ' το μνήμα μου τι δένδρο θα φυτρώσει!
Κι αν ξεφυτρώσει πλάτανος, στον ίσκιο του από κάτω
θα 'ρχονται τα κλεφτόπουλα τ' άρματα να κρεμάνε.
Να τραγουδούν τα νιάτα μου και την παλικαριά μου.
Κι αν ξεφυτρώσει πλάτανος, στον ίσκιο του από κάτω
θα 'ρχονται τα κλεφτόπουλα τ' άρματα να κρεμάνε.
Να τραγουδούν τα νιάτα μου και την παλικαριά μου.
Κι αν κυπαρίσσι όμορφο και μαυροφορεμένο,
θα 'ρχονται τα κλεφτόπουλα τα μήλα να μου παίρνουν,
να πλένουν τις λαβωματιές, το Δήμο να σχωράνε.
θα 'ρχονται τα κλεφτόπουλα τα μήλα να μου παίρνουν,
να πλένουν τις λαβωματιές, το Δήμο να σχωράνε.
Έφαγ' η φλόγα τ' άρματα, οι χρόνοι την ανδρειά μου.
Ήρθε κι εμένα η ώρα μου. Παιδιά μου, μη με κλάψτε.
Ήρθε κι εμένα η ώρα μου. Παιδιά μου, μη με κλάψτε.
Τ' ανδρειωμένου ο θάνατος δίνει ζωή στη νιότη.
Σταθείτ' εδώ τριγύρω μου, σταθείτ' εδώ σιμά μου,
τα μάτια να μου κλείσετε, να πάρτε την ευχή μου.
Σταθείτ' εδώ τριγύρω μου, σταθείτ' εδώ σιμά μου,
τα μάτια να μου κλείσετε, να πάρτε την ευχή μου.
Κι έν' από σας το νιώτερο ας ανεβεί τη ράχη,
Ας πάρει το ντουφέκι μου, τ' άξιο μου καριοφύλι.
Κι ας μου το ρίξει τρεις φορές και τρεις φορές ας σκούξει.
Ας πάρει το ντουφέκι μου, τ' άξιο μου καριοφύλι.
Κι ας μου το ρίξει τρεις φορές και τρεις φορές ας σκούξει.
"Ο Γέρο Δήμος πέθανε, ο Γέρο Δήμος πάει".
Θ' αναστενάξ' η λαγκαδιά, θα να βογγύξει ο βράχος
θα βαργομήσουν τα στοιχειά, οι βρύσες θα θολώσουν
και τ' αγεράκι του βουνού, όπου περνά δροσάτο,
θα ξεψυχήσει θα σβηστεί θα ρίξει τα φτερά του,
για να μη πάρει τη βοή άθελα και τη φέρει
και τήνε μάθει ο Όλυμπος και την ακούσει ο Πίνδος
και λιώσουνε τα χιόνια τους και ξεραθούν οι λόγγοι.
Θ' αναστενάξ' η λαγκαδιά, θα να βογγύξει ο βράχος
θα βαργομήσουν τα στοιχειά, οι βρύσες θα θολώσουν
και τ' αγεράκι του βουνού, όπου περνά δροσάτο,
θα ξεψυχήσει θα σβηστεί θα ρίξει τα φτερά του,
για να μη πάρει τη βοή άθελα και τη φέρει
και τήνε μάθει ο Όλυμπος και την ακούσει ο Πίνδος
και λιώσουνε τα χιόνια τους και ξεραθούν οι λόγγοι.
Τρέχα, παιδί μου, γλήγορα, τρέχα ψηλά στη ράχη
και ρίξε το τουφέκι μου. Στον ύπνο μου επάνω
θέλω για ύστερη φορά ν' ακούσω τη βοή του.
Έτρεξε το κλεφτόπουλο σαν νά 'τανε ζαρκάδι,
ψηλά στη ράχη του βουνού και τρεις φορές φωνάζει
"Ο Γέρο Δήμος πέθανε, ο Γέρο Δήμος πάει".
Κι εκεί που αντιβοούσανε οι βράχοι, τα λαγκάδια
ρίχνει την πρώτη ντουφεκιά, κι έπειτα δευτερώνει.
Στην τρίτη και την ύστερη, τ' άξο το καριοφύλι
βροντά, μουγκρίζει σαν θεριό, τα σωθικά του ανοίγει,
φεύγει απ' τα χέρια, σέρνεται στο χώμα λαβωμένο,
πέφτει απ' του βράχου το γκρεμό, χάνεται, πάει, πάει.
θέλω για ύστερη φορά ν' ακούσω τη βοή του.
Έτρεξε το κλεφτόπουλο σαν νά 'τανε ζαρκάδι,
ψηλά στη ράχη του βουνού και τρεις φορές φωνάζει
"Ο Γέρο Δήμος πέθανε, ο Γέρο Δήμος πάει".
Κι εκεί που αντιβοούσανε οι βράχοι, τα λαγκάδια
ρίχνει την πρώτη ντουφεκιά, κι έπειτα δευτερώνει.
Στην τρίτη και την ύστερη, τ' άξο το καριοφύλι
βροντά, μουγκρίζει σαν θεριό, τα σωθικά του ανοίγει,
φεύγει απ' τα χέρια, σέρνεται στο χώμα λαβωμένο,
πέφτει απ' του βράχου το γκρεμό, χάνεται, πάει, πάει.
Άκουσ' ο Δήμος τη βοή μες στο βαθύ τον ύπνο,
τ' αχνό του χείλι εγέλασε, εσταύρωσε τα χέρια...
Ο Γέρο Δήμος πέθανε, ο Γέρο Δήμος πάει.
τ' αχνό του χείλι εγέλασε, εσταύρωσε τα χέρια...
Ο Γέρο Δήμος πέθανε, ο Γέρο Δήμος πάει.
Τ' ανδρειωμένου η ψυχή του φοβερού του Κλέφτη
με τη βοή του ντουφεκιού στα σύγνεφ' απαντιέται
αδερφικά αγκαλιάζονται, χάνονται, σβηώνται, πάνε.
"Έχε γεια καημένε κόσμε" (Ζάλογγο) Παραδοσιακό.
με τη βοή του ντουφεκιού στα σύγνεφ' απαντιέται
αδερφικά αγκαλιάζονται, χάνονται, σβηώνται, πάνε.
"Έχε γεια καημένε κόσμε" (Ζάλογγο) Παραδοσιακό.
«Η Σουλιωτοπούλα» Αφήγημα του Γιάννη Βλαχογιάννη
Στης μάχης τον καπνό, πού πνίγει το λαγκάδι, ο Σουλιώτης όλα τα ‘χει λησμονήσει, πείνα και δίψα. Και το Σούλι πέφτει ξέμακρα, και σαν λησμονημένο είναι και εκείνο τ' άχαρο.
Και εκεί που πολεμάει το παλικάρι το αγλύκαντο, μέρα και νύχτα, ακούει μια γνώριμη φωνή, που τον ξυπνάει:
- Λοιπόν το Σούλι δεν χάθηκε και ζει. Ήταν ἡ Λάμπη, η αδελφή του παλικαριού.
- Τί καλά μου φέρνεις, ωρή Λάμπη;
- Ζεστή κουλούρα, μωρ’ αδελφέ, που σου τη ζύμωσα με τα χεράκια μου και η μάνα την έψησε στην αθρακιά μονάχη. Έλα νά φας μια στάλα και να ξαποστάσεις.
- Δεν μπορώ, καημένη, να παρατήσω το ντουφέκι ...
- Αυτό είναι η συλλογή σου, Νάση; Έρχομαι εγώ και σου κρατώ τον τόπο σου ... Να, σου ‘στρωσα! Και δος μου το τουφέκι.
Χαμογελά ο αδελφός ο καπνισμένος. Και δεν έχει ανάγκη να μάθει την κορασιά πως πιάνουν το ντουφέκι.
Ο πόλεμος βαστούσε πάντα. Με χέρι σταθερό γέμιζε εκείνη και σημάδευε. Και ο αδελφός της παραπέρα έτρωγε ήσυχος και μονάχα την πείνα του άκουγε, τη θεριεμένη μέσα του.
Και ο πόλεμος βαστούσε. Και εκεί ένα βόλι ήρθε και πέτυχε κατάστηθα την κορασιά. Μα αυτή έκανε καρδιά και δε μιλούσε. Το αίμα πλημμύριζε τον κόρφο της. Η Λάμπη σημάδευε και τουφεκούσε.
- Έφαγες, Νάση;
- Κοντεύω, ακόμη λίγο, Λάμπη.
Η κόρη ξαναρώτησε δεύτερα και τρίτα. Και τότε με ένα πήδημα το παλικάρι βρέθηκε κοντά της. Άρπαξε το ντουφέκι καί ήσυχο, καθώς είχε τραβηχθεί, ξανάρχισε τον πόλεμο.
Αμίλητη ἡ Σουλιωτοπούλα πήγε παραπίσω καί έπεσε.
Κι ο πόλεμος βαστούσε ...
Η έναρξη της επανάστασης προκάλεσε ένα κύμα ενθουσιασμού στους υπόδουλους Έλληνες που έγινε ακόμη μεγαλύτερο μετά τις πρώτες επιτυχίες. Ο σπόρος που είχε ρίξει ο Ρήγας κι ο Κοραής είχε βλαστήσει.
«Ο Θούριος του Ρήγα» Νίκος Ξυλούρης.
Η άλωση της Τριπολιτσάς ήταν η μεγαλύτερη από αυτές τις επιτυχίες και ανέδειξε κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο την ηγετική φυσιογνωμία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.
"Σαράντα παλικάρια από τη Λιβαδειά" Παραδοσιακό
Η καταστροφή του Δράμαλη στα Δερβενάκια ανέδειξε τη στρατιωτική ιδιοφυΐα του Γέρου του Μοριά, εδραίωσε την επανάσταση στην Πελοπόννησο και κατατρομοκράτησε τους Τούρκους.
"Σαράντα παλικάρια από τη Λιβαδειά" Παραδοσιακό
Η καταστροφή του Δράμαλη στα Δερβενάκια ανέδειξε τη στρατιωτική ιδιοφυΐα του Γέρου του Μοριά, εδραίωσε την επανάσταση στην Πελοπόννησο και κατατρομοκράτησε τους Τούρκους.
«Δερβενάκια» Απόσπασμα από την ελληνική ταινία «Παπαφλέσσας»
Η αντίδραση των Τούρκων ήταν αμείλικτη. Η Χίος και τα Ψαρά γνώρισαν την εκδικητική μανία των Οθωμανών με ολοκληρωτική σφαγή και εκτόπιση του ελληνικού πληθυσμού. Η σφαγή της Χίου ιδιαίτερα συγκίνησε έντονα τη χριστιανική Ευρώπη και αύξησε το ρεύμα του Φιλελληνισμού.
«Το Ελληνόπουλο» Ποίημα του Βίκτωρος Ουγκώ.
Τούρκοι διαβήκαν, χαλασμός, θάνατος πέρα ως πέρα.
Η Χίο, τ'όμορφο νησί, μαύρη απομένει ξέρα,
με τα κρασιά, με τα δεντρά
τ'αρχοντονήσι, που βουνά και σπίτια και λαγκάδια
και στο χορό τις λυγερές καμιά φορά τα βράδια
καθρέφτιζε μεσ' τα νερά.
Ερμιά παντού. Μα κοίταξε κι απάνου εκεί στο βράχο,
στου κάστρου τα χαλάσματα κάποιο παιδί μονάχο
κάθεται, σκύβει θλιβερά
το κεφαλάκι, στήριγμα και σκέπη του απομένει
μόνο μιαν άσπρη αγράμπελη σαν αυτό ξεχασμένη
μεσ' την αφάνταστη φθορά.
Φτωχό παιδί, που κάθεσαι ξυπόλυτο στις ράχες
για να μην κλαις λυπητερά, τι ΄θελες τάχα να 'χες
για να τα ιδώ τα θαλασσά
ματάκια σου ν'αστράψουνε, να ξαστερώσουν πάλι
και να σηκώσεις χαρωπά σαν πρώτα το κεφάλι
με τα μαλλάκια τα χρυσά;
Τι θέλεις άτυχο παιδί, τι θέλεις να σου δώσω
για να τα πλέξεις ξέγνοιαστα, για να τα καμαρώσω
ριχτά στους ώμους σου πλατιά
μαλλάκια που του ψαλιδιού δεν τάχει αγγίξει η κόψη
και σκόρπια στη δροσάτη σου τριγύρω γέρνουν όψη
και σαν την κλαίουσα την ιτιά;
Σαν τι μπορούσε να σου διώξει τάχα το μαράζι;
Μήπως το κρίνο απ' το Ιράν που του ματιού σου μοιάζει;
Μην ο καρπός απ'το δεντρί
που μεσ' στη μουσουλμανική παράδεισο φυτρώνει,
κι έν' άλογο χρόνια εκατό κι αν πιλαλάει, δε σώνει
μεσ'απ' τον ίσκιο του να βγει;
Μην το πουλί που κελαηδάει στο δάσος νύχτα μέρα
και με τη γλύκα του περνάει και ντέφι και φλογέρα;
Τι θες κι απ΄όλα τούτα τ' αγαθά;
Πες. Τ' άνθος, τον καρπό; Θες το πουλί;
Διαβάτη,
μου κράζει το Ελληνόπουλο με το γαλάζιο μάτι:
Βόλια, μπαρούτι θέλω. Να.
Η Χίο, τ'όμορφο νησί, μαύρη απομένει ξέρα,
με τα κρασιά, με τα δεντρά
τ'αρχοντονήσι, που βουνά και σπίτια και λαγκάδια
και στο χορό τις λυγερές καμιά φορά τα βράδια
καθρέφτιζε μεσ' τα νερά.
Ερμιά παντού. Μα κοίταξε κι απάνου εκεί στο βράχο,
στου κάστρου τα χαλάσματα κάποιο παιδί μονάχο
κάθεται, σκύβει θλιβερά
το κεφαλάκι, στήριγμα και σκέπη του απομένει
μόνο μιαν άσπρη αγράμπελη σαν αυτό ξεχασμένη
μεσ' την αφάνταστη φθορά.
Φτωχό παιδί, που κάθεσαι ξυπόλυτο στις ράχες
για να μην κλαις λυπητερά, τι ΄θελες τάχα να 'χες
για να τα ιδώ τα θαλασσά
ματάκια σου ν'αστράψουνε, να ξαστερώσουν πάλι
και να σηκώσεις χαρωπά σαν πρώτα το κεφάλι
με τα μαλλάκια τα χρυσά;
Τι θέλεις άτυχο παιδί, τι θέλεις να σου δώσω
για να τα πλέξεις ξέγνοιαστα, για να τα καμαρώσω
ριχτά στους ώμους σου πλατιά
μαλλάκια που του ψαλιδιού δεν τάχει αγγίξει η κόψη
και σκόρπια στη δροσάτη σου τριγύρω γέρνουν όψη
και σαν την κλαίουσα την ιτιά;
Σαν τι μπορούσε να σου διώξει τάχα το μαράζι;
Μήπως το κρίνο απ' το Ιράν που του ματιού σου μοιάζει;
Μην ο καρπός απ'το δεντρί
που μεσ' στη μουσουλμανική παράδεισο φυτρώνει,
κι έν' άλογο χρόνια εκατό κι αν πιλαλάει, δε σώνει
μεσ'απ' τον ίσκιο του να βγει;
Μην το πουλί που κελαηδάει στο δάσος νύχτα μέρα
και με τη γλύκα του περνάει και ντέφι και φλογέρα;
Τι θες κι απ΄όλα τούτα τ' αγαθά;
Πες. Τ' άνθος, τον καρπό; Θες το πουλί;
Διαβάτη,
μου κράζει το Ελληνόπουλο με το γαλάζιο μάτι:
Βόλια, μπαρούτι θέλω. Να.
Η πολιορκία του Μεσολογγίου από τον Ιμπραήμ και τον Κιουταχή, η αντίσταση των αποκλεισμένων πέρα από τα ανθρώπινα όρια και η ηρωική έξοδος, έστειλαν σ’ όλο τον κόσμο ένα μάθημα ελευθερίας και αξιοπρέπειας και αύξησαν το ρεύμα του Φιλελληνισμού στην Ευρώπη.
Ελεύθεροι πολιορκημένοι (Διονύσιος Σολωμός)
(απόσπασμα από το Β’ σχεδίασμα)
(απόσπασμα από το Β’ σχεδίασμα)
Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει·
λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι η μάνα το ζηλεύει.
Τα μάτια η πείνα εμαύρισε· στα μάτια η μάνα μνέει·
στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα καί κλαίει:
«Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ’ έχω γω στο χέρι;
οπού συ μού ΄γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει».
οπού συ μού ΄γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει».
Ο Απρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε
κι οσ’ άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ’ άρματα σε κλειούνε.
Και μες τη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι,
κι’ ολόλευκο εσύσμιξε με τ’ ουρανού τα κάλλη.
κι οσ’ άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ’ άρματα σε κλειούνε.
Και μες τη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι,
κι’ ολόλευκο εσύσμιξε με τ’ ουρανού τα κάλλη.
Και μες της λίμνης τα νερά, οπ’ έφθασε μ’ ασπούδα
έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα.
Που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο
το σκουληκάκι βρίσκεται σ’ ώρα γλυκιά κ’ εκείνο.
έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα.
Που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο
το σκουληκάκι βρίσκεται σ’ ώρα γλυκιά κ’ εκείνο.
Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη,
η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι
Με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κρένει:
όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει.
η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι
Με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κρένει:
όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει.
Κι όταν η επανάσταση φάνηκε να τρεμοσβήνει άλλη μία εμβληματική μορφή, ο "γιος της καλογριάς" ο χαλύβδινος αγωνιστής Γεώργιος Καραϊσκάκης με τις απανωτές νίκες του στο Δίστομο και στην Αράχωβα φούντωσε πάλι τη Φλόγα της επανάστασης στη Ρούμελη.
"Δέκα παλικάρια στήσανε χορό" τραγούδι του Μάνου Λοΐζου σε στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου. στο τραγούδι ο Γιώργος Νταλάρας.
Λαμπρές μορφές αναδείχτηκαν μέσα από τον αγώνα. Πρότυπα διαχρονικά που θα μπορούσαν να εμπνεύσουν και τους σημερινούς νέους όπως η αγνή και ανιδιοτελής μορφή του στρατηγού Μακρυγιάννη.
«Τα αγάλματα» Απόσπασμα από τα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη.
Είχα δυο αγάλματα περίφημα, μια γυναίκα κι ένα βασιλόπουλο, ατόφια- φαίνονταν οι φλέβες, τόσην εντέλειαν είχαν. Όταν χάλασαν τον Πόρο, τα ‘χαν πάρει κάτι στρατιώτες, και στ Άργος θα τα πουλούσαν των Ευρωπαίων, χίλια τάλαρα γύρευαν. [...]
Πήρα τους στρατιώτες, τους μίλησα: «Αυτά και δέκα χιλιάδες τάλαρα να σας δώσουνε, να μη καταδεχτείτε να βγουν από την πατρίδα μας. Γι' αυτά πολεμήσαμε».
Πήρα τους στρατιώτες, τους μίλησα: «Αυτά και δέκα χιλιάδες τάλαρα να σας δώσουνε, να μη καταδεχτείτε να βγουν από την πατρίδα μας. Γι' αυτά πολεμήσαμε».
Το τίμημα για την απελευθέρωση ήταν βαρύ. Οι νεκροί χιλιάδες. Η χώρα ερημωμένη. Σε όλους αυτούς τους άγνωστους ήρωες από τους πρώτους Ιερολοχίτες στο Δραγατσάνι ως τους τελευταίους νεκρούς στην Πέτρα της Βοιωτίας χρωστάμε ένα ανεπιτήδευτο ευχαριστώ!
«Εις τον ιερό Λόχο» Ποίημα του Ανδρέα Κάλβου.
Ας μη βρέξει ποτέ
το σύννεφον, και ο άνεμος
σκληρός ας μη σκορπίσει
το χώμα το μακάριον
που σας σκεπάζει.
το σύννεφον, και ο άνεμος
σκληρός ας μη σκορπίσει
το χώμα το μακάριον
που σας σκεπάζει.
Ας το δροσίζει πάντοτε
με τ' αργυρά της δάκρυα
η ροδόπεπλος κόρη
και αυτού ας ξεφυτρώνουν
αιώνια τ' άνθη.
με τ' αργυρά της δάκρυα
η ροδόπεπλος κόρη
και αυτού ας ξεφυτρώνουν
αιώνια τ' άνθη.
Ω γνήσια της Ελλάδος
τέκνα, ψυχαί που επέσατε
εις τον αγώνα ανδρείως,
τάγμα εκλεκτών Ηρώων,
καύχημα νέον,
τέκνα, ψυχαί που επέσατε
εις τον αγώνα ανδρείως,
τάγμα εκλεκτών Ηρώων,
καύχημα νέον,
σας άρπαξεν η τύχη
την νικητήριον δάφνην,
και από μυρτιά σας έπλεξε
και πένθιμον κυπάρισσον
στέφανον άλλον.
την νικητήριον δάφνην,
και από μυρτιά σας έπλεξε
και πένθιμον κυπάρισσον
στέφανον άλλον.
Αλλα αν τις απεθάνη
δια την πατρίδα, η μύρτος
είναι φύλλον ατίμητον
και καλά τα κλαδιά
της κυπαρίσσου.
δια την πατρίδα, η μύρτος
είναι φύλλον ατίμητον
και καλά τα κλαδιά
της κυπαρίσσου.
Μέσα από τις συμπληγάδες της διπλωματίας υπογράφεται το πρωτόκολλο της ανεξαρτησίας το 1830 που παίρνει την οριστική του μορφή το 1832. Η χαρά των αγωνιστών και του απλού λαού είναι μεγάλη. Γεννήθηκε ένα κράτος μικρό σε έκταση αλλά μεγάλο σε αγώνες και θυσίες.
«Να ‘τανε το 21» Τραγούδι του Σταύρου Κουγιουμτζή σε στίχους της Σώτιας Τσιώτου.
Στο τραγούδι ο Γιώργος Νταλάρας.
Η απελευθέρωση δεν έφερε την επαλήθευση των προσδοκιών και των ελπίδων. Η βαυαροκρατία παραγκώνισε τους αγωνιστές της επανάστασης. Οι επεμβάσεις των ξένων δυνάμεων δηλητηρίαζαν την πολιτική ζωή. Ο στρατηγός Μακρυγιάννης έβλεπε από την άφιξη ήδη των Βαυαρών που οδηγείται η πολιτική ζωή. Με λόγο ανεπιτήδευτο και καθαρό μας δίνει την προσωπική του θέση για την ενδεδειγμένη στάση όλων απέναντι στην πατρίδα.
Κι' όσα σημειώνω, τα σημειώνω γιατί δεν υποφέρω να βλέπω το άδικο να πνίγει το δίκιο. Διά 'κείνο έμαθα γράμματα εις τα γεράματα και κάνω αυτό το γράψιμο το απελέκητο, ότι δεν είχα τον τρόπο όντας παιδί να σπουδάξω, ήμουν φτωχός κι έκανα τον υπηρέτη και τιμάρευα άλογα κι' άλλες πλήθος δουλειές έκανα να βγάλω το πατρικό μου χρέος, οπού μας χρέωσαν οι χαράμηδες, και να ζήσω κι εγώ σε τούτη την κοινωνία όσο έχω τ' αμανέτι του Θεού εις το σώμα μου.
Κι' αφού ο Θεός θέλησε να κάμει νεκρανάσταση εις την πατρίδα μου, να την λευτερώσει από την τυραγνία των Τούρκων, αξίωσε κι εμένα να δουλέψω κατά δύναμη λιγότερο από τον χειρότερο πατριώτη μου Έλληνα.
Γράφουν σοφοί άντρες πολλοί, γράφουν τυπογράφοι ντόπιοι και ξένοι διαβασμένοι για την Ελλάδα - ένα πράμα μόνον με παρακίνησε κιεμένα να γράψω, ότι τούτην την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί, και σοφοί και αμαθείς και πλούσιοι και φτωχοί και πολιτικοί και στρατιωτικοί και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι, όσοι αγωνιστήκαμεν, αναλόγως ο καθείς, έχομεν να ζήσωμεν εδώ.
Το λοιπόν δουλέψαμεν όλοι μαζί, να την φυλάμεν κι' όλοι μαζί και να μην λέγει ούτε ο δυνατός «εγώ» , ούτε ο αδύνατος. Ξέρετε πότε να λέγει ο καθείς «εγώ»; Όταν αγωνιστεί μόνος του και φκιάσει, ή χαλάσει, να λέγει «εγώ», όταν όμως αγωνίζονται πολλοί και φκιάνουν, τότε να λένε «εμείς».
Είμαστε εις το «εμείς» κι' όχι εις το «εγώ». Και εις το εξής να μάθωμεν γνώση, αν θέλωμεν να φκιάσωμεν χωριόν, να ζήσωμεν όλοι μαζί. Έγραψα γυμνή την αλήθεια, να ιδούνε όλοι οι Έλληνες ν' αγωνίζωνται διά την πατρίδα τους, διά την θρησκεία τους, να ιδούνε και τα παιδιά μου και να λένε: «Έχομεν αγώνες πατρικούς, έχομεν θυσίες».
Από τη μικρή αναδρομή που κάναμε ας κρατήσουμε σαν δίδαγμα πως όταν πιστεύουμε σε δίκαιους και ηθικούς στόχους και τους διεκδικούμε με προσήλωση και πάθος, τότε πολλές φορές πετυχαίνουμε και λίγες αποτυγχάνουμε.
ΕΘΝΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ
ΟΜΙΛΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ 25η ΜΑΡΤΙΟΥ
Ανήκουμε σε μια χώρα που είναι μικρή στο χώρο, αλλά απέραντη στο χρόνο. Είναι μια φλούδα γης και όπως την προσδιόρισε ο Γεώργιος Σεφέρης, είναι ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τη θάλασσα, το φως του ήλιου και τον αγώνα του λαού.
Συγκεντρωθήκαμε λοιπόν σήμερα εδώ, όπως κάθε χρόνο, για τιμήσουμε αυτούς που θυσιάστηκαν στο μεγάλο αγώνα του 1821. Τη μέρα αυτή που επιλέχτηκε για να εξαγγελθεί στην ανθρωπότητα το μήνυμα της έλευσης του θεανθρώπου, την ίδια μέρα η ελευθερία έκανε τα πρώτα αποφασιστικά βήματα για να επιστρέψει στην πατρίδα μας.
Αλήθεια, ποιος λαός και ποια φυλή στον κόσμο, ύστερα από τόσους αιώνες μακροχρόνιας σκλαβιάς, θα μπορούσε να κρατήσει άφθαρτα και αμείωτα τα εθνικά του ιδανικά μέσα από τις στερήσεις και την καταπίεση, στο πέρασμα των αιώνων; Μέσα από τη δουλεία οι Έλληνες όχι μόνο διατήρησαν τη συνείδηση της εθνικής τους υπόστασης αλλά συγκέντρωσαν μέσα τους ηθικές και πνευματικές δυνάμεις ανυπολόγιστες κρατώντας «πάντα ανοιχτά πάντα άγρυπνα τα μάτια της ψυχής τους».
Σε αυτό συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό η Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία ήταν παρούσα σε όλες τις τουρκοκρατούμενες ελληνικές κοινότητες, συντηρούσε σχολεία, υπαγόρευε κοινούς κανόνες ζωής και κυρίως μάθαινε στους σκλαβωμένους την ελληνική γλώσσα, με αποτέλεσμα να εξασφαλιστεί, μέσα στους τέσσερις αιώνες της σκλαβιάς, η ενότητα, η αλληλεγγύη και η ελπίδα της λευτεριάς. Συγχρόνως η ψυχή των Ρωμιών θερμαινόταν από τα κηρύγματα των Ελλήνων Διαφωτιστών: του Ρήγα Φεραίου, του Αδαμάντιου Κοραή, του Πατρο – Κοσμά του Αιτωλού.
Αν και ο Οθωμανικός ζυγός, έφερε τους Έλληνες σε απελπιστική θέση με αποκορύφωμα την ερήμωση των περιουσιών τους και το παιδομάζωμα στα πρώτα χρόνια της σκλαβιάς, πολλές γενιές Ελλήνων γεννήθηκαν και πέθαναν με το όραμα της λευτεριάς.
«Η ώρα της σκλαβιάς δεν αρχίζει από τη στιγμή που ένας τύραννος ντόπιος ή ξένος, υποδουλώνει κάποιο λαό. Αρχίζει από τη στιγμή που ο λαός αυτός παύει να λογαριάζει για υπέρτατο αγαθό τη λευτεριά. Και η ώρα της λευτεριάς δεν αρχίζει από τη στιγμή που ο λαός ξεσηκώνεται για να συντρίψει τους τυράννους του, μα από τη στιγμή που παίρνει την απόφαση πως η ζωή δεν έχει αξία δίχως τη λευτεριά .»
Στο έργο του «Ελληνική Νομαρχία» ο ανώνυμος Έλληνας προτρέποντας τους συμπατριώτες του να αγωνισθούν για την απελευθέρωσή τους γράφει: «Η ελευθερία λοιπόν, ω Έλληνες, εις ημάς είναι ως η όρασις εις τους οφθαλμούς. Αν ο άνθρωπος δεν είναι ελεύθερος, δεν είναι δυνατόν να γνωρίσει την διαφοράν του από τον δούλον, και εξακολούθως είναι αναγκαίον πράγμα εις τον δούλον να γνωρίσει την ελευθερία, δια να μισήσει την δουλείαν και να την αποστραφεί».
«Όταν αποφασίσαμε να κάμουμε την Επανάσταση, λέει ο Θεοδ. Κολοκοτρώνης , δεν εσυλλογισθήκαμε, ούτε πόσοι είμεθα, ούτε πως δεν έχουμε άρματα, ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις, ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε: «που πάτε εδώ να πολεμήσετε με τα σιταροκάραβα βατσέλια». Αλλά, ως μια βροχή, έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της Ελευθερίας μας και όλοι και οι κληρικοί και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτόν το σκοπό και εκάμαμε την επανάσταση».
Η επανάσταση του 1821 υπήρξε μια πανεθνική εξέγερση, ένας πανελλήνιος αγώνας στον όποιο πήραν μέρος όλοι οι Έλληνες, ανεξαρτήτως φύλου, ηλικίας, επαγγέλματος, μόρφωσης και κοινωνικής θέσης. Όλοι οι Έλληνες έδωσαν τα πάντα σ΄αυτόν τον υπέρ πάντων αγώνα.
Η ελληνική επανάσταση δεν ήταν μια τυχαία εξέγερση λόγω ευνοϊκών συμπτώσεων ούτε στόχευε στην εξυπηρέτηση συντεχνιακών συμφερόντων. Ο αγώνας του 21 δεν ξέσπασε και δεν διαδόθηκε διότι βρήκε πρόσφορο έδαφος λόγω της επικρατούσας τότε οικονομικής ευμάρειας των ανώτερων τάξεων του ελληνισμού ούτε λόγω του κλίματος που επικρατούσε στην Ευρώπη λόγω της γαλλικής επανάστασης. Ήταν βασικά το φρόνημα του λαού και ο πόθος του Έλληνα για την ελευθερία τα οποία δημιούργησαν τις κατάλληλες συνθήκες για τον αγώνα.
Τα ευρωπαϊκά έθνη δεν έδωσαν στην αρχή καμιά σημασία στον αγώνα αυτόν, άλλωστε επαναστάσεις την ίδια σχεδόν εποχή είχαν γίνει και αλλού και στην Ευρώπη και στην Αμερική, πολλά μάλιστα έσπευσαν να καταδικάσουν αμέσως τον αγώνα των Ελλήνων για ελευθερία. Οι αντιπρόσωποι της Ιεράς Συμμαχίας βρίσκονταν στο Λάυμπαχ για το διακανονισμό της τύχης της Ισπανικής επανάστασης, όταν ξέσπασε η Ελληνική. Φυσικά, η επανάσταση καταδικάστηκε ομόφωνα. Οι Έλληνες αδιαφόρησαν για τη γνώμη των ισχυρών,ώσπου ανάγκασαν τα ευρωπαϊκά έθνη να σκύψουν πάνω από το δίκαιο αγώνα τους.
Κολοκοτρώνης, Διάκος, Ανδρούτσος, Καραϊσκάκης, Παπαφλέσσας, Μακρυγιάννης, Μπότσαρης, Νικηταράς, Μπουμπουλίνα, Μιαούλης, Κανάρης και τόσοι άλλοι πρωτοστατούν και συντρίβουν τον εχθρό. Πολλοί έχασαν τη ζωή τους σε μάχες για την ελευθερία γράφει ο Έριχ Φρομ πιστεύοντας πως ο θάνατος στην πάλη κατά της καταπίεσης ήταν προτιμότερος από το να ζεις δίχως ελευθερία. Αυτή ακριβώς την πίστη στη ζωή και την αυτοτέλεια της προσωπικότητας απέδειξαν οι ελεύθεροι πολιορκημένοι του Μεσολογγίου, οι γυναίκες του Σουλίου χορεύοντας στο Ζάλογγο το χορό του θανάτου, αυτό μας μαθαίνει το Κούγκι, τα Ψαρά, το Αρκάδι όπου γίνονται ολοκαυτώματα. Η Αλαμάνα, η Γραβιά, το Βαλτέτσι, το Μανιάκι, τα Δερβενάκια, η Χαλκιδική έγιναν βωμός για να μαρτυρούν πως η θέληση ενός λαού είναι ικανή να διδάξει πώς να ζει κανείς λεύτερος.
«Η τύχη μας, λέει ο Μακρυγιάννης, έχει τους Έλληνες πάντοτε ολίγους. Παλαιόθεν ως τώρα, όλα τα θηρία πολεμούν να μας φάνε και δε μπορούνε. Τρώνε από μας, μα μένει και μαγιά».
Ο αγώνας που άρχισε στο Μοριά έμελλε να διαρκέσει μια δεκαετία και να έχει αίσιο τέλος. Η Επανάσταση όμως κινδύνευσε, όχι από τους υπέρτερους αριθμητικά εχθρούς, αλλά από τη διχόνοια που αποτελεί μια από τις αδυναμίες του ελληνισμού. ο Στρατηγός Μακρυγιάννης διδάσκει: «Τούτη την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί, και σοφοί και αμαθείς και στρατιωτικοί και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι. Όσοι αγωνιστήκαμεν, αναλόγως ο καθείς, έχομεν να ζήσωμεν εδώ. Το λοιπόν δουλέψαμε όλοι μαζί, να την φυλάξομεν και όλοι μαζί. Και να μην λέγει ούτε ο δυνατός «εγώ», ούτε ο αδύνατος. Ξέρετε πότε να λέγει ο καθείς «εγώ»; Όταν αγωνιστεί μόνος του και φκιάσει ή χαλάσει, να λέγει «εγώ». Όταν όμως αγωνίζωνται πολλοί και φκιάνουν, τότε να λένε «εμείς». Είμαστε εις το «εμείς» και όχι εις το «εγώ». Και εις το εξής να μάθωμεν γνώση, αν θέλωμεν να φκιάσωμεν χωριόν, να ζήσωμεν όλοι μαζί».
Τελικά ο αγώνας για την εθνική παλιγγενεσία των Ελλήνων είναι η αποθέωση του παράτολμου ηρωισμού αντίθετα προς κάθε λογική πρόβλεψη.
Σήμερα, που η ιστορία φαίνεται ότι γράφεται με πολύ γρήγορους ρυθμούς στην περιοχή μας, σήμερα, που η χώρα βιώνει μια οικονομική, κοινωνική και ηθική κρίση, σήμερα, που με την κρίση ξαναπληρώνουμε σαν χώρα και σαν λαός την άγνοια της ιστορίας μας, το μήνυμα της 25ης Μαρτίου είναι σήμερα πιο επίκαιρο από ποτέ! Μας καλεί να ενδιαφερθούμε αληθινά για το συνάνθρωπό μας, βάζοντας το συμφέρον του συνόλου πάνω από το ατομικό.
Μας καλεί να επαναστατήσουμε ενάντια σε όλα αυτά τα νοσηρά φαινόμενα που με κάθε τρόπο εισβάλλουν στη ζωή μας και μας οδηγούν στην κοινωνική αδιαφορία και την ηθική κατάπτωση.
Μας καλεί να αναλάβουμε τις ευθύνες μας και να επαναστατήσουμε ενάντια στον κακό μας εαυτό! Να βελτιωθούμε και ως άτομα και ως πολίτες!
Ας έχουμε πάντα οδηγό τους στίχους από τις ωδές του Ανδρέα Κάλβου: « όσοι το χάλκεον χέρι βαρύ του φόβου αισθάνονται, ζυγόν δουλείας ας έχωσιν. ΘΕΛΕΙ ΑΡΕΤΗΝ ΚΑΙ ΤΟΛΜΗΝ Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ».
http://piotermilonas.blogspot.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου