Τι μας έμαθαν οι αρχαίοι (Δημ.Σαραντάκος)
5 – Η ελληνική τεχνολογία
Posted by sarant
Πριν από λίγο καιρό άρχισα τη δημοσίευση αποσπασμάτων από το βιβλίο του Δημήτρη Σαραντάκου «Τι μας έμαθαν επιτέλους οι αρχαίοι Έλληνες;» που κυκλοφόρησε το 2010 από τις εκδόσεις Γνώση και έχει τον υπότιτλο «Χρηστομάθεια». Κανονικά οι δημοσιεύσεις αυτές γίνονται κάθε δεύτερη Τρίτη.
Η σημερινή συνέχεια είναι η πέμπτη. Η προηγούμενη συνέχεια είναι εδώ. Σήμερα παρουσιάζω το έκτο κεφάλαιο, που έχει τον τίτλο «Η ελληνική τεχνολογία» (Επειδή το βιβλίο ακόμα κυκλοφορεί από εκδοτικό οίκο, δεν είναι σωστό να βάλω ολόκληρο το περιεχόμενό του).
Η ελληνική τεχνολογία
Εισαγωγικά
Ένας ημιμαθής θορυβοποιός, που τα βιβλία του δημιούργησαν αρκετή αίσθηση πριν από τριάντα και πάνω χρόνια, ο Νταίνικεν, θέλοντας να εξηγήσει τα επιτεύγματα των αρχαίων Ελλήνων στην αστρονομία, τη δομή της ύλης κλπ., ισχυρίστηκε ότι όσα δίδασκαν ο Θαλής, ο Αναξαγόρας, ο Δημόκριτος και οι άλλοι σοφοί, τα είχανε μάθει από… εξωγήινους επισκέπτες του πλανήτη μας. Έφτανε μάλιστα να ισχυριστεί, ο πάνσοφος, πως «είναι γνωστό ότι οι Έλληνες δεν διέθεταν τεχνολογικό εξοπλισμό, π.χ. φακούς, και στην αριθμητική δεν μπορούσαν να μετρήσουν πάνω από το 10.000»!
Ο άνθρωπος ήταν άγευστος της κλασικής παιδείας, γιατί αν είχε διαβάσει, όχι κανένα ειδικό σύγγραμμα, αλλά τις Νεφέλεςτου Αριστοφάνη, θα ήξερε πως ο φακός ήταν κάτι το πολύ κοινό στην αρχαία Ελλάδα, τον εκθέτανε στις προθήκες τους τα κουρεία και τον χρησιμοποιούσαν, μεταξύ άλλων, για να ανάβουν φωτιά. Όσο για το μέχρι που ξέρανε να μετράν αρκεί να πούμε πως ο Αρχιμήδης στο έργο του «Ψαμμίτης» [*] αναφέρει έναν αριθμό, που για να γραφεί με αραβικά ψηφία κανονικού μεγέθους θα χρειαζόταν δέκα μέτρα χαρτί, καθώς αποτελείται από τη μονάδα ακολουθούμενη από 80 τετράκις εκατομμύρια μηδενικά!
Οι τεχνολογικές γνώσεις των αρχαίων Ελλήνων, όπως μας τις φανερώνουν τα αρχαιολογικά ευρήματα και η μελέτη των κειμένων, ήταν πολύ προχωρημένες, και σε ορισμένες περιπτώσεις διαπιστώνουμε πως είχαν προηγηθεί από εμάς, τους σύγχρονους δηλαδή ανθρώπους. Οι δρόμοι της αρχαίας Πριήνης φωτίζονταν τη νύχτα, οι αρχαίοι Συβαρίτες είχαν αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την ηχορύπανση, ο Ήρων ο Αλεξανδρέας είχε κατασκευάσει πλήθος αυτομάτων μηχανισμών, ο Αρχιμήδης μπόρεσε να καθελκύσει μόνος του ολόκληρο σκάφος κινώντας απλώς κάποιους μοχλούς. Παράλληλα είχαν προχωρήσει στην κατασκευή πολύπλοκων οργάνων ακριβείας και στη διατύπωση αυστηρών προδιαγραφών για ορισμένα υλικά, που στην ακρίβεια και την αυστηρότητα τους δεν διαφέρουν από τις προδιαγραφές της εποχής μας. Η ίδια η λέξη μηχανή σημαίνει την έξυπνη (και ενίοτε δόλια) επινόηση, η οποία, κατά τον Αριστοτέλη, «επιτρέπει στα ασθενέστερα να επικρατήσουν πάνω στα ισχυρά» [τα τε ελάττονα κρατεί των μειζόνων].
Το κακό είναι πως όλα αυτά δεν τα μάθαμε ποτέ στα σχολεία μας. Οι δάσκαλοι μας, εκπαιδευμένοι στο πλατωνικό πνεύμα της περιφρόνησης των «βάναυσων» τεχνών, μας μιλούσαν για μιαν αρχαία Ελλάδα γεμάτη με φιλοσόφους αποτραβηγμένους από τα κοινά, με πολεμοχαρείς στρατηγούς και βασιλιάδες ή με αθλητές. Τίποτα από αυτά δεν είναι σωστό. Εκτός του ότι οι αρχαίοι Έλληνες σοφοί δεν ήταν ποτέ αποτραβηγμένοι από την ζωή, οι αληθινοί ήρωες στην αρχαία Ελλάδα ήταν οι σοφοί της και όχι οι στρατηγοί ή οι αθλητές της. Αυτούς τιμούσαν με αγάλματα, και σε ορισμένες περιπτώσεις τούς είχαν αφιερώσει βωμούς.
Φυσικά, δεν πρέπει να πέσουμε στον πειρασμό και να περάσουμε στην άλλη πλευρά, της άκριτης και αντιεπιστημονικής υπερβολής. Γιατί υπάρχουν συγγραφείς που ισχυρίζονται πως οι αρχαίοι Έλληνες τα ήξεραν όλα, πως είχαν κατασκευάσει ρομπότ και ιπτάμενα οχήματα, και άλλες παρόμοιες υπερβολές και ανακρίβειες, που εντάσσονται στη χορεία της εθνικής ψυχοπαθολογίας μας.
Μυθολογικές αναφορές στην τεχνολογία
Η ελληνική μυθολογία περιλαμβάνει πολλούς υπαινιγμούς για την τεχνολογική πρόοδο της προϊστορικής εποχής. Πρώτα πρώτα έχουμε τον Προμηθέα, που έμαθε στους ανθρώπους να χρησιμοποιούν τη φωτιά και τους έδωσε την «έντεχνη σοφία». Ύστερα, ένας από τους δώδεκα θεούς του Ολύμπου, ο Ήφαιστος, ήταν τεχνολόγος: μεταλλουργός, οπλουργός και κατασκευαστής πολλών αυτόματων μηχανών (τρίποδες που προσέρχονται μόνοι τους στις συνελεύσεις των θεών, αυτορυθμιζόμενα φυσερά, τεχνητές –χρυσές– θεραπαινίδες κ.ά.), αλλά και του Τάλω, του ορειχάλκινου φρουρού που περιπολούσε γύρω από την Κρήτη και την προστάτευε από κάθε επιδρομέα. Μηχανικός τέλος ήταν ο Δαίδαλος, στον οποίον εκτός από πλήθος αρχιτεκτονικών έργων, αποδίδεται η κατασκευή κινούμενων αγαλμάτων και η πρώτη προσπάθεια να πετάξει ο άνθρωπος.
Φυσικά, πρόκειται για γοητευτικούς μύθους, που είτε απηχούν πόθους και όνειρα των ανθρώπων (όπως η υπερνίκηση της βαρύτητας), είτε κρύβουν κάποιο ιστορικό γεγονός. Ο μύθος του ορειχάλκινου Τάλω, ενδεχομένως να αποτελεί την προβολή στον μύθο της ισχύος του μινωικού ναυτικού, με τους εφοδιασμένους με ορειχάλκινα όπλα ναύτες, που θαλασσοκρατούσε στην ανατολική Μεσόγειο και εμπόδιζε την προσέγγιση κάθε εχθρού στην Κρήτη
Στα έπη αναφέρονται πολλά τεχνολογικά επιτεύγματα καθώς και κάποιοι επώνυμοι δημιουργοί τους. Ο Άργος ναυπήγησε την θαυμαστή Αργώ, ο Επειός κατασκεύασε τον Δούρειο Ίππο και στον Παλαμήδη αποδίδεται η επινόηση της μετάδοσης μηνυμάτων με φωτεινά σήματα, χάρη στην οποία η πτώση της Τροίας μαθεύτηκε αστραπιαία στις Μυκήνες.
Τεχνικά έργα
Στα τεχνικά έργα της αρχαιότητας μπορούμε να κατατάξουμε το αποχετευτικό σύστημα του ανακτόρου της Κνωσού, όπως μας το αποκάλυψε η αρχαιολογική σκαπάνη. Χωρίς υπερβολή οι αποχετεύσεις και το σύστημα εγκαταστάσεων υγιεινής των ανακτόρων των Βερσαλλιών, που έχτισε ο Λουδοβίκος ΙΔ΄ τον 17ο αιώνα μ.Χ., ήταν πολύ υποδεέστερες και σχεδόν πρωτόγονες, αν συγκριθούν με τις εγκαταστάσεις στο ανάκτορου του Μίνωα (14ος αιώνας π.Χ.).
Μεγάλης έκτασης (πρωτοφανούς για τα ελληνικά δεδομένα) αποξηραντικά και αποστραγγιστικά έργα, που αποδίδονται στους μηχανικούς των Μινύων βασιλέων του Ορχομενού, αποκαλύφθηκαν με διαδοχικές ανασκαφές στην Κωπαΐδα. Με εντολή του Περίανδρου, του τυράννου της Κορίνθου, κατασκευάστηκε η Δίολκος, πολύ σημαντικό και πρωτότυπο στη σύλληψή του έργο, που επέτρεπε τη μεταφορά μεγάλων πλοίων από τον Κορινθιακό στον Σαρωνικό κόλπο, χωρίς να είναι υποχρεωμένα να περιπλεύσουν την Πελοπόννησο.
Χωρίς αμφιβολία όμως, πολύ μεγάλο τεχνικό έργο είναι το Ευπαλίνιο όρυγμα, που κατασκεύασε με εντολή του Πολυκράτη, τυράννου της Σάμου, ο Ευπαλίνος ο Μεγαρεύς. Θεωρείται σημαντικό, όχι τόσο για το μέγεθός του, όσο για τον τρόπο που κατασκευάστηκε. Το Ευπαλίνιο όρυγμα είναι σήραγγα μήκους ενός χιλιομέτρου περίπου, και διατομής 1.80 x 1.80 μ., που διαπερνά σε βάθος 4-8 μέτρων έναν λόφο. Μέσα από εκεί περνούσε ο αγωγός (συνολικού μήκος τριών χιλιομέτρων) από τον οποίον υδρευόταν η πόλη της Σάμου. Το σημαντικό στοιχείο, που μαρτυρεί πολύ προχωρημένες γνώσεις γεωμετρίας και τοπογραφίας, είναι πως η διάνοιξη του αγωγού άρχισε ταυτοχρόνως και από τις δύο πλευρές, και οι δύο εκσκαφές συναντήθηκαν με ελάχιστη απόκλιση. Να σημειωθεί πως το Ευπαλίνιο όρυγμα αποκαλύφθηκε το 1882, καθαρίστηκε και εξακολουθεί και σήμερα να είναι επισκέψιμο και να χρησιμοποιείται.
Στα σημαντικά τεχνικά έργα πρέπει να κατατάξουμε και το έργο εκτροπής του ποταμού Άλυ, που κατά τον Ηρόδοτο σχεδίασε ο Θαλής, αλλά και τις τεράστιες σε μήκος γέφυρες πάνω σε πλοία, επιτεύγματα ελλήνων μηχανικών, με τις οποίες γεφύρωσε τον Βόσπορο ο Δαρείος και τα Δαρδανέλια ο Ξέρξης.
Μεταφορικοί και ανυψωτικοί μηχανισμοί
Η μεταφορά, από μεγάλες συχνά αποστάσεις, τεραστίων σε μέγεθος, πέτρινων αντικειμένων, επεξεργασμένων ή ανεπεξέργαστων, όπως οι ογκόλιθοι στις πύλες και τα τείχη των Μυκηνών, τα μαρμάρινα μέλη των ναών και τα πελώρια αγάλματα, καθώς και η ανύψωσή τους και η ασφαλής τοποθέτησή τους στην οριστική θέση τους, προϋποθέτουν τη χρήση κατάλληλων μεταφορικών διατάξεων και ανυψωτικών μηχανισμών.
Το ότι τα τείχη πολλών μυκηναϊκών φρουρίων ονομάστηκαν κυκλώπεια, μαρτυρεί πως οι μεταγενέστεροι, κατανοώντας το υπεράνθρωπο του επιτεύγματος, έχοντας όμως ξεχάσει το ιστορικό του, το απέδιδαν σε υπερφυσικά μυθολογικά πλάσματα, όπως οι Κύκλωπες. Πρέπει πάντως να έχουμε υπόψη μας πως στην κατασκευή τεχνικών έργων κατά την αρχαιότητα δεν υπήρχε πίεση χρόνου, εκτός από σπάνιες και ειδικού χαρακτήρα περιπτώσεις. Ο ναός της Απτέρου Νίκης χτιζόταν επί 12 χρόνια, ο Παρθενώνας αποπερατώθηκε σε 15 και η ανέγερση του ναού του Ολυμπίου Διός κράτησε πολύ περισσότερα χωρίς να ολοκληρωθεί. Δεν υπήρχε επίσης πρόβλημα εργατικού κόστους, καθώς πολλά έργα έγιναν με δουλική εργασία και μερικά με εθελοντική.
Έχουν όμως διασωθεί είτε απεικονίσεις είτε περιγραφές, του τρόπου με τον οποίο γινόταν η μεταφορά και η ανύψωση αυτών των τεράστιων όγκων. Οι μεταφορικοί μηχανισμοί ήταν στην πραγματικότητα λειασμένοι και ευθυτενείς κορμοί δέντρων, που λειτουργούσαν σαν ράουλα. Υπήρχαν όμως και ειδικές άμαξες κατάλληλου μήκους, με πολλούς τροχούς μεγάλης διαμέτρου, κάτω από τις οποίες κρεμούσαν και έδεναν το αντικείμενο που ήθελαν να μεταφέρουν (μονολιθικές στήλες, οβελίσκους κλπ.). Καθώς η Ελλάδα, που περιβρέχεται από τη θάλασσα, έχει πολλά νησιά και μεγάλοι κόλποι εισχωρούν στο εσωτερικό της, πολλές μεταφορές γίνονταν με πλωτά μέσα, σχεδίες, πλατφόρμες πάνω σε δύο ή τρία σκάφη κ.ά.
Για την ανύψωση των αντικειμένων αυτών, όταν έφταναν στον προορισμό τους, χρησιμοποιούσαν συστήματα μοχλών και υποστυλωμάτων.
Μεταλλευτικές και μεταλλουργικές τεχνικές
Οι αρχαίοι Έλληνες, από την προϊστορική ακόμα εποχή, είχαν προαγάγει την τεχνολογία εξαγωγής πολλών μετάλλων. Γνώριζαν πολλά μέταλλα, όπως τον μόλυβδο, τον χαλκό, τον κασσίτερο, τον ψευδάργυρο, τον υδράργυρο, τον σίδηρο, και φυσικά τον άργυρο και τον χρυσό, που σημαίνει ότι ήξεραν πώς να τα αποσπούν από τα μεταλλεύματα τους, ή (στην περίπτωση του χρυσού) πώς να τα απομονώνουν από τις διάφορες προσμίξεις (χρυσοφόρες άμμους) με τις οποίες βρίσκονταν σε φυσική κατάσταση.
Αυτό σημαίνει πως είχαν εφεύρει μεταλλευτικές μεθόδους, τις οποίες θεωρούσαμε εφευρέσεις της εποχής μας ή έστω των Νεότερων Χρόνων, πριν οι αρχαιολόγοι αλλά και άλλοι επιστήμονες και ερευνητές, στα μέσα του 20oύ αιώνα, αποκαλύψουν πως τις εφάρμοζαν πριν χιλιάδες χρόνια οι αρχαίοι. Τέτοιες μέθοδοι είναι η κυπέλλωση, η επίπλευση, η αμαλγάμωση και άλλες.
Ο πλούτος της Αθήνας στηριζόταν μεταξύ άλλων στην εκμετάλλευση του αργυρούχου μεταλλεύματος του μολύβδου, του γαληνίτη δηλαδή, που αφθονούσε στο Λαύριο. Οι αρχαίοι εφάρμοζαν την τεχνική της κυπέλλωσης, όπου ο αργυρούχος μόλυβδος πυρωνόταν σε ρεύμα αέρα και μετατρεπόταν σε οξείδιο του μολύβδου (σε λιθάργυρο), ενώ ο άργυρος έμενε σε μεταλλική κατάσταση. Επειδή έχει υπολογιστεί κατά προσέγγιση το ποσόν του αργύρου που εξήχθη κατά την αρχαιότητα (από τον 5ο ώς τον 2ο αιώνα π.Χ.), οι ειδικοί περίμεναν να βρουν στα μεταλλεία του Λαυρίου ολόκληρα βουνά από λιθάργυρο, αφού από έναν τόνο γαληνίτη έπαιρναν λίγα μόνο κιλά αργύρου. Δε βρήκαν όμως τίποτα. Τι απέγινε τόσος λιθάργυρος; Έρευνες που έκανε ο καθηγητής Κονοφάγος απέδειξαν ότι οι αρχαίοι τον μετέφεραν στα χρυσορυχεία της Μακεδονίας, απέναντι από τη Θάσο, όπου τον χρησιμοποιούσαν για την απόληψη του χρυσού με μια μέθοδο που λέγεται επίπλευση, και που ώς πριν λίγα χρόνια εθεωρείτο ανακάλυψη του 19ου αιώνα!
Για την απόληψη του χρυσού από τις χρυσοφόρες άμμους των ποταμών της Μακεδονίας, εφάρμοζαν επίσης την τεχνική της αμαλγάμωσης, αναμειγνύοντας την άμμο με υδράργυρο, ο οποίος με τον χρυσό που υπήρχε σ’ αυτήν σχημάτιζε αμάλγαμα, που αποχωριζόταν και με πύρωση έδινε καθαρό χρυσό. Είχαν επίσης ανακαλύψει τρόπους να διαχωρίζουν τον χρυσό από τον άργυρο με καθαρά χημικές μεθόδους. Εκτός όμως από την απόληψη καθαρών μετάλλων, είχαν κάνει μεγάλες προόδους όχι μόνο στη μεταλλουργία και τη μεταλλοτεχνία, αλλά και στην κεραμική, την υαλουργία, καθώς επίσης και σε πολλές γεωργικού χαρακτήρα τεχνολογίες, όπως την έκθλιψη του ελαιοκάρπου
Τα χρώματα έπαιζαν μεγάλο ρόλο στην ζωή των Ελλήνων. Κατ’ αρχάς να ξεκαθαρίσουμε πως τα μαρμάρινα αγάλματα και οι μαρμάρινοι ή πώρινοι ναοί και άλλα κτίρια δεν ήταν λευκά, όπως τα βλέπουμε σήμερα, αλλά χρωματισμένα. Λευκά έγιναν γιατί με την πάροδο των αιώνων, και καθώς έμεναν απροστάτευτα στις καιρικές μεταβολές ή ήταν θαμμένα στο χώμα ή βυθισμένα στη θάλασσα, τα χρώματα χάθηκαν. Στον καιρό της ακμής τους οι ναοί ήταν πολύχρωμοι και τα σώματα των αγαλμάτων είχαν το φυσικό χρώμα της σάρκας, τα μαλλιά και τα μάτια τους ομοίως, και μοιάζανε τόσο αληθινά, ώστε αναφέρεται πως όταν κάποιος ιερόσυλος είδε την ολόγυμνη και πανέμορφη Κνιδία Αφροδίτη του Πραξιτέλη, του φάνηκε τόσο ζωντανή, ώστε μπήκε νύχτα στον ναό και αποπειράθηκε να συνουσιαστεί με το άγαλμα!
Για πρώτες ύλες των χρωμάτων χρησιμοποιούσαν σε μεγάλη κλίμακα χρωστικές με μορφή ανόργανων ενώσεων, όπως το μίνιο (οξείδιο του μολύβδου), η ώχρα (ένυδρο οξείδιο του σιδήρου), τη σκόνη του ξυλοκάρβουνου, τον γραφίτη, ή με μορφή φυτικών εκχυλισμάτων, όπως η πορφύρα και το ινδικό. Από τους Αιγύπτιους είχαν μάθει την τεχνική της παραγωγής έγχρωμου γυαλιού, ενώ χρησιμοποιούσαν το μίνιο όχι μόνο σαν χρωστική αλλά και σαν προστατευτικό του ξύλου. Γνώριζαν επίσης την στυπτηρία (το κρυσταλλικό θειικό άλας αλουμινίου και καλίου), που τη χρησιμοποιούσαν σαν σταθεροποιητικό των χρωμάτων, γιατί βοηθούσε στην προσκόλλησή τους στις επιφάνειες.
Μηχανισμοί και όργανα επεξεργασίας των υλικών
Για να μπορούν να επιτελούν αυτές τις διεργασίες, σημαίνει πως είχαν κατασκευάσει και χρησιμοποιούσαν κατάλληλες εγκαταστάσεις, διατάξεις και μηχανές. Διέθεταν δηλαδή κλιβάνους και χυτήρια μετάλλων, χρησιμοποιούσαν μηχανήματα κοπής, θρυμματισμού ή λείανσης των υλικών. Στα βαφεία και τα γναφεία, δηλαδή τα εργαστήρια βαφής ή λεύκανσης των υφασμάτων, χρησιμοποιούσαν κοχλίες και πιεστήρια. Στα ελαιουργεία πιεστήρια επίσης, διαφορετικού τύπου. Στην αγγειοπλαστική χρησιμοποιούσαν τον κεραμικό τροχό, που κατά την παράδοση είχε εφεύρει ο Σκύθης Ανάχαρσις.
Ορισμένα από τα μηχανήματα αυτά έχουν διασωθεί, ενώ άλλα τα γνωρίζουμε από παραστάσεις, κυρίως σε αγγεία.
Όργανα μέτρησης και παρατήρησης
Στις αρχές του 20ού αιώνα, συμιακοί σφουγγαράδες βουτώντας στα ανοιχτά των Αντικυθήρων, ανέλκυσαν το ωραιότατο μπρούντζινο άγαλμα ενός έφηβου, (που ονομάστηκε Έφηβος των Αντικυθήρων), καθώς και άλλα ευρήματα, μεταξύ των οποίων κάποιο ακαθορίστου σχήματος και άγνωστου τότε προορισμού μεταλλικό αντικείμενο. Πολλά χρόνια αργότερα, όταν το αντικείμενο αυτό καθαρίστηκε και μελετήθηκε, διαπιστώθηκε πως ήταν ένας πολύπλοκος μηχανισμός, που τον αποτελούσαν μπρούντζινοι δίσκοι βαθμολογημένοι στην περιφέρειά τους και κινούμενοι με τη βοήθεια οδοντωτών τροχών. Με βάση τη μορφή των ελληνικών επιγραφών που φέρει, χρονολογείται μεταξύ του 150 και του 100 π.Χ., αρκετά πριν από την ημερομηνία του ναυαγίου, το οποίο ενδέχεται να συνέβη ανάμεσα στο 87 με 63 π.Χ.
Αρχικά, ο αρχαιολόγος και διευθυντής του μουσείου, Βαλέριος Στάης, πρόσεξε ότι ένα από τα ευρήματα είχε έναν οδοντωτό τροχό ενσωματωμένο και εμφανείς επιγραφές με αστρονομικούς όρους, και οι τότε αρχαιολόγοι θεώρησαν πως ήταν κάποιο αστρονομικό όργανο, κάτι σαν αστρολάβος, που έδινε την κίνηση των άστρων και του ήλιου και βοηθούσε στον προσδιορισμό του στίγματος του πλοίου.
Ο μηχανισμός είναι η αρχαιότερη διασωθείσα διάταξη με οδοντωτούς τροχούς. Είναι φτιαγμένος από ορείχαλκο σε ένα ξύλινο πλαίσιο και, αφότου ανακαλύφθηκε, έχει προβληματίσει και συναρπάσει πολλούς ιστορικούς της επιστήμης και της τεχνολογίας. Οι παλαιότερες απόψεις που είχαν παρουσιαστεί (κυρίως πριν από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο) για πιθανές εφαρμογές του οργάνου αυτού, ήταν: αστρολάβος, δρομόμετρο, αναφορικό ρολόι, αστρονομικό ναυτικό ρολόι, «πλανητάριο» Φυσικά, όλες αυτές οι χρήσεις δεν είναι αλληλοαποκλειόμενες.
Ακολούθησαν εμπεριστατωμένες έρευνες και εξετάσεις του ευρήματος με τα πιο σύγχρονα όργανα (ακόμα και αξονικό τομογράφο χρησιμοποίησαν), και σήμερα η πιο αποδεκτή θεωρία σχετικά με τη λειτουργία του υποστηρίζει ότι ήταν αναλογικός υπολογιστής, σχεδιασμένος για να υπολογίζει τις κινήσεις των ουρανίων σωμάτων. Πρόσφατες λειτουργικές ανακατασκευές της συσκευής υποστηρίζουν αυτήν την ανάλυση. Από τις πρόσφατες έρευνες απορρίφθηκε η θεωρία ότι εμπεριέχει διαφορικό οδοντωτό τροχό.
Ο μηχανισμός αυτός έδινε, κατά την επικρατέστερη σύγχρονη άποψη, τη θέση του ήλιου και της σελήνης καθώς και τις φάσεις της σελήνης. Μπορούσε να εμφανίσει τις εκλείψεις ηλίου και σελήνης βασιζόμενος στον βαβυλωνιακό κύκλο του Σάρου. Τα καντράν του απεικόνιζαν επίσης τουλάχιστον δύο ημερολόγια, ένα ελληνικό βασισμένο στον Μετωνικό κύκλο και ένα αιγυπτιακό, που ήταν και το κοινό «επιστημονικό» ημερολόγιο της ελληνιστικής εποχής.
Η ανακάλυψη του μηχανισμού των Αντικυθήρων, που λογικώς εξεταζόμενος δεν θα πρέπει να ήταν μοναδικός, μαρτυρεί όχι μόνο την έκταση των αστρονομικών γνώσεων των αρχαίων, αλλά και την τεχνολογική τους πρόοδο στη μεταλλουργία, στη μεταλλοτεχνία και στην κατασκευή οργάνων ακριβείας. Τα αποτελέσματα της έρευνας επιβεβαίωσαν ότι ο μηχανισμός διέθετε 30 οδοντωτούς τροχούς οι οποίοι περιστρέφονταν γύρω από 10 άξονες. Η λειτουργία του μηχανισμού κατέληγε σε τουλάχιστον 5 καντράν, με έναν ή περισσότερους δείκτες για το καθένα. Με τη βοήθεια του τομογράφου έχουν διαβαστεί αρκετές από τις επιγραφές που υπήρχαν στις πλάκες και στους περιστρεφόμενους δίσκους, οι οποίες εμπεριέχουν αστρονομικούς και μηχανικούς όρους και έχουν χαρακτηριστεί από τους ειδικούς ως ένα είδος «εγχειριδίου χρήσης» του οργάνου.
Δεν ξέρουμε φυσικά ποιος ήταν ο εφευρέτης του μηχανισμού, οι περισσότεροι όμως ερευνητές συμφωνούν πως πρέπει να ήταν ο Ίππαρχος, διάσημος αστρονόμος, μαθηματικός, γεωγράφος, μετεωρολόγος, αλλά και κατασκεταστής πολλών οργάνων μέτρησης, όπως ο γνώμων, το ηλιωρολόγιον, το υδρολόγιον, η στερεά σφαίρα, η διόπτρα και ο αστρολάβος. Όπως προαναφέρω, λογικώς εχόντων των πραγμάτων δεν θα κατασκευάστηκε μονάχα ένα τέτοιο όργανο. Θα υπήρχαν περισσότερα. Ούτε άλλωστε ήταν το μοναδικό στο είδος του. Όπως αναφέρει ο Κικέρων, είχε δει στη Ρόδο έναν μηχανισμό όμοιο με αυτόν, που είχε κατασκευαστεί από τον Ποσειδώνιο τον Απαμέα, ξέρουμε δε πως ο Αρχιμήδης είχε κατασκευάσει πλήθος οργάνων και μηχανισμών, που ο πορθητής των Συρακουσών Μάρκελος τούς μετέφερε και τους τοποθέτησε στον ναό της Αρετής στη Ρώμη, όπου παρέμειναν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Στο Βυζάντιο βρέθηκε παρόμοιος μηχανισμός κατασκευασμένος τον 7ο αιώνα. Αντίστοιχος μηχανισμός περιγράφεται και από τον μεταγενέστερο Άραβα Αλ Μπιρουνί.
Διατύπωση προδιαγραφών
Σε μαρμάρινη επιγραφή, που βρέθηκε στην Ελευσίνα και μελετήθηκε από τον καθηγητή Γιώργο Βαρουφάκη, έχουν διατυπωθεί λεπτομερείς και εξαιρετικά αυστηρές προδιαγραφές για τον τρόπο ανάμιξης χαλκού και κασσιτέρου με σκοπό την παραγωγή του κράματος που ονομάζεται κρατέρωμα, δηλαδή του μπρούντζου, από τον οποίο κατά κανόνα κατασκεύαζαν τα μεταλλικά αγάλματα.
(*)
Στη σύντομη πραγματεία του «Ψαμμίτης ή Άμμου Καταμέτρης», που την αφιερώνει στον Γέλωνα των Συρακουσών, ο Αρχιμήδης επιχειρεί να υπολογίσει τον αριθμό των κόκκων της άμμου, που σκεπάζει τις ακτές και τις ερήμους ολόκληρης της Γης, γιατί ήταν αντίθετος με την άποψη που επικρατούσε ως τότε, πως οι κόκκοι της άμμου είναι άπειροι τον αριθμό και γι΄ αυτό δε μπορούν να μετρηθούν. Μολονότι το ισχύον στην εποχή του σύστημα αρίθμησης δεν προσφερόταν καθόλου για μια τέτοια απόπειρα, κατόρθωσε περιγραφικά να δώσει έναν ασυλλήπτου μεγέθους αριθμό (1 ακολουθούμενο από 80 τετρακισεκατομύρια μηδενικά!).
Το ενδιαφέρον όμως που παρουσιάζει ο «Ψαμμίτης» δεν είναι ο εντυπωσιακός αυτός αριθμός, αλλά πως για πρώτη φορά στην ιστορία της επιστήμης εισάγει την έννοια της ύψωσης αριθμού σε δύναμη (στη συγκεκριμένη περίπτωση 108Χ10 16 )
[Ο εκθέτης είναι κι αυτός υψωμένος σε δύναμη του 10]
[Ο εκθέτης είναι κι αυτός υψωμένος σε δύναμη του 10]
https://sarantakos.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου