Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 19 Δεκεμβρίου 2017

Ο ΣΑΝΤΑ ΠΑΡΑΣΤΡΑΤΗΣΕ !

Ο Σάντα παραστράτησε!

Σοκ και δέος! Ο Σάντα παραστράτησε!
Αφορμή για το σημερινό κείμενο, στάθηκε το άρθρο της Μαρίνας «Xmas δελτίο ειδήσεων». Φιλαλήθης ως είναι, δεν μπόρεσε να κρατήσει κρυφή τη συνταρακτική είδηση που έφτασε στην Αίθουσα Σύνταξης του ιστο–καναλιού: «Εκεί που ερωτεύομαι τη ζωή».
Από πλευράς μου, έκανα την αποκοτιά κι αποκάλυψα στο σχόλιό μου ότι γνώριζα πολλά για την ιστορία που θα διαβάσετε παρακάτω. Ανύποπτη η μικρή Μαρίνα, ανύποπτη/ος κι εσύ, έλα όμως που από ‘κείνη την ώρα έσπασαν τα τηλέφωνα από τα ξωτικά που, επ’ ευκαιρία της απεργίας που εξήγγειλαν, αφορμή γύρευαν κι αφορμή βρήκαν να στήσουν τον Σάντα στα πέντε μέτρα, καταγγέλλοντας τον εργοδότη τους και για διαφθορά!
— «Βγάλ’ τα στη φόρα! Ήρθε η στιγμή να μάθει ο κόσμος το πραγματικό πρόσωπο του δυνάστη!»
— «Παιδιά, να λογικευτούμε. Το ότι ο Σάντα ξενο
πηδάεικοιτάζει, είναι άσχετο με τις συνθήκες εργασίας σας και τα δικαιώματά σας…»
— «…Που έχουν καταστρατηγηθεί και τα οποία μας ροκανίζει μέχρι τελευταίο ψίχουλο, σαν τους κουραμπιέδες που του αφήνουν οι αθώοι πολίτες του κόσμου για–να–βάλει–μια–μπουκιά–στο–στόμα–του–που–’χει–ο–καημένος–ταξίδι, μα όλο το χαμαλίκι το τραβάμε εμείς! Τ΄αγγέλου του (και του ξωτικού του) νερό δεν δίνει, ο γύφτος!
»Συν τοις άλλοις, προμοτάρει με χίλια την Coca-Cola…»
— «Α, όλα κι όλα! Δεν πίνω Coca-Cola! Ούτε γουλιά!»
— «Α, να γεια σου! Λοιπόν, θ’ αποκαλύψεις τι ξέρεις για την κρυφή ζωή του; Ίσως, μπροστά στη γενική κατακραυγή…»
— «Εντάξει. Αλλά “η γενική κατακραυγή” θα κοπάσει με τα πρώτα δώρα… να το ξέρετε. Ο κόσμος έχει μάθει να χαίρεται μόλις του πετάξουν μερικά ψίχουλα από το ψωμί που, λίγο πριν, του βούτηξαν απ’ τα χέρια.»
— «Λίγα ψίχουλα αγάπης σου γυρεύω…», άρχισαν να τραγουδούν ἐν χορῷ τα ξωτικά κι έφυγαν τρέχοντας να πουν τα νέα στους ταράνδους.

Kinky Santa

Τα πρώτα χρόνια

Σε αντίθεση με την εικόνα του καλοκάγαθου γέροντα που όλοι έχουμε στο μυαλό μας, ο Σάντα είναι μεγάλο μούτρο!
Όταν ήταν νέος (πάνε πάνω από διακόσια χρόνια, πριν καν γίνει γνωστός, το 1822), είχε όραμα, είχε όνειρα, είχε μιαν άλφα ιδεολογία. Θέλεις γιατί υπήρξε, κάποτε, καλόψυχος; Θέλεις γιατί είχε γευτεί την απόρριψη εξ απαλών ονύχων; (Μπουνταλάς, ανέκαθεν, του έκαναν μπούλινγκ τα άλλα παιδάκια στο σχολείο κι όσο να ‘ναι, ένιωθε σα να ‘χε τον ανθρωποδιώχτη. Μόνο τα ξωτικά τον πλησίαζαν, καθώς κι αυτά υφίσταντο μπούλινγκ, επειδή ήταν χαμηλού αναστήματος κι είχαν μεγάλα και πεταχτά αυτιά, κι οι συμμαθητές τους τα φώναζαν «θρούμπες», ρωτώντας τα διαρκώς αν… πιάνουν καλό σήμα!)
Τελειώνοντας το σχολείο, κόπηκαν άπαντες στις Πανελλήνιες της εποχής, για να ξαναδώσουν ούτε λόγος, με το που άκουγαν «βιβλίο» έπεφταν λιπόθυμα –κι ο Σάντα, σε κώμα. Κι αν έχεις στο μυαλό σου κάποιες παλιές ζωγραφιές με τον Σάντα, μπροστά στο τζάκι, να διαβάζει βιβλία στους μικρούς του φίλους… μέσα σ’ όλα, να σου αποκαλύψω ότι πρόκειται για τερτίπια του επικοινωνιολόγου του. [Αυτοί οι επικοινωνιολόγοι, τελικά, έχουν πάρει κόσμο και κοσμάκη στο λαιμό τους!]
— «Μάγκες, λέω να στήσουμε μια επιχείρηση», είπε ο τσουπωτός.
— «Να πουλάμε κάλτσες;», πετάχτηκε ένα αφηρημένο ξωτικό.
— «Να φτιάχνετε παιχνίδια και να τα μοιράζω τις γιορτινές μέρες στα παιδάκια του κόσμου, να παίρνουν χαρά!»
— «Και θα μοιραζόμαστε τα κέρδη, στα τέσσερα! Ένα τέταρτο εσύ, που ‘σαι ένας, τρία τέταρτα εμείς, που είμαστε πολλά αλλά λιγόφαγα.»
— «Ποια κέρδη, ρε παιδιά; Τζάμπα θα τα δίνουμε τα δώρα, δεν τον ακούσατε; Θα τα μοιράζει, λέει, στα παιδάκια!»
— «Θα ‘χουμε κέρδη από τις διαφημίσεις και χορηγό την Coca-Cola, τι άλλο θέλετε», τα καθησύχασε ο λουκουμάς. «Στο μεταξύ, όμως, εγώ πρέπει να παντρευτώ, να ‘χω μια γυναίκα να μου μαγειρεύει, να μου πλένει, να μου σιδερώνει τα σώβρακα και τη μεγάλη στολή!»

Ο γάμος

Επειδή από εμφάνιση δεν έλεγε και πολλά κι επειδή, στα σχολικά του χρόνια ούτε οι κιμωλίες δεν γύριζαν να τον κοιτάξουν, οι δικοί του τού σπρώξανε μια μεγαλοκοπέλα.
— «Νοικοκερά και άξια», είπε στους γονείς του η κυρα–Καλλιόπη, η προξενήτρα, ρουφώντας τον καφέ της, «της δίνουνε και καλή προίκα: μια μεζονέτα στο Ροβανιέμι, τριάντα στρέμματα ποτιστικά στο Πααβαλνιέμι…»
— «Καλέ, το Πααβαλνιέμι είναι τίγκα στον πάγο και το ιγκλού! Τι να ποτίσουν;»
— «…κι ένα κοπάδι ταράνδους», συνέχισε η κυρα–Καλλιόπη.
— «Πόσα κεφάλια;»
— «Ίσαμ’ ογδόντα…»
Ο υποψήφιος γαμπρός, εν τω μεταξύ, είχε αράξει πάνω σε μια φλοκάτη, στο τζάκι, κι έψηνε μαρσμάλοου.
Τέλος πάντων, τα συμφωνήσανε, «ό,τι πείτε εσείς, πατέρα, ό,τι πείτε εσείς, μητέρα» (ήταν και σεβαστικός, ο άχαρος!), του ‘πανε ότι έτσι είναι οι γυναίκες, το πίστεψε –δεν είχε λόγο μα ούτε κι αντίλογο για το αντίθετο– και μια μέρα που η Aurora Borealis1 είχε τα κέφια της κι έκανε τον ουρανό παρδαλό σαν παιδική ζωγραφιά, το ζεύγος ήλθε εἰς γάμου κοινωνίαν.
Η «νοικοκερά και άξια» απεκαταστάθη, δόξῃ καὶ τιμῇ κι άρχισε να σιδερώνει τις σωβρακοφανέλες του Σάντα και να του μαγειρεύει τσουκάλια χερνεκέτο2 και λαμαρίνες καλακούκο3.
Περνούσαν τα χρόνια, παιδιά δεν έρχονταν, «καλέ, γιατί δεν τ’ αποφασίζετε; Εσείς που τ’ αγαπάτε τόσο τα παιδάκια», άρχιζαν τις χαριτωμενιές φίλοι, γνωστοί και γείτονες (τώρα, όταν σου λέω γείτονες, μη φανταστείς μεσοτοιχία, έτσι; Ο πιο κοντινός, ίσαμε καμιά πενηνταριά χιλιόμετρα από την οικία Σάντα).
Τι ν’ αποφασίζανε; Και καλά, πες, ο Σάντα ήθελε. Η… Σάρα, μπορούσε;
Να μην υπεισέλθω σε λεπτομέρειες της κλίνης, διότι εκεί, τα πράγματα του ‘ρθαν κομματάκι μπρούτα, του Σάντα. Να θέλει να πράξει τα δέοντα κι η άλλη τη μια να ‘χει πονοκέφαλο, την άλλη να τη χτυπάει το κότσι, την παράλλη να ‘χει πιαστεί ο σβέρκος της και να ‘χει περάσει κολάρο… Όταν εξαντλούσε το ρεπερτόριό της σε ατυχήματα και κακουχίες, άρχιζε άλλο τροπάρι: «Α, πα πα! Κάνει κρύο!». «Δεν θα ‘σαι καλά, καλή η παρέα σου αλλά βρωμάν’ τα πόδια σου!». «Είναι Τετάρτη. Νηστεύω!». «Είναι Παρασκευή. Νηστεύω!». «Είναι Μεγάλη Σαρακοστή. Νηστεύω!». «Έρχεται Δεκαπενταύγουστος. Νηστεύω!» (Μέσα σ’ όλα, του βγήκε και θεούσα!) Ένα δράμα ζούσε ο Σάντα!
Οι δουλειές πήγαιναν καλά. Τα ξωτικά δεν έβαζαν κώλο κάτω, η παραγωγή προχωρούσε με αμείωτους ρυθμούς, η Coca-Cola είχε αγκαζάρει τον Σάντα φουλ τάιμ τζομπ με δοκιμαστικά, γυρίσματα, διαφημιστικά κι η κυρία Σάντα όλη μέρα με τα ξεσκονόπανα, τη βιλέντα, το τσουκάλι και τις λαμαρίνες, το μαλλί άφτιαχτο –ένα κλάμερ κι όξω απ’ την πόρτα– ρόμπα και ποδιά, ξεχειλωμένη κάλτσα και παντόφλα! Κάνε φόκους!

«Μηδέ δίδοτε τόπον τῷ διαβόλῳ.»4

Εγώ, μαζί σου κυρα–Σάντα μου, αλλά εντελώς μεταξύ μας και να μη βγει παραέξω, του ‘δωσες και κατάλαβε από χώρο, του διαβόλου!
Διότι κι ο άλλος, άντρας στα ντουζένια του είναι. Κι όποιος σου ‘πε ότι η καρδιά του άντρα περνάει απ’ το στομάχι, τρικλοποδιά σου ‘βαλε! Με χερνεκέτο και καλακούκο, δεν βάφονται αβγά, καλή μου!
Ο «διάβολος», στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν φορούσε Πράντα. Για την ακρίβεια, ένα τσιτάκι φτηνιάρικο φορούσε κάτω από το γκάκτι της5και μ’ αυτό το τσιτάκι είδε ο Σάντα την Κασσιόπεια, τη Μεγάλη και τη Μικρή Άρκτο και τον Πολικό Αστέρα!
Διότι ο «διάβολος» ήταν ένα κράμα από Μόνικα Μπελούτσι και Σοφία Λώρεν, με μάτια στο χρώμα του μαλαχίτη.
— «Θα μου δώκεις ένα ποτήρι νερό,  του γέροντα, καλή μου κοπέλα;», χτύπησε την πόρτα της ο Σάντα, τάχα μου οδοιπόρος, τάχα μου τυχαία.
— «Η μητέρα, μ’ έχει δασκαλέψει να μην ανοίγω σε αγνώστους!»
— «Δεν είμαι άγνωστος! Είμαι ο πιο γνωστός γνωστός σας! Ο Σάντα!»
Η άλλη, από μέσα, έκανε στα γρήγορα τους υπολογισμούς της. Ο Σάντα ήταν ο σελέμπριτι της περιοχής. Τα διαφημιστικά τού απέφεραν ένα σκασμό λεφτά, τα οποία, πού πήγαιναν; Σε καμιά κασέλα για τα γεράμ…αχαχαχα!
Δεν την είχε δει, αλλά είχε πάρει τ’ αυτί της ότι η κυρία Σάντα δεν βλεπόταν! Οι κακές γλώσσες δε, έλεγαν κι ότι… δεν του καθόταν!
— «Μια στιγμή, να ρίξω κάτι πάνω μου, είμαι με τα νεγκλιζέ!»
Σου ‘φερα νερό στις χούφτες
για να πιεις, να ξεδιψάσεις
που ‘ναι τ’ αχείλι σου πικρό6
…Τραγουδούσε, την ώρα που του άνοιγε την πόρτα, ο διάβολος–Μόνικα–Σοφία–μαλαχίτης, για να του κάνει καλή εντύπωση (πως είναι, και καλά, του ποιοτικού) μην την περάσει για μπασκλασαρία.
Σου ‘φερα ψωμί και μέλι
κι ένα καθαρό σεντόνι
και τον χτύπο απ’ την καρδιά6
…Πέρασε στο παρασύνθημα ο γέρων, υποκύπτων στις χάρες του διαβόλου με το τσιτάκι!
Κατακέφαλα και κατακούτελα τον χτύπησε ο έρωτας, κι από ‘κείνη τη μέρα ενέταξε στο δρομολόγιό του μια στάση, απαραιτήτως, στο φτωχικό τής νεαράς.
Φήμες λένε ότι, έκτοτε, στο τοπικό ξενυχτάδικο, έδινε παραγγελιά σε κάποιον Βασίλη, να του τραγουδά:
Θα μου κλείσεις το σπίτι, μ’ έχεις κάνει αλήτη
Θα μου βάλεις φωτιά, γι’ αυτό κάτσε καλά!
♦ ♦ ♦
Το Ροβανιέμι, τώρα, δεν είναι πια αυτό που ήταν. Αποκεντρώθηκαν άλλες περιοχές και… επικεντρώθηκαν εκεί, ενώ οι τουρίστες συρρέουν καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου για να δουν από κοντά τον εγχώριο, μα παγκοσμίου φήμης, σελέμπριτι, να του ζητούν αυτόγραφα, σέλφι, «ένα δωράκι για το παιδάκι, απ’ του διαόλου τη μάνα ερχόμαστε!», άκουγε ο Σάντα τού–διαόλου–τη–μάνα, «η, καλομελέτα–κι–έρχεται,πεθερά μου!», σκεφτόταν, τον έπιαναν τα κουβαρνταλίκια, τσίτωνε τα ξωτικά, «δουλεύετε, ρε! Τι θα σκεφτεί η μητέρα για ‘μένα;», χτυπάγανε δωδεκάωρα τα ξωτικά, τους ανέβαινε το αίμα στο κεφάλι, ούτε ν’ ανασάνουν δεν είχαν χρόνο, πού και πού ακουγόταν ένα «την τύχη μου, μέσα!» και φτου κι από την αρχή!
Το Ροβανιέμι, λοιπόν, με τα χρόνια, μάζεψε εξήντα χιλιάδες νοματαίους που και πολλούς δεν τους λες αλλά, εκατόν είκοσι χιλιάδες μάτια, και στόμα έχουν και μιλιά έχουν!
Κουβέντα την κουβέντα, το σούσουρο έφτασε –επιτέλους!– και στ’ αυτιά της κυρίας Σάντα.
Αρχικά, δεν το πολυπίστεψε. Όσο έφερνε στο μυαλό της το ταίρι της με το πουά σώβρακο και τα ελέη του τ’ ασυμμάζευτα, τόσο μικρότερη της φαινόταν η πιθανότητα να τον έχει λιγουρευτεί γυναίκα. «Σιγά το δέκα το καρό», μονολόγησε.
Δεν υποψιάστηκε τίποτα όταν, ένα βράδυ, την ώρα που φορούσε τη νυχτικιά και το σκούφο, της πέταξε στο αδιάφορο «γυναίκα! Κομμένο το καλακούκο, μου πέφτει βαρύ. Ρόσολ7 και ξερό ψωμί, εφεξής!»
Δεν της μπήκαν ψύλλοι στ’ αυτιά, ούτε όταν ο Σάντα κουβάλησε μια ντουζίνα καινούργια σώβρακα (πράσινα, με ριγέ άσπρα–κόκκινα ζαχαρωτά μπαστουνάκια) και μια κολόνια 200ml (συσκευασία–γίγας, γιατί είχε κι ένα κοτζάμ κορμί να κουμαντάρει) από τους Ρωσοπόντιους.

«Μις Μαρπλ»

— «Ξύπνα, μωρή ηλίθια!» της είπε μια μέρα που έπιναν καφέ, η μαντάμ Ξωτικού (του πρωτεργάτη ξωτικού –κάτι σαν προϊστάμενος, ένα πράγμα– που το ‘χαν περί πολλού, το σέβονταν και το υπολήπτονταν). «Θα σε χωρίσει, θα ‘ρθει η άλλη η ξεβράκωτη και θα τα βρει όλα στρωμένα, θα τον κυνηγάς για τις διατροφές και δε θα σου δίνει μία, στην ψάθα σε βλέπω, οσονούπω! Παρακολούθησέ τον και θα δεις!»
Τώρα, η μαντάμ Σάντα τα βαριόταν αυτά. Δεν ήτο και του χαρακτήρος της, μα ούτε κι η ψάθα ήτο της ιδιοσυγκρασίας της (άσε που ‘χε και δισκοπάθεια κι αυχενικό κι αρθριτικά· χάρβαλο!)
Αρχικά, σκέφτηκε να παίξει τίμια.
— «Σάντα, πού πας;»
— «Στο καφενείο.»
— «Ζακέτα να πάρεις και το βράδυ μην αργήσεις, χιονοθύελλα δείχνει το meteo.gr»
— «Σάντα πού πας;»
— «Στο εργαστήρι, να βάλω χέρι στα ξωτικά  γιατί κωλυσιεργούν κι έχω έλλειψη σε iPad, που μου τα ζητάνε πολλοί.»
— «Μπουφάν να πάρεις.»
— «Σάντα, πού πας;»
— «Στην αποθήκη, έχω παραλαβή.»
— «Παλτό να πάρεις, μην την αρπάξεις και σου κόβω, πάλι, βεντούζες!»
— «Σάντα, πού πας;»
— «Στο διάλολο!»
Κι αυτή τη φορά, ο Σάντα είπε αλήθεια.
Είδε, η άλλη, πως δεν έβγαινε άκρη με το καλό κι αποφάσισε ν’ ακολουθήσει τη συμβουλή της μαντάμ Ξωτικού.
Αμάθητη, όμως, όπως ήταν, στην πρώτη της απόπειρα παρακολούθησης έγινε αντιληπτή από όλο το Ροβανιέμι, τους επισκέπτες από την ευρύτερη περιοχή και τους τουρίστες!
— «Αχ! Η κυρία Σάντα!»
— «Μεγαλούτσικη είναι, όμως. Ε;»
— «Αυτόγραφο του συζύγου διότι δεν τον πήρε το μάτι μας;»
Τζίφος!
Έριξε τα μούτρα της και ζήτησε τη βοήθεια των ταράνδων.
— «Μάγκες, τι ξέρετε για τον άντρα μου;»
— «Εμείς δεεεν… Δηλαδή, να, εδώ! Καμιά ποκίτσα, καμιά πρέφα, μέχρι να ‘ρθει η εποχή μας να πάρουμε τους δρόμους και τους ουρανούς για τις διανομές.»
— «Εσύ, Ξανθοπούλου; Δεν ξέρεις τίποτα, δεν άκουσες τίποτα, δεν είδες τίποτα;»
— «Τι να σας πω, κυρία Σάντα; Εγώ έχω σοβαρή συζήτηση με τη Γιαδικιάρογλου.»
— «Εσύ, Γιαδικιάρογλου;»
— «Τώρα, δεν σας είπε η Ξανθοπούλου ότι έχουμε σοβαρή συζήτηση και δεν κοιτάμε τριγύρω μας;»
— «Εσύ, Πολυχρονοπούλου;»
— «Εγώ, κυρία Σάντα μου, παρακολουθώ την Ξανθοπούλου που συζητά με τη Γιαδικιάρογλου, καταλάβατε;»
— «Αφήστε! Ξέρω! Εσείς, οι υπόλοιποι, κοιτάζετε την Πολυχρονοπούλου, που παρακολουθεί την Ξανθοπούλου, που συζητά με τη Γιαδικιάρογλου!»
Βατερλό!
— «Θέλω ένα ζευγάρι κέρατα!», είπε μετά από σκέψη, η κυρία Σάντα, στον αρχι–τάρανδο. «Και να μείνει εντελώς μεταξύ μας.» (Μεταξύ αυτής και όοολων των ταράνδων, δηλαδή).
Και ζαλώθηκε τα κέρατα ταράνδου η μαντάμ Σάντα, και πήγε και την έστησε απ’ τ’ αξημέρωτα έξω από το σπίτι της σκορδόπιστης και σε λίγο, τσουπ! Να ‘σου κι ο ατάσθαλος, φορώντας το καμηλό ημίπαλτο με τον γούνινο γιακά, η γενειάδα τριμαρισμένη, φορτωμένος δώρα και γλυκά.
Του ανοίγει, η άλλη (καλέ, αυτή, ήταν παιδούλα!),
— «Μπαινοβγαίνεις, στην καρδιά μου και στο σπίτι μου! 
Μπαινοβγαίνεις, στην καρδιά μου, αχ αλήτη μου!»
— «Εγώ δεν ήμουνα αλήτης, αλήτη μ’ έκανες εσύυυ
Εγώ δεν ήμουνα ξενύχτης, ήμουνα καλό παιδί!»
…Αποκρινόταν εκείνος, την ώρα που περνούσε το κατώφλι της.
Κρυάδες!
Πλησιάζει, διακριτικά, η κυρία
ταράνδου Σάντα στο παράθυρο, μπας και πάρει τίποτα το μάτι της. Αντ’ αυτού, ακούει τον δικό της ν’ απαγγέλλει Λαπαθιώτη!
Κλείσε το παράθυρο μη βλέπουν οι γειτόνοι,
και την πόρτα σφάλισε και σβήσε το κερί,
η αγκαλιά μου επύρωσε, σαν τη φωτιά, και λιώνει,
για σφιχταγκαλιάσματα κι όλο καρτερεί.
Κλείσαν τα παραθυρόφυλλα, πέσανε τα στόρια και, να! Έμεινε πάλι με την αμφιβολία… Διότι, εδώ που τα λέμε, είδε; Δεν είδε κάτι μεμπτό!
Στο μεταξύ, όλο το Ροβανιέμι, οι επισκέπτες από την ευρύτερη περιοχή και οι τουρίστες, εκείνη την ημέρα είχαν συγκεντρωθεί σε διακριτική απόσταση και παρακολουθούσαν με ενδιαφέρον τις κινήσεις της κυρίας Σάντα, η οποία νόμιζε ότι είχε περάσει απαρατήρητη ή, έστω, ως τάρανδος! (Τάρανδος με κατακόκκινο παρκά, αμφίεση ιδανική για κατασκοπεία, ο «φάρος» του περιπολικού έλειπε για να συμπληρωθεί το σύνολο!)
Πέρασαν ώρες πολλές (ήταν κι η εποχή που δε νύχτωνε κιόλας, στο Ροβανιέμι!), η μαντάμ Σάντα είχε γίνει ντοντουρμά καϊμάκι8 και το στεφάνι της δεν έλεγε να φανερωθεί.
Οι «θεατές» είχαν αρχίσει να βαριούνται, τέλειωνε και το ποπ–κορν, άλλοι είχαν πάρει τα παιδιά κι είχαν φύγει, πάντως όλοι, ανεξαιρέτως, ένα είχαν να λένε: «βρε, την κακομοίρα! Τάρανδος έγινε για χάρη του…».
Εν συνεχεία, στόμα με στόμα, η έκφραση πήρε άλλη σημασία και τα ταρανδινά (sic) κέρατα έγιναν το επίσημο… αξεσουάρ του/της απατημένου/ης συζύγου.
Κάπου εκεί τα πήραν εντελώς οι τάρανδοι, «άι σιχτίρ! Μια ευκολία πήγαμε να κάνουμε και μας ξεφτίλισαν το είναι μας» κι άρχισαν τις μηνύσεις «κατά παντός υπευθύνου», γιατί −εδώ που τα λέμε− πώς να μηνύσουν την κυρία Σάντα, ηθική αυτουργό της διαπόμπευσης αφού, απατημένη−ξεαπατημένη, ήταν ακόμη η γυναίκα του αφεντικού κι όσο να πεις, εξουσία.
♦ ♦ ♦
Λόγω των ημερών και, στην προσπάθειά τους ν’ αντιστρέψουν το κλίμα έντονης δυσαρέσκειας από τον απλό λαό στον Σάντα, το επιτελείο των επικοινωνιολόγων του σύστησε μετριοπαθέστερο προφίλ, κάποια (περιορισμένα) «προνόμια» στα ξωτικά (έξι αντί επτά ημέρες εργασίας επί 15 και όχι 16 ώρες και καταβολή κοινωνικού μερίσματος) και ηθική αποκατάσταση των ταράνδων με την προσθήκη φωτεινής μύτης, όπως του Ρούντολφ, ώστε η προσοχή του κοινού να στραφεί σε άλλη κατεύθυνση πλην των κεράτων.
Η κυρία Σάντα εξέφρασε την ικανοποίησή της ενώ, ο διάβολος–Μόνικα–Σοφία–μαλαχίτης ετοίμασε βαλίτσες κι αναχώρησε νύχτα, προς άγνωστον κατεύθυνσιν, μέχρι να κοπάσει ο κουρνιαχτός του σκανδάλου.
Μυστήριο, ωστόσο, παραμένει η στάση του Σάντα, ο οποίος αγόρασε καινούργιο σετ σωβρακοφανέλες και, με το πρόσχημα των εορτών, κάθε νύχτα εξαφανίζεται προς άγνωστον κατεύθυνσιν…

1 Aurora Borealis: το Βόρειο Σέλας
2 Hernekeitto: μπιζελόσουπα (φαγητό της φινλανδικής κουζίνας)
3 Kalakukko: παραδοσιακό πιάτο της φινλανδικής κουζίνας με ψάρι που ψήνεται μέσα σε φραντζόλα φτιαγμένη από αλεύρι σίκαλης.
4 Επιστολές Αποστόλου Παύλου – προς Εφεσίους 4:27
5 Gákti: η παραδοσιακή φορεσιά των Εσκιμώων.
6 Από το τραγούδι «Το παράπονο» (1963) των Σταύρου Ξαρχάκου και Λευτέρη Παπαδόπουλου.
7 Rossoli: Παραδοσιακή σαλάτα της φινλανδικής κουζίνας, ιδιαίτερα δημοφιλής κατά την περίοδο που προηγείται των Χριστουγέννων.
8 Kaymaklı dondurma: στα τουρκικά, το παγωτό καϊμάκι. Παρασκευάζεται από κατσικίσιο γάλα, ζάχαρη, σαλέπι και μαστίχα. Ιδανικές γαρνιτούρες: τριμμένο φιστίκι Αιγίνης ή σιρόπι από γλυκό βύσσινο.
• H κύρια εικόνα της «εφημερίδας», είναι δημιουργία τού Yanin Ponce.
https://molyvikaixarti.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Έλα να σου διδάξω τον έρωτα

  Έλα να σου διδάξω τον έρωτα – Χρυσάνθη Σ. – GynaikaEimai 3 Φεβρουαρίου 2025 Μου είπες ότι δεν έχεις ερωτευτεί ποτέ. Όχι από επιλογή. Από ά...