God always loved a smiler – Ανταπόκριση
Τήλος, 9 Αυγούστου 2017
Δεν ξέρω πως γράφονται τα ταξιδιωτικά διηγήματα. Δεν έχω γράψει ποτέ μου. Βασικά είμαι ένας αστικός ποντικός, ο οποίος κινείται στο σωλήνα του μιας και μοναδικής διαδρομής από τη μία άκρη του στην άλλη, από την αφετηρία στο τερματικό σταθμό και του οποίου του αρέσει, ανάμεσα στις διακοπές των διαδρομών των υπόγειων συρμών, να φτύνει αυτό που έχει μασήσει μέσα του από την προηγούμενη στάση μέχρι την επόμενη, κι έχει γίνει από τη δογματική πεποίθηση ένας γύψος. Αν συνεχίσει να το αναμασά είναι βέβαιο πως θα του σπάσουν τα δόντια. Αυτό κατά κάποιο τρόπο μου στέκεται εμπόδιο, ο άκαμπτος γύψος εννοώ, και στις διαπροσωπικές μου σχέσεις, στις ερωτικές προσεγγίσεις, στο ερωτικό παιχνίδι και στους κανόνες του. Ο γύψος ή σου μένει και σε αγκυλώνει ή σπάει. Δεν υπάρχει άλλη λύση. Αυτή είναι η φυσική του ιδιότητα. Γίνεται κομμάτια όταν εσύ ή κάποιος άλλος ασκεί μηχανική πίεση MNewton – και σε αναγκάζει να ξαναβάλεις εμπρός τις αγγειοπλαστικές σου ικανότητες, να πάρεις άλλα μέτρα. (Ορίστε, αφήνοντας τις λέξεις μου μπάσταρδες, χωρίς φρένα, επιβεβαιώνω το παραπάνω προσωπικό δόγμα.) Εξάλλου, φαντάζομαι πως δεν θα ήξερα τι να γράψω για να συγκινήσω ένα κοινό που το τέρπει το ταξιδιωτικό μυθιστόρημα το οποίο βασίζεται κατά αποκλειστικό λόγο στην περιγραφική αφήγηση τοποθεσιών και βουκολικών πανοραμάτων, μνημείων, ανάκτηση επιδερμικών εντυπώσεων και παραβολές σε βιβλιογραφικές αναφορές στο ένα ή στον άλλο ταξιδιωτικό οδηγό ή εγχειρίδιο ιστορίας.
Στα 100 περίπου μέτρα υψόμετρο υπάρχει ένα μικρό εκκλησάκι, του Αγ. Ιωάννη. Ο ανηφορικός δρόμος, ανάμεσα από ξεραμένους θάμνους μεσογειακής βλάστησης, γεμάτος πέτρες και κοκκινόχωμα, κάνουν το βήμα ασταθές. Η ισορροπία του σώματος, μέσα στην κάψα του καλοκαιριού επανακτάται τρεκλίζοντας, και κατά τύχη επαναφέρεται βαρύκεντρα από την αντίσταση που βρίσκουν οι μύτες των ποδιών, σκοντάφτοντας σε άλλο σφηνωμένο αγκωνάρι που τμήμα του εξέχει από το έδαφος. Ήδη ο Άγιος, για όσους πιστεύουν, έχει κάνει το θαύμα του. Την προηγούμενη φορά, κόντεψα να τσακιστώ από τα βράχια, καθώς αφηρημένος, μισοζαλισμένος από τον καύσο του μεσημεριού, παραπάτησα.
Η επίσκεψή μου στον Άγιο, έχει γίνει πια συνήθεια και έχει μπει για τα καλά στη καθημερινή μου ρουτίνα. Πια μιλάμε στον ενικό. Αποκτήσαμε οικειότητα. Ας έκανε και διαφορετικά. Η πόρτα είναι πάντα ανοικτή, αρκεί να σηκώσεις ένα σύρμα από μία μεταλλική θηλιά στο κούφωμα της τζαμένιας πόρτας. Τον φωνάζω με το μικρό, με το βαφτιστικό, χαϊδευτικά. «Γιάννη», «κυρ Γιάννη», «άντε βρε Γιάννη» και δεν φαίνεται να ενοχλείται από την σκωπτική μου διάθεση. Έξω στο προαύλιο υπάρχει το μοναδικό θηλυκό κυπαρίσσι και ρίχνει παχύ ίσκιο. Και τρεις πλαστικές καρέκλες. Η μία τακτοποιημένη πάνω στην άλλη και για να μην τις πάρει ο αέρας από πάνω τους κάποιος έχει ρίξει δυο ογκόλιθους. Τραβάω μία κι από εκεί μιλάμε. Που και που ακούγεται το βέλασμα μιας κατσίκας. Μπλέκεται κι αυτή στις συζητήσεις μας. Κατά περίεργο τρόπο έχω την εντύπωση, πως όλοι συμφωνούν με τα λεγόμενά μου.
Χθες του είπα: «Γιάννη με ξοδεύεις. Δε γίνεται κάθε μέρα ευρώ για το κερί. Θα σου αγοράσω λάδι να σου ανάβω το καντήλι. Σπορέλαιο. Ό,τι βρω. Μην περιμένεις παρθένο ελαιόλαδο. Οικονομικές στενότητες, αλλά που να καταλάβεις εσύ από αυτά. Τα λέμε ξανά αύριο. Πήγε δύο και θα ψηθώ μέχρι να κατέβω. Άντε τα λέμε. Και να σκεφτείς αυτά που σου είπα. Βάλε το χέρι σου κι εσύ. Από εμένα τα περιμένεις όλα;»
Τακτοποίησα τις καρέκλες, πέρασα στην πλάτη το σακίδιο, πέρασα τα ακουστικά στους ώμους και ξεκίνησα την κατάβαση. «Θα έρθεις κάτω;» φώναξα στην κατσίκα που βέλαζε. «Έλα, ντε. Πάμε. Πάμε να φάμε. Θα έρθεις; Έλα να πάμε στο χωριό. Μην το καθυστερείς. Θα μας φάει η ζέστη μέχρι να κατέβουμε» Σε κάθε μου φράση αυτή ανταποκρινόταν βελάζοντας.
«Ε, μα. Δεν τρώγεσαι. Εγώ φεύγω. Δεν σε περιμένω. Σε βαρέθηκα. Κάνε ό, τι καταλαβαίνεις.» και με πήρε ο κατήφορος, ο λίβας και το απέραντο βαθύ μπλε. Αλήθεια, σας λέω. Δεν είναι λογοτεχνίζων όρος. Είναι απέραντο το μπλε της Τήλου. Και βαθύ, λουλάκι.
Σήμερα, επέστρεψα, έχοντας περάσει από το μπακάλικο και μαζί με τα καθημερινά ψώνια πήρα και μία μποτίλια ηλιέλαιο, όπως του το είχα υποσχεθεί. Άνοιξα τον αυτοσχέδιο σύρτη και μπήκα μέσα. Στο μανουάλι άμμου υπήρχε μία ασπρόμαυρη φωτογραφία, διαστάσεων φωτογραφίας ταυτότητας. Από περιέργεια ή από ένστικτο τη γύρισα. Με μπλε στυλό έφερε την επιγραφή: God always loved a smiler. Δεν μπορώ να ξέρω την ιστορία αυτής της μικρής αλλά εμένα ο Γιάννης μία απάντηση μου την έδωσε. Ελπίζω και σε εσάς. Θα σας αφήσω ο καθένας να βγάλει τα συμπεράσματά του.
© Copyright 2017 Σούκουλης Δημήτρης – All Rights Reserved
https://nosensewords.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου