Τώρα να δούμε εσείς τι θα κάνετε της Κατερίνας Γώγου
Είτε την θυμάσαι ως παρτσακλό στο Μια τρελή τρελή οικογένεια είτε ως αγία των Εξαρχείων, η Κατερίνα Γώγου είναι ένα πρόσωπο που δεν θα σβηστεί εύκολα από το θυμητικό σου. Ούτε η εικόνα της ούτε τα λόγια της. Πιστή στις ιδέες της, η Γώγου έζησε σε μιαν εποχή που πέρασε ανεπιστρεπτί και άφησε τον σημάδι της τόσο με την περσόνα όσο και με τα ποιήματά της. Στο «Τώρα να δούμε εσείς τι θα κάνετε» συγκεντρώνεται όλο το ποιητικό της έργο, η οργή, το παράπονο, οι φόβοι και το θάρρος της. Αν και ο κόσμος έχει αλλάξει από το μακρινό 1978, οι στίχοι από τα Τρία Κλικ Αριστερά δεν θα μπορούσαν να είναι ποτέ πιο επίκαιροι. «Εντάξει. Δεν κλαίμε. Μεγαλώσαμε. Μονάχα όταν βρέχει, βυζαίνουμε κρυφά το δάχτυλό μας. Και καπνίζουμε». Ακόμα και ο καιρός σιγοντάρει τα λόγια της… Ακολουθούν κάποια αγαπημένα μου ποιήματα και ένα αρχείο με την συλλογή, γιατί τέτοια βιβλία πρέπει να διαβάζονται, ακόμα και αν είναι σε ηλεκτρονική μορφή.
Τρία Κλικ Αριστερά
Αυτός εκεί
ο συγκεκριμένος άνθρωπος
είχε μια συγκεκριμένη ζωή
με συγκεκριμένες πράξεις,
Γι’ αυτό και
η συγκεκριμένη κοινωνία
για το συγκεκριμένο σκοπό
τον καταδίκασε
σ’ έναν αόριστο θάνατο
ο συγκεκριμένος άνθρωπος
είχε μια συγκεκριμένη ζωή
με συγκεκριμένες πράξεις,
Γι’ αυτό και
η συγκεκριμένη κοινωνία
για το συγκεκριμένο σκοπό
τον καταδίκασε
σ’ έναν αόριστο θάνατο
Το Νανούρισμα
Τώρα είναι ήσυχα.
Η θάλασσα λείπει μακριά
και τα κοράκια δεν τρώνε
σάπια συκώτια απ’ το ουίσκι,
Μπορούμε να κοιμόμαστε ήσυχοι.
Το κόμμα διασπάστηκε στα χίλια
κι ο Μπερλίγκουερ
έπλεξε με το βελονάκι κουβέρτα
να κουκουλώσουμε τις ταξικές ανησυχίες μας,
Ησύχασε. Με λίγη ρέγουλα θα τη σκαπουλάρουμε
Η τάξη που θα φερνε την αλλαγή αποκοιμήθηκε
Μπορούμε κι εμείς να παίξουμε την ηγεσία
Κοιμήσου… τώρα είναι ήσυχα. Η εποχή μας,
Νάνι φαΐ και πήδημα
Οι τραμπούκοι προσεύχονται στο μαξιλάρι μας
κι οι δολοφόνοι δουλεύουν για μας.
Η θάλασσα λείπει μακριά
και τα κοράκια δεν τρώνε
σάπια συκώτια απ’ το ουίσκι,
Μπορούμε να κοιμόμαστε ήσυχοι.
Το κόμμα διασπάστηκε στα χίλια
κι ο Μπερλίγκουερ
έπλεξε με το βελονάκι κουβέρτα
να κουκουλώσουμε τις ταξικές ανησυχίες μας,
Ησύχασε. Με λίγη ρέγουλα θα τη σκαπουλάρουμε
Η τάξη που θα φερνε την αλλαγή αποκοιμήθηκε
Μπορούμε κι εμείς να παίξουμε την ηγεσία
Κοιμήσου… τώρα είναι ήσυχα. Η εποχή μας,
Νάνι φαΐ και πήδημα
Οι τραμπούκοι προσεύχονται στο μαξιλάρι μας
κι οι δολοφόνοι δουλεύουν για μας.
Η ελευθερία μου είναι στις σόλες
των αλήτικων παπουτσιών μου,
Φέρνω τον κόσμο άνω κάτω
Μπορώ να σεργιανίσω
ό,τι ώρα μου γουστάρει
Π.χ. την ώρα που βάζετε τις μασέλες σας
στο ποτηράκι με το νερό πριν κοιμηθείτε
την ώρα που απαυτωνόσαστε
την ώρα που κάνετε το χρέος σας
στα παιδιά σας
στο σωματείο σας
την ώρα που σας έχουν χώσει την ιδέα
πως τρώτε αυγολέμονο
και τρώτε σκατά
μπορώ και περπατάω με τ’ αλήτικα παπούτσια μου
πάνω απ’ τις στέγες σας
-όχι, ρε παιδάκι μου, σαν εκείνη
την ηλίθια με τη σκούπα, τη Μαίρη Πόπινς
δεν πιάνετε το κανάλι μου
μόνο όσοι έχουμε το ίδιο μήκος κύματος
ανθρωπάκια χέστες κατά βάθος σάς λυπάμαι
αλλά τώρα δεν χάνω το χρόνο μου μαζί σας
δεν θέλω παρτίδες με κανέναν σας
η ελευθερία σας
είναι στις σόλες των τρύπιων παπουτσιών μου
θά ‘ρθει η ώρα που θα τις γλείφετε
και θα ουρλιάζετε κλαίγοντας «θαύμα θαύμα»
αυτά τα παπούτσια
ποτέ δεν ξεκουράζονται κι ούτε βιάζονται
όταν εγώ καθαρίσω από δω
θα τα φορέσει ο Παύλος, η Μυρτώ, φοράμε το ίδιο νούμερο
δεν λειώνουν όσες πρόκες κι αν ρίχνετε στο δρόμο
σας βαράνε στο δόξα πατρί σας
θά ‘ρθει η ώρα που θα τρέχετε απεγνωσμένα στο στιλβωτήριο
«συνοδοιπόροι» κι «αποστάτες»
να βάψετε τα δικά σας
μα η μπογιά
δεν θα πιάνει
ό,τι κι αν κάνετε, όσα κι αν δίνετε
τέτοιο άτιμο κόκκινο είναι το κόκκινο το δικό μας.
των αλήτικων παπουτσιών μου,
Φέρνω τον κόσμο άνω κάτω
Μπορώ να σεργιανίσω
ό,τι ώρα μου γουστάρει
Π.χ. την ώρα που βάζετε τις μασέλες σας
στο ποτηράκι με το νερό πριν κοιμηθείτε
την ώρα που απαυτωνόσαστε
την ώρα που κάνετε το χρέος σας
στα παιδιά σας
στο σωματείο σας
την ώρα που σας έχουν χώσει την ιδέα
πως τρώτε αυγολέμονο
και τρώτε σκατά
μπορώ και περπατάω με τ’ αλήτικα παπούτσια μου
πάνω απ’ τις στέγες σας
-όχι, ρε παιδάκι μου, σαν εκείνη
την ηλίθια με τη σκούπα, τη Μαίρη Πόπινς
δεν πιάνετε το κανάλι μου
μόνο όσοι έχουμε το ίδιο μήκος κύματος
ανθρωπάκια χέστες κατά βάθος σάς λυπάμαι
αλλά τώρα δεν χάνω το χρόνο μου μαζί σας
δεν θέλω παρτίδες με κανέναν σας
η ελευθερία σας
είναι στις σόλες των τρύπιων παπουτσιών μου
θά ‘ρθει η ώρα που θα τις γλείφετε
και θα ουρλιάζετε κλαίγοντας «θαύμα θαύμα»
αυτά τα παπούτσια
ποτέ δεν ξεκουράζονται κι ούτε βιάζονται
όταν εγώ καθαρίσω από δω
θα τα φορέσει ο Παύλος, η Μυρτώ, φοράμε το ίδιο νούμερο
δεν λειώνουν όσες πρόκες κι αν ρίχνετε στο δρόμο
σας βαράνε στο δόξα πατρί σας
θά ‘ρθει η ώρα που θα τρέχετε απεγνωσμένα στο στιλβωτήριο
«συνοδοιπόροι» κι «αποστάτες»
να βάψετε τα δικά σας
μα η μπογιά
δεν θα πιάνει
ό,τι κι αν κάνετε, όσα κι αν δίνετε
τέτοιο άτιμο κόκκινο είναι το κόκκινο το δικό μας.
Ιδιώνυμο
Αν καμιά φορά με πιάσεις να λέω ψέματα
-σταμάτα να σου πω
μη βιάζεσαι και μελες ψεύτρα.
Είναι τώρα που δεν μπορώ να ξεχωρίσω πια
και μπερδεύω πού σταματάει τ’ όνειρο
και πού αρχίζει η αλήθεια.
-σταμάτα να σου πω
μη βιάζεσαι και μελες ψεύτρα.
Είναι τώρα που δεν μπορώ να ξεχωρίσω πια
και μπερδεύω πού σταματάει τ’ όνειρο
και πού αρχίζει η αλήθεια.
Πάει Αυτό ήταν
Χάθηκε η ζωή μου, φίλε
μέσα σε κίτρινους ανθρώπους
βρόμικα τζάμια
κι ανιστόρητους συμβιβασμούς
Άρχισα να γέρνω
σαν εκείνη την ιτιούλα
που σου χαδείξει στη στροφή του δρόμου,
Και δεν είναι που θέλω να ζήσω
Είναι το γαμώτο που δεν έζησα
Κι ούτε που θα σε ξαναδώ
Χάθηκε η ζωή μου, φίλε
μέσα σε κίτρινους ανθρώπους
βρόμικα τζάμια
κι ανιστόρητους συμβιβασμούς
Άρχισα να γέρνω
σαν εκείνη την ιτιούλα
που σου χαδείξει στη στροφή του δρόμου,
Και δεν είναι που θέλω να ζήσω
Είναι το γαμώτο που δεν έζησα
Κι ούτε που θα σε ξαναδώ
Το ξύλινο παλτό
Άσπρη είναι η αρία φυλή
η σιωπή
τα λευκά κελιά
το ψύχος
το χιόνι
οι άσπρες μπλούζες των γιατρών
τα νεκροσέντονα
η ηρωίνη.
Αυτά λίγο πρόχειρα
για την αποκατάσταση του μαύρου
η σιωπή
τα λευκά κελιά
το ψύχος
το χιόνι
οι άσπρες μπλούζες των γιατρών
τα νεκροσέντονα
η ηρωίνη.
Αυτά λίγο πρόχειρα
για την αποκατάσταση του μαύρου
Απόντες
Πώς με κοιτάζει έτσι
αυτό το άσπρο κομμάτι χαρτί
πώς με κοιτάζει έτσι το φεγγάρι.
Πώς θροΐζει μέσα μου
αυτό τον παγωμένο χάρτη στο βυθό
πώς με κοιτάζει έτσι το φεγγάρι.
Ποιανού καιρού το λυπημένο δάχτυλο
κρυμμένο πίσω από δάση και βουνά
δείχνει παντού και πουθενά
τι θέλει το φεγγάρι.
Ποιανού αλόγου τρελαμένου το χλιμίντρισμα
κάνει τόση αντήχηση μέσα μου
μου διογκώνει το Εγώ μου.
Ποιανής σελήνης έκλειψη
ποιου φεγγαριού η χάση
μαζί σηκώνει μέσα μου
άμπωτη και παλίρροια δίδυμες αδερφές μου
πώς με κοιτ.
Πώς σκύβει έτσι πάνω στο στόμα μου να δει
αν ανασαίνω ο Καρυωτάκης.
αυτό το άσπρο κομμάτι χαρτί
πώς με κοιτάζει έτσι το φεγγάρι.
Πώς θροΐζει μέσα μου
αυτό τον παγωμένο χάρτη στο βυθό
πώς με κοιτάζει έτσι το φεγγάρι.
Ποιανού καιρού το λυπημένο δάχτυλο
κρυμμένο πίσω από δάση και βουνά
δείχνει παντού και πουθενά
τι θέλει το φεγγάρι.
Ποιανού αλόγου τρελαμένου το χλιμίντρισμα
κάνει τόση αντήχηση μέσα μου
μου διογκώνει το Εγώ μου.
Ποιανής σελήνης έκλειψη
ποιου φεγγαριού η χάση
μαζί σηκώνει μέσα μου
άμπωτη και παλίρροια δίδυμες αδερφές μου
πώς με κοιτ.
Πώς σκύβει έτσι πάνω στο στόμα μου να δει
αν ανασαίνω ο Καρυωτάκης.
Ο μήνας των μαγωμένων σταφυλιών
Εσύ
Εσένα που αγάπησα.
Κοίτα άμα πεις κι όπως πάντα μεθύσεις
μην πεις ποτέ πως μ’ αγάπησες.
Δεν θ’ άφηνες να γίνω πλατανόφυλλο
σε ξεροπόταμους να πλέω.
Εσένα που αγάπησα.
Κοίτα άμα πεις κι όπως πάντα μεθύσεις
μην πεις ποτέ πως μ’ αγάπησες.
Δεν θ’ άφηνες να γίνω πλατανόφυλλο
σε ξεροπόταμους να πλέω.
Νόστος
Αυτή κλαίει
θέλει να φύγει από δω
απ’ την πνιγμένη λίμνη
η άγκυρα που της κάρφωσαν στο λαιμό
δεν την αφήνει να προχωρήσει.
θέλει να φύγει από δω
απ’ την πνιγμένη λίμνη
η άγκυρα που της κάρφωσαν στο λαιμό
δεν την αφήνει να προχωρήσει.
Πάω να κοιμηθώ.
Έχω να ονειρευτώ
–λεπτομέρειες δηλαδή μείνανε
απ’ αύριο δεν θα κλαίει κανένας.
Έχω να ονειρευτώ
–λεπτομέρειες δηλαδή μείνανε
απ’ αύριο δεν θα κλαίει κανένας.
https://stylerivegauche.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου