Τετάρτη 28 Φεβρουαρίου 2018

«…ν’ αντιβογκήσει τ’ όνομά του η οικουμένη!»

«…ν’ αντιβογκήσει τ’ όνομά του η οικουμένη!»


της Νατάσσας Συλλιγνάκη
Ο Κωστής Παλαμάς πέθανε στο σπίτι του στην Πλάκα, στις 27 Φεβρουαρίου του 1943, στις 3 τα ξημερώματα. Ήταν 84 χρονών και βαριά άρρωστος στα χρόνια της Κατοχής· λίγες μέρες νωρίτερα είχε για πάντα αποχαιρετήσει τη γυναίκα του, Μαρία, η οποία τον ακολούθησε περίπου δυο μήνες μετά. Η κηδεία του, την επόμενη μέρα, έμεινε ιστορική: μπροστά στους έκπληκτους Γερμανούς κατακτητές, χιλιάδες άνθρωποι τον συνόδευσαν στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών.
Ο Μενέλαος Λουντέμης περιγράφει εκείνες τις στιγμές όπως τις έζησε. «Ο Κωστής Παλαμάς ήταν ένας αινιγματικός μελλοθάνατος. Τα τελευταία δέκα χρόνια τα περνούσε (όχι καθισμένος) αλλά αποθεμένος στην πολυθρόνα του. Έτσι –εκτός από έναν πολύ στενό κύκλο–, για όλους μας ήταν, περίπου, νεκρός. Ένας μεγάλος ποιητής, που πέθαινε. Μα, με τόσο αργό ρυθμό, που νόμιζες πως δεν θα πεθάνει ποτέ». Τα αποσπάσματα που ακολουθούν είναι από το βιβλίο του «Ο Εξάγγελος» – ένα από τα τρία που έχει γράψει ο Λουντέμης με «κεντρικούς ήρωες» τους φίλους του Κώστα Βάρναλη, Άγγελο Σικελιανό, Μιλτιάδη Μαλακάση, μα που στην πραγματικότητα περιγράφει μια ολόκληρη εποχή. Μεταξύ των άλλων, περιγράφει και πώς έζησε ο πνευματικός κόσμος της Αθήνας γενικότερα, όχι μόνο εκείνη τη συγκλονιστική ημέρα, μα και την αναμονή του δυσάρεστου γεγονότος. Στον διάλογο παρακάτω μιλά ο Λουντέμης με τον Σικελιανό (Αννούλαείναι η γυναίκα του Σικελιανού, Ναυσικά η κόρη του Παλαμά.)

«Πεθαίνει ο Παλαμάς». «Ναι… μου το μήνυσε η Ναυσικά κι αρρώστησα». «Έστειλα την Αννούλα να του πει ότι είμαι άρρωστος. Κείνος πεθαίνει. Γι’ αυτό δεν μπορώ να τον ιδώ. Δεν μπορώ να δω άνθρωπο να πεθαίνει, χωρίς να είναι άρρωστος. Είναι αβάσταχτο. Κάνει πιο πικρόν ένα θάνατο, που είναι δα κι από μόνος του αρκετά πικρός. Τι να ‘κανα;» […] Ήθελα κι εγώ να δω τον Παλαμά πολύ, ως τότε μόνο στις φωτογραφίες τον έβλεπα. Τον είδα μια φορά στην Ακαδημία. Αλλά ήταν τόσο μεγάλη η απόσταση που… νόμισα πως ξαναείδα τη φωτογραφία του. Ο Κωστής Παλαμάς ήταν ένας αινιγματικός μελλοθάνατος. Τα τελευταία δέκα χρόνια τα περνούσε (όχι καθισμένος) αλλά αποθεμένος στην πολυθρόνα του. Έτσι —εκτός από έναν πολύ στενό κύκλο—, για όλους μας ήταν, περίπου, νεκρός. Ένας μεγάλος ποιητής, που πέθαινε. Μα, με τόσο αργό ρυθμό, που νόμιζες πως δεν θα πεθάνει ποτέ. […] «Η Αννούλα όμως αργεί. Λες να τ ε λ ε ί ω σ ε ; Αλλά…τι λέω; Τελειώνουν ποτές αυτές οι ζωές; Όχι. Σταματούν». Σταμάτησε για λίγο κι ο ίδιος, μπορεί για να αφουγκραστεί.
[…] Φύγαμε από κει. Κρυώναμε. Ο Παλαμάς είχε ξεψυχήσει πριν από μια ώρα. Χωρίσαμε σ’ ένα σταυροδρόμι. Πονούσαν οι κροτάφοι μου. Είχα, ως φαίνεται, κρυολογήσει. Μα δεν έπεσα στο κρεβάτι. Κλήρος βαρύς έπεφτε στους ώμους μας. Να πάρουμε στα χέρια μας την υπόθεση της ταφής. Σμίξαμε πρωί πρωί όλοι στο βιβλιοπωλείο του «Αετού». Μας προσδέχτηκε ισκιωμένος ο Κίμων Θεοδωρόπουλος με τον Χρυσ. Γανιάρη. Είχαν κι οι δυο μαύρο περιβραχιόνιο. […] Τότε εμφανίζεται ο γιος του Παλαμά: «Κύριοι!!..» είπε στυφά. «Σας παρακαλώ. Σεβαστείτε το πένθος μας! Τι θέλετε, επιτέλους, απ’ το νεκρό μας; Αφήστε τον ήσυχο!… Θα τον ενταφιάσει η οικογένειά του, σεμνά, οικογενειακά» (ήθελε να πει «μυστικά»). Άφρισα. «Ποια οικογένειά του;» του λέω. «Φαίνεται, κύριε, πως δεν ξέρετε π ο ι ο ν είχατε πατέρα! Οικογένειά του είναι όλη η Ελλάδα. Μόνος του την απόκτησε. Και κανένας ανάξιος γιος δεν μπορεί να του την αφαιρέσει». Ήταν μέτριος σ’ όλα. Στην ποίηση, στη ζωγραφική, στη λογιστική. Σήμερα αποδειχνότανε μέτριος και στα αισθήματα. «Ξεκινάτε από αλλότριους σκοπούς…» είπε με σφιγμένα τα δόντια. «Δεν θα σας αφήσω να κάνετε τον πατέρα μου ύποπτο φλάμπουρο». «Φλάμπουρο είναι! Και προς τιμήν του. Και προς τιμήν σου. Αν είσαι μικρός γι’ αυτήν την τιμή, παραμέρα!… Κλείσου στο σπίτι σου. Θα περάσει ο Λαός και θα σε παρασύρει. Κρύψου! Τ’ άλλα είναι δική μας υπόθεση».
Έτσι νομίζαμε. Ότι ήταν δική μας μόνο υπόθεση, του πνευματικού μόνο κόσμου. Μα πίσω μας ήταν σύγκορμος ο Λαός. Ούτε υποπτευόμασταν, ως τότε, τι γινόταν πίσω απ’ το οικογενειακό πένθος των λογοτεχνών. Η Αθήνα είχε όλη ντυθεί στο πένθος κι ετοιμαζόταν να ξεπροβοδίσει το μεγάλο της πατέρα. Πώς το ‘μαθαν; Ποια μυστική καμπάνα έκραξε μες τα μεσάνυχτα; Ποιος ειδοποίησε τις μυριάδες των πολιτών της πανάρχαιας πόλης ότι έφτασε η ώρα της πρώτης μάχης; Σαν είδαμε το πρωί τα πλήθη, μείναμε άφωνοι. Πλήθη αμέτρητα, άπειρα, ανόμοια… Ο Λ α ό ς! Φορτώθηκε το αγέρωχο πένθος του, όπως ταίριαζε για ένα τέτοιο νεκρό, σε μια τέτοια ώρα, σε μια τέτοια πόλη.
Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα…
Βογκήστε τύμπανα πολέμου… Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα!
Είναι αδύνατο —και τώρα— να περιγράψω αυτή τη θανή. Μου λύνονται οι αρμοί. Στην εξέδρα, δίπλα στο φέρετρο, σε μια στιγμή —σα χρησμός— ο Σικελιανός! Η φωνή του θαρρετή, σαν την «κόψη του σπαθιού την τρομερή», έσκισε την πένθιμη σιωπή: Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές, δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα… Βογκήστε τύμπανα πολέμου… Οι φοβερές σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα! Ρίγη προφητικά μάς διαπέρασαν όλους.
Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα! Ένα βουνό
με δάφνες αν υψώσουμε ως το Πήλιο κι ως την Όσσα,
κι αν το πυργώσουμε ως τον έβδομο ουρανό,
ποιόν κλει, τι κι αν το πει η δικιά μου γλώσσα;
Μα εσύ Λαέ, που τη φτωχή σου τη μιλιά,
Ήρωας την πήρε και την ύψωσε ως τ’ αστέρια,
μεράσου τώρα τη θεϊκή φεγγοβολιά
της τέλειας δόξας του, ανασήκωσ’ τον στα χέρια
γιγάντιο φλάμπουρο κι απάνω από μας
που τον υμνούμε με καρδιά αναμμένη,
πες μ’ ένα μόνο ανασασμόν: «Ο Παλαμάς!»,
ν’ αντιβογκήσει τ’ όνομά του η οικουμένη!
Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα…
Βογκήστε τύμπανα πολέμου… Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα!
Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα! Ένας λαός,
σηκώνοντας τα μάτια του τη βλέπει…
κι ακέριος φλέγεται ως με τ’ άδυτο ο Ναός,
κι από ψηλά νεφέλη Δόξας τονε σκέπει.
Τι πάνωθέ μας, όπου ο άρρητος παλμός
της αιωνιότητας, αστράφτει αυτήν την ώρα
Ορφέας, Ηράκλειτος, Αισχύλος, Σολωμός
την άγια δέχονται ψυχή την τροπαιοφόρα,
που αφού το έργο της θεμέλιωσε βαθιά
στη γην αυτήν με μιαν ισόθεη Σκέψη,
τον τρισμακάριο τώρα πάει ψηλά τον Ίακχο
με τους αθάνατους θεούς για να χορέψει.
Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα…
Βόγκα Παιάνα! Οι σημαίες οι φοβερές
της Λευτεριάς ξεδιπλωθείτε στον αέρα!
Οι τόνοι της φωνής του ξεχύθηκαν εξαγγελτικοί ως κάτω στην πόλη, εισέβαλαν απ’ τα Προπύλαια κι ανέβηκαν στην Ακρόπολη! Κι εκεί… Το ποίημα δεν είχε ακόμα τελειώσει. Οι τόνοι του μόλις είχαν αρχίσει να σβήνουν…Και τότε, με τα χείλη του Λαού, απάντησε —από απόσταση ενός αιώνα— σε τούτον τον Έ λ λ η ν α Ποιητή, ένας άλλος Έ λ λ η ν α ς Ποιητής: Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή Σε γνωρίζω από την όψη που με βιά μετράει τη γη….. Είχαμε ασυναίσθητα γονατίσει Και ψέλναμε Μεγαλόφωνα. Τον Ύμνο μας, της αστρομέτωπης Λ ε υ τ ε ρ ι ά ς!
Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα ! Ένα βουνό με δάφνες αν υψώσουμε ως το Πήλιο κι ως την Όσσα, κι αν το πυργώσουμε ως τον έβδομο ουρανό, ποιον κλει, τι κι αν το πει η δικιά μου γλώσσα…Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές, δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα… Βόγκα Παιάνα! Οι σημαίες οι φοβερές της Λευτεριάς ξεδιπλωθείτε στον αέρα!
■     ■     ■     ■     
[Συμπληρωματικά: Αναλυτικό χρονολόγιο για τον Κωστή Παλαμά με σπάνιες φωτογραφίες, δείτε εδώ. Μια μαρτυρία για την κηδεία βρήκα στο blog της αγαπημένης Λότης Πέτροβιτς. Ακόμα μία, ενός από τους φοιτητές που σήκωσαν το φέρετρο του ποιητή, σε αυτό το άρθρο.]
 https://reasonmachine.wordpress.com/
το διάβασα στο : από Βεατρίκη Α

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πήγε να ανταλλάξει φθαρμένα χαρτονομίσματα 40.000 ευρώ όμως κατέληξε με χειροπέδες

Πήγε να ανταλλάξει φθαρμένα χαρτονομίσματα 40.000 ευρώ όμως κατέληξε με χειροπέδες Όπως αποδείχθηκε από τον έλεγχο του αριθμού σειράς των χρ...