Ζωή μισή
—Ι.—
«Εάν δεν το λύσεις εσύ, μπορώ να το λύσω μια και καλή εγώ!», είπε σε τόνο ακόμη εντονότερο από ετούτον της –μέχρι εκείνη τη στιγμή– κουβέντας τους. Τι κουβέντα, δηλαδή… Περί μονολόγου επρόκειτο, εκτός αν κάποια σποραδικά «α, καλά…», «ό,τι πεις» ή, «το κούρασες!», μπορούν να θεωρηθούν λόγος ή και αντίλογος.
Σε απάντηση, άκουσε την πόρτα να κλείνει, σχεδόν ταυτόχρονα με ένα «… σιχτίρ!»ॱ ή μήπως ήταν η ιδέα της; Όχι για την πόρτα –αυτή, σίγουρα είχε κλείσει.
Όχι περισσότερο από δυο λεπτά μετά (ίσα να κατέβει με το ασανσέρ, να πάει στο γκαράζ και να βάλει μπρος) ήρθε σαν επιβεβαίωση ένα φρενιασμένο μαρσάρισμα, νευρικό και θυμωμένο, προφανώς σαν τη διάθεσή του.
Όχι περισσότερο από δυο λεπτά μετά (ίσα να κατέβει με το ασανσέρ, να πάει στο γκαράζ και να βάλει μπρος) ήρθε σαν επιβεβαίωση ένα φρενιασμένο μαρσάρισμα, νευρικό και θυμωμένο, προφανώς σαν τη διάθεσή του.
«Ναι, μωρέ! Φύγε! Τρέχα! Τρέχα ξοπίσω της!», μονολόγησε η Βούλα και κλώτσησε ένα ανύπαρκτο χαλικάκι στο αψεγάδιαστο πάτωμα. Η συνήθεια τής είχε μείνει από τότε που ήταν πιτσιρίκα, μια μπουκιά παιδί κι έπαιζε στα λιθόστρωτα του χωριού ή στο χωματένιο δρόμο, που τον πατούσαν ζωντανά και άνθρωποι για να πάνε στα χωράφια. Μεγαλώνοντας, κάθε φορά που κάποιος ή κάτι της έμπαινε στο ρουθούνι, ξεσπούσε πάντα σε ένα –ανύπαρκτο, πλέον– χαλίκι.
Δεν υπήρχε περίπτωση να το αφήσει να περάσει έτσι! Ήταν πολύ γελασμένος ο κύριος Αντρέας, αν νόμιζε ότι θα έλεγε εκείνος την τελευταία κουβέντα στην ιστορία.
Ποια ιστορία, δηλαδή;
Ποια ιστορία, δηλαδή;
—ΙΙ.—
— «Ε; Ποια ιστορία; Μου φαίνεται, τα ‘χεις χάσει εντελώς, καημένη Βούλα!», έκανε με ύφος παντογνώστη η Μαίρη –κουμπάροι και «κολλητοί», η ίδια και ο άντρας της, ο Στάθης, του ζεύγους Βούλας–Αντρέα.
— «Μαίρη, αυτή τη φορά δεν είναι της πλάκας, τα πράγματα. Ξέρω εγώ, καταλαβαίνω, είκοσι τρία χρόνια κοντά του είμαι, δεκαπέντε γυναίκα του. Λες να μην έχω μάθει πότε ο Αντρίκος απλά μυρίζει τη ρίγανη και πότε βόσκει; Τώρα, μου φαίνεται πως βρήκε και μαντρί…»
— «Αμάν, καημένη! Αυτές τις βουκολικές παρομοιώσεις να μην έκανες… Δεν δένουν και με τη γόβα από την Καλογήρου», της πέταξε μισοαστεία–μισοφαρμακερά, η Μαίρη. Η Μαίρη, που δεν της έλειπε τίποτα αλλά που ο Στάθης «της» δεν είχε το άγγιγμα του Μίδα, σαν τον Αντρέα. «Είναι που δεν έχουν και παιδιά», της έλεγε εκείνος, σχεδόν απολογητικά, όποτε γινόταν κουβέντα του στυλ «ήθελα να ‘ξερα πόσα λεφτά πια έχει, ο πούστης! Αυτός δεν έχει πορτοφόλι, το Φορτ–Νοξ έχει!»
— «Μαίρη, αυτή τη φορά δεν είναι της πλάκας, τα πράγματα. Ξέρω εγώ, καταλαβαίνω, είκοσι τρία χρόνια κοντά του είμαι, δεκαπέντε γυναίκα του. Λες να μην έχω μάθει πότε ο Αντρίκος απλά μυρίζει τη ρίγανη και πότε βόσκει; Τώρα, μου φαίνεται πως βρήκε και μαντρί…»
— «Αμάν, καημένη! Αυτές τις βουκολικές παρομοιώσεις να μην έκανες… Δεν δένουν και με τη γόβα από την Καλογήρου», της πέταξε μισοαστεία–μισοφαρμακερά, η Μαίρη. Η Μαίρη, που δεν της έλειπε τίποτα αλλά που ο Στάθης «της» δεν είχε το άγγιγμα του Μίδα, σαν τον Αντρέα. «Είναι που δεν έχουν και παιδιά», της έλεγε εκείνος, σχεδόν απολογητικά, όποτε γινόταν κουβέντα του στυλ «ήθελα να ‘ξερα πόσα λεφτά πια έχει, ο πούστης! Αυτός δεν έχει πορτοφόλι, το Φορτ–Νοξ έχει!»
Μαζί σχεδόν τα είχαν αγοράσει τα διαμερίσματα (επάνω και κάτω) τα δυο ζευγάρια. Για να είναι κοντά, να μη στερούνται οι μεν, την παρέα των δε· τόσο καλοί φίλοι ήταν, τόσο ωραία έδεναν μεταξύ τους. Είχαν περάσει κοντά δέκα χρόνια από τότε που τους χώριζε μόνο «μια πόρτα και μια σκάλα, κιχ να κάνετε, αμέσως θα ‘ρθουμε!» Μαζί, όλα σχεδόν –μια που η Μαίρη κι ο Στάθης είχαν και τους περιορισμούς από τα σχολεία των διδύμων τους, αλλά κάποιες φορές, και της τσέπης τους.
— «Ήθελα να ‘ξερα ποια είναι και πού τη γνώρισε! Η Εριέτα, που τη ρώτησα απ’ έξω απ’ έξω, μου είπε ότι δεν έχουν προσλάβει καμία καινούργια το τελευταίο εξάμηνο…», συνέχισε η Βούλα, σα να μην είχε ακούσει την μπηχτή της φίλης της.
— «Η Εριέτα ξέρει ότι ο δικός σου θα της κόψει τον κώλο, έτσι και μάθει ότι σου τον ρουφιανεύει κι απλώς, θέλει να τα έχει καλά μαζί σου. Ποτέ μου δεν πίστεψα ότι μπορεί να σου δώσει αξιόπιστες πληροφορίες.
»Εκτός… Αν τον τρυγάει κι αυτή τον Αντρίκο! Αυτό, το έχεις σκεφτεί ποτέ;»
— «Ήθελα να ‘ξερα ποια είναι και πού τη γνώρισε! Η Εριέτα, που τη ρώτησα απ’ έξω απ’ έξω, μου είπε ότι δεν έχουν προσλάβει καμία καινούργια το τελευταίο εξάμηνο…», συνέχισε η Βούλα, σα να μην είχε ακούσει την μπηχτή της φίλης της.
— «Η Εριέτα ξέρει ότι ο δικός σου θα της κόψει τον κώλο, έτσι και μάθει ότι σου τον ρουφιανεύει κι απλώς, θέλει να τα έχει καλά μαζί σου. Ποτέ μου δεν πίστεψα ότι μπορεί να σου δώσει αξιόπιστες πληροφορίες.
»Εκτός… Αν τον τρυγάει κι αυτή τον Αντρίκο! Αυτό, το έχεις σκεφτεί ποτέ;»
Η Εριέτα… Δεκαοχτάχρονο κοριτσάκι, τη μια μέρα τέλειωσε το σχολείο και την άλλη, που λέει ο λόγος, την προσέλαβαν στην εταιρεία –τότε, δεν ήταν ακόμη πολυεθνική, όμως «ο κύριος Αντρέας» είχε ήδη μεγάλη θέση. Δεκαοχτώ χρόνια μετά, εκείνος ήταν «παρά τω προέδρω» κι εκείνη, πάντα η ιδιαιτέρα του.
Όμως ποτέ δεν συνέβη κάτι μεταξύ τους, όχι γιατί δεν του άρεσε σα γυναίκα, αλλά γιατί ουδέποτε, όσο κι αν πόθησε κάποια, δε θέλησε να εμπλακεί συναισθηματικά μαζί της, εφόσον βρίσκονταν στον ίδιο εργασιακό χώρο.
Όμως ποτέ δεν συνέβη κάτι μεταξύ τους, όχι γιατί δεν του άρεσε σα γυναίκα, αλλά γιατί ουδέποτε, όσο κι αν πόθησε κάποια, δε θέλησε να εμπλακεί συναισθηματικά μαζί της, εφόσον βρίσκονταν στον ίδιο εργασιακό χώρο.
Μία φορά έκανε το «λάθος» και το… φόρεσε για όλη του τη ζωή! Γιατί και τη Βούλα, σ’ εκείνον την έστειλαν «πακέτο»!
—ΙΙΙ.—
Είκοσι πέντε χρόνια νωρίτερα, ό,τι είχε αρχίσει να φτιάχνει όνομα και «μούρη» στην εταιρεία, όλο και κάποιος βρισκόταν να του ζητήσει «να τακτοποιήσουμε κι ένα καημένο που έχω… Ε, κυρ–Αντρέα;» κι εκείνος, ό,τι μπορούσε, έκανε. Έτσι το ‘χε κάνει και για τον κολλητό του, «είσαι σοβαρός; Εδώ έχουμε βολέψει κόσμο και κοσμάκη, λες να μην ξηγηθούμε στην ξαδέρφη σου;»
Η οποία ξαδέρφη κολλητού, ήταν πολύ μακρινή, αλλά εμφανίστηκε στη ζωή του Αντρέα την κατάλληλη στιγμή.
Η οποία ξαδέρφη κολλητού, ήταν πολύ μακρινή, αλλά εμφανίστηκε στη ζωή του Αντρέα την κατάλληλη στιγμή.
Στραβαδάκι στην αρχή, μέχρι τότε «τι ‘ναι η πατρίδα μας, μην είν’ οι κάμποι»στο χωριό· τα ‘παιρνε όμως τα γράμματα, πέρασε στο Πανεπιστήμιο –με την τρίτη– και βρέθηκε στην πρωτεύουσα, με μόνο δικό της άνθρωπο τον… ξάδερφο.
Φιλότιμος ο Αντρέας, με το που την έμπασε στην εταιρεία, τη ζήτησε για γραμματέα του, «μην πέσει σε κάνα αρπακτικό, το κοριτσάκι».
Κρατούσε βέβαια λιγάκι τονισμένα τα «λ» και τα «ν» της, όμως με τον καιρό βελτιώθηκε τόσο, ώστε ελάχιστοι το καταλάβαιναν, πια. Τη βοηθούσε όσο μπορούσε και στα μαθήματα της σχολής, δεν ήθελε και πολύ το πράγμα.
Κρατούσε βέβαια λιγάκι τονισμένα τα «λ» και τα «ν» της, όμως με τον καιρό βελτιώθηκε τόσο, ώστε ελάχιστοι το καταλάβαιναν, πια. Τη βοηθούσε όσο μπορούσε και στα μαθήματα της σχολής, δεν ήθελε και πολύ το πράγμα.
Με το που κοιμήθηκαν μαζί, την επομένη η εταιρεία βούιζε σα μελίσσι! Καλά, στο κούτελο το ‘χανε γραμμένο; Στην πραγματικότητα, το… βουητό είχε αρχίσει νωρίτερα, μόνο που εκείνοι δεν το ‘χανε πάρει χαμπάρι.
«Αντρέα, εσύ θα πας μπροστά εδώ μέσα. Το σούσουρο, καλό δε θα σου κάνει…», είχε ξεκινήσει να του λέει η Βούλα, ένα πρωινό, δυο μήνες μετά. Εκείνη την ημέρα, επρόκειτο να του ανατεθεί ένα πολύ σημαντικό πρότζεκτ του οποίου η επιτυχής έκβαση, σήμαινε αυτόματα και προαγωγή –μια καρέκλα που τη ζήλευαν πολλοί και, βέβαια, μεγαλύτεροί του. «Θα μου τη φάει τη θέση ο τσόγλανος; Που, ούτε τριάντα δεν είναι;»
Τελικά, τη θέση τους την έφαγε ο… τσόγλανος, αλλά και η Βούλα άλλαξε πόστο και όροφο, και τη θέση της, πήρε η Εριέτα.
«Αντρέα, εσύ θα πας μπροστά εδώ μέσα. Το σούσουρο, καλό δε θα σου κάνει…», είχε ξεκινήσει να του λέει η Βούλα, ένα πρωινό, δυο μήνες μετά. Εκείνη την ημέρα, επρόκειτο να του ανατεθεί ένα πολύ σημαντικό πρότζεκτ του οποίου η επιτυχής έκβαση, σήμαινε αυτόματα και προαγωγή –μια καρέκλα που τη ζήλευαν πολλοί και, βέβαια, μεγαλύτεροί του. «Θα μου τη φάει τη θέση ο τσόγλανος; Που, ούτε τριάντα δεν είναι;»
Τελικά, τη θέση τους την έφαγε ο… τσόγλανος, αλλά και η Βούλα άλλαξε πόστο και όροφο, και τη θέση της, πήρε η Εριέτα.
Περνούσαν τα χρόνια, η Βούλα από κοντά του. O Αντρέας, σ’ ό,τι του γυάλιζε! Mα πάλι στη Βούλα ξαναγυρνούσε, στη «σιγουράντζα». Ώσπου, όταν όλοι του οι φίλοι παντρεύτηκαν κι άρχισαν να διαλύονται οι παρέες, τρομοκρατήθηκε! Μόνο εκείνος ήταν ακόμη μπάκουρος· μπάκουρος και μαγκούφης σ’ όλη του τη ζωή θα ‘μενε; Ναι, αλλά κόντευε και σαράντα, άντε να βρεις γυναίκα, να την ερωτευτείς, να την παντρευτείς… Μπα, δεν έλεγε το άθλημα!
— «Καλά ρε, πόσο μαλάκας είσαι;» του ‘χε πει ο Στάθης, «δίπλα σου την έχεις τόσα χρόνια… και την ψάχνεις αλλού;»
Κι εννοούσε τη Βούλα! Mάλιστα! Πώς δεν το ‘χε σκεφτεί; Ή το ‘χε σκεφτεί και το ‘χε προσπεράσει; Κι αν το ‘χε προσπεράσει επειδή δεν την είχε ποτέ ερωτευτεί;
Κι εννοούσε τη Βούλα! Mάλιστα! Πώς δεν το ‘χε σκεφτεί; Ή το ‘χε σκεφτεί και το ‘χε προσπεράσει; Κι αν το ‘χε προσπεράσει επειδή δεν την είχε ποτέ ερωτευτεί;
— «Άμα την αγαπάς, να την πάρεις», του ‘πε η κυρα–Φανή, η μάνα του, που πήγε να τη συμβουλευτεί. Γράμματα πολλά δεν είχε μάθει, δύσκολο για τα κορίτσια το σχολειό στα μικράτα της, όμως διάβαζε μόνη της, κρατούσε ημερολόγιο –και το πιο σημαντικό; Ήξερε να «διαβάζει» τις καρδιές των ανθρώπων. Γύρισε και του ‘ριξε μια ματιά πάνω απ’ τα γυαλιά της, χωρίς ν’ αφήσει το πλεκτό της· εκείνος δεν την είδε.
— «Είναι γερό σκαρί η Βούλα· και πάντα δίπλα μου. Ακόμα και που έκανα τις κουτσουκέλες μου, εκείνη με περίμενε. Άσε, ρε κυρα–Φανή… Είμαστε να ψάχνουμε, τώρα; Τουλάχιστον με τη Βούλα, νοιώθω ασφαλής.»
— «Αυτό φοβάσαι να μη χάσεις; Γιατί αν είναι μόνο γι’ αυτό, θα χάσεις όλα τ’ άλλα…», μουρμούρισε η μάνα του.
— «Αυτό φοβάσαι να μη χάσεις; Γιατί αν είναι μόνο γι’ αυτό, θα χάσεις όλα τ’ άλλα…», μουρμούρισε η μάνα του.
Κι έτσι, παντρεύτηκε τη Βούλα –με πολιτικό γάμο, για ν’ αποφύγουν το νταβαντούρι, για να τελειώνει μια ώρα αρχύτερα η σεμνή τελετή.
Και συνεχίσανε τη ζωή τους, χωρίς πάνω–κάτω, χωρίς πρελούδια, χωρίς μουσικές, χωρίς χρώματα και ταξιδέματα των αισθήσεων, κι όταν κάτι γυάλιζε στον Αντρέα φρόντιζε να ‘ναι διακριτικός, να μην προκαλεί· και πάντα γύριζε στη Βούλα –στη «σιγουράντζα».
Και συνεχίσανε τη ζωή τους, χωρίς πάνω–κάτω, χωρίς πρελούδια, χωρίς μουσικές, χωρίς χρώματα και ταξιδέματα των αισθήσεων, κι όταν κάτι γυάλιζε στον Αντρέα φρόντιζε να ‘ναι διακριτικός, να μην προκαλεί· και πάντα γύριζε στη Βούλα –στη «σιγουράντζα».
Με τα χρόνια –που, δεν φέρανε παιδιά– η Βούλα έφυγε απ’ την εταιρεία, άνοιξε δικό της γραφείο κι εκείνος συνέχισε ν’ ανεβαίνει, ν’ ανεβαίνει… Αβγαταίνανε τα λεφτά και δεν είχανε πια τι να τα κάνουνε. Σπίτια, αυτοκίνητα, σκάφος, ταξίδια, να γυρίσουν τον κόσμο… Κι ανέβαινε ο Αντρέας, κι όλο περισσότερο δούλευε, κι όλο λιγότερο έβλεπε τη Βούλα, κι όλο πιο αργά γύριζε στο σπίτι (κι είχε, έτσι, άλλοθι την κούρασή του, όταν προτιμούσε τον καναπέ απ’ το κρεβάτι τους.)
—IV.—
Η Έλλη ήταν μυστήριο τρένο. Απ’ αυτά που δεν τα περιμένεις σε κανένα σταθμό, σου φανερώνονται από το πουθενά και σε ταξιδεύουν στο πουθενά… Τη γνώρισε κατά τύχη· φίλη εξωτερικού συνεργάτη της εταιρείας.
Θα ‘λεγε κανείς πως κουβάλαγε ένα τσουβάλι δώρα (της ψυχής δώρα, εκείνα τα σπάνια, τα δυσεύρετα, τα, για μερικούς, ανύπαρκτα.) και δε δίσταζε ν’ ανοίξει το τσουβάλι σ’ οποιονδήποτε…
Θα ‘λεγε κανείς πως κουβάλαγε ένα τσουβάλι δώρα (της ψυχής δώρα, εκείνα τα σπάνια, τα δυσεύρετα, τα, για μερικούς, ανύπαρκτα.) και δε δίσταζε ν’ ανοίξει το τσουβάλι σ’ οποιονδήποτε…
Ελάχιστες οι παρέες, οι φιλίες της· όμως σχεδόν ποτέ δεν παραπονιόταν για τη συμπεριφορά κανενός, ακόμη κι όταν κάποιος την είχε βλάψει, υλικά ή ηθικά. «Δεν πειράζει, Αντρέα μου. Δεν καταλαβαίνουν όλοι οι άνθρωποι τα ίδια πράγματα, δεν μπορούμε να έχουμε τις ίδιες απαιτήσεις απ’ όλους, δεν ξέρω καν, αν πρέπει να ‘χουμε απαιτήσεις. Η συνύπαρξη δεν «απαιτεί». Όπως το νοιώθει καθένας…»
Ένοιωσε ότι την αγάπησε, χωρίς να προλάβει να την ερωτευτεί· κι αυτό, τον γλίτωνε. Μπορώ να την αγαπώ, χωρίς να ‘μαι μαζί της ερωτευμένος… ο έρωτας είναι επικίνδυνο πράγμα, η αγάπη είναι άλλο.
Κατάλαβε ότι τελικά δεν είχε ξεφύγει απ’ την παγίδα, όταν κινδύνεψε να τη χάσει. Όταν έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία ένα e–mail, όπου του εξηγούσε τα πάντα… χωρίς να του λέει τίποτα! Μόνο ότι δεν ήθελε να συνεχίσουν. Τις πρώτες ώρες, του ‘ρθε ταμπλάς κι όπως ήρθε του ‘φυγε. Χαζομαρίτσες και παιχνιδάκια μικρού παιδιού, σκεφτόταν.
Κάθε άλλο παρά μικρό παιδί ήταν η Έλλη, όμως την περνούσε δεκατέσσερα χρόνια και θεωρούσε πως είχε πολλά να της μάθει.
Κατάλαβε ότι τελικά δεν είχε ξεφύγει απ’ την παγίδα, όταν κινδύνεψε να τη χάσει. Όταν έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία ένα e–mail, όπου του εξηγούσε τα πάντα… χωρίς να του λέει τίποτα! Μόνο ότι δεν ήθελε να συνεχίσουν. Τις πρώτες ώρες, του ‘ρθε ταμπλάς κι όπως ήρθε του ‘φυγε. Χαζομαρίτσες και παιχνιδάκια μικρού παιδιού, σκεφτόταν.
Κάθε άλλο παρά μικρό παιδί ήταν η Έλλη, όμως την περνούσε δεκατέσσερα χρόνια και θεωρούσε πως είχε πολλά να της μάθει.
Μόνο που η Έλλη είχε φάει τη ζωή με το κουτάλι –και, για καλό της και κακό του, μόνο γλυκιά δεν ήταν η γεύση της κάθε κουταλιάς.
Του τα ‘χε πει όλα. Από τις πρώτες μέρες του άνοιξε την καρδιά της, σα να τον ήξερε χρόνια, σα να τον περίμενε χρόνια για να του μιλήσει.
— «Κάποτε, ήμουν ένα μεγάλο καράβι… αλλά με κουμαντάρανε άλλοι: για να βγει η δουλειά καλύτερα, για να δείξουμε «μούρη» στους συνεργάτες, για να ανέβουν κι άλλο οι μπίζνες. Επειδή συνέχιζα εκεί που οι άλλοι σταματούσαν.
»Όμως ήθελα να ‘μαι ένα μικρό καράβι, μια μικρή βαρκούλα, να αρμενίζω όπως θέλω εγώ, με ό,τι καιρό θέλω εγώ, να ορίζω τα ταξίδια μου όπως θέλω εγώ. Χαζό, ίσως, όταν η καθημερινότητα δεν πληρώνεται με τον αέρα και το κύμα!
»Γεγονός είναι ότι η μικρή βαρκούλα με πήγε πολύ πιο μακριά από το μεγάλο καράβι, κι ακόμα πάει!
»Να πω ότι με καταλαβαίνουν πολλοί; Μπα…
»Όμως ακόμη κι αυτοί που δεν με καταλαβαίνουν, «καταλαβαίνουν»… κι έτσι, αυτή την πόρτα (ή, αυτό το τηλέφωνο) χτυπάνε όταν στραγγίξουν –ή, όταν τους στραγγίξουν.»
Του τα ‘χε πει όλα. Από τις πρώτες μέρες του άνοιξε την καρδιά της, σα να τον ήξερε χρόνια, σα να τον περίμενε χρόνια για να του μιλήσει.
— «Κάποτε, ήμουν ένα μεγάλο καράβι… αλλά με κουμαντάρανε άλλοι: για να βγει η δουλειά καλύτερα, για να δείξουμε «μούρη» στους συνεργάτες, για να ανέβουν κι άλλο οι μπίζνες. Επειδή συνέχιζα εκεί που οι άλλοι σταματούσαν.
»Όμως ήθελα να ‘μαι ένα μικρό καράβι, μια μικρή βαρκούλα, να αρμενίζω όπως θέλω εγώ, με ό,τι καιρό θέλω εγώ, να ορίζω τα ταξίδια μου όπως θέλω εγώ. Χαζό, ίσως, όταν η καθημερινότητα δεν πληρώνεται με τον αέρα και το κύμα!
»Γεγονός είναι ότι η μικρή βαρκούλα με πήγε πολύ πιο μακριά από το μεγάλο καράβι, κι ακόμα πάει!
»Να πω ότι με καταλαβαίνουν πολλοί; Μπα…
»Όμως ακόμη κι αυτοί που δεν με καταλαβαίνουν, «καταλαβαίνουν»… κι έτσι, αυτή την πόρτα (ή, αυτό το τηλέφωνο) χτυπάνε όταν στραγγίξουν –ή, όταν τους στραγγίξουν.»
♦ ♦ ♦
Τώρα, ένα χρόνο μετά που τη βασάνιζε (ναι, ρε μαλάκα! Τη βασανίζεις!,μονολογούσε ουκ ολίγες φορές) οποτεδήποτε του ερχόταν στο μυαλό η ιστορία της, την απόδιωχνε –από θλίψη; Ή από ντροπή. Επειδή δεν της έδινε ό,τι της άξιζε, ό,τι της χρειαζόταν, ό,τι της έλειπε, ό,τι του έλειπε…
—V.—
Συνειδητοποίησε ότι είχε φτάσει έξω απ’ το σπίτι της, όμως δεν άνοιγε την πόρτα να βγει απ’ τ’ αυτοκίνητο. Να της πει, τι; Να του πει, τι; Εκείνη, δεν ήθελε να συνεχίσουν πια. Δεν ήταν παιχνίδι, δεν ήθελε.
Μόνος του, παιδευόταν τόσα βράδια. Και τι θες, ρε μεγάλε; Είναι μόνη της· εσύ όχι. Όλες τις καλές μέρες τις περνάει μόνη της κι εσύ, αντί να φορτσάρεις, να την πάρεις ένα τηλέφωνο –έστω!– της πετάς σαν το χαρτί απ’ το σουβλάκι στον πεινασμένο, ότι θα πας διήμερη εκδρομή μετά της συζύγου και του σογιού αυτής! Την άλλη κιόλας στιγμή, είχε έτοιμη τη δικαιολογία του. Τα ‘ξερε! Τα ‘ξερε από την αρχή, δεν της έταξα, το αντίθετο μάλιστα! Μόνο που, όταν έφτανε σ’ αυτό το σημείο, αναρωτιόταν τι δεν είχε υπολογίσει σωστά και τώρα, αυτό που δεν είχε τάξει, αυτό που είχε αποποιηθεί, του σκούνταγε την πλάτη και του ‘βγαζε κοροϊδευτικά τη γλώσσα.
Μέρες υπέφερε έτσι.
Η Έλλη, κοφτή και ολιγομίλητη.
«Δεν αντέχω να μου μιλάς ξύλινα», της είχε πει δυο απογεύματα πριν, και το επόμενο λεπτό παράτησε σύξυλα συμβούλια και διαβούλια, «κάτι πολύ έκτακτο και επείγον, Εριέτα. Ακύρωσε τα πάντα ή, μάλλον, στείλε ό,τι γίνεται για μετά τις τέσσερις τ’ απόγευμα…»
Η Έλλη, κοφτή και ολιγομίλητη.
«Δεν αντέχω να μου μιλάς ξύλινα», της είχε πει δυο απογεύματα πριν, και το επόμενο λεπτό παράτησε σύξυλα συμβούλια και διαβούλια, «κάτι πολύ έκτακτο και επείγον, Εριέτα. Ακύρωσε τα πάντα ή, μάλλον, στείλε ό,τι γίνεται για μετά τις τέσσερις τ’ απόγευμα…»
Η Εριέτα, έγνεψε απλώς. Ήξερε, πια, πως τέτοιες ώρες δεν ήταν να του μιλάει κανείς. Πάντα ήταν δύσκολος, τώρα όμως κάτι σοβαρό συνέβαινε –θύμωνε με το παραμικρό, φερόταν απότομα, άγαρμπα, ενίοτε και απάνθρωπα στο προσωπικό.
Όταν είχε πρωταρχίσει τα πολλά ψου–ψου μ’ εκείνη τη μυστηριώδη Έλλη, έγινε άλλος άνθρωπος. Έλαμψε! Άλλαξε! Χαμογελούσε διαρκώς! Παρακολουθούσε τη συμπεριφορά του και με τον καιρό κατάλαβε πως, αυτό που του συνέβαινε, ήταν κάτι που ίσως ούτε ο ίδιος είχε τον τρόπο να το εξηγήσει· σε κανέναν, αν τον ρωτούσαν…
Τα διερευνητικά τηλεφωνήματα της Βούλας, της επιβεβαίωσαν τις υποψίες της.
Ποτέ της δεν τη χώνεψε τη Βούλα, στο λαιμό της καθόταν, ήταν μια γυναίκα στεγνή, στερημένη· όχι επειδή της έλειπε κάτι, αλλά γιατί ό,τι της έδιναν οι άνθρωποι, δεν είχε χώρο στην ψυχή της να το βάλει.
Τα διερευνητικά τηλεφωνήματα της Βούλας, της επιβεβαίωσαν τις υποψίες της.
Ποτέ της δεν τη χώνεψε τη Βούλα, στο λαιμό της καθόταν, ήταν μια γυναίκα στεγνή, στερημένη· όχι επειδή της έλειπε κάτι, αλλά γιατί ό,τι της έδιναν οι άνθρωποι, δεν είχε χώρο στην ψυχή της να το βάλει.
—VI.—
Την είδε να ‘ρχεται προς το μέρος του, στα χέρια της κρατούσε φαγητό μάλλον. Καλά, τόσην ώρα, πώς και δεν είχε προσέξει ότι τα φώτα στο σπίτι της, ήταν σβηστά; Τον προσπέρασε, εντελώς ανυποψίαστη. Είχε σκοτεινιάσει, δεν είχε προσέξει καν τ’ αυτοκίνητό του. Ξεκλείδωσε και μπήκε στην πολυκατοικία.
Κάμποση ώρα μετά, της χτύπησε το κουδούνι. Του άνοιξε και του χαμογέλασε.
Το φαγητό, όπως το ‘χε φέρει –ανέγγιχτο, ακόμη, μέσα στη σακούλα…
Τον πήρε απ’ το χέρι.
Το φαγητό, όπως το ‘χε φέρει –ανέγγιχτο, ακόμη, μέσα στη σακούλα…
Τον πήρε απ’ το χέρι.
— «Αυτό σημαίνει πως με δέχεσαι ξανά;»
— «Αυτό σημαίνει… αυτό που μου ‘χες πει στις αρχές. Ότι θέλεις να ξυπνάς και να νοιώθεις ένα χέρι απλωμένο στο στήθος σου. Κράτα το στο μυαλό σου και στην καρδιά σου…»
— «Αυτό σημαίνει πως με δέχεσαι ξανά;»
— «Αντρέα, έκανες τις επιλογές σου. Έκανα κι εγώ τις δικές μου. Δε σου ζήτησα τίποτα, δε μου έταξες τίποτα. Ήσουν, μάλιστα, ξεκάθαρος από την αρχή: μου ‘πες ότι σέβεσαι τη Βούλα κι ότι αγαπάς τους ανθρώπους σου με τον τρόπο που θέλεις –πολύ πιθανόν, να συμπεριλαμβάνομαι κι εγώ μέσα σ’ αυτούς τους «ανθρώπους»… αλλά μπορεί και όχι.
»Προς τιμήν σου, μου είπες ότι δεν σε ενδιαφέρει να καλλιεργείς προσδοκίες δεξιά κι αριστερά, γιατί το «χέσ’ τα όλα και φύγε» δεν τό ‘κανες όταν, ίσως, έπρεπε· στα 30, στα 40 κι άρα, σου είναι αδιανόητο να το κάνεις τώρα.
»Προς τιμήν σου επίσης, μου είπες ότι είσαι της παλιάς σχολής, θεωρείς μαλάκες όσους παρατάνε τα πάντα, για έναν έρωτα· και πως, μια που η κατάσταση είχε αρχίσει να γίνεται ανεξέλεγκτη, καλό θα ήταν να την αφήσουμε όπως ήταν. Πώς; Όπως στην αρχή; Όχι, είπες. Έκτοτε, είχαν συμβεί πολλά και θα ‘μασταν ανόητοι αν τα παραβλέπαμε.
»Εκείνο που δεν κατάλαβα, ήταν πώς θα το πετυχαίναμε αυτό: να ‘μαστε μαζί, χωρίς να είμαστε. Να ‘χεις στο ακέραιο ό,τι είχες πριν με γνωρίσεις, αλλά να με στριμώξεις κι εμένα σε μια γωνιά της ζωής σου, χωρίς όμως να πικραθούμε, ούτε η Βούλα ούτε εγώ.»
— «Δεν καταλαβαίνεις! Δεν μπορώ να καταστρέψω ό,τι έχτιζα τόσα χρόνια! Δεν μπορώ να ‘μαι δακτυλοδεικτούμενος! Κάτι τέτοιο θα ‘χει επιπτώσεις στη δουλειά μου! Θα τα χάσω όλα, Έλλη! Θα χάσω τους φίλους μου, θα πικράνω τη μάνα μου, τ’ αδέρφια μου, θα χρειαστεί ν’ αλλάξω γειτονιά, σπίτι…»
Κατάλαβε πως, μάλλον είπε κάτι που της φάνηκε πολύ ηλίθιο, γιατί την είδε να τον κοιτάζει με οίκτο. Περίεργο… Σ’ εκείνον, όλα όσα είχε πει, και σωστά και στρωτά φαίνονταν!
— «Θα τα χάσεις όλα… Τι να χάσεις, βρε Αντρέα; Κάτι που δεν είχες ποτέ; Καρδούλα μου, ζωή αληθινή δεν είχες ποτέ!»
— «Στο ‘χω ξαναπεί, ζεις σ’ έναν κόσμο που δεν υπάρχει! Ξύπνα, και θα συνειδητοποιήσεις ότι τα πράγματα είναι όπως σου τα λέω, όπως σου τα έλεγα πάντα, κουράζομαι όταν βλέπω ότι οι κουβέντες μου πέφτουν στο κενό, ότι αρνείσαι να δεις την πραγματικότητα!»
Έμοιαζε να μην τον ακούει.
— «Αντρέα, οι άνθρωποι είναι αισιόδοξοι από δυο λόγους: είτε από χαζομάρα, είτε από πόνο· κι εγώ δεν είμαι ηλίθια.
»Το μόνο που με στενοχωρεί είναι που κάποια μέρα θα ‘μαι τόσο γριά που δε θα μπορώ να σύρω τα πόδια μου μέχρι το παράθυρο, ν’ αντικρίσω τον ήλιο.
»Χαίρομαι που μπορώ να κλαίω και να γελάω, χαίρομαι που μπορώ να βουρκώνω στην ομορφιά ενός λουλουδιού, χαίρομαι που μπορώ να ονειρεύομαι ξύπνια, μέσα από τα χρώματα του κόσμου, μέσα από εικόνες που δεν τις περπάτησα, μέσα από φεγγάρια που δεν μοιράστηκα.
»Χαίρομαι που οι δικοί μου οι θησαυροί δεν κινδυνεύουν από κλοπή ή πυρκαγιά –γιατί, τους κουβαλάω μέσα μου– ή γιατί κανείς δε θα σκεφτεί ποτέ να κλέψει ένα κοχυλάκι…»
— «Το ‘χεις ακόμα;»
— «Απ’ όλα τα δώρα σου, αυτό μόνο έχω κρατήσει.»
— «Αυτό σημαίνει πως με δέχεσαι ξανά;»
— «Αυτό σημαίνει Αντίο…»
— «Με εκβιάζεις!»
— «Σε διευκολύνω.»
— «Αυτό σημαίνει… αυτό που μου ‘χες πει στις αρχές. Ότι θέλεις να ξυπνάς και να νοιώθεις ένα χέρι απλωμένο στο στήθος σου. Κράτα το στο μυαλό σου και στην καρδιά σου…»
— «Αυτό σημαίνει πως με δέχεσαι ξανά;»
— «Αντρέα, έκανες τις επιλογές σου. Έκανα κι εγώ τις δικές μου. Δε σου ζήτησα τίποτα, δε μου έταξες τίποτα. Ήσουν, μάλιστα, ξεκάθαρος από την αρχή: μου ‘πες ότι σέβεσαι τη Βούλα κι ότι αγαπάς τους ανθρώπους σου με τον τρόπο που θέλεις –πολύ πιθανόν, να συμπεριλαμβάνομαι κι εγώ μέσα σ’ αυτούς τους «ανθρώπους»… αλλά μπορεί και όχι.
»Προς τιμήν σου, μου είπες ότι δεν σε ενδιαφέρει να καλλιεργείς προσδοκίες δεξιά κι αριστερά, γιατί το «χέσ’ τα όλα και φύγε» δεν τό ‘κανες όταν, ίσως, έπρεπε· στα 30, στα 40 κι άρα, σου είναι αδιανόητο να το κάνεις τώρα.
»Προς τιμήν σου επίσης, μου είπες ότι είσαι της παλιάς σχολής, θεωρείς μαλάκες όσους παρατάνε τα πάντα, για έναν έρωτα· και πως, μια που η κατάσταση είχε αρχίσει να γίνεται ανεξέλεγκτη, καλό θα ήταν να την αφήσουμε όπως ήταν. Πώς; Όπως στην αρχή; Όχι, είπες. Έκτοτε, είχαν συμβεί πολλά και θα ‘μασταν ανόητοι αν τα παραβλέπαμε.
»Εκείνο που δεν κατάλαβα, ήταν πώς θα το πετυχαίναμε αυτό: να ‘μαστε μαζί, χωρίς να είμαστε. Να ‘χεις στο ακέραιο ό,τι είχες πριν με γνωρίσεις, αλλά να με στριμώξεις κι εμένα σε μια γωνιά της ζωής σου, χωρίς όμως να πικραθούμε, ούτε η Βούλα ούτε εγώ.»
— «Δεν καταλαβαίνεις! Δεν μπορώ να καταστρέψω ό,τι έχτιζα τόσα χρόνια! Δεν μπορώ να ‘μαι δακτυλοδεικτούμενος! Κάτι τέτοιο θα ‘χει επιπτώσεις στη δουλειά μου! Θα τα χάσω όλα, Έλλη! Θα χάσω τους φίλους μου, θα πικράνω τη μάνα μου, τ’ αδέρφια μου, θα χρειαστεί ν’ αλλάξω γειτονιά, σπίτι…»
Κατάλαβε πως, μάλλον είπε κάτι που της φάνηκε πολύ ηλίθιο, γιατί την είδε να τον κοιτάζει με οίκτο. Περίεργο… Σ’ εκείνον, όλα όσα είχε πει, και σωστά και στρωτά φαίνονταν!
— «Θα τα χάσεις όλα… Τι να χάσεις, βρε Αντρέα; Κάτι που δεν είχες ποτέ; Καρδούλα μου, ζωή αληθινή δεν είχες ποτέ!»
— «Στο ‘χω ξαναπεί, ζεις σ’ έναν κόσμο που δεν υπάρχει! Ξύπνα, και θα συνειδητοποιήσεις ότι τα πράγματα είναι όπως σου τα λέω, όπως σου τα έλεγα πάντα, κουράζομαι όταν βλέπω ότι οι κουβέντες μου πέφτουν στο κενό, ότι αρνείσαι να δεις την πραγματικότητα!»
Έμοιαζε να μην τον ακούει.
— «Αντρέα, οι άνθρωποι είναι αισιόδοξοι από δυο λόγους: είτε από χαζομάρα, είτε από πόνο· κι εγώ δεν είμαι ηλίθια.
»Το μόνο που με στενοχωρεί είναι που κάποια μέρα θα ‘μαι τόσο γριά που δε θα μπορώ να σύρω τα πόδια μου μέχρι το παράθυρο, ν’ αντικρίσω τον ήλιο.
»Χαίρομαι που μπορώ να κλαίω και να γελάω, χαίρομαι που μπορώ να βουρκώνω στην ομορφιά ενός λουλουδιού, χαίρομαι που μπορώ να ονειρεύομαι ξύπνια, μέσα από τα χρώματα του κόσμου, μέσα από εικόνες που δεν τις περπάτησα, μέσα από φεγγάρια που δεν μοιράστηκα.
»Χαίρομαι που οι δικοί μου οι θησαυροί δεν κινδυνεύουν από κλοπή ή πυρκαγιά –γιατί, τους κουβαλάω μέσα μου– ή γιατί κανείς δε θα σκεφτεί ποτέ να κλέψει ένα κοχυλάκι…»
— «Το ‘χεις ακόμα;»
— «Απ’ όλα τα δώρα σου, αυτό μόνο έχω κρατήσει.»
— «Αυτό σημαίνει πως με δέχεσαι ξανά;»
— «Αυτό σημαίνει Αντίο…»
— «Με εκβιάζεις!»
— «Σε διευκολύνω.»
♦ ♦ ♦
Γύρισε και βρήκε τη Βούλα να τον περιμένει αγριεμένη, έτοιμη για καβγά. Την προσπέρασε κι ένοιωσε τα μάτια της, μέσα απ’ τα αντιαισθητικά γυαλιά της, να του καρφώνουν την πλάτη.
Μπήκε στο μπάνιο κι άφησε το νερό να τρέξει ώρα πολλή πάνω του. Το «Αντίο» της Έλλης, δεν έλεγε να ξεκολλήσει απ’ το δέρμα του, να πετάξει απ’ το μυαλό του, να το ξεχάσει η σκέψη του που, όλο σ’ αυτό, κλωθογύριζε.
Μπήκε στο μπάνιο κι άφησε το νερό να τρέξει ώρα πολλή πάνω του. Το «Αντίο» της Έλλης, δεν έλεγε να ξεκολλήσει απ’ το δέρμα του, να πετάξει απ’ το μυαλό του, να το ξεχάσει η σκέψη του που, όλο σ’ αυτό, κλωθογύριζε.
—VII.—
Κάνα χρόνο μετά, καθώς άδειαζε τα συρτάρια του –η εταιρεία μεταφερόταν στα βόρεια προάστια– βρήκε, τυλιγμένο ακόμη, ένα βιβλίο που του ‘χε κάνει δώρο εκείνη.
Μετά το «Αντίο», για δυο–τρεις μήνες δεν την είχε αφήσει σε χλωρό κλαρί· τηλεφωνήματα, ξαφνικές επισκέψεις (άδικα· ούτε μια φορά δεν του ‘χε ανοίξει), μηνύματα, e–mail…
Μετά το «Αντίο», για δυο–τρεις μήνες δεν την είχε αφήσει σε χλωρό κλαρί· τηλεφωνήματα, ξαφνικές επισκέψεις (άδικα· ούτε μια φορά δεν του ‘χε ανοίξει), μηνύματα, e–mail…
Κοινούς φίλους δεν είχαν, παρά μόνο έναν –κι αυτόν, επειδή δεν τον χώνευε η Βούλα κι άρα, δεν υπήρχε περίπτωση να συμμαχήσουν οι δυο τους. Απ’ αυτόν μάθαινε πια, νέα της. Ο Θέμης, λοιπόν, του ‘χε πει πως η Έλλη είχε φτιάξει τη ζωή της, συζούσε μ’ έναν τύπο, «καλό παιδί· φαίνεται να την αγαπάει..»
— «Κανένας! Κανένας, Θέμη, δεν την αγαπάει όσο εγώ!»
— «Αν την αγαπάς όσο λες, θα ‘σουν τώρα μαζί της. Έτσι κι αλλιώς, δεν είναι ζωή αυτή που έχετε με τη Βούλα.»
— «Τι λε, ρε, αποτυχημένε; Ξέρες πόσοι ζηλεύουν τη ζωή που κάνω με τη Βούλα; Έχουμε γυρίσει όλο τον κόσμο, έχουμε ό,τι θέλουμε, ό,τι μπορεί ν’ αποκτηθεί με χρήμα!»
— «Δεν αντιλέγω. Αλλά θυμάσαι τον καημό σου; Ένα τρυφερό χέρι στο στήθος σου, όταν ξυπνάς…»
— «Κανένας! Κανένας, Θέμη, δεν την αγαπάει όσο εγώ!»
— «Αν την αγαπάς όσο λες, θα ‘σουν τώρα μαζί της. Έτσι κι αλλιώς, δεν είναι ζωή αυτή που έχετε με τη Βούλα.»
— «Τι λε, ρε, αποτυχημένε; Ξέρες πόσοι ζηλεύουν τη ζωή που κάνω με τη Βούλα; Έχουμε γυρίσει όλο τον κόσμο, έχουμε ό,τι θέλουμε, ό,τι μπορεί ν’ αποκτηθεί με χρήμα!»
— «Δεν αντιλέγω. Αλλά θυμάσαι τον καημό σου; Ένα τρυφερό χέρι στο στήθος σου, όταν ξυπνάς…»
♦ ♦ ♦
Κοίταζε το αμπαλαρισμένο δώρο. Να το ανοίξει; Να το πετάξει στη σακούλα με το σκουπιδαριό που δε θα ‘παιρνε στο καινούριο γραφείο;
Το ξετύλιξε προσεχτικά, ευβλαβικά, σχεδόν με φόβο –αλλά και σεβασμό.
Τ’ άνοιξε στην τύχη –κι ήταν εκεί που έγραφε…
Τ’ άνοιξε στην τύχη –κι ήταν εκεί που έγραφε…
«(…) Αλλά αν απ’ το φόβο σου, γυρέψεις μόνο τη γαλήνη της αγάπης και την ευχαρίστηση της αγάπης,
Τότε, θα ήταν καλύτερα για σένα να σκεπάσεις τη γύμνια σου και να βγεις έξω από το αλώνι της αγάπης.
Και να σταθείς στον χωρίς εποχές κόσμο,
όπου θα γελάς, αλλά όχι με ολάκερο το γέλιο σου
και θα κλαις, αλλά όχι με όλα τα δάκρυά σου. (…)»*
Τότε, θα ήταν καλύτερα για σένα να σκεπάσεις τη γύμνια σου και να βγεις έξω από το αλώνι της αγάπης.
Και να σταθείς στον χωρίς εποχές κόσμο,
όπου θα γελάς, αλλά όχι με ολάκερο το γέλιο σου
και θα κλαις, αλλά όχι με όλα τα δάκρυά σου. (…)»*
—Κάθε ομοιότητα με ονόματα, πρόσωπα και γεγονότα, είναι εντελώς συμπτωματική.—
* Khalil Gibran, «O Προφήτης»
• Πρώτη δημοσίευση: 16 Φεβρουαρίου 2013 στο παλιό ιστολόγιό μου: «Ιστορίες της Μέρας και της Νύχτας»
• Image by © Kamila Wyroslak Photography
• Πρώτη δημοσίευση: 16 Φεβρουαρίου 2013 στο παλιό ιστολόγιό μου: «Ιστορίες της Μέρας και της Νύχτας»
• Image by © Kamila Wyroslak Photography
https://molyvikaixarti.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου