Σάββατο 20 Μαΐου 2017

ΦΤΩΧΟΓΕΙΤΟΝΙΕΣ ΤΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ - ΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ...





Φτωχογειτονιές της ελπίδας

Λ Λεοντίδου

2017 | Απρ

Πόλεις της σιωπής

Η Αθήνα του Μεσοπολέμου κρύβει εκπλήξεις πέραν και επιπλέον της βίαιης ανταλλαγής πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, της ‘άγριας αστικοποίησης’, και ιδίως της προσφυγικής αποκατάστασης, που τότε δρομολογήθηκε, ενώ σήμερα είναι αδύνατο να επιτευχθεί κάτι ανάλογο, είτε για πρόσφυγες πρόκειται, είτε για ντόπιους άστεγους πληθυσμούς και τη ‘διάσωσή’ τους από τη λιτότητα [1]. Ο Μεσοπόλεμος κρύβει εκπλήξεις διαρθρωτικής φύσης, που αγγίζουν τον πυρήνα της αναπτυξιακής προσπάθειας και της κινητοποίησης του πληθυσμού για την επίτευξή της, που θα έπρεπε να μας προβληματίζουν σε σύγκριση με τις αποτυχίες κατά τη σημερινή κρίση. Στις προσφυγουπόλεις, που αρχικά χτίστηκαν από διεθνείς φορείς και έπειτα αναπτύχθηκαν αυθόρμητα, άνθιζε η ελπίδα ακόμα και εκεί που ζούσε η φτωχολογιά. Φώλιαζε στις παραγκουπόλεις, στα εργοστάσια, στα στέκια του ρεμπέτικου. Oι πρόσφυγες ξανάστηναν τη ζωή τους και καινοτομούσαν ανανεώνοντας τον ελληνικό πολιτισμό, την οικονομία, την κοινωνία.
Η Αθήνα μαζί με τον Πειραιά αστικοποιήθηκε ταχύτατα από το 1834, που ανακηρύχτηκε πρωτεύουσα της μικρής τότε Ελλάδας, περικυκλωμένης από ένα μεταβαλλόμενο διεθνές πολιτικοοικονομικό γίγνεσθαι. Στο τοπίο της πόλης προβάλλει ο Ευρωπαϊκός νεοκλασικισμός στην αρχιτεκτονική μαζί με αφηγήσεις για τις Ελληνικές του ρίζες, που αποσκοπούν στη συμφιλίωση των Ελλήνων κατοίκων της πόλης με τη Βαυαρική εξουσία (Μπαστέα 2008). Η νέα ‘Ιπποδάμεια’ πολεοδομία της Αθήνας, με τους αποικιακούς της απόηχους, συμβάλλει και αυτή στην ένταξη της νέας εθνικής ταυτότητας στο μοντερνισμό της Ευρώπης, σε αντιδιαστολή με το οθωμανικό παρελθόν που εγγραφόταν στις δαιδαλώδεις συνοικίες των πόλεων. Η αστική κοινωνία αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στους ντόπιους και τους επήλυδες, τους μεταπράτες και τη διασπορά, μέχρις ότου υψώνονται τα πρώτα εργοστάσια και αναδύεται η εργατική τάξη. Κάθε ιστορική καμπή αναπλάθει την πολιτισμική ταυτότητα των πολιτών με τις διαδοχικές μεταβάσεις από τη μεταπρατική κουλτούρα το 19ο αιώνα στην εργατική συγκρουσιακή πόλη στις αρχές του 20ου, κι έπειτα στην προσφυγική πλημμυρίδα, που εκπλήσσει με τους αναδυόμενους δημιουργικούς εναλλακτικούς πολιτισμούς, για τους οποίους θα μιλήσουμε εδώ.
Μεγάλη έκπληξη για την ερευνήτρια της πόλης είναι η ξαφνική μετάβαση το 1922 από τις “πόλεις της σιωπής” – για να δανειστούμε την έννοια από τον Antonio Gramsci (1971: 91), που έγραφε για αυτές το Μεσοπόλεμο από τη φυλακή του – στην πολύβουη λαϊκή προαστιοποίηση. Μέχρι τη δεκαετία του 1910 η Αθήνα και o Πειραιάς έκρυβαν το άκληρο προλεταριάτο, καθώς και αυτό που θα ονομάζαμε σήμερα πρεκαριάτο, αποκλεισμένα σε άθλιες κεντρικές συνοικίες κρυμένες από τα ‘ευαίσθητα μάτια’ των αστών, ακριβώς όπως ο Engels (1974) περιέγραφε τις εργατικές γειτονιές του Manchester (Pooley 1992). Ενοικιαστές χωρίς υποδομές αλλά και χωρίς προοπτικές για βελτίωση του χώρου κατοικίας τους συνωστίζονταν σ’ αυτές τις φτωχογειτονιές της απόγνωσης, σε παράγκες και ενοικιαζόμενα δωμάτια, που δημιουργούσαν ένα διάστικτο κοινωνικό διαχωρισμό στο χώρο, με άθλιους θύλακες στο κέντρο της πόλης (Λεοντίδου 1989/2013: 137-45, Leontidou 1990/2006: 67-70).
Από το 1922 όμως οι φτωχογειτονιές της απόγνωσης δίνουν τη θέση τους στις εκτεταμένες φτωχογειτονιές της ελπίδας (slums of despair/ slums of hope – Stokes 1962, Turner 1968, Λεοντίδου 1989/2013, Leontidou 1990/2006: 84-8). Παράδοξο κι αυτό, μια και η βίαιη μετακίνηση των προσφύγων αντί για μιζέρια εγκαινίασε μια εποχή δημιουργικότητας και αντικατέστησε τις “πόλεις της σιωπής” με πολύβουα λαϊκά προάστια. Η προσφυγική πλημμυρίδα κατέστησε μειονότητα τις σφήνες φτώχειας του άκληρου προλεταριάτου σε μια πόλη που επεκτεινόταν πλέον με τη λαϊκή αυτοστέγαση και την ιδιοκατοίκηση – έστω και σε παραπήγματα (Λεοντίδου 1989/2013: 216-8).
Η αναδρομική έκπληξη της αντικατάστασης της απόγνωσης από την ελπίδα στις λαϊκές συνοικίες μετά το 1922 προσφέρεται για συνολικό αναστοχασμό των “πόλεων της σιωπής” και της αυθόρμητης αστικοποίησης. Αυτό που συνήθως πιστεύεται, ότι δηλαδή η λαϊκή αυτοστέγαση και η άτυπη οικονομία αποτελούν παραδοσιακή κουλτούρα ή προκαπιταλιστικό απομεινάρι, είναι λάθος. Στην Ελλάδα ανακύπτουν ακριβώς με την έλευση του περιφερειακού καπιταλισμού (Leontidou 1990, 1993a), και ενώ είχαν προηγηθεί τα άθλια εκείνα slums του καπιταλισμού της Βόρειας Ευρώπης (Pooley 1992).

Οικιστική αποκατάσταση και αυτοστέγαση

Η βίαια εκδίωξη των Ελλήνων από τα παράλια της Μικράς Ασίας άρχισε το 1922, πριν υπογραφεί η Συνθήκη της Λωζάνης (1923), που θεσμοποίησε την ανταλλαγή πληθυσμών μετά τη Μικρασιατική καταστροφή. Εκείνα τα χρόνια, 1.200.000 πρόσφυγες έφτασαν στην Ελλάδα των 5 εκ. κατοίκων και έφυγαν μόνο 500.000 Τούρκοι. Οι πρόσφυγες βάραιναν εντυπωσιακά σε σύγκριση με τους σημερινούς 60.000 εγκλωβισμένους στην Ελλάδα των 11 εκ. κατοίκων. Το 1920-28 ο πληθυσμός σχεδόν διπλασιάστηκε ξαφνικά στο λεκανοπέδιο της Αθήνας από 453.042 σε 802.000 και συνέχισε να αυξάνεται με την αθρόα εσωτερική μετανάστευση για να φτάσει τις 1.124.109 το 1940 (Λεοντίδου 1989/2013: 158).
Τους πρώτους μήνες μετά την άφιξή τους οι πρόσφυγες εγκαθίστανται όπου βρούν, καταλαμβάνοντας όχι μόνο γη, αλλά και βαγόνια σιδηροδρόμων, αρχαιολογικούς χώρους, εκκλησίες, ακόμα και τα θεωρεία του Δημοτικού Θεάτρου της Αθήνας (έργου του Ziller, που δυστυχώς κατεδάφισε ο Κοτζιάς βλ. εικόνα 1). Η Ελληνική κυβέρνηση και οι διεθνείς οργανισμοί έδρασαν αστραπιαία, με μιαν αποφασιστικότητα αξιοζήλευτη σήμερα. Εσπευσμένα συστάθηκε το Ταμείο Περιθάλψεως Προσφύγων (εφεξής ΤΠΠ) το Νοέμβριο του 1922 για την προσωρινή περίθαλψη. Oι οικισμοί του ΤΠΠ περιτριγυρίστηκαν από παραπήγματα και τενεκεδουπόλεις. Πλημμύρισαν οι πόλεις από σκηνές και παράγκες παντού, ως και στην αρχαία αγορά και στις κοίτες των ποταμών, με εμβληματικό τον οικισμό του Ιλισού (Λεοντίδου 1989/2013: 154). Καμία σχέση όμως δεν είχαν αυτά με τους σημερινούς καταυλισμούς και την αίσθηση εγκλεισμού, που συνεπιφέρουν.

Εικόνα 1: Προσωρινή εγκατάσταση προσφύγων του 1922 – κάθε οικογένεια στεγάζεται σε ένα θεωρείο – στο Δημοτικό Θέατρο Αθήνας

Πηγή: Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο, δημοσιεύτηκε στο Διαδίκτυο και ως εξώφυλλο στο LiFO, τ. 498, 1.12.2016
Μετά από ένα χρόνο, το Νοέμβριο του 1923, συνέρχεται για πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων (εφεξής ΕΑΠ), υπό την άμεση εποπτεία της Κοινωνίας των Εθνών σε συμφωνία με την ελληνική κυβέρνηση, και το ΤΠΠ διαλύεται το 1925. Η ΕΑΠ δεν ασχολείται με προσωρινή περίθαλψη, αλλά με αποκατάσταση των προσφύγων σε κατοικία και παραγωγική δραστηριότητα με πλείστους τρόπους, από την αγροτική μεταρρύθμιση και τα δάνεια σε μικροεπιχειρήσεις μέχρι την οικοδόμηση συγκροτημάτων κατοικιών σε μεγάλη κλίμακα και την παροχή γης και υποδομής (site and services, βλ. Turner 1968, Λεοντίδου 1989/2013: 214-5) για ευπορότερους πρόσφυγες. Ταυτόχρονα δρούσαν και άλλοι φορείς, όπως η ΕΤΕ και το Υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας, το οποίο ανέλαβε το έργο της προσφυγικής αποκατάστασης μετά το 1930, που διαλύθηκε η ΕΑΠ (Γκιζελή 1984).
Στην πρωτεύουσα η πολεοδομική πολιτική της ΕΑΠ ξεκινά με την επιλογή τεσσάρων συνοικισμών όπου δημιουργήθηκαν οι εμβληματικές προσφυγουπόλεις που τόσο ρόλο έπαιξαν στα χρόνια της Κατοχής, της Αντίστασης, του Εμφυλίου. Στη Νέα Ιωνία, την Καισαριανή και το Βύρωνα, που απείχαν τουλάχιστον 4 χλμ από το κέντρο της Αθήνας, χτίστηκαν 3864, 1998 και 1764 κατοικίες, αντίστοιχα, ενώ 5584 κατοικίες προστέθηκαν στη Νέα Κοκκινιά (Νίκαια) κοντά στον Πειραιά, όπου προϋπήρχε προσφυγική εγκατάσταση. Μόνιμες προσφυγικές κατοικίες χτίστηκαν επίσης αμέσως και στο Παγκράτι και την Καλλιθέα. Σε άλλες περιοχές ανέκυψαν άλλες ρυθμίσεις, ιδιαίτερα όπου έδρασαν οι οικοδομικοί συνεταιρισμοί, όπως στη Νέα Σμύρνη, όπου εφαρμόστηκε πλήρως η αυτοστέγαση μετά από παροχή γης και υποδομής (βλ. χάρτη 1).

Χάρτης 1: Προσφυγικοί συνοικισμοί, συνεταιρισμοί και κηπουπόλεις

Με κόκκινο χρώμα σημειώνονται οι προσφυγικοί συνοικισμοί που ιδρύθηκαν και χτίστηκαν από την ΕΑΠ και το κράτος. Με πορτοκαλλί, αυτοί που χτίστηκαν σε οικόπεδα που παραχωρήθηκαν από το κράτος.Με μπλε σημειώνονται οι μεγαλοαστικές ‘κηπουπόλεις’ (Ψυχικό, Φιλοθέη, Εκάλη).
Με κύκλους σε πράσινο σκούρο χρώμα σημειώνονται οι οικοδομικοί συνεταιρισμοί 1923-25, κατά έκταση απαλλοτριωθείσας γης (από 2.000 μέχρι 174.000 τ.μ.)
Με γαλάζιο χρώμα σημειώνεται το σχέδιο πόλης 1940.
Ο χάρτης προέρχεται από το βιβλίο της Λίλας Λεοντίδου (Λεοντίδου 1989/2013) σελ. 208. Βασίζεται σε χαρτογράφηση στοιχείων από διάφορες πηγές και αρχεία. Πρωτοδημοσιεύθηκε στην πρώτη έκδοση της Εγκυκλοπαίδειας Πάπυρος-Larousse–Britannica στο Λήμμα ‘Αθήνα’ της Λ. Λεοντίδου (Λεοντίδου 1982), τόμος 3, σελ. 400.
Η όμορφη, μινιμαλιστική θα λέγαμε, αρχιτεκτονική αυτών των πρώτων συνοικισμών της ΕΑΠ και αργότερα του Υπουργείου Κοινωνικής Πρόνοιας ακόμα κοσμεί το τοπίο της πρωτεύουσας, αν και οι γειτονιές σιγά-σιγά υποκύπτουν στη μονότονη νεωτερικότητα της πολυκατοικίας. Πέρα από τα εν σειρά σπιτάκια που διακόπτονταν από τις πρωτοβουλίες των οικιστών, είναι πρωτότυπα και ανύπαρκτα αλλού στην πρωτεύουσα τα χιαστί κλιμακοστάσια στις μακρόστενες διώροφες κατοικίες της Νίκαιας ( βλ. εικόνα 2) γύρω από τα αίθρια με τα πηγάδια και τους κήπους, τα “κουκλίστικα” σπιτάκια της Καισαριανής με τις γλάστρες και τα κεντητά κουρτινάκια, και πιο πέρα τα μεταγενέστερα πέτρινα εκεί και στα Πετράλωνα. Οι απλές φόρμες διαφοροποιούνταν με την προσωπική εργασία των προσφύγων, που ποίκιλλαν τα ομοιόμορφα σπιτάκια δημιουργώντας πολύμορφες γειτονιές. Tα δωμάτια ήταν πολλαπλών χρήσεων λόγω στενότητας χώρου. Αλλά κι αυτός ο υποτυπώδης εσωτερικός χώρος δεν ήταν πρόβλημα γιατί η καθημερινή ζωή επεκτεινόταν στα αίθρια και τις αυλές, που χρησίμευαν και ως πλυντήρια και εργαστήρια, στα κατώφλια και στα πεζοδρόμια της άτυπης κοινωνικότητας, στις αλάνες που ξεχείλιζαν από παιδιά, και στις πλατείες, που μετέτρεπαν το δημόσιο χώρο σε κοινό, προλαβαίνοντας τα σημερινά ‘κοινά’ (commons) της εποχής της κρίσης (Leontidou 2015a,b, Gritzas & Kavoulakos 2015).

Εικόνα 2: Προσφυγική κατοικία στη Νίκαια (χιαστί κλιμακοστάσιο)


Πηγή: Φωτογραφία του Σπύρου Δεληβορριά, από το βιβλίο του Δήμου Νίκαιας (επιμ., 2002).
Η φροντίδα του οικιστικού χώρου, καθήκον βασικά γυναικείο, απαιτούσε συνεργασία και αλληλεγγύη για την ομαδική αντιμετώπιση των δυσκολιών της καθημερινότητας. Τα καφενεία ήταν προνομιακός χώρος των ανδρών και ο αποκλεισμός των γυναικών ήταν απόλυτος και αδιαπραγμάτευτος. Οι γυναίκες επωμίζονταν ένα τεράστιο όγκο οικιακής εργασίας. Δεν ήταν μόνο τα πρακτικά ζητήματα που δημιουργούσε η έλλειψη υποδομών, όπως η ανάγκη να κουβαλούν νερό, καυσόξυλα, να φροντίζουν για τη θέρμανση και την αποκομιδή των απορριμμάτων. Στην ουσία επρόκειτο για συλλογική παροχή κοινωνικής πρόνοιας, περίθαλψης, εκπαίδευσης, φροντίδας των παιδιών, αλλά και για την αισθητική αναβάθμιση του χώρου της κατοικίας. Το 2002 μια γερόντισσα στη Νίκαια καμάρωνε για τα ζωηρά χρώματα της ώχρας και του γαλάζιου στους τοίχους του σπιτιού της: «Αυτό είναι το βουνό μου, αυτή είναι η θάλασσά μου» (Λεοντίδου 2002: 19). Ξένοι ερευνητές στα Γερμανικά της Νίκαιας τη δεκαετία του 1970 δεν βρήκαν τις κοινόχρηστες κουζίνες που συνηθίζονταν στις Βόρειες εργατικές κατοικίες και απορούσαν, που οι Ελληνίδες επέμεναν στη δική τους κουζίνα, όσο κι αν ήταν μικρή, την οποία δεν μοιράζονταν ούτε με συγγενείς (Hirschon 1989/ 2006). Όμως οι γυναίκες, όσο κι αν ήταν περιορισμένες, ανέπτυσσαν μια πρωτόγνωρη τότε στην Ελλάδα συλλογικότητα και αλληλεγγύη, που τις έβγαζε από την απομόνωση της οικιακής εργασίας αλλά και της οικοτεχνίας. Πολλές επίσης στελέχωσαν τα εργοστάσια.
Kάθε οικογένεια φρόντιζε τη ‘δική της’ παράγκα, βελτιώνοντάς την σταδιακά όσο επέτρεπαν οι αποταμιεύσεις. Πρώτα την μεταμόρφωνε σε ‘κουκλίστικο’ σπιτάκι, έπειτα το μεγάλωνε, και μετά προσέθετε ‘πανωσηκώματα’ για τις επόμενες γενιές. Επίσης πολλοί συντηρούσαν εργαστήρια και οικοτεχνίες με το σπίτι ως βάση, δημιουργώντας μια πολύβουη άτυπη οικονομία (Λεοντίδου 1997). Αυτές οι δυνατότητες της υποτυπώδους ιδιοκατοίκησης συντηρούσαν την ελπίδα στις φτωχογειτονιές της περιφέρειας των πόλεων – αρχικά προσφυγικές, σύντομα όμως και γειτονιές μεταναστών από την ύπαιθρο προς στην Αθήνα. Αυτές ήταν οι φτωχογειτονιές της ελπίδας.

Κοινωνικό-γεωγραφικός αποκλεισμός και αυθόρμητη αστική επέκταση

Οι περιγραφές της όμορφης αυτόχθονης αρχιτεκτονικής των ‘spotless slums’ (Hirschon 1989: 1-4, Sandis 1973) εμπεριέχουν βέβαια κάποια ρομαντική υπερβολή, αν ληφθούν υπόψη η φτώχεια και οι χαώδεις ανισότητες. Ο κοινωνικός αποκλεισμός στο χώρο όχι απλώς επέμενε, αλλά ήταν ηθελημένος, σχεδιασμένος, με επίκεντρο τη διάκριση γηγενών/ προσφύγων – και μάλιστα στο σύνολο της ελληνικής επικράτειας, που είδε το διαχωρισμό μεταξύ πόλεων γηγενών και προσφυγουπόλεων, αλλά και ρατσιστικές επιθέσεις και εμπρησμούς προσφυγικών συνοικισμών, ιδιαίτερα στη Βόρεια Ελλάδα (Λεοντίδου 1989/2013: 161-4).
Στην πρωτεύουσα η ΕΑΠ, επιδιώκοντας αυτό το διαχωρισμό, κατέστη στην ουσία ο ‘πολεοδόμος’ της αστικής επέκτασης: οι 12 κύριοι και 34 μικρότεροι προσφυγικοί συνοικισμοί, που δημιούργησε, απείχαν 1-4 χλμ από τα όρια της οικοδομημένης το 1920 περιοχής (Λεοντίδου 1989/2013: 209), για να μην «ενοχληθή η ‘κανονική’ ζωή της υφισταμένης πόλεως», όπως δηλώθηκε ευθαρσώς (Παπαϊωάννου 1975: 14). Λίγο αργότερα οι φορείς έχτισαν και σε πιο κεντρικά σημεία, όπως η Λεωφόρος Αλεξάνδρας και τα Πετράλωνα. Αλλά η εμμονή στην περιφέρεια τεκμηριώνεται με χαρτογραφικά και με ποσοτικά στοιχεία: ιδιαίτερα από τη στασιμότητα του πληθυσμού της κεντρικής Αθήνας, που το 1920-28 αυξήθηκε μόνο κατά 91.896 κατοίκους (από 292.835 σε 384.731, διαφορά λίγο πάνω από τη φυσική κίνηση πληθυσμού), σε αντίθεση με τα προάστια, που είδαν μια θεαματική τριπλάσια αύξηση κατά 257.062 κατοίκους (από 160.207 σε 417.269 – υπολογισμοί από πίνακες Λεοντίδου 1989/2013: 330-1).
Εκτός από τον ηθελημένο κοινωνικο-γεωγραφικό αποκλεισμό με τη χωροθέτηση των προσφύγων στην περιφέρεια των πόλεων, στην πολιτική που εφάρμοσε η ΕΑΠ υπήρχαν και άλλες σκοπιμότητες. Πρώτα από όλα, στην ιδιοκατοίκηση: η δημιουργία ενός μεγάλου πληθυσμού μικρο-ιδιοκτητών, αντί για ένα άκληρο προλεταριάτο, θεωρήθηκε ότι θα αποτρέψει τον κομμουνιστικό κίνδυνο! Αυτό αναφέρεται για τους πρόσφυγες της Μακεδονίας και της Θράκης το 1929 (Mavrogordatos 1983: 146, 215), αλλά οι πιο συχνές αναφορές είναι για τα αστικά κέντρα, όπως αυτή του Pentzopoulos (1962: 195), ότι «οι καλύτερα στεγασμένοι πρόσφυγες των προαστίων της Νέας Σμύρνης και της Καλλιθέας αποδείχτηκαν πολίτες περισσότερο νομοταγείς από ορισμένους ντόπιους που ασπάσθηκαν τον κομμουνισμό».
Για τους ίδιους λόγους αποθαρρύνθηκε η αυτοδιοίκηση στις προσφυγουπόλεις, αντίθετα με τις αγροτικές περιοχές. Οι αγρότες ενθαρρύνθηκαν να σχηματίσουν νόμιμα συγκροτημένες ομάδες και οι κυβερνητικοί εκπρόσωποι παρέδιδαν τη γη σε συμβούλια εκλεγμένα από τους αρχηγούς νοικοκυριών. Στις πόλεις, αντίθετα, οι πρόσφυγες αποκαταστάθηκαν με βάση λίστες αναμονής, εκτός από ευπορότερους που σχημάτισαν οικοδομικούς συνεταιρισμούς (Λεοντίδου 1989/2013: 235-6). Δεν αναφέρεται πουθενά καθεστώς αυτοδιοίκησης στις μεγάλες συνοικίες της Αθήνας και του Πειραιά. Η ΕΑΠ διατήρησε την διοίκησή τους ως το 1930, οπότε αντικαταστάθηκε από τις τοπικές δημοτικές αρχές.
Αυτές οι πολιτικές όμως απέτυχαν ή υπονομεύτηκαν σε όλα τα επίπεδα. Αρχικά οι μικρο-ιδιοκτήτες αυτο-οργανώθηκαν σε ‘εξωραϊστικούς συλλόγους’, αργότερα όμως έδρασαν ανατρεπτικά, όταν δημιούργησαν τις ‘κόκκινες’ συνοικίες στην περιφέρεια της Αθήνας και του Πειραιά, αρχικά Βενιζελικές και έπειτα κομμουνιστικές. Όσο για την αυτοστέγαση και την ιδιοκατοίκηση, ήδη το 1925 αυτές αποτέλεσαν το έναυσμα για μια άνευ προηγουμένου αστική επέκταση. Στην ουσία η ελληνική κυβέρνηση και η ΕΑΠ είχαν αποφασίσει μόνο την κατεύθυνση προς την οποία θα επεκτεινόταν η πρωτεύουσα. Ο όγκος όμως και ο βαθμός της οικιστικής εξάπλωσης και της πληθυσμιακής αύξησης των νέων συνοικισμών σχεδόν αμέσως είχαν ξεφύγει από τον έλεγχο των φορέων αποκατάστασης (Λεοντίδου 1989/2013: 209-11). Με αυτή την έννοια, η ΕΑΠ και η κυβέρνηση απέτυχαν ως πολεοδόμοι. Η διαδικασία της λαϊκής μικροοικοδόμησης και των αυθαιρέτων είχε αρχίσει.
Απέτυχαν και ως χωροτάκτες, που θα έστρεφαν τα πλήθη των προσφύγων προς την αγροτική περιφέρεια, ενώ αυτά τους ξεγλυστρούσαν προς τις πόλεις: κατά την απογραφή του 1928, ενώ οι πρόσφυγες είχαν σχεδόν ισομοιραστεί μεταξύ πόλεων και υπαίθρου, αποτέλεσαν το 27,68% του αστικού πληθυσμού (των 2 εκατομμυρίων), ενώ μόνο το 12,47% του ημιαστικού και αγροτικού πληθυσμού (των 4 εκατομμυρίων), δηλαδή είχαν υπερδιπλάσιο βάρος στις πόλεις, με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης σε αυτές 6,29% το 1920-28, σε σύγκριση με υποτριπλάσιο ρυθμό στην ύπαιθρο και 2.69% στο σύνολο χώρας (Λεοντίδου 1989/2013: 162-3). Αυτή ήταν και η αφετηρία της ταχύτατης αστικοποίησης και της ανεξέλεγκτης αστικής επέκτασης, που από τότε σημάδεψαν τον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό.
Δεν είναι ξεκάθαρο αν επρόκειτο για αποτυχία ή αν οι χωροταξικές επιλογές και η περιφερειακή πολιτική των φορέων περιέκλειαν σκοπιμότητες. Αρχικά πάντως αναφέρεται ότι η συγκέντρωση προσφύγων στην πρωτεύουσα συνδεόταν με εκλογικές σκοπιμότητες των Φιλελευθέρων, οι οποίοι εφάρμοσαν ένα ιδιότυπο gerrymandering, δηλ. μια εκλογική στρατηγική με αλλαγές των πληθυσμιακών πυκνοτήτων αντί των ορίων των περιφερειών (Pentzopoulos 1962:182). To 1934 η κυβέρνηση Τσαλδάρη δημιούργησε «το δικό της αριστούργημα» εκλογικής στρατηγικής με το παραδοσιακό gerrymandering (Mavrogordatos 1983: 314-16), δηλ. τη σκόπιμη οριοθέτηση εκλογικών περιφερειών ώστε να αυξάνει τις πιθανότητές της να κερδίσει κρίσιμες περιφέρειες.
Στρατηγικές γεωγραφικής αναδιάταξης και αποκλεισμού ανέπτυξαν και οι αστοί. Συνεχίζοντας την πόλωση των προηγουμένων περιόδων στην κοινωνία και το χώρο, διευρύνθηκε το χάσμα ανάμεσα στην αναδυόμενη εργατική τάξη στις προσφυγουπόλεις από τη μια, και την αστική τάξη στις ‘κηπουπόλεις’ του Ψυχικού, Φιλοθέης, Εκάλης από την άλλη. Τα ‘άλλα’ προάστια δεν γεννήθηκαν μόνο από τον πλούτο, αλλά και από την εξουσία και την επιρροή που ασκούσαν οι αστοί στην πολεοδομική νομοθεσία και στην κατεύθυνση της υποδομής της πόλης. Ο ίδιος ο οικοδομικός κανονισμός του Ψυχικού – ιδιαίτερα τα ‘ελάχιστα’ επιτρεπόμενα (μεγάλα) μεγέθη οικοπέδων και κατοικιών, οι όροι δόμησης, τα (χαμηλά) ύψη οικοδομών και οι απαγορεύσεις σε χρήσεις γης – αποτέλεσε μηχανισμό κοινωνικού διαχωρισμού και αποκλεισμού κοινωνικών ομάδων, έτσι ώστε να θωρακισθούν οι αστοί απέναντι στην πλημμυρίδα της αστικοποίησης του Μεσοπολέμου (Λεοντίδου 1989/2013: 222-3). Την ίδια εποχή εμφανίστηκε και η μεσοαστική πολυκατοικία ως ενός είδους μεσαίος χώρος στην κοινωνική και οικιστική συγκρότηση.
Στα προάστια της πρωτεύουσας πάντως αυτενεργούν οι οικιστές. Η ανυπακοή σε πολεοδομικούς (και άλλους) κανόνες και ο αυθορμητισμός που επέδειξαν οι πρόσφυγες σφραγίζουν έκτοτε καθοριστικά την αστική ανάπτυξη (Leontidou 1990/2006, 2014) και επιφέρουν μια καλπάζουσα οικιστική επέκταση, που μεταβάλλει την πολεοδομία της πρωτεύουσας ανεξέλεγκτα, γεμίζοντας αυθαίρετα μια σχεδόν ακατοίκητη περιαστική περιοχή. Εκεί που το 1920 κατοικούσε μόλις το 6% του πληθυσμού της πρωτεύουσας, το 1940 κατοικεί το 44% (Λεοντίδου 1989/2013: 207-8). Η πόλη σκαρφάλωσε στους πρόποδες του Υμηττού και του Αιγάλεω και έφτασε ως τη μονή Πεντέλης. Το εγκεκριμένο σχέδιό της (χωρίς να λογαριάσουμε την περιοχή αυθαιρέτων). μετά από αλλεπάλληλες ‘νομιμοποιήσεις’ ήδη κατοικημένων περιοχών στο πλαίσιο του εκάστοτε λαϊκισμού, τετραπλασιάστηκε από 3264 εκτάρια το 1920 σε 11600 το 1940 (Λεοντίδου 1989/2013: 211).
Η αυθόρμητη αστικοποίηση οφειλόταν αρχικά στους πρόσφυγες, σύντομα όμως και σε γηγενείς, αρχικά μάλιστα σε όσους μετακινούνταν στην πρωτεύουσα από Βόρειες προσφυγουπόλεις – αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία (Λεοντίδου 1989/2013: 164). Οι πρόσφυγες έδειξαν το δρόμο προς το μέλλον, μια και η αυθαίρετη δόμηση γενικεύτηκε και πλήθος μεταναστών περιτριγύρισαν τις πόλεις με εκτεταμένα λαϊκά προάστια. Ο πληθυσμός πλέον διεκδικούσε περισσότερα δικαιώματα στην κατεύθυνση που είχαν εγκαινιάσει το κράτος και οι διεθνείς οργανισμοί – δικαιώματα οικιστικά και εργασιακά, το ‘δικαίωμα στην πόλη’ (Leontidou 2010, 2012, 2014). Η κατοικία κρατούσε σε αυτά έναν κρίσιμο ρόλο ως μέσο παραγωγής, εφόσον αποτελούσε και βάση για την άτυπη εργασία και την οικοτεχνία (Leontidou 1993b).
Η αυθόρμητη αστική ανάπτυξη και οι φτωχογειτονιές της ελπίδας έγιναν κανόνας για τη λαϊκή κατοικία. Για πέντε τουλάχιστο δεκαετίες, ένα παραδοσιακό προνόμιο των κυρίαρχων τάξεων – το άνοιγμα νέας γης σε αστικοποίηση – επεκτάθηκε στους φτωχούς, στους πρόσφυγες, στο προλεταριάτο. Το 1940 αυτά τα λαϊκά στρώματα, που αποτελούσαν τα τρία τέταρτα του αστικού πληθυσμού, έλεγχαν το ένα τρίτο της οικοδομημένης περιοχής της πρωτεύουσας. Παρόλο που ο ποσοτικός υπολογισμός είναι πολύ δύσκολος, εκτιμάμε ότι την περίοδο 1940-70 περίπου 450.000-500.000 άνθρωποι στεγάστηκαν αυθαίρετα στα περίχωρα της Αθήνας (Leontidou 1990/2006: 150).

Αναστοχασμός για την Αθήνα της κρίσης

Αναπολώντας λοιπόν το Μεσοπόλεμο, αντιλαμβανόμαστε σε τι συνίσταται ο πυρήνας της αναπτυξιακής προσπάθειας, που κάπου έχει λησμονηθεί πλέον στην Ευρωπαϊκή Ένωση του νεοφιλελευθερισμού και της κρίσης. Και τότε, όπως τώρα, η Ελλάδα ήταν υπό διεθνή οικονομικό έλεγχο. Πόση όμως διαφορά από το σημερινό αδιέξοδο της λιτότητας… Σήμερα, παρόλο μάλιστα που εντασσόμαστε ως ισότιμο κράτος μέλος στην ΕΕ, αντί για στήριξη της ανάπτυξης, της ποιότητας ζωής, της βιωσιμότητας και της καινοτομίας, αντί για εκμετάλλευση του δυναμισμού των ανθρώπων με την ενδυνάμωση της αυτενέργειας και του αυθορμητισμού (Leontidou 2015a), ζούμε μια περίοδο επιβαλλόμενης άνωθεν λιτότητας, η οποία επιπλέον συμβαδίζει με απόλυτο έλεγχο της καθημερινής ζωής. Η ολομέτωπη επίθεση για την ολοσχερή καταστροφή της άτυπης οικονομίας και της μικροοικοδόμησης στη σημερινή Ελλάδα (Leontidou 2014, 2015a), καθιστά μάλλον πρωτότυπη και ανατρεπτική την εποχή της αυτοστέγασης. Η λαϊκή αυθόρμητη στέγαση και τα αυθαίρετα ‘πατάχθηκαν’ τα χρόνια της δικτατορίας με ‘νομιμοποιήσεις’ και κατεδαφίσεις, ενώ η χαριστική βολή δόθηκε με την ένταξη στην ΕΕ (Leontidou 1990/2006, 2014, 2015b). Στη συνέχεια η κρίση δημιούργησε άστεγους πληθυσμούς που κάποτε ζούσαν είτε σε παράγκες είτε στο πλαίσιο της διευρυμένης οικογένειας στα ιδιόκτητα σπιτάκια και συντηρούνταν από το διαμοιρασμό του εισοδήματος.
Επιπλέον σήμερα η κατοικία επιβαρύνεται πλέον από μια εισπρακτική στρατηγική που εκμεταλλεύεται στο έπακρο την ιδιομορφία της Ελλάδας να έχει τη (μικρο)ιδιοκτησία διεσπαρμένη σε πολλά χέρια από τα χρόνια της ενίσχυσης της ιδιοκατοίκησης από την ΕΑΠ: κάθε μικρο-ιδιοκτησία θα αποδώσει τον διογκωμένο ΕΝΦΙΑ, που αντιστοιχεί σε υπερεκτίμηση της ‘αντικειμενικής αξίας’ της. Με αυτό και με την υπερχρέωση, σύμφωνα πάντα με την τρόικα και τις κυβερνήσεις, οι δρόμοι της πόλης πλημμύρισαν ήδη από άστεγους, πριν ακόμα ξεκινήσουν οι απεχθείς κατασχέσεις.
Τι μας λένε λοιπόν οι μνήμες της δεκαετίας του 1920 για το σημερινό Ευρωπαϊκό πολιτισμό, ή μάλλον βαρβαρότητα (Λεοντίδου 2012); Αν εφαρμόζονταν το Μεσοπόλεμο πολιτικές όπως οι σημερινές, θα έπρεπε να έχουμε ξεχάσει την οικιστική αποκατάσταση, την εν γένει βελτίωση της ζωής των λαϊκών στρωμάτων και την άνοδο της μεσαίας τάξης. Το χειρότερο είναι ότι, στη σύγχρονη Αθήνα της κρίσης, αυτό που έχει πληγεί και είναι αμφίβολο αν ή πότε θα ζωντανέψει ξανά, είναι αυτό που έφεραν οι πρόσφυγες, αυτό που πρόσφεραν στους ντόπιους πληθυσμούς και τους συμπαρέσυραν σε αγώνες για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής τους, κινώντας ταυτόχρονα τους ιμάντες της ανάπτυξης και της προόδου την περίοδο του Mεσοπολέμου: αυτό που έχει πληγεί είναι η ελπίδα.
[1] Αναθεωρημένη δημοσίευση, με πρόσθετη τεκμηρίωση, των τριών πρώτων υποκεφαλαίων της δημοσίευσης στο LiFO τ. 498, 1.12.2016, σ. 50-59 (βλ. http://www.lifo.gr/articles/archaeology_articles/123864, όπου και χάρτης και φωτογραφίες).



Tasoula Kalantzi

Tasoula Kalantzi

Professor of French Language, Translations in French and English languages. Greek Language teacher to foreing stud

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αρνάκι με πατάτες στο φούρνο - Αντώνης

Αρνάκι με πατάτες στο φούρνο -  Αντώνης antonismavro  @antonis_mavro   Νεάπολη Πειραιά Υλικά   3 ώρες   8 μερίδες 3 κιλά   αρνάκι γάλακτος  ...