Είναι η Ψηφιακή Επανάσταση στη Γεωργία συμβατή με την Αειφορία και Αγροοικολογία;
Οι ψηφιακές τεχνολογίες στο γεωργικό τομέα αποτελούν πολυδιαφημιζόμενη τάση. Έχουν ωστόσο διάσταση πραγματικής αειφορίας, όπως αυτή επιτυγχάνεται μέσω της αγροοικολογικής θεώρησης; Ηπροσέγγιση και το σημείο εκκίνησης των νέων τεχνολογιών δείχνει σαφή προσανατολισμό προς την αγορά και την δημιουργία υψηλής τεχνολογικής εξάρτησης των αγροτών, εμπεριέχοντας μη βιώσιμο κόστος, ενώ τα εργαλεία στήριξης αποφάσεων που προσφέρουν συχνά αγνοούν τις οικολογικές διαδικασίες και βασίζονται απλά σε μοντέλα βελτιστοποίησης της παραγωγής και την δημιουργία ακούσιων αναγκών. Ωστόσο, εναλλακτικά παραδείγματα ψηφιακής καινοτομίας που υποβοηθούν την βιώσιμη γεωργία μπορούν να υπάρξουν, ως συμπληρωματικό μέσο, ιδιαίτερα όταν η ανάπτυξη των καινοτόμων εργαλείων περιλαμβάνει ένα πλαίσιο ομότιμου σχεδιασμού και την εμπλοκή του χρήστη, εντός της προσέγγισης μιας οικονομίας των Κοινών.
Το νέο "hype"
Η ανάπτυξη και χρήση ψηφιακών και ρομποτικών τεχνολογιών για τον αγροτικό τομέα παρουσιάζεται ως αναδυόμενη αφήγηση καινοτομίας στην γεωργία. Όλων των ειδών οι προσεγγίσεις υψηλής τεχνολογίας, όπως το cloud computing, εξειδικευμένο λογισμικό, drones και το Διαδίκτυο των Πραγμάτων, προωθούνται ως πολλά υποσχόμενα εργαλεία για την αύξηση των αποδόσεων, ενώ προβάλλονται ακόμα και ως κύριο εργαλείο επίτευξης της βιωσιμότητας και μια νέα "πράσινη επανάσταση" η οποία, για ακόμα μια φορά, υπόσχεται πως θα εξαλείψει το πρόβλημα της πείνας. Η Ε.Ε. δείχνει επίσης πρόθυμη να παράσχει το κατάλληλο περιβάλλον για συναφή επιχειρηματικά μοντέλα “έξυπνης γεωργίας” και γεωργικών δεδομένων. Δημιουργείται έτσι ένα φιλόδοξο, και συχνά οπορτουνιστικό, επιχειρηματικό “οικοσύστημα”, αποτελούμενο από ένα ετερόκλητο μείγμα ειδικών και μεγάλων ή μικρότερων εταιρειών, που εισέρχονται στον αγροτικό τομέα με ποικίλες υποσχέσεις λύσεων σε σημαντικά αγροτικά και περιβαλλοντικά ζητήματα, αναζητώντας μερίδιο της νέας αγοράς που δημιουργείται από την νεοφιλελεύθερη προσέγγιση της δημιουργίας κέρδους και επιχειρηματικότητας σε νέους τομείς.
Από την άλλη, η αγροοικολογία ως μια ανερχόμενη πρόταση και ολιστική προσέγγιση για τον σχεδιασμό πραγματικά αειφόρων συστημάτων παραγωγής τροφίμων, δεν αποζητά απλά παροδικές λύσεις για την μονοσήμαντη αύξηση των περιβαλλοντικών και παραγωγικών αποδόσεων, αλλά μια συστημική αλλαγή παραδείγματος, σε πλήρη εναρμόνιση με οικολογικές διαδικασίες, χαμηλές εξωτερικές εισροές, χρήση της βιοποικιλότητας και καλλιέργεια της αγροτικής γνώσης. Παράλληλα, δίνει έμφαση στον ανεξάρτητο και από την βάση πειραματισμό και όχι στην εξάρτηση από υψηλή τεχνολογία και εξωτερικούς προμηθευτές, με συνακόλουθο μεγάλο βαθμό εξάρτησης από επιπλέον υπηρεσίες υποστήριξης. Προφανώς, οι νεόκοπες “αειφορικές” προσεγγίσεις και υποσχέσεις της ψηφιακής τεχνολογίας και των μεγάλων δεδομένων θα μπορούσαν να θεωρηθούν πως επικεντρώνονται κυρίως στην συμβατική, βιομηχανικής κλίμακας γεωργία, που επιτρέπει μόνο στους αγρότες μεγάλης κλίμακας να ευδοκιμήσουν εις βάρος των μικρότερων, ενώ μικρή σχέση έχουν με τη μετάβαση προς πραγματικά βιώσιμα και ανθεκτικά συστήματα παραγωγής τροφίμων. Υπάρχουν ωστόσο και εναλλακτικά παραδείγματα ψηφιακής καινοτομίας τα οποία εστιάζουν σε συμβατές με την αγροοικολογία προσσεγγίσεις, συμπεριλαμβανομένων των πρωτοβουλιών τεχνολογιών ανοιχτού κώδικα που εφαρμόζονται στη γεωργία (farmhack.net), συνεργατικών εγχειρημάτων δημιουργίας τεχνολογικών λύσεων και καινοτομίας από τους αγρότες, (l’atelier paysan) ή ερευνητικών έργων που χρησιμοποιούν τεχνολογίες δεδομένων για την προώθηση της βιοποικιλότητας και της βιώσιμης διαχείρισης της γης.
Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, εγείρονται σημαντικά ερωτηματικά και ζητήματα σχετικά με το αν οι ψηφιακές λύσεις ταιριάζουν με την αγροοικολογική έννοια ή είναι εγγενώς μη συμβατές με την προσέγγιση της βιωσιμότητας στη γεωργία, καθώς και σε ποιο βαθμό και υπό ποιο πλαίσιο τέτοιες ψηφιακές καινοτομίες μπορούν να διαδραματίσουν ρόλο στη μετάβαση σε πραγματικά αειφόρα συστήματα παραγωγής τροφίμων.
Τα συμπεράσματα που προκύπτουν*, αναγνωρίζουν πως το κύριο εμπόδιο για τη χρήση της ψηφιακής καινοτομίας στην αγροοικολογία σχετίζεται με την έλλειψη αυτονομίας για τον γεωργό, καθώς χάνει τον έλεγχο των δεδομένων που παρέχονται από εργαλεία στήριξης αποφάσεων, ανεπτυγμένα με ιεραρχικό τρόπο, που συχνά αγνοούν τις οικολογικές διαδικασίες και βασίζονται σε μοντέλα βελτιστοποίησης της παραγωγής. Επιπλέον, το κόστος των τεχνολογιών συχνά δεν είναι οικονομικά βιώσιμο για τους μεμονωμένους αγρότες, ιδίως τους μικρούς. Παρόλα αυτά, η αυτοματοποίηση συγκεκριμένων παραγωγικών διαδικασιών και η χρήση μηχανημάτων υψηλής τεχνολογίας είχε και μπορεί να έχει ακόμη κάποιο θετικό αντίκτυπο στην ποιότητα ζωής των γεωργών.
Ομότιμα και Κοινά
Το κύριο ζητούμενο είναι ο τρόπο με τον οποίο εξελίσσεται η διαδικασία καινοτομίας για την ανάπτυξη ενός συγκεκριμένου τεχνολογικού εργαλείου. Το μοίρασμα των δικαιωμάτων και σχέσεων εξουσίας στην ανάπτυξη καινοτόμων εργαλείων και οι προσεγγίσεις με γνώμονα τηνομότιμη διαδικασία σχεδιασμού και εμπλοκή του χρήστη στην ανάπτυξη της τεχνολογίας μπορεί σίγουρα να χρησιμοποιηθεί για να παράσχει δικαιώματα σε όλους τους φορείς που συμμετέχουν συλλογικά στην ανάπτυξη μιας καινοτομίας. Απαιτείται έτσι, η επεξεργασία των μεθοδολογιών για την ανάπτυξη ενός υπεύθυνου συστήματος καινοτομίας που να επιτρέπει στις τεχνολογίες να ανταποκρίνονται στις πραγματικές ανάγκες των χρηστών και να μην δημιουργούν ανάγκες που προκαλούνται ακούσια από τους υπεύθυνους ανάπτυξης τεχνολογιών. Το κύριο ζήτημα λοιπόν είναι ποιος θα αναλάβει τους διαχειριστικούς ρόλους στο σύστημα καινοτομίας που αναπτύσσει νέες ψηφιακές λύσεις.
Η ψηφιοποίηση μπορεί επίσης να αποτελέσει μια ευκαιρία για τον εκδημοκρατισμό της γνώσης και η αγροοικολογία είναι ένα σύστημα εντατικής γνώσης, στο οποίο οι πληροφορίες και τα δεδομένα πρέπει να είναι εστιάζονται σε τοπική κλίμακα. Οπότε, το κύριο ερώτημα που προκύπτει είναι πώς να επιτευχθεί μια αποκέντρωση της ψηφιακής καινοτομίας ώστε να γίνει ένα εργαλείο για την ανταλλαγή γνώσεων, συμπληρωματικό ως προς τις προσωπικές και κατ’ ιδίαν διαδικασίες και όχι υποκατάστατο τους; Μια τέτοια ευκαιρία δίνεται από την προσέγγιση της οικονομίας των Κοινών, στην οποία οι φορείς μπορούν να παρέχουν δεδομένα και να λαμβάνουν πληροφορίες σχετικά με το συνδυασμό δεδομένων που συλλέγονται. Η δυνατότητα συνδυασμού ανοιχτών δεδομένων με τρόπο που να είναι χρήσιμες για τους αγρότες σε τοπικό επίπεδο μπορεί να ενδιαφέρει την αγροοικολογία εάν οι ψηφιακές τεχνολογίες λειτουργήσουν σε συνεργασία με τις ίδιες τις κοινότητες. Εμφανώς, η ειδοποιός διαφορά σχετίζεται με τον τρόπο προσέγγισης και το σημείο εκκίνησης. Από και για τις αγροτικές κοινότητες ή για την επιχειρηματική δράση και την κερδοφορία
Β. Γκισάκης
* Σχετική συζήτηση και απαντήσεις επιχειρήθηκαν στο σχετικό workshop, το πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια του 1ου Ευρωπαϊκού Φόρουμ Αγροοικολογίας, στην Λυών, Γαλλία, στις 26 Οκτωβρίου 2017, με την συμμετοχή διάφορων ακαδημαϊκών οργανισμούς, οργανώσεων και παραγωγών, και με παρουσιάσεις από τον Βασίλη Γκισάκη (Δρ. γεωπόνο, Αγροοικολογικό Δίκτυο Ελλάδος, διοργανωτής του workshop),Nicolas Sinoir (L’atelier Paysan), Mariateresa Lazzaro (Δρ. γεωπονος, Πανεπιστήμιο Scuola Superiore Sant’Anna, Πίζα, Ιταλία) και Δρ. Livia Ortolani (Rete Semi Rurali, Ιταλικό Δίκτυο Σπόρων).
Το νέο "hype"
Η ανάπτυξη και χρήση ψηφιακών και ρομποτικών τεχνολογιών για τον αγροτικό τομέα παρουσιάζεται ως αναδυόμενη αφήγηση καινοτομίας στην γεωργία. Όλων των ειδών οι προσεγγίσεις υψηλής τεχνολογίας, όπως το cloud computing, εξειδικευμένο λογισμικό, drones και το Διαδίκτυο των Πραγμάτων, προωθούνται ως πολλά υποσχόμενα εργαλεία για την αύξηση των αποδόσεων, ενώ προβάλλονται ακόμα και ως κύριο εργαλείο επίτευξης της βιωσιμότητας και μια νέα "πράσινη επανάσταση" η οποία, για ακόμα μια φορά, υπόσχεται πως θα εξαλείψει το πρόβλημα της πείνας. Η Ε.Ε. δείχνει επίσης πρόθυμη να παράσχει το κατάλληλο περιβάλλον για συναφή επιχειρηματικά μοντέλα “έξυπνης γεωργίας” και γεωργικών δεδομένων. Δημιουργείται έτσι ένα φιλόδοξο, και συχνά οπορτουνιστικό, επιχειρηματικό “οικοσύστημα”, αποτελούμενο από ένα ετερόκλητο μείγμα ειδικών και μεγάλων ή μικρότερων εταιρειών, που εισέρχονται στον αγροτικό τομέα με ποικίλες υποσχέσεις λύσεων σε σημαντικά αγροτικά και περιβαλλοντικά ζητήματα, αναζητώντας μερίδιο της νέας αγοράς που δημιουργείται από την νεοφιλελεύθερη προσέγγιση της δημιουργίας κέρδους και επιχειρηματικότητας σε νέους τομείς.
Από την άλλη, η αγροοικολογία ως μια ανερχόμενη πρόταση και ολιστική προσέγγιση για τον σχεδιασμό πραγματικά αειφόρων συστημάτων παραγωγής τροφίμων, δεν αποζητά απλά παροδικές λύσεις για την μονοσήμαντη αύξηση των περιβαλλοντικών και παραγωγικών αποδόσεων, αλλά μια συστημική αλλαγή παραδείγματος, σε πλήρη εναρμόνιση με οικολογικές διαδικασίες, χαμηλές εξωτερικές εισροές, χρήση της βιοποικιλότητας και καλλιέργεια της αγροτικής γνώσης. Παράλληλα, δίνει έμφαση στον ανεξάρτητο και από την βάση πειραματισμό και όχι στην εξάρτηση από υψηλή τεχνολογία και εξωτερικούς προμηθευτές, με συνακόλουθο μεγάλο βαθμό εξάρτησης από επιπλέον υπηρεσίες υποστήριξης. Προφανώς, οι νεόκοπες “αειφορικές” προσεγγίσεις και υποσχέσεις της ψηφιακής τεχνολογίας και των μεγάλων δεδομένων θα μπορούσαν να θεωρηθούν πως επικεντρώνονται κυρίως στην συμβατική, βιομηχανικής κλίμακας γεωργία, που επιτρέπει μόνο στους αγρότες μεγάλης κλίμακας να ευδοκιμήσουν εις βάρος των μικρότερων, ενώ μικρή σχέση έχουν με τη μετάβαση προς πραγματικά βιώσιμα και ανθεκτικά συστήματα παραγωγής τροφίμων. Υπάρχουν ωστόσο και εναλλακτικά παραδείγματα ψηφιακής καινοτομίας τα οποία εστιάζουν σε συμβατές με την αγροοικολογία προσσεγγίσεις, συμπεριλαμβανομένων των πρωτοβουλιών τεχνολογιών ανοιχτού κώδικα που εφαρμόζονται στη γεωργία (farmhack.net), συνεργατικών εγχειρημάτων δημιουργίας τεχνολογικών λύσεων και καινοτομίας από τους αγρότες, (l’atelier paysan) ή ερευνητικών έργων που χρησιμοποιούν τεχνολογίες δεδομένων για την προώθηση της βιοποικιλότητας και της βιώσιμης διαχείρισης της γης.
Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, εγείρονται σημαντικά ερωτηματικά και ζητήματα σχετικά με το αν οι ψηφιακές λύσεις ταιριάζουν με την αγροοικολογική έννοια ή είναι εγγενώς μη συμβατές με την προσέγγιση της βιωσιμότητας στη γεωργία, καθώς και σε ποιο βαθμό και υπό ποιο πλαίσιο τέτοιες ψηφιακές καινοτομίες μπορούν να διαδραματίσουν ρόλο στη μετάβαση σε πραγματικά αειφόρα συστήματα παραγωγής τροφίμων.
Τα συμπεράσματα που προκύπτουν*, αναγνωρίζουν πως το κύριο εμπόδιο για τη χρήση της ψηφιακής καινοτομίας στην αγροοικολογία σχετίζεται με την έλλειψη αυτονομίας για τον γεωργό, καθώς χάνει τον έλεγχο των δεδομένων που παρέχονται από εργαλεία στήριξης αποφάσεων, ανεπτυγμένα με ιεραρχικό τρόπο, που συχνά αγνοούν τις οικολογικές διαδικασίες και βασίζονται σε μοντέλα βελτιστοποίησης της παραγωγής. Επιπλέον, το κόστος των τεχνολογιών συχνά δεν είναι οικονομικά βιώσιμο για τους μεμονωμένους αγρότες, ιδίως τους μικρούς. Παρόλα αυτά, η αυτοματοποίηση συγκεκριμένων παραγωγικών διαδικασιών και η χρήση μηχανημάτων υψηλής τεχνολογίας είχε και μπορεί να έχει ακόμη κάποιο θετικό αντίκτυπο στην ποιότητα ζωής των γεωργών.
Ομότιμα και Κοινά
Το κύριο ζητούμενο είναι ο τρόπο με τον οποίο εξελίσσεται η διαδικασία καινοτομίας για την ανάπτυξη ενός συγκεκριμένου τεχνολογικού εργαλείου. Το μοίρασμα των δικαιωμάτων και σχέσεων εξουσίας στην ανάπτυξη καινοτόμων εργαλείων και οι προσεγγίσεις με γνώμονα τηνομότιμη διαδικασία σχεδιασμού και εμπλοκή του χρήστη στην ανάπτυξη της τεχνολογίας μπορεί σίγουρα να χρησιμοποιηθεί για να παράσχει δικαιώματα σε όλους τους φορείς που συμμετέχουν συλλογικά στην ανάπτυξη μιας καινοτομίας. Απαιτείται έτσι, η επεξεργασία των μεθοδολογιών για την ανάπτυξη ενός υπεύθυνου συστήματος καινοτομίας που να επιτρέπει στις τεχνολογίες να ανταποκρίνονται στις πραγματικές ανάγκες των χρηστών και να μην δημιουργούν ανάγκες που προκαλούνται ακούσια από τους υπεύθυνους ανάπτυξης τεχνολογιών. Το κύριο ζήτημα λοιπόν είναι ποιος θα αναλάβει τους διαχειριστικούς ρόλους στο σύστημα καινοτομίας που αναπτύσσει νέες ψηφιακές λύσεις.
Η ψηφιοποίηση μπορεί επίσης να αποτελέσει μια ευκαιρία για τον εκδημοκρατισμό της γνώσης και η αγροοικολογία είναι ένα σύστημα εντατικής γνώσης, στο οποίο οι πληροφορίες και τα δεδομένα πρέπει να είναι εστιάζονται σε τοπική κλίμακα. Οπότε, το κύριο ερώτημα που προκύπτει είναι πώς να επιτευχθεί μια αποκέντρωση της ψηφιακής καινοτομίας ώστε να γίνει ένα εργαλείο για την ανταλλαγή γνώσεων, συμπληρωματικό ως προς τις προσωπικές και κατ’ ιδίαν διαδικασίες και όχι υποκατάστατο τους; Μια τέτοια ευκαιρία δίνεται από την προσέγγιση της οικονομίας των Κοινών, στην οποία οι φορείς μπορούν να παρέχουν δεδομένα και να λαμβάνουν πληροφορίες σχετικά με το συνδυασμό δεδομένων που συλλέγονται. Η δυνατότητα συνδυασμού ανοιχτών δεδομένων με τρόπο που να είναι χρήσιμες για τους αγρότες σε τοπικό επίπεδο μπορεί να ενδιαφέρει την αγροοικολογία εάν οι ψηφιακές τεχνολογίες λειτουργήσουν σε συνεργασία με τις ίδιες τις κοινότητες. Εμφανώς, η ειδοποιός διαφορά σχετίζεται με τον τρόπο προσέγγισης και το σημείο εκκίνησης. Από και για τις αγροτικές κοινότητες ή για την επιχειρηματική δράση και την κερδοφορία
Β. Γκισάκης
* Σχετική συζήτηση και απαντήσεις επιχειρήθηκαν στο σχετικό workshop, το πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια του 1ου Ευρωπαϊκού Φόρουμ Αγροοικολογίας, στην Λυών, Γαλλία, στις 26 Οκτωβρίου 2017, με την συμμετοχή διάφορων ακαδημαϊκών οργανισμούς, οργανώσεων και παραγωγών, και με παρουσιάσεις από τον Βασίλη Γκισάκη (Δρ. γεωπόνο, Αγροοικολογικό Δίκτυο Ελλάδος, διοργανωτής του workshop),Nicolas Sinoir (L’atelier Paysan), Mariateresa Lazzaro (Δρ. γεωπονος, Πανεπιστήμιο Scuola Superiore Sant’Anna, Πίζα, Ιταλία) και Δρ. Livia Ortolani (Rete Semi Rurali, Ιταλικό Δίκτυο Σπόρων).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου