Ο χρόνος: Σύμβολο της αιωνιότητας
Για αρχαίες θρησκείες είναι κύκλος που γυρνά, ενώ για τη χριστιανική Δύση είναι μία ευθεία γραμμή που κινείται από το παρελθόν προς το μέλλον
Από τον
Νίκο Παπουτσόπουλο
Νίκο Παπουτσόπουλο
Χρόνος, αόρατος, πανδαμάτωρ, ακατάληπτος, αινιγματικός, συνοδεύει κάθε στιγμή του ανθρώπινου βίου, καταμετρά με λεπτομέρεια αδέκαστου μετρητή τις ψυχικές καταστάσεις. Ενας μίτος που συμπορεύεται με την αιωνιότητα και χλευάζει τον υπολογισμό της στιγμής, σύμφωνα με τα μέτρα και τα σταθμά της θνητότητας. Μία σειρά καταστάσεων και γεγονότων που συνδέει εποχές και περιόδους, ένα μέγεθος ακατάληπτο που ξετυλίγεται αργά από το παρελθόν και γεμίζει τη μνήμη εικόνες τόσο αρχαίες όσο και η ομιλία και όσο το αλφάβητο: «Υπάρχουν ενδείξεις» γράφει ο Ρόμπερτ Γκρέιβς, «ότι πριν από την εισαγωγή του φοινικικού αλφαβήτου στην Ελλάδα υπήρχε εκεί αλφάβητο που σαν θρησκευτικό μυστικό το φύλαγαν οι ιέρειες της Σελήνης-Ιούς ή οι Τρεις Μοίρες, που συνδεόταν στενά με το ημερολόγιο και που τα γράμματά του δεν τα αποτελούσαν γραπτοί χαρακτήρες αλλά κλαράκια κομμένα από διάφορα δέντρα χαρακτηριστικά των διαδοχικών μηνών του έτους. Το αρχαίο ιρλανδικό αλφάβητο όσο και εκείνο που χρησιμοποιούσαν οι Γαλάτες Δρυϊδες ενδέχεται να μη γραφόταν στην αρχή και όλα του τα γράμματα είχαν τα ονόματά τους παρμένα από τα δέντρα.
Κάθε σύμφωνο αντιπροσώπευε έναν από τη σειρά των 13 μηνών των 28 ημερών, με έναρξη δύο ημέρες μετά το χειμερινό ηλιοστάσιο. Κάθε φωνήεν αντιπροσωπεύει έναν τριμηνιαίο σταθμό του έτους: το Ο (σπάρτο) την Εαρινή Ισημερία, το U (ρείκι) το Θερινό Ηλιοστάσιο, το Ε (λεύκα) τη Φθινοπωρινή Ισημερία. Το Α (έλατο ή φοινικιά), το νεογέννητο δέντρο, και το Ι (ήμερο έλατο), το νεκρό δέντρο, μοιράζονταν ανάμεσά τους τη Χειμερινή Ισημερία. Η σειρά αυτή των δέντρων είναι έκδηλη στον ελληνικό και τον λατινικό μύθο και στη μυσταγωγική παράδοση όλης της Ευρώπης και της ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου».
«Στην αυγή του 1800», γράφει ο Ουμπέρτο Εκο («Η αναζήτηση της τέλειας γλώσσας»), «ο Γάλλος μουσικολόγος Ντε Βισμ παρουσιάζει μια γλώσσα που θα έπρεπε να είναι αντίγραφο της γλώσσας των αγγέλων και, μάλιστα, επειδή οι ήχοι προέρχονται από τις επιθυμίες της ψυχής, να είναι άμεση γλώσσα των επιθυμιών. Οταν το ΙΑ΄,1 της Γενέσεως λέει και ην πάσα η γη χείλος εν, και φωνή μία πάσι” (που μεταφράζεται ως όλη η γη μιλούσε μία μόνη γλώσσα”), δεν λέει γλώσσα, αλλά χείλη, γιατί υπονοεί ότι οι πρωτόγονοι άνθρωποι εκφράζονταν εκβάλλοντας ήχους με τα χείλη, χωρίς να χρειάζεται να τους αρθρώσουν με τη γλώσσα. Η μουσική δεν είναι ανθρώπινη σύνθεση, απόδειξη ότι είναι πιο κατανοητή στα ζώα από μια ρηματική γλώσσα: Δείτε τα άλογα πώς ταράζονται στον ήχο της σάλπιγγας ή τα σκυλιά στο σφύριγμα. Τέλος, λαοί από διάφορες εθνότητες, αντιμέτωποι με μια μουσική παρτιτούρα, την εκτελούν με τον ίδιο τρόπο».
Ο Τιτάνας Κρόνος, που έτρωγε τα παιδιά του, άφησε θολά και δυσδιάκριτα ίχνη του χρόνου στις αρχαίες ιστορίες του Προμηθέως και του Ηρακλέους, όπως αυτές διασώθηκαν μέσα από την ποίηση και τους θρύλους ως τη σύγχρονη εποχή. Στην Ορφική Κοσμογονία είναι μία οντότητα κοσμική, που εκφράζεται στο σύστημα της γένεσης του σύμπαντος, ενώ σε νεότερη διήγηση, όπως αναφέρει ο Κ. Κερένυϊ, οι Ορφικοί τον έθεσαν αρχή της Γένεσης, ως θεότητας άφθορης και άναρχης, ξένης προς το ελληνικό πάνθεον και διαφορετικής από τον Κρόνο. Από αυτόν προήλθαν ο ήρεμος Αιθήρ και το Χάος: ο κενός χώρος, χωρίς στερεά βάση και γεμάτος σκοτάδι. Για τον Αιθέρα, που σημαίνει επίσης το ουράνιο φως, ή τον ανοιχτό ουρανό της ημέρας, «ο αγέραστος Χρόνος συμπύκνωσε τη σκοτεινή ομίχλη σε ένα κέλυφος που πήρε σιγά σιγά μακρουλό σχήμα. Από το κέλυφος διαχεόταν μια λάμψη, που κυμάτιζε στο κενό σαν λευκός χιτώνας ή σαν την ομίχλη καθώς πέφτει. Υστερα, αφήνοντας την Ανάγκη, το φίδι τυλίχτηκε γύρω από το φωτεινό αβγό. Ηθελε άραγε να το σπάσει;» διερωτάται ο Ρομπέρτο Καλάσο.
«Οι κατοπινότεροι Ελληνες», σημειώνει ο Γκρέιβς, «διάβαζαν Χρόνος αντί Κρόνος, ο Πατέρας Χρόνος, με το ακάματο δρεπάνι του. Αλλά ο Κρόνος εικονίζεται συντροφιά μ'ε έναν κόρακα, όπως ο Απόλλων, ο Ασκληπιός, ο Σατούρνος και ο αρχαίος βρετανικός θεός Μπραν».
Ο Πλάτων («Τίμαιος») υποστήριξε πως ο Χρόνος, σύμφυτος με τον ουρανό («χρόνος δ' ουν μετ' ουρανού γέγονεν»), είναι η κινητή εικόνα της αιωνιότητας, μιμείται την αιωνιότητα και κινείται ρυθμικά σε κύκλους. Ο Θεός έπλασε τον Ηλιο και τη Σελήνη και τους Αστέρες «επίκλην έχοντα πλανητά», προκειμένου να καθορίζουν και να τηρούν τα μέτρα του: «Εις διορισμόν και φυλακήν αριθμών χρόνου». Ο Πλωτίνος είχε συνδέσει τον χρόνο με την ψυχή και την αιωνιότητα, καθώς υποστήριζε πως ο χρόνος είναι η ζωή της ψυχής και συνίσταται στην κίνηση με την οποία η ψυχή μεταβαίνει από τη μία κατάσταση σε άλλη. «Αρ' ουν και εν ημίν χρόνος;»
Επειδή ο κυκλικός θρησκευτικός χρόνος στην αρχαία Ελλάδα λειτουργούσε παράλληλα με την καθημερινότητα της πόλης και ανάλογα με την πολιτική έκφραση (με βάση τη θητεία των πολιτικών αρχόντων), κάθε πόλη είχε διαφορετικά συστήματα ονομασίας μηνών και ετών που αποτύπωναν την ιδιαιτερότητα κάθε κοινωνίας.
Η κίνηση των πλανητών έδωσε από νωρίς την απάντηση στο ερώτημα αν ο χρόνος είναι στάση ή κίνηση και η προσεκτική παρατήρησή τους έδωσε τη μέτρησή του: η όψη του στερεώματος, που μεταλλάσσεται διαρκώς και δυναμικά, γέννησε την ανάγκη της μέτρησης και της αναφοράς του. Βάση για τον ορισμό του ημερολογίου από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα αποτελεί το τροπικό έτος, το διάστημα δηλαδή που χρειάζεται η Γη για να επανέλθει στο ίδιο σημείο της εκλειπτικής, αλλά και η κίνηση της Σελήνης με τις διαδοχικές φάσεις.
Ο Βρετανός φυσικός Τζούλιαν Μπάρμπουρ είχε αναφέρει πως στην πραγματικότητα ο χρόνος είναι μια παραίσθηση. Για αρχαίες θρησκείες και πολιτισμούς είναι κύκλος που γυρνά σε καθημερινή, ετήσια και κοσμική βάση ή μια σειρά επαναλαμβανόμενων κύκλων δίχως τέλος, ενώ για τη χριστιανική Δύση είναι μία ευθεία γραμμή που κινείται από το παρελθόν προς το μέλλον.
Πάντοτε εμπρός.
Πριν από τη Βιομηχανική Επανάσταση η απόλυτη έννοια της ακριβούς ώρας ή του χρόνου είχε σημασία μόνον για όσους είχαν εξειδικευμένη εργασία, ενώ για τους υπολοίπους η ημέρα ξεκινούσε την αυγή και τελείωνε το απόγευμα, με τη δύση του ηλίου και την κατάπαυση των ασχολιών.
Η συνεχής εξέλιξη της τεχνολογίας αλλά και οι σύγχρονες απαιτήσεις των καιρών, οι διαφορετικοί ρυθμοί, η πολλαπλότητα των υποχρεώσεων και η πολυπλοκότητα του βίου, που αδιαφορούν για τις πραγματικές ανάγκες του ανθρώπου, έχουν δώσει μια διαφορετική διάσταση στην απόλυτη τήρηση της χρονικής ακρίβειας. Η μέτρηση είναι πάντοτε η ίδια για πένητες και ευπόρους, ισχυρούς και αδυνάτους, υγιείς και ασθενείς, σε περιόδους ακμής και παρακμής, ευδαιμονίας ή δυστυχίας. Μεταβάλλεται μόνον το συναίσθημα, το οποίο μεταλλάσσεται ανάλογα, και δημιουργεί την εντύπωση ότι ο χρόνος κυλά αργά ή, αντιθέτως, φεύγει σύντομα, αλλά που εκφράζει πάντοτε την ελπίδα της αποφυγής του μοιραίου.
Τον εκλείσαμε σ' ένα μικρό κουτί μεταλλικό που τ' ονομάσαμε «ωρολόγιον και ησυχάσαμε. Ομως αυτό το κλασικό τικ-τακ που απασχολούσε τους παλαιούς μυθιστοριογράφους μπορεί να είναι μέτρηση, μπορεί και διαμαρτυρία. Τίνος είναι ο ένας του άλλου δεσμώτης; Ποιος μας έδωσε το δικαίωμα να κάνουμε τον ήλιο τον ανίδεο μετρητή μας; Και το 'ναι τα ημερονύχτια; Κέρματα που τα ρίχνουμε σ' έναν τρύπιο κουμπαρά;» (Οδυσσέας Ελύτης, «Χρόνος δεσμώτης και Χρόνος λυόμενος»).
http://www.dimokratianews.gr/
Το βρήκα στο : http://koukfamily.blogspot.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου