Τρίτη 13 Φεβρουαρίου 2018

Ο ΞΕΝΟΣ του Αλμπέρ Καμύ

Ο ΞΕΝΟΣ

‘Ο Ξένος’, το αριστούργημα του Αλμπέρ Καμύξεκινά με μία από τις πιο γνωστές προτάσεις στη λογοτεχνία: Σήμερα πέθανε η μαμά μου. Ή μήπως ήταν χτες, δεν ξέρω’. Και με αυτή τη φράση εισάγει ο συγγραφέας τον αναγνώστη στην ψυχή και το μυαλό ενός από τους πιο διάσημους αντιήρωες της λογοτεχνίας του 20ου αιώνα.
Η ιστορία είναι απλή.  Ο Μερσώ, είναι ένας συνηθισμένος άνθρωπος. Ένας νεαρός Γάλλος που ζει και εργάζεται στο Αλγέρι. Τα τελευταία χρόνια έχει εγκαταστήσει τη μητέρα του σ’ ένα γηροκομείο γιατί δεν έχει τα απαιτούμενα χρήματα για να της παράσχει βοήθεια στο σπίτι.  Ο Μερσώ, εμπλέκεται σε μια θλιβερή ιστορία στο τέλος της οποίας γίνεται δολοφόνος. Συλλαμβάνεται, ανακρίνεται και παραπέμπεται σε δίκη. Στις ανακρίσεις καθώς και στη σουρεαλιστική δίκη που ακολουθεί, η αφοσίωσή του στην αλήθεια οδηγεί στην καταδίκη του. Ο εισαγγελέας δεν μπορεί να καταλάβει την τερατώδη αδιαφορία του Μερσώ για το θάνατο της μητέρας του και ο ανακριτής κραδαίνει ένα σταυρό μπροστά του και τον αποκαλεί ‘κύριο Αντίχριστο’. Ξαφνικά ό,τι έχει κάνει και ό,τι δεν έχει κάνει στη ζωή του πριν από τη δολοφονία, μετατρέπεται σε κατηγορία εναντίον του. Την ιστορία αφηγείται ο ίδιος ο Μερσώ με το ύφος μιας ιδιότυπης εξομολόγησης, όχι προς κάποιον συγκεκριμένα, αλλά απλώς για να καταγραφούν τα γεγονότα. Ο αφηγητής θέλει να καταγράψει μόνο γεγονότα.
Το δικαστήριο καταδικάζει τον Μερσώ, φαινομενικά για τη δολοφονία, ουσιαστικά όμως για την ανικανότητά του να εκφράζει τα συναισθήματά του σύμφωνα με τους συμβατικούς κοινωνικούς και ηθικούς κανόνες. Θα μπορούσε να είχε πει ψέματα σε μια προσπάθεια να κερδίσει την εύνοια των ενόρκων, αλλά επιλέγει να είναι αληθινός.
Το πιο εντυπωσιακό χαρακτηριστικό του Μερσώ είναι η αυστηρή προσήλωσή του στην αλήθεια. Ζει χωρίς κίνητρο, με πλήρη συμφωνία ανάμεσα στις σκέψεις και τις πράξεις του και έρχεται σε αντίθεση με μια υποκριτική κοινωνία που δεν μπορεί να επιτύχει τα πρότυπα που θέτει. Με την άρνησή του να υποχωρήσει ξεβολεύει αυτή την κοινωνία η οποία τελικά τον καταδικάζει, επιδιώκοντας να διατηρήσει τη δική της παράλογη ύπαρξη. Είναι αυτή η διαφορά του που τον κάνει να αισθάνεται ‘ξένος’ και την κοινωνία να τον αντιμετωπίζει ανάλογα αφού όποιος είναι διαφορετικός αποτελεί απειλή για το σύνολο. Κι έτσι αυτός, «το αουτσάιντερ», «η απειλή για την κοινωνία», καταδικάζεται σε δημόσια εκτέλεση-θάνατο με γκιλοτίνα.
«Ήμουνα όμως σίγουρος για τον εαυτό μου, σίγουρος για όλα, πιο σίγουρος απ’ αυτόν, σίγουρος για τη ζωή μου, σίγουρος γι’ αυτό το θάνατο που θα ‘ ρχόταν. Ναι, δεν είχα παρά μόνο αυτά. Αλλά, τουλάχιστον, κρατούσα αυτή την αλήθεια όσο με κρατούσε κι εκείνη. Είχα δίκιο, εξακολουθούσα να έχω δίκιο, πάντα είχα δίκιο. Είχα ζήσει κατά έναν ορισμένο τρόπο και θα μπορούσα να είχα ζήσει με κάποιον άλλο.  Έκανα αυτό και δεν έκανα εκείνο. Δεν έκανα το τάδε πράγμα, ενώ έκανα το άλλο. Και λοιπόν; Ήταν σαν να περίμενα όλο τον καιρό αυτή τη στιγμή κι αυτή τη χαραυγή όπου θα δικαιωνόμουνα. Τίποτα, τίποτα απολύτως δεν είχε σημασία κι ήξερα καλά γιατί. Κι εκείνος ήξερε καλά. Μεσ’ από τα βάθη του μέλλοντός μου, σ’ όλη τη διάρκεια αυτής της παράλογης ζωής που είχα κάνει, μια ακαθόριστη πνοή ανέβαινε σε μένα, μεσ’ απ’ τα χρόνια που δεν είχαν ακόμα έρθει, κι η πνοή αυτή ισοπέδωνε στο πέρασμά της όλα όσα μου πρότειναν τότε στα όχι περισσότερο πραγματικά χρόνια που ζούσα. Τι μ’ ενδιέφερε ο θάνατος των άλλων, η αγάπη μιας μάνας, τι μ’ ενδιέφερε ο Θεός του, οι ζωές που διαλέγει κανείς, τα πεπρωμένα που προτιμάει, αφού ένα μόνο πεπρωμένο έμελλε να διαλέξει εμένα και μαζί μου δισεκατομμύρια προνομιούχους που, όπως κι αυτός έλεγαν πως ήταν αδέλφια μου. Να καταλάβαινε, να καταλάβαινε άραγε;» σελ 110-111
Για το βιβλίο έχουν γραφεί πολλά  και του έχουν αποδοθεί ποικίλες ερμηνείες. Έχουν αναλυθεί λεπτομερώς όλοι οι χαρακτήρες, έχει διερευνηθεί ο λόγος που ο Μερσώ οδηγήθηκε στη δολοφονία του Άραβα, έχουν σχολιαστεί οι παραινέσεις του ανακριτή και του ιερέα στο όνομα της θρησκείας και της ζωής, έχουν επισημανθεί οι μονοδιάστατοι γυναικείοι χαρακτήρες αλλά και η παθητικότητα του θύματος. Αλλά ήταν το κείμενο του Ζαν Πωλ Σαρτρ με τίτλο “The Stranger Explained” που όρισε το βιβλίο αυτό ως κλασικό. Ο Σαρτρ επαίνεσε το έργο του Καμύ και αυτό ήταν  η αρχή μιας φιλίας μεταξύ των μεγαλύτερων λογοτεχνών της Γαλλίας, που θα είχε όμως άδοξη κατάληξη, λόγω των διαφορών τους για τον κομμουνισμό και την ανεξαρτησία της Αλγερίας.
‘Ο Ξένος’ είναι ένα βιβλίο που διαβάζεται εύκολα αλλά έχει πολλές αναγνώσεις και σίγουρα δεν είναι ένα απλό βιβλίο αφού προκαλεί στον αναγνώστη απροσδόκητες σκέψεις κι ερωτήματα που τον πηγαίνουν πολύ πιο πέρα από την ίδια την ιστορία. Η αποστασιοποίηση που φαίνεται ακόμη και στον τρόπο που ο Μερσώ δέχεται την ποινή του, η βία που καταγράφεται στη συμπεριφορά του Ρέιμοντ προς τη φίλη του αλλά και στη συμπεριφορά του Σαλαμανό προς τον σκύλο του, η αίσθηση της απώλειας και η έλλειψή της, είναι όλα θέματα που βρίσκονται στη μικρή αυτή ιστορία. Εκτός αυτών όμως, το βιβλίο αντανακλά την καρδιά και τις απογοητεύσεις του δημιουργού του, αφού την εποχή που γράφτηκε, ο Καμύ αντιμετώπιζε μια ζωή γεμάτη δυσκολίες. Και οι δύο πνεύμονές του είχαν επηρεαστεί από τη φυματίωση, ο πρώτος του γάμος είχε διαλυθεί και ο ίδιος είχε χάσει κάθε ελπίδα ότι θα αποκτούσε μια σταθερή δουλειά. Έτσι το 1939 ξεκινά να γράφει την τριλογία «Ο μύθος του Σίσυφου», της οποίας το πρώτο μέρος είναι ‘ο Ξένος’  – που διαβάζεται περισσότερο σαν εκτεταμένο δοκίμιο – και στο οποίο καταγράφει την ανησυχία του σχετικά με τη φιλοσοφία του παραλόγου, το νόημα της ελευθερίας και την αδιαφορία του σύμπαντος στο πρόβλημα του ατόμου.
Όταν ο Ξένος του Αλμπέρ Καμύ κυκλοφόρησε στη Γαλλία το 1942, κανείς, και πολύ λιγότερο ο 29χρονος συγγραφέας του, δεν μπορούσε να φανταστεί τον αντίκτυπο αυτού του βιβλίου τότε και στο μέλλον. Εντούτοις, εξακολουθεί ακόμη και σήμερα, 75 χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση, να διαβάζεται και να σχολιάζεται με πάθος. Αναφέρεται συχνά σαν υπόδειγμα της φιλοσοφίας του παραλόγου  καθώς και του υπαρξισμού, παρόλο που ο ίδιος ο Καμύ απέρριψε την ταμπέλα του υπαρξιστή.
Τον Ιανουάριο του 1955, ο Καμύ είπε, «συνόψισα τον Ξένο πολύ καιρό πριν, με μία παρατήρηση που παραδέχομαι πως ήταν εξαιρετικά παράδοξη: Στην κοινωνία μας κάθε άνθρωπος που δεν κλαίει στην κηδεία της μητέρας του διατρέχει το ρίσκο να καταδικαστεί σε θάνατο.  Ήθελα απλώς να πω ότι ο ήρωας του βιβλίου είναι καταδικασμένος επειδή δεν παίζει το παιχνίδι.»
Ο Αλμπέρ Καμύ βραβεύτηκε το 1957 σε ηλικία μόλις 44 χρόνων, με το βραβείο Νόμπελ, κάτι που τον γέμισε άγχος για το αν θα μπορούσε να διατηρήσει στα γραπτά του την προσδοκώμενη ποιότητα. Δυστυχώς δεν χρειάστηκε να ανησυχεί για πολύ γιατί 3 χρόνια αργότερα σκοτώθηκε σε αυτοκινητικό δυστύχημα.
Σε όλες τις εκδόσεις ανά τον κόσμο στο βιβλίο υπάρχει η φωτογραφία του Καμύ με σηκωμένο τον γιακά του παλτό του, με το τσιγάρο να κρέμεται από τα χείλη του, να κοιτάζει τον φακό με ένα σχεδόν ειρωνικό βλέμμα. Η φωτογραφία – που έμελλε να γίνει η ταυτότητά του – έχει τραβηχτεί μετά τον πόλεμο όταν ο συγγραφέας μπορούσε και πάλι να απολαύσει τα αγαπημένα του Gauloises.
Το αντίτυπο του βιβλίου μου έχει εκδοθεί το 1989 από τις εκδόσεις Σ.Ι. Ζαχαρόπουλοςσε μετάφραση Γιάννη Αγγέλου και περιέχει τη σχετική μελέτη του Ζαν Ουντάρ.
Εκδόσεις : Σ.Ι.Ζαχαρόπουλος
https://passepartoutreading.wordpress.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Βικτωρία η ωχρά (ευθυμογράφημα του Νίκου Τσιφόρου)

  Βικτωρία η ωχρά (ευθυμογράφημα του Νίκου Τσιφόρου) Από το ιστολόγιο του Ν, Σαραντάκου  " Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία " ...