Είναι το παράλληλο νόμισμα λύση για την Ελλάδα;
O αριστοτέλειος ορισμός του χρήματος/νομίσματος (κυρίως στα Ηθικά-Νικομάχεια) έχει διττή λειτουργία: Περιγράφει τη λειτουργία του νομίσματος ως νόμιμου μέσου συναλλαγών (legal tender). Και θεμελιώνει τη χρήση του χρήματος με την έννοια του νομίσματος (coin) ως legal tender. Λέει, λοιπόν, ο Αριστοτέλης: Πρώτον, πως το χρήμα υπάρχει (το νόμισμα θεσπίζεται) με ανθρώπινο νόμο. Δεν υπάρχει στη φύση. Δεύτερον, πως χρησιμοποιείται ως μέσο αποθήκευσης αξίας (store of value). Τρίτον, πως χρησιμοποιείται ως μέσο απόδειξης αξίας (record of value). Άρα, θα προσθέσω και ως μέσον απόδειξης χρέους (record of debt). Τέταρτον, χρησιμοποιείται ως μέσον συναλλαγής (means of exchange & payment for value).
H καινοτομία της αριστοτέλειας ερμηνείας έγκειται κατά βάση στο γεγονός ότι ο Αριστοτέλης συλλαμβάνει την έννοια του χρήματος ως υπόσχεση πληρωμής με καταγραφή αξίας (και χρέους) και όχι απλώς ως νομίσματος (coin) με δική του αξία (intrinsic value), λόγω της αξίας του μετάλλου που ενσωματώνει (metal base). Ήταν, δηλαδή, χιλιάδες χρόνια μπροστά από την εποχή του, μιας και το χρήμα, ως υπόσχεση πληρωμής (με τη μορφή χαρτονομίσματος) εμφανίσθηκε γύρω στα μέσα του 18ου αιώνα. Αρχικά με τη μορφή τραπεζικών υποσχετικών/γραμματίων.
Έχουν δίκιο οι οπαδοί του διπλού νομίσματος, όταν θέτουν το εξής ερώτημα: αφού το χρήμα/νόμισμα είναι δημιούργημα του ανθρώπινου νόμου και δεν υπάρχει στη φύση, γιατί να μην αλλάξουμε το νόμο και να έχουμε διπλό νόμισμα; Στο κάτω-κάτω ό,τι δεν απαγορεύει ο νόμος ως μέσο συναλλαγής μπορεί να γίνει νόμισμα. Παράδειγμα είναι π.χ. τα ψηφιακά νομίσματα τύπου bitcoin.
Ποιό είναι το πρόβλημα λοιπόν; Το πρόβλημα είναι μεγάλο και διττό: Πρώτον το νόμισμα υπάρχει (εφόσον δεν έχει πλήρη κάλυψη σε χρυσό ή ασήμι), διότι χαίρει της εμπιστοσύνης των χρηστών ως μέσο αποθήκευσης αξίας και πανταχού αποδεκτό μέσο πληρωμών. Δηλαδή ως μέσο απόσβεσης ενοχικών υποχρεώσεων (χρεών) που δημιουργούνται στις καθημερινές συναλλαγές από την αγορά μιας εφημερίδας μέχρι την αγορά μιας κατοικίας. Το χρέος (η ενοχή) προς τον πωλητή αποσβένεται (εξοφλείται) μέσω της καταβολής του τιμήματος σε χρήμα/νόμισμα (δηλαδή λαμβάνει χώρα μια πληρωμή).
Εάν ένα από τα μέρη δεν έχει εμπιστοσύνη στο χρησιμοποιούμενο μέσο συναλλαγής (πληρωμής) δεν θα δεχθεί την πληρωμή στο συγκεκριμένο νόμισμα και η ενοχή (υποχρέωση πληρωμής – χρέος) θα συνεχίζει να υπάρχει. Εκτός εάν ο πωλητής αναγκασθεί να δεχθεί πληρωμή στο συγκεκριμένο νόμισμα, όπως ήταν ας πούμε τα γερμανικής έμπνευσης Griechen Ρeichsmark στην Κατοχή. Βεβαίως, έαν υπάρξει τέτοιος καταναγκασμός έχουμε αμέσως είτε φυγή προς τα ευγενή μέταλλα (π.χ. χρυσές λίρες), είτε απόκρυψη του νομίσματος που θεωρείται πως έχει αξία (π.χ. των χρηματονομισμάτων σε ευρώ), είτε έφοδο στις τραπεζικές καταθέσεις, είτε απόκρυψη αγαθών (μαύρη αγορά). Τα αγαθά και οι υπηρεσίες έχουν πραγματική και συναλλακτική αξία και όχι φαινομενική, όπως έχει το αναξιόπιστο-πληθωριστικό νόμισμα.
Εάν, λοιπόν, οι εισηγητές του διπλού νομίσματος εννοούν ένα πληθωριστικό νόμισμα η προσπάθεια είναι καταδικασμένη από χέρι. Για να είμαστε ακριβοδίκαιοι, όμως, οι εισηγητές του διπλού νομίσματος δεν αποσκοπούν σε κάτι τέτοιο. Κυρίως, εννοούν την μετατροπή των αξιώσεων πληρωμής από το δημόσιο σε ιδιώτες σε υποσχετικές και κουπόνια με ισοδύναμη αξία πληρωμής, όπως τα χαρτονομίσματα. Με αυτόν τον τρόπο -κατά τη γνώμη τους- λύνεται το πρόβλημα της ρευστότητας.
Εδώ πάλι έχει σημασία ποιος άλλος εκτός από τον εκδότη (το κράτος) δέχεται τα γραμμάτια (IOU), ή τα κουπόνια στην ονομαστική τους αξία και πόσο διαδεδομένα είναι τα κέντρα αποδοχής. Θα δέχονται το παράλληλο νόμισμα (υποσχετικές του δημοσίου) μόνο οι εφορίες και τα δημόσια ταμεία ή π.χ. και σούπερ μάρκετ; Το άλλο πρόβλημα που θα δημιουργηθεί είναι αυτό της μετατρεψιμότητας (convertibility). Σε πόσα ευρώ σε χαρτονόμισμα αντιστοιχούν 100 ευρώ σε υποσχετική του δημοσίου;
Συνεχίζω, λοιπόν, την ανάλυση της διαφωνίας μου σε ενδεχόμενο εισαγωγής παράλληλου νομίσματος, αναφερόμενος, επίσης, στην πολύ μικρή σημασία που έχουν κατά περίπτωση επιτυχημένες προσπάθειες εισαγωγής παράλληλου νομίσματος ειδικώς στη Γερμανία της Βαιμάρης το 1923 και στη Χιτλερική Γερμανία το 1933. Η Δημοκρατία της Βαιμάρης, όμως, χρησιμοποίησε το παράλληλο νόμισμα (rentenmark) με αντίκρισμα σε εκτάσεις γης, διότι της έλειπε χρυσός και ήθελε να ελέγξει τον υπερπληθωρισμό. Δηλαδή, επρόκειτο για ενέργεια αντίθετη από την επιθυμητή στην Ελλάδα του σήμερα.
Η ελληνική οικονομία σήμερα πάσχει από αποπληθωρισμό, διότι το ΑΕΠ έχει συρρικνωθεί πάνω από 25%. Η αξία των περιουσιακών στοιχείων των Ελλήνων έχει εξατμισθεί. Από την άλλη πλευρά, η Γερμανία του 1933 ήταν μια οικονομία κλειστή στο διεθνές εμπόριο. Οι εισαγωγές τροφίμων και πρώτων υλών καλύπτονταν από τις εξαγωγές βιομηχανικών προϊόντων, ενώ είχε επισήμως αθετήσει κάθε υπόσχεση πληρωμής στους διεθνείς δανειστές της. Όμως και πάνω απ’ όλα ήταν μια οικονομία με αυταρχική διακυβέρνηση. Το ναζιστικό καθεστώς μπορούσε να επιβάλλει την ανταλλακτική αξία και του επίσημου και του παράλληλου νομίσματος.
Στη δεύτερη περίπτωση τα γραμμάτια (MEtallurgische FOrschungsgesellschaft m.b.HMEFO) που χρησιμοποιήθηκαν για τη χρηματοδότηση των εξοπλισμών του Γ’ Ράιχ δεν ήταν ακριβώς παράλληλο νόμισμα. Ήταν μια τεράστια απάτη σε βάρος των γερμανικών βιομηχανιών (συμπεριλαμβανομένων των απασχολουμένων εργατών). Κι αυτό, επειδή χρήματα για να καλύψουν τις αξιώσεις που δημιούργησε η εταιρεία μαϊμού που εξέδωσε τα MEFO δεν υπήρχαν. Εξαπάτηση που μπορεί να επιτύχει μόνο μια δικτατορία.
Περαιτέρω, οφείλω να τονίσω πως η διαφωνία μου με τους εισηγητές παράλληλου νομίσματος δεν οφείλεται σε υπεράσπιση από πλευράς μου του εκδοτικού δικαιώματος του δημοσίου, δηλαδή της Κεντρικής Τράπεζας. Κι αυτό, διότι αναγνωρίζω πλήρως πως σε ένα ανοιχτό σύστημα ελεύθερων αγορών, η κυκλοφορία του χρήματος (money expansion – expansion of the monetary base) επηρεάζεται άμεσα και από τη δημιουργία ιδιωτικού χρήματος, π.χ. από πιστωτικές κάρτες, από παροχή δανείων, από τράπεζες κλασματικών αποθεμάτων (fractional reserve banks), από ηλεκτρονικά νομίσματα κλπ.
Επίσης, στις ΗΠΑ πριν τον αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο κάθε Πολιτεία διατηρούσε το εκδοτικό της δικαίωμα. Εξέδιδε και κυκλοφορούσε τα δικά της δολάρια. Η ίδια πρακτική και στη Σκωτία έως το 1804. Εκείνο, όμως, που έδινε υπόληψη ή ανυποληψία στο κυκλοφορούν χαρτονόμισμα σ’ αυτές τις περιπτώσεις ήταν η κάλυψη σε χρυσό ή ασήμι. Τουναντίον, μερίδα τουλάχιστον υποστηρικτών του παράλληλου νομίσματος υποστηρίζει το αποκλειστικό μονοπώλιο του κράτους στον έλεγχο της ποσότητας του κυκλοφορούντος νομίσματος, μιας και κυρίως αναφέρονται στη μετατροπή των αξιώσεων του δημοσίου σε άμεσα εξοφλήσιμες (και ίσως μετατρέψιμες) υποσχέσεις πληρωμής.
Γιατί το bitcoin είναι εντάξει, αλλά το g-euro όχι; Διότι ο αριθμός «κυκλοφορούντων» bitcoin, παρότι δεν έχει καμία εσωτερική αξία (intrinsic value), είναι πεπερασμένος (finite). Αντιθέτως, το μέγεθος των g-euros ή IOU που θα εξέδιδε το ελληνικό δημόσιο παραμένει άγνωστος. Βεβαίως, το ίδιο άγνωστος παραμένει και ο αριθμό των euros που μπορεί να θέσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σε κυκλοφορία, μέσω του προγράμματος νομισματικής χαλάρωσης. Όπως προείπα, όμως, το άλλο καθοριστικό στοιχείο είναι η εμπιστοσύνη πως το χαρτονόμισμα σε ευρώ θα γίνει αποδεκτό ως μέσον πληρωμής (απόσβεσης χρέους) στην ονομαστική του αξία.
Παρότι το ζήτημα αυτό δεν εξαντλείται, σκοπός μου είναι να καταδείξω πως η μόνη επιλογή είναι η μεταρρύθμιση της ελληνικής οικονομίας σε ανταγωνιστική και της Ευρωζώνης σε ζώνη υπεύθυνων και αλληλέγγυων Δημοκρατιών. Σε ζώνη όπου δεν θα επιτρέπεται τα πλεονάσματα της Γερμανίας, της Ολλανδίας και άλλων χωρών-μελών να κανιβαλίζουν την ανταγωνιστικότητα των υπολοίπων. Η ενδιάμεση λύση του παράλληλου (διπλού) νομίσματος είναι ελκυστική ως ιδέα, αλλά στην πράξη θεωρώ πως δεν μπορεί να λειτουργήσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου